20 Ιουλ 2018

"Λαμπάδες στην ομίχλη" από τον Στέλιο Σπαντίδη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)

Τα μάτια σου βούρκωσαν.
Έχω μείνει σα χαμένος δίπλα σου και σε κοιτάζω, στηρίζοντας τα εβδομήντα μου χρόνια πάνω σε ένα φθαρμένο ξύλινο ραβδί. Αγναντεύεις το τοπίο· η ματιά σου τρέχει στα δάση απέναντί μας και στο πανύψηλο όρος που τα φορά σαν ποδιά. Το αεράκι που μας χαϊδεύει το πρόσωπο έρχεται γοργά από την απέραντη, πυκνή παράταξη των δέντρων, που θαρρείς πως πλησιάζουν όλο και περισσότερο το ένα τ’ άλλο, μήπως και ενωμένα νικήσουν το άσπλαχνο ατσάλι του τσεκουριού. Βλέπεις, φίλε μου, κανείς πια δεν καταλαβαίνει. Κανείς δεν παίρνει πια όσα χρειάζεται, παρά μόνο όσα περισσότερα μπορεί να σηκώσει. Και εμείς; Εμείς απλά ξεμείναμε στην άκρη του δρόμου, λασπωμένοι από τους τροχούς ολοένα ταχύτερων και μεγαλύτερων αρμάτων, ξεχασμένοι στα όνειρα ενός άλλου καιρού. Τα καλοκαίρια της νιότης μας έσβησαν σαν τα σχέδια που κάναμε στο χώμα σαν παίζαμε· θυμάσαι; Γελούσαμε, κόβαμε ξύλινα κλαράκια και σχεδιάζαμε ξανά. Κάθε μέρα που ξημέρωνε έφερνε τη λήθη του χθες, και τρέχαμε στα ίδια μονοπάτια παίζοντας τα ίδια και τα ίδια παιχνίδια, ξεχνώντας χτυπήματα και τα ματωμένα μας γόνατα. Μα τα χρόνια δεν ξεχνούν κανέναν, τα χρόνια έριξαν τη βροχή των εγνοιών και λάσπωσαν τα σχέδια που κάναμε - και ξέρεις ότι το δάχτυλο τραβά προσωρινές μόνο γραμμές στην επιφάνεια του νερού.

Ξέρω τι θα πεις τώρα· ναι, πήγα χθες. Σιγουρεύτηκα πως δε με ακολούθησε κανείς – ποιος άλλωστε να προσέξει το αξιολύπητο τρέκλισμα ενός ανήμπορου κουρελή γέρου - περπάτησα μέσα στα δάση και τράβηξα προς το ποταμάκι που κυλούσε ήσυχα χαράζοντας το βουνό. Το κελάρυσμά του δεν είναι πια το ίδιο. Το νερό μπορεί να τρέχει γελώντας, τα πουλιά μπορεί να του απαντούν, μα οι φωνές δεν είναι αυτές που κάποτε ακούγαμε. Άλλαξαν άραγε τα πνεύματα το τραγούδι τους ή οι καιροί άλλαξαν τα αυτιά μας;
Σιγοψιθυρίζω τα λόγια αυτά, μα δε φαίνεται να με ακούς. Γύρνα τη ματιά σου να δεις αυτό που βλέπω· περνά από μπροστά μας ένας αγρότης με ρούχα κουρελιασμένα, σέρνοντας ένα σκελετωμένο βόδι από ένα χαλκά στη μύτη του. Το γέρικο και
πεινασμένο ζώο περπατά μετά βίας, ενώ ο αγρότης γυρνά το πρόσωπό του και μας κοιτά. Αμέσως τραβά το βλέμμα του μακριά, σα να μη θέλει να μιλήσουν τα μάτια μας.
Τα δικά σου μάτια είναι στυλωμένα στις πλαγιές του όρους· αχ παλιόφιλε, όσο και να προσπαθείς να κοιτάξεις, οι φλόγες των πυρσών δε θα χορέψουν ποτέ ξανά στις σκιές των επιβλητικών κορμών, τραγούδια δε θα ξανακουστούν, οι φωνές του δάσους σιώπησαν και ξέρω πολύ καλά πως δε θα μιλήσουν πια στους ανθρώπους. Θα γυρίσουν την πλάτη τους, στρέφοντας τις απόκοσμές τους ψυχές προς το εσωτερικό των ξύλινων σπιτιών τους, περιμένοντας καρτερικά την ανθρώπινη απληστία να γκρεμίσει το πράσινο της στέγης τους.
Το δάκρυ κυλά αργά από το μάγουλό σου. Βγάζω από το σακί που κουβαλώ στον ώμο ένα ασκό με φτηνό κρασί για να πιω. Ρίχνω λίγες σταγόνες στη γη που εξαφανίζονται αμέσως. Εσύ δε θες· καταλαβαίνω τη θλίψη σου· και εμένα μου λείπουν οι μέρες εκείνες. Οι μέρες οι γιορτινές, που το κλαρί του δέντρου γινόταν χέρι να σε αγκαλιάσει και ο άνεμος που σφύριζε ανάμεσα στα κλαριά του ήταν σε τέλεια αρμονία με τις νότες που έβγαζε ο αυλός σου. Οι μέρες που το μέταλλο υπήρχε για να οργώνει τη γη, για να την προστατεύει και για να χύνει γλυκά το αίμα του σφαγίου, καθώς οι κουλούρες των σπλάχνων του κυλούσαν στο μάρμαρο προβλέποντας τα μελλούμενα.
Ξέρω γιατί δε μου απαντάς. Έχεις δίκιο, έχεις κάθε δίκιο να μη θες να γυρίσεις προς τα εμένα, φταίει το καταραμένο σύμβολο που φόρεσα γύρω από το σβέρκο μου. Αλήθεια σου λέω αδερφέ μου, δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Απείλησαν τη γυναίκα μου, την περιουσία μου, έλεγαν ότι πλέον η θέλησή τους ήταν νόμος και εμείς, τα απομεινάρια σύμφωνα με δαύτους, δεν μπορούσαμε πια να λέμε όχι, να εμμένουμε στην πλάνη μας. Έτσι έλεγαν. Και εσύ, ο πιο ανδρείος απ’ όλους, τους έφτυσες καταπρόσωπο. Εσύ πρώτος γύρισες την πλάτη στα θρυμματισμένα μάρμαρα των τόπων των ιερών, όχι για να τα εγκαταλείψεις, μα για να τα υπερασπιστείς απέναντι στη λύσσα των ολετήρων.
Ο ουρανός αλλάζει χρώμα καθώς οι ώρες της νύχτας τελειώνουν και μια απαλή κατάλευκη ομίχλη έρχεται να ξαπλώσει γλυκά πάνω στο πράσινο στρώμα της γης.
Σκουπίζω με το χιτώνα τα δικά μου δάκρυα. Μισοκλείνω τα μάτια μου –ναι, έχεις δίκιο! Να οι χορευτές, να οι αυλητές, να οι χίλιοι πυρσοί των συμμετεχόντων, να η μεγάλη φωτιά, να και ο λευκοντυμένος ιερέας. Ο άνεμος τραβά τη μουσική των αυλών από την πορεία της προς τον ουρανό και την απιθώνει απαλά στα αυτιά μου, σαν πρόσφορο στις παλιές μου αναμνήσεις. Ένας ταύρος ανθοστόλιστος οδηγείται στις παρυφές των δασών· βαδίζει με βήμα σταθερό και μοιάζει σα να γνωρίζει πού τον πηγαίνουν.
Σφαλίζω με δύναμη τα βλέφαρά μου και μου ξεφεύγει μια υποψία γέλιου – ή ήταν λυγμός; Φαίνεται πως τα γηρατειά βαραίνουν και τα μάτια μου εκτός από την πλάτη. Δεν εξηγείται αλλιώς· πώς γίνεται να αντικρίζω έναν ιερέα που τον τράβηξαν έξω από το σπίτι του μέσα στη νύχτα, του έκοψαν το λαιμό και τον άφησαν να αιμορραγεί στη μέση του δρόμου ενώ αυτοί κάγχαζαν θριαμβευτικά; Πώς γίνεται να θωρώ ένα βωμό που έσπασε σε χίλια κομμάτια από τα σφυριά τους; Πώς γίνεται να βλέπω ανθρώπους να γιορτάζουν, όταν τους περισσότερους τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια να σταυρώνονται, από μαυροντυμένους που τους ούρλιαζαν πως είναι τιμή να πεθαίνουν σαν το γιο του νέου θεού; Πώς γίνεται να βλέπω το ιερό δάσος, όταν μαζί θρηνούσαμε πάνω από τα τελευταία, κατάμαυρα αποκαΐδια που τσιτσίριζαν στη βροχή;
Δε θέλω να σου τα θυμίζω, αν και δε θα τα ξεχάσω ποτέ, όσα χρόνια κι αν απομένουν στο γέρικο κορμί μου. Γνωρίζω πως ούτε και εσύ θα τα ξεχάσεις.
Μα, για στάσου! Σα να ακούω λόγια ρυθμικά να αντηχούν στη μουντή πεδιάδα, σκίζοντας το νέφος της πρωινής ομίχλης· κρόταλα να τρίζουν σαν κόκκαλα που αγκαλιάζονται και πάλι για να περπατήσουν· τύμπανα να χτυπούν εναλλάξ με τα βήματα· αυλούς να σέρνουν κορδέλες αγέρα στις οπές τους. Ναι! Λευκοντυμένοι που περπατούν κρατώντας πυρσούς έρχονται προς το μέρος μου, ψέλνοντας ύμνους προς τις θεότητες της νύχτας. Μήπως οι τρόποι οι παλιοί δεν πέθαναν ακόμα; Μήπως η πομπή έρχεται για εμάς; Ίσως η χαρά σου να σε συγκινεί, ίσως γι’ αυτό να δακρύζεις, παλιέ μου φίλε. Ίσως πάλι τα μάτια σου να είναι βουρκωμένα επειδή ο λαιμός σου δεν αντέχει το βάρος του ρωμαλέου σου κορμιού. Μα προτιμώ να μην το σκέφτομαι αυτό.
Επιτρέπω σε έναν βαρύ αναστεναγμό να σταματήσει να βαραίνει το στήθος μου. Το ραβδί που στήριξα στη βάση του ικριώματός σου νικιέται από μια απαλή πνοή και πέφτει. Ένα κοράκι που φτεροκοπούσε γύρω μας έκατσε για λίγο στον ώμο σου, έκραξε τινάζοντας τα μαύρα του πούπουλα και πέταξε προς τη δύση. Δε σύλησε το σώμα σου. Ξέρει. Σέβεται.
Η αργή πομπή, με βαθιές φωνές που τραγουδούν λόγια ξεχασμένα, έρχεται όλο και πιο κοντά. Ο αέρας δεν κάνει τις φλόγες των πυρσών τους να τρεμοπαίζουν – θαρρείς πως είναι ζωγραφισμένες πάνω στα ξύλινα ραβδιά – η ομίχλη δεν θολώνει τη λάμψη τους. Ανοίγω διάπλατα τα χέρια μου να τους υποδεχθώ και αφήνω τα ρουθούνια μου να καλωσορίσουν τον άνεμο που κατεβαίνει από το βουνό, τον άνεμο που φέρνει τη λευκοντυμένη πομπή στο μονοπάτι της ζωής μας, τον άνεμο που μυρίζει ακόμα και σήμερα κάρβουνο και θλίψη, τον άνεμο που λικνίζει απαλά το άψυχο κορμί σου.
Η γη ανέβηκε απότομα κοντά μου και γεύση χώματος ήρθε στο στόμα· πικρός ο ασπασμός της μητέρας Γης μα γλυκιά η αγκαλιά της. Όλες μου οι δυνάμεις γυρνούν το κορμί μου και ανοίγουν τα βλέφαρά μου για λίγο ουρανό, προτού το παν με χωρίσει από το γήινο είναι. Η τελευταία μου ανάσα σκορπίζει στην πρωινή καταχνιά, ενώ τα μάτια σου ατενίζουν βουρκωμένα ένα κόσμο που χάθηκε για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου