Απομακρύνθηκα
απόψε από τα φώτα και τις ανθρώπινες υπάρξεις. Κλείστηκα στο δωμάτιο με μόνη
συντροφιά τον καπνό μου και ένα μπουκάλι ουίσκι. Έτσι το ήθελα. Σκέτο. Δίχως πάγο,
δίχως ποτήρι. Σκέτο σαν τη ζωή μου, σκέτο σαν την απελπισία. Απευθείας απ’ το μπουκάλι,
έτσι όπως μόνο όσοι έχουν μαγκιά και ψυχή, αντέχουν να το κάνουν.
Κάθομαι
κάτω. Δεν τις θέλω απόψε τις ανέσεις. Μια γωνία στο πάτωμα, φιλοξενεί το άδειο
μου σώμα. Ανάμεσα στα δάχτυλά μου σιγοκαίγεται μαζί με τον καημό μου, κι ένα
τσιγάρο. Ο καπνός του μετά από κάθε λυτρωτική
τζούρα γεννά ψευδαισθήσεις, που μαζί με τις σκέψεις μου -κρυφούς συνεργούς- έρχονται ν’ ανοίξουν τα καλά κλειδωμένα σεντούκια
των αναμνήσεων. Δε με ταράζουν -πόσο περίεργο αλήθεια!- αντιθέτως, τις
υποδέχομαι με γαλήνη. Οι θύμησες με κατακλύζουν κι εγώ τις παρακολουθώ αόρατος
θεατής με ένα μειδίαμα στο πρόσωπό μου. Τα γέλια διαδέχονται τα δάκρυα. Χαρές,
λύπες, απογοήτευση, αλλά και δικαίωση, όλα ανάμεικτα σε ένα νεφελώδες
γαϊτανάκι.
Στιγμές
που έζησα και θα ήθελα να τις ζήσω ξανά, κάποιες ίσως όχι και τόσο και άλλες που θα επιθυμούσα να
τις είχα αποφύγει. Η παραδοχή του λάθους μου, μου κλείνει το μάτι από μια
γωνιά. Καταλαβαίνω και κουνάω το κεφάλι καταφατικά. Όλες με δίδαξαν. Μου
έδωσαν, μου στέρησαν, απέφεραν καρπούς, υπήρξαν επί ματαίω, όμως… με δίδαξαν.
Αγγίζω το
μπουκάλι με μια αλήτικη τρυφεράδα. Τα χείλη μου συναντούν το στόμιό του και το
αλκοόλ ξεχύνεται ορμητικό στο λαρύγγι και τον εγκέφαλό μου. Το μυαλό μου
αρχίζει μια ξέφρενη κούρσα σε μέρη ξεχασμένα, καλά κρυμμένα κάπου στα βάθη της
ψυχής μου. Μια γενναία τζούρα από το στριφτό τσιγάρο, στέλνει τον καπνό στα
μαύρα μου πνευμόνια. Δε βρίσκει χώρο για να μείνει, κι έτσι δραπετεύει
σχηματίζοντας παιχνιδιάρικες τολύπες, ανταμοιβή των ματιών μου, να με ξεγελάσει
που ήταν τόσο μικρή η βίζιτα στα καμένα σωθικά μου.
«Συγνώμη
ρε φίλε», σα να τον ακούω να μου λέει, «δεν αντέχω να μείνω περισσότερο μέσα σε
αυτό το κορμί».
Σάμπως
έχει άδικο; Τι να το κάνεις ένα κούφιο κορμί όταν δεν του δίνει κανείς σημασία;
Τι χρειάζεται όταν δεν έλκει κάτι ή κάποιον που να το αποζητά; Δεν έχω ανάγκη
από ένα άδειο σώμα ανίκανο να λάβει αγάπη και στοργή. Γιατί, όχι διάολε, δεν
είναι κούφιο, η ανάγκη μου ουρλιάζει, αλλά κανείς δεν την ακούει. Είναι τόσο
γεμάτο, που ξεχειλίζει. Οι ώμοι του έχουν σκεβρώσει από το βάρος όσων
κουβαλάει, δεν το βλέπετε; Φορτωμένο από χαρές, λύπες, πάθη, λάθη, πόνο,
παραδοχή, συγκατάβαση, Θεέ μου πόσα ακόμα! Δεν έχω το κουράγιο ούτε να τα
αριθμήσω. Να, δείτε στην πλάτη μου τα σημάδια από τις μαχαιριές, τις τόσο
άνανδρες, αλλά και τόσο άδικες. Όχι από αυτές που ματώνουν τη σάρκα, αλλά από
εκείνες που ματώνουν την ψυχή και οι πληγές δεν επουλώνονται ποτέ. Ακούστε!
Ακούστε την ανάγκη μου πως φωνάζει, Χριστέ μου σταμάτα! Δεν αντέχω άλλο αυτή
την κραυγή…
Το
μπουκάλι σέρνεται στο χέρι μου, ψάχνει το πάτωμα να πάρει κι αυτό μια ανάσα από
τα διψασμένα χείλη μου. Αχ, πόσo θα ήθελα να είχα τώρα ένα φιλί! Ένα κατακόκκινο φιλί σαν το
αίμα που ποτίζει την καρδιά μου και θεριεύει τον πόνο. Εκείνο το φιλί που
αποτυπώνεται στην ψυχή σου και σε κάνει να μετράς τους παλμούς της καρδιάς σου
στο άγγιγμα των χειλιών. Μα, τι λέω; Όχι δεν μετράς, γιατί εκείνο το φιλί
μηδενίζει τα πάντα γύρω σου, όλα όσα υπάρχουν μέσα σου. Είναι αυτό που σε κάνει
να ξαναγεννηθείς. Αχ, Θεέ μου! Φέρε μου εκείνο το φιλί! Στείλε μου μια αληθινή
αγκαλιά να χαθώ μέσα της και να μη βγω ποτέ από εκεί. Δυο χέρια να με κλείσουν
μέσα τους και να πετάξω το κλειδί.
Θέλω να ξεσπάσω
αυτό το βράδυ. Να βγω από την φυλακή μου και να νιώσω ελεύθερος. Να ψάξω την
ηρεμία και τη γαλήνη που χρόνια ολόκληρα αποζητώ. Κουράστηκα από τις αδιέξοδες
προσπάθειες και τα χαμένα ταξίδια αναζήτησης που ολοένα έκανα. Βαρέθηκα να με
οδηγούν συνέχεια σε λάθος προορισμούς και ψεύτικες Ιθάκες, που πονηρές σειρήνες
με παρέσερναν με το σαγηνευτικό τραγούδι τους.
Η ματιά
μου αγκαλιάζει τον χώρο. Σκοτάδι. Μήπως κοιτάζω μέσα στην ψυχή μου; Σηκώνομαι
με προσπάθεια από το πάτωμα και ανάβω το μικρό φωτάκι. Μια ελπίδα φωτός κάνει
δειλά την είσοδό της στο δωμάτιο. Λες να φωτίσει και την ψυχή μου;
Πάνω στο γραφείο
βλέπω τις άσπρες κόλλες άδειες κι αυτές από ζωή. Μάλλον με πείραξε το ουίσκι,
γιατί σα να μου φαίνεται πως με κοιτάζουν με προσμονή. Αναστενάζω και κάθομαι
στην καρέκλα. Δεν κατάλαβα πότε έπιασα το στυλό. Το μελάνι αρχίζει να τρέχει
πάνω τους. Τόσο διψασμένο λοιπόν το χαρτί! Δεν κατάλαβα πότε γέμισα την πρώτη
κόλλα, παρά μόνο όταν έπιασα την επόμενη. Οι λέξεις τρέχουν, μπορώ να τις
ακούσω να αγκομαχούν -μα τόσα πολλά έχετε να πείτε πια;- δε με περιμένουν καν,
ακούραστοι δρομείς. Τις ακολουθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ, δεν μπορεί, για να
τρέχουν έτσι μανιασμένα κάτι σοβαρό θα έχουν να πουν. Έχω ανάγκη ένα τσιγάρο
και μια γουλιά αλκοόλ, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω, φοβάμαι ότι θα μου ξεφύγουν
και -διάολε τερματίστε επιτέλους!- θα
χάσω την ιστορία.
Κάποτε
κόβουν ταχύτητα και ξεφυσώ με ανακούφιση. Επιτέλους σταματούν! Ας πάρω κι εγώ
μια ανάσα. Στρίβω ένα τσιγάρο και αυτή τη φορά τα πνευμόνια μου δέχονται με
ανακούφιση τον ευεργετικό καπνό. Τα χείλη μου δροσίζονται από το αλκοόλ. Κοιτάζω
τις γεμάτες σελίδες και οι λέξεις, μου δίνουν την σκυτάλη. Χαμογελώ. Όπως
φαίνεται, θα ολοκληρώσω εγώ την ιστορία. Πίνω μία γουλιά ουίσκι ακόμα.
Απελευθερώνομαι και η έμπνευση έρχεται μέσα μου δυνατή. Η έκφραση παίρνει την
θέση της πάνω στο χαρτί. Οι λέξεις τώρα πια δεν τρέχουν, έπαψαν να φοβούνται τη
δειλία μου και η εξομολόγηση βγαίνει με θάρρος από μέσα μου, αποκαλύπτεται
γυμνή.
Μερικές αράδες μετά, σταματώ. Πηγαίνω στην προηγούμενη θέση μου. Εκεί, στο πάτωμα, στην αγαπημένη μου γωνιά. Έχω πολλά ακόμα να γράψω και εύχομαι να με φτάσει το ουίσκι και ο καπνός. Είναι λίγο σκοτεινά εδώ, δε με πειράζει όμως. Ίσως όλα όσα έχω να πω, να βγουν πιο εύκολα αν δε χρειάζεται να φοβούνται το φως. Βλέπεις μέσα στο σκοτάδι ζουν τόσο καιρό.
Μερικές αράδες μετά, σταματώ. Πηγαίνω στην προηγούμενη θέση μου. Εκεί, στο πάτωμα, στην αγαπημένη μου γωνιά. Έχω πολλά ακόμα να γράψω και εύχομαι να με φτάσει το ουίσκι και ο καπνός. Είναι λίγο σκοτεινά εδώ, δε με πειράζει όμως. Ίσως όλα όσα έχω να πω, να βγουν πιο εύκολα αν δε χρειάζεται να φοβούνται το φως. Βλέπεις μέσα στο σκοτάδι ζουν τόσο καιρό.
Γράφω
δίχως να σταματώ, παρά μόνο για να πιω μια γουλιά αλκοόλ ή
να τραβήξω μια τζούρα από το τσιγάρο. Ελπίζω όταν τα διαβάσεις, να έχεις κι εσύ
την ίδια συντροφιά. Δεν ξέρω πως θα μπορούσες ν’ αντέξεις τόση αλήθεια με
νηφάλιο μυαλό…
Οι ώρες
κυλούν όπως το ουίσκι στο αίμα μου. Αργά, αλλά σταθερά. Δεν έχω ρολόι, θαρρώ
όμως πως το ξημέρωμα πλησιάζει.
Κι εσύ
μωρό μου στο κρεβάτι να κοιμάσαι στην αγκαλιά του Μορφέα, αφού για ένα ακόμα
βράδυ σαν τον Εφιάλτη κι εγώ, πρόδωσα τα όνειρά σου. Όταν ξυπνήσεις, θα σου
ζητήσω και πάλι συγνώμη που έλειψα από την αγκαλιά σου, ένα φιλί μου θα γυρέψει
την συγχώρεσή σου και η αγκαλιά μου θα σε κρατήσει και πάλι σφιχτά.
Προσμένοντας
να με ψάξεις.
Ελπίζοντας
να με ανακαλύψεις.
Ικετεύοντας
να με κρατήσεις κοντά σου.
Για
πάντα.
(Επιμέλεια από τη Σοφία Κραββαρίτη)
Τα λογια φτωχα!!!ποσο αληθινό!!!ΠΟΛΛΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΉΡΙΑ!!!ΜΠΡΑΒΟ Κ ΠΑΛΛΙ ΜΠΡΆΒΟ ΣΟΥ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο σίγουρος ειμουνα ότι με μια καλή συνεργασία θα εισουν καταπληκτικος αδελφέ μου και πάλι ευχαριστώ τον Θεό που είμαστε αδέλφια
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο ... Αληθινές καταστάσεις που μόνο εσύ μπορείς να περιγράψεις, όταν κάποιοι απλά δεν βρίσκουν τα λόγια να τα περιγράψουν και πνίγονται στην ίδια τους την ανάσα .. Μπράβο σου και πάλι
ΑπάντησηΔιαγραφή