20 Ιουλ 2018

"Η παράδοση" από τη Δήμητρα Σπυροπούλου (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!)

12 Νοεμβρίου 1996, Παρασκευή
            Δύο εβδομάδες τώρα δεν συνάντησα ούτε τα μούτρα μου στον καθρέφτη. Δύο εβδομάδες δεν ξυρίστηκα, δεν έφαγα παρά ελάχιστα και οι πιτζάμες μου συναγωνίζονται σε ξινίλα τη διάθεση και το χνώτο μου. Ενίοτε σέρνω τη μοναξιά μου στην κουζίνα να την ποτίσω καφέ και τσιγάρα. Πίνω ό,τι πίνεται νιώθοντας ολότελα παγωμένος, χαμένος στις προβολές του μυαλού μου...Συνήθως βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με το πάπλωμα κουκούλι να σκεπάζει την απελπισία μου μέχρι πάνω. Σκέφτομαι συγκεχυμένα, έχω πόνους στο στήθος, λειτουργώ στα πρόθυρα της εξόντωσης, μόνος θόρυβος η αναπάντητη οργή μου μπροστά σ’ ένα τηλέφωνο.
Δύο εβδομάδες πριν ήμουν ευτυχισμένος. Ζούσα το απόλυτο σμίξιμο στην αγκαλιά της...Δύο αιώνες πριν. Όχι πια.

22 Δεκεμβρίου 2006, Τρίτη
            Έσβησα τη μηχανή και, αφού την κλείδωσα, κινήθηκα προς τη στάση. Η παράδοση του πακέτου στην πελάτισσα ονόματι Σωτηρίου είχε κανονιστεί για τις 20:00 ακριβώς. Ο Πέτρος, ο συνάδελφος που αναλάμβανε τα απαιτητικά της ραντεβού, είχε δηλώσει άρρωστος από το πρωί. Και πώς να μην είναι. Η τελευταία του συνάντηση μαζί της έγινε στην ταράτσα του Ιντερκοντινένταλ...στους δύο βαθμούς Κελσίου! Σ’ εμένα κληρώθηκε η στάση των λεωφορείων στου Ζωγράφου, δίπλα στο Νεκροταφείο. «Μην αργήσεις!! Γίνεται υστερική με την αργοπορία!», μου φώναξε ο προϊστάμενος, καθώς έβγαινα από την εταιρεία ταχυμεταφορών, όπου εργαζόμουν τα τελευταία πέντε χρόνια.
            Τηλεφώνησα στη Γεωργία ότι θα αργήσω. Αφού έλαβα την...υπενθύμιση να μη πατήσω σπίτι χωρίς το γάλα του παιδιού, έκλεισα το τηλέφωνο αναστενάζοντας. Ο εγκέφαλός μου διέτρεξε σκηνές συζυγικής αρμονίας! Ο γνώριμος πονοκέφαλος φλέρταρε ήδη με τα μηνίγγια μου.
            Οκτώ παρά δέκα ανέβαινα με την μηχανή την Παπάγου. Ο καιρός ήταν ψυχρός, υγρός και το δερμάτινο μπουφάν μου με προστάτευε τελικά ελάχιστα. Το τζιν παντελόνι είχε σωληνώσει τα πόδια μου σε νεκρική ακαμψία. Άρχισε να ψιλοβρέχει...Σε λίγο έφτανα, μικρό το κακό. Θα είμαι και πριν την ώρα μου, σκέφτηκα. Είχα δίκιο...
            Στη στάση, λεωφορεία δεν υπήρχαν. Μόνο λίγοι άνθρωποι που περίμεναν στο λιγοστό φως του δρόμου βαδίζοντας νευρικά πάνω κάτω, ίσως για να ζεσταθούν, αδιαφορώντας περιέργως για τη βροχή. Βρήκα θέση κάτω από το υπόστεγο και στάθηκα όρθιος, με το πακέτο υπό μάλης, ανασαίνοντας γρήγορα. Το βλέμμα μου έπεσε στον ανθοπώλη του Νεκροταφείου. Προσπαθούσε να στριμώξει τις εκτεθειμένες γλάστρες στο εσωτερικό του μαγαζιού του. Μην καταστραφούν οι άχαρες προσφορές στο Χάρο… Κοίταξα το ρολόι μου, οκτώ παρά πέντε. Άναψα τσιγάρο και προσπάθησα να στρώσω τα μαλλιά μου που πέταγαν από το κράνος. Ήθελα κούρεμα.
            Πρώτα θαύμασα το αέρινο βήμα της. Πλησίαζε μ’ ένα λίκνισμα αργό και βασανιστικό για τις κουρασμένες μου αισθήσεις. Το φως του δρόμου έλουζε την πλάτη της και έβλεπα μόνο το σκοτεινό περίγραμμα του κορμιού της. Φαινόταν νά' ρχεται προς εμένα. »Κάνε όρεξη, Νικόλα!«. Στάθηκε μπροστά μου.
«Καλησπέρα».
Με χτύπησε κεραυνός! Αυτή τη φωνή θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες. Δεν ήταν δυνατό κι όμως ήταν εκείνη! Ξεσκάλωσα από το λαιμό μου τη μοναδική λέξη που μπόρεσα να προφέρω.
«Σοφία;;;»
Την έκπληξη στη φωνή μου την έκοβες με το μαχαίρι. Προσπάθησα να διακρίνω τα μάτια της, να βεβαιωθώ, εντελώς ανώφελο, το πρόσωπό της ήταν στο σκοτάδι.
«Εγώ είμαι», είπε αργά.
Την ένιωσα να χαμογελάει.
«Πάμε να καθίσουμε εκεί;» με ρώτησε δείχνοντας το παγκάκι πίσω μου.
Κάθισε πρώτη χωρίς να περιμένει απάντηση. Την ακολούθησα αποσβολωμένος, με τα πόδια μου να έχουν δική τους θέληση.
«Μα, πως...Θέλω να πω...Εσύ;;; Εδώ;;;»
«Ήρθα για την αναχώρηση...»
Παρά το μέρος που βρισκόμασταν, η απάντησή της με παραξένεψε. Είχαμε καθίσει δίπλα δίπλα και επιτέλους μπορούσα να δω το πρόσωπό της. Αυτό που είδα όμως ταρακούνησε τη λογική μου. Ήταν η Σοφία αλλά και δεν ήταν. Δηλαδή, θέλω να πω, δεν είχε αλλάξει...κυριολεκτικά καθόλου. Τα καστανά μαλλιά της πλαισίωναν σε ζωηρές μπούκλες το λαιμό της. Τα πράσινα μάτια της με κοίταζαν γυαλίζοντας, σαν έτοιμα να κλάψουν. Το χαμόγελό της γλύκαινε τα χαρακτηριστικά της, ξεκινώντας από το βλέμμα της. Όμως, ο χρόνος τής είχε φερθεί με αφύσικη επιείκεια στα σαράντα πέντε της. Ήταν αρυτίδωτη, με τόσο διάφανο δέρμα...Θά’ παιρνα όρκο ότι έμοιαζε με...
Μίλησε πάλι πρώτη, διακόπτοντας τις σκέψεις μου.
«Πώς είσαι, Νίκο;». Το ενδιαφέρον της ακούστηκε αληθινό.
«Είμαι καλά, πολύ καλά», είπα ψέματα, ελέγχοντας με ελάχιστη επιτυχία το τρέμουλο στη φωνή μου. Χαμήλωσα τα μάτια. Οι καυγάδες με τη Γεωργία άστραψαν στο μυαλό μου. Μερικές σκέψεις έχουν πάνω τους κόλλα...Απέφυγα την αναφορά τους. Της μίλησα για την κορούλα μου τη Δέσποινα, τα πρώτα της βήματα λίγες μέρες πριν και για τη δουλειά μου, που παρά την κρίση κράταγε γερά.
Εκείνη, ακόμα κι αν κατάλαβε υπεκφυγή, δεν το έδειξε.
«Χαίρομαι. Το αξίζεις πραγματικά. Πόσα χρόνια...»
«Δέκα», τη διέκοψα. «Αλλά ποιος μετράει...Εσύ όλα καλά;»
Το τελευταίο το είπα πιο ειρωνικά απ’ όσο θά’ θελα, καρφώνοντάς την. Μα τι ήθελε  δηλαδή; Να χαρώ όπως εκείνη; Ε, όχι δα!
«Είμαι καλύτερα από ποτέ», απάντησε. «Μένω εδώ κοντά, ξέρεις...»
Η έμμεση παραδοχή της ευτυχίας της μού’ δωσε στα νεύρα.
«Όχι, δεν ξέρω. Κι όταν νόμιζα πως ήξερα...Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία πια», είπα κοφτά.
            Έψαξε τα μάτια μου. Κοίταξα μακριά.
«Ακόμα θυμωμένος, λοιπόν», είπε σιγανά.
«Μάλλον κουρασμένος θα έλεγα. Μην κολακεύεσαι!», είπα ακόμα πιο απότομα. Αδύνατο να καταπνίξω την οργή, τον πόνο που φούντωναν μέσα μου όπως δέκα χρόνια πριν, μόνο που τώρα καταντούσαν παράλογα. Ίσως άρχισα να τρελαίνομαι...
Εκείνη δεν πτοήθηκε, κοίταξε τα σταυρωμένα της χέρια, μετά εμένα ξανά.
«Η ειρωνεία δε χρειάζεται, ειδικά απόψε», πρόσθεσε απαλά.
Το κρύο είχε δυναμώσει αλλά εγώ καιγόμουν σα να είχα πυρετό. Αναμνήσεις και απορίες ένα κουβάρι μέσα μου, η αινιγματική της δήλωση το μπέρδευε χειρότερα. Είχαμε γνωριστεί σ’ ένα αποκριάτικο πάρτι στα Εξάρχεια, συνόδευε τη νονά της, συνόδευα τον κολλητό μου. Τους παρατήσαμε σύξυλους στο δίωρο πάνω και μέχρι να κατεβούμε στο ισόγειο ο έρωτάς μας είχε απογειωθεί. Ήταν παντρεμένη, τό’ξερα. Ήταν δυστυχισμένη, κι αυτό τό’ξερα. Ζούληξα τις πληγές της από τον κακοφορμισμένο γάμο μ’ έναν άντρα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της, ούρλιαξε, μου ζήτησε παρηγοριά. Και της την έδωσα μ’ όλη μου την ψυχή. Τις Κυριακές, που εκείνος απουσίαζε για δουλειές, έσβηνα τη μελαγχολία της με παρατεταμένα φιλιά, βόλτες στη θάλασσα, με τις ενδόμυχες σκέψεις μου που βιάζονταν να κτίσουν το κοινό μας μέλλον.
Κλέψαμε στιγμές παράνομα παράφορες οκτώ μήνες στο φτηνό μου δυάρι στην Αχαρνών. Αφήναμε τα σεντόνια μόνο για να φάμε και παραληρούσαμε ξανά και ξανά στην ερωτική φρενίτιδα. Μ’ έμαθε να περιμένω τις Κυριακές όπως ένα παιδί τα Χριστούγεννα...Και τα πήρε όλα πίσω...έτσι, σ’ ένα πρωινό...πώς μπόρεσε;;;
Σκούπισα τα ιδρωμένα μου χέρια στο παντελόνι. Κοίταξα γύρω και διαπίστωσα ότι είχαμε μείνει ολομόναχοι. Μα που πήγαν όλοι; Δεν θυμόμουν τίποτα λογικό από τα τελευταία λεπτά...Ένιωσα το πρόσωπό μου φουντωμένο, ο πονοκέφαλος σφύριζε.
«Σ’ ένα γάμο ναυάγιο, Σοφία...ψέμα; Δεν ξέρω...Κι εγώ τι...Ήθελες να σωθείς;;; Ότι θα τον άφηνες, με αγαπούσες ναι…και ότι θα ζούσαμε μαζί...Δικές σου λέξεις, δικές σου!!» ξέσπασα ασυνάρτητα.
«Θυμάσαι καλά...»
«Θυμάμαι πολύ!»
Εκείνη δε μίλησε. Κοίταξε για λίγο μακριά, προς την πλευρά του Νεκροταφείου, ξαναγύρισε τα μάτια της σε μένα.
«Δεν άλλαξες, Νίκο. Το ίδιο παράφορος, όπως τότε...Αυτή την παθιασμένη σου ψυχή αγάπησα, πόσο πολύ, αχ και νά ξερες...αυτή που...»
Τη  διέκοψα σηκώνοντας το χέρι μου.
«Έφτασε η ώρα για τα χρωστούμενα, Σοφία», είπα με προσποιητή αποφασιστικότητα.
«Έχεις δίκιο. Καλό είναι να κλείνουν παλιοί λογαριασμοί...»
«Καλό είναι να μην ανοίγουν! Όταν γύρισα σπίτι και δε σε βρήκα...Σ’ αναζήτησα για μέρες, για μήνες. Έσπασα τα τηλέφωνα, στοίχειωσα όλα τα μέρη που πήγαμε μαζί. Να περιμένω, ν’ αγωνιώ...Γιατί;;;»
«Το ξέρω και λυπάμαι...Πρέπει να με πιστέψεις. Αλλά δε γινόταν να μείνω, Νίκο. Έπρεπε να φύγω. Έπρεπε, αυτό μόνο!»
«Γιατί, γαμώτο;;; Έστω και τώρα, γιατί…»
«Στην απουσία σου εκείνο το πρωί έμαθα φοβερά, αδιανόητα πράγματα», με διέκοψε έντονα. «Για κάποια απ’ αυτά υπήρξα μάρτυρας, λίγο καιρό αφ’ ότου...Έπρεπε να φύγω, Νίκο, μην πάθεις κι εσύ…»
Την κοίταξα βουβός. Το ψιλόβροχο είχε σταματήσει αλλά ο δρόμος παρέμενε δυσοίωνα έρημος. Η ένταση της εξομολόγησής της δε συμπορευόταν με την ατάραχη στάση της. Για ποια αδιανόητα πράγματα μιλούσε; Είχε σκύψει πάλι το κεφάλι. Μήπως έλεγε ψέματα; Αλλά μετά από τόσο καιρό; Ήταν τουλάχιστον ανόητη η σκέψη μου. Όχι, κάτι άλλο συνέβαινε. Η αρχική μου ανησυχία επέστρεψε κάνοντας κόμπους τη ραχοκοκκαλιά μου.
Σηκώθηκε και με κοίταξε για τελευταία φορά. Έσκυψε, με φίλησε απαλά. Θεέ μου, πόσο παγωμένη ήταν! Ανατρίχιασα ως το μεδούλι.
«Ήρθε η ώρα», είπε και μου χαμογέλασε.
«Ποια ώρα;», ψέλλισα, μη μπορώντας ν’ αποδιώξω το χταπόδι του φόβου που είχε γραπώσει το στομάχι μου.
Γύρισε και έκανε να φύγει. Μόνο τότε ήταν που πρόσεξα την μαχαιριά στην πλάτη της που κομμάτιαζε το κορμί της ως τη μέση. Το λευκό της φόρεμα βαφόταν κατακόκκινο μπροστά στα μάτια μου, σταγόνες αίμα ανάβλυζαν και πιτσίλιζαν την άσφαλτο. Δίπλα της αχνοφάνηκε το μαχαίρι, εκείνος! Ξαφνικά τα κατάλαβα όλα. Γούρλωσα τα μάτια μου και ένιωσα την αναπνοή μου να λιγοστεύει. Έμεινα ακίνητος με τη μορφή της ν’ απομακρύνεται. Μισογύρισε, μου έτεινε το χέρι...
«Κύριε Νίκο;;;Κύριε Νίκο...»
Στη μαρτυρία της η Σωτηρίου είπε ότι με σκούντησε πολλές φορές πριν αρχίσει να ουρλιάζει. Οι τραυματιοφορείς που έφτασαν μισή ώρα αργότερα διαπίστωσαν ως ώρα θανάτου μου τις 20:00 ακριβώς. Κανείς τους δεν έστρεψε το βλέμμα του προς το Νεκροταφείο. Αν και ήταν μάλλον απίθανο ότι θα διέκριναν το ζευγαράκι που, πιασμένο χέρι χέρι, περνούσε στο εσωτερικό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου