1 Νοε 2017

"O ακροβάτης" της Σοφίας Κραββαρίτη




Βάδιζε πάνω στο τεντωμένο σχοινί με βήματα σίγουρα και αποφασιστικά. Το είχε ξανακάνει άλλωστε πολλές φορές. Κάθε φορά που τον έπρωχνε η μοναξιά του, κάθε φορά που το υποδείκνυαν οι μοναχικές του σκέψεις. Κάθε φορά που αδυνατούσε να βρει κάποιον να επικοινωνήσει μαζί του. Ήταν διαφορετικός από τους άλλους, ξεχωριστός θα μπορούσες να πεις. Και μοναχικός τις περισσότερες φορές. Πολύ μοναχικός. Ένα σχοινί ο σχεδόν μόνιμος σύντροφός του, μία ακροβασία ολόκληρη η ζωή του.
Οι φίλοι του λιγοστοί. Όσο για την Άρτεμις, τον είχε εγκαταλείψει εδώ και λίγο καιρό. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού έκανε το λάθος. Την αγαπούσε. Την αγαπούσε βαθιά και ουσιαστικά. Την αγαπούσε δίχως όρια. Και κυρίως αληθινά. Έτσι όπως πίστευε πως πρέπει να είναι η πραγματική αγάπη. Δεν της αρκούσε όμως. Ήθελε κι άλλα. Να τον βάλει στον κόσμο της, να την ακολουθεί στον δικό της τρόπο ζωής.
  
                                           * * *


«Μα δεν καταλαβαίνω», της έλεγε, «γιατί δεν αρκεί το να σ’ αγαπώ; Γιατί θέλεις να με κάνεις κάποιον άλλο; Εγώ δε σου ζήτησα ν’ αλλάξεις, γιατί λοιπόν το κάνεις εσύ;»
«Μα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να ζούμε έτσι;», του εναντιωνόταν.
«Πως έτσι Άρτεμη; Δεν σε αγαπώ; Σε πιέζω σε κάτι; Ελεύθερη δεν είσαι;»
«Ναι, αλλά ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟ!», του φώναζε.
«Ποιο δεν θέλεις δηλαδή; Την ελευθερία; Τα αληθινά αισθήματα; Είσαι παράλογη!».
«Όχι Αλέξανδρε, δεν είμαι παράλογη. Είμαι ρεαλίστρια».
«Ποιος είναι ο ρεαλισμός σου Άρτεμη; Να γίνω ένα με σένα κι ας μην το θέλω; Να σε ακολουθώ σε όλες σου τις κοινωνικές υποχρεώσεις που έχεις επιβάλει στον εαυτό σου επειδή απλά έτσι πρέπει; Να ανέχομαι τον δηθενισμό, την υποκρισία και την ψευτιά; Πόσες φορές μου έχεις μιλήσει για τους δήθεν φίλους, τα δήθεν μεγαλεία, τα ανούσια μεγαλοπιάσματα και όλη την βρωμιά που συναντάς καθημερινά; Πόσες φορές μου έχεις πει ότι βαριέσαι αφόρητα κάποιες εκδηλώσεις στις οποίες είσαι υποχρεωμένη να πας; Ποιος σε υποχρεώνει αλήθεια; Εμένα γιατί δεν με υποχρεώνουν; Να σου πω γιατί. Επειδή απλά είναι επιλογή μου να απέχω και να αποφασίζω μόνος μου τι με ευχαριστεί και τι όχι», τελείωσε ενοχλημένος.
«Δεν σου είπα όμως ποτέ ότι θέλω να γίνω ερημίτισσα σαν εσένα».
«Δεν είμαι ερημίτης Άρτεμη! Είμαι απλά επιλεκτικός. Και ξέρεις γιατί; Επειδή θέλω να νιώθω ζωντανός και όχι νεκρός μέσα στη σαπίλα, το έχεις σκεφτεί; Ήξερες από την αρχή ότι η πόλη δεν μου αρέσει και θέλω να ζω ήσυχα. Επιτέλους δεν σ’ έχω στα βουνά να βόσκεις πρόβατα! Ούτε σε υποχρέωσα να με ακολουθήσεις. Σταμάτα λοιπόν να κάνεις το ίδιο».
«Αλέξανδρε ζωή σημαίνει να είσαι μέσα στον κόσμο, να ακολουθείς το ρεύμα, όχι να κρύβεσαι στη γωνία μουχλιάζοντας μέσα στα γραπτά και τα βιβλία».
«Νομίζω ότι τώρα δείχνεις απαξίωση για την δουλειά μου και δεν σου επιτρέπω!», της απάντησε με πιο σκληρό ύφος.
«Κάνεις λάθος. Απλά θεωρώ ότι ακόμα κι αυτό, δεν το κάνεις σωστά.».
«Μπα! Και πως πρέπει να το κάνω δηλαδή σύμφωνα με την κρίση σου;», την ρώτησε ειρωνικά.
«Μα επιτέλους Αλέξανδρε! Κάνεις τόσο σπουδαία δουλειά και δεν σε ξέρει κανείς! Γνωρίζουν όλοι τα κόμικς και δεν γνωρίζουν ποιος είσαι».
«Ίσως επειδή είναι επιλογή μου;»
«Αυτό ακριβώς λέω! Το περιοδικό σου είναι ανάρπαστο, η νεολαία ψοφάει για σένα, σε λατρεύουν, πουλάς τρελά και δεν έχεις βγει να πεις “Εγώ είμαι!”. Γιατί να μη σε μάθει ο κόσμος; Γιατί να είσαι ένας απρόσωπος καλλιτέχνης; Γιατί να μη δουν το πρόσωπο που αγαπούν τόσο πολύ μέσα από το περιοδικό σου; Να ήσουν στην αρχή, εντάξει το καταλαβαίνω. Είσαι φτασμένος όμως, είσαι το γέλιο τους και η χαρά τους μέσα σε όλη αυτή την ασχήμια, γιατί δεν τους δείχνεις λίγη ευγνωμοσύνη;»
«Τους δείχνω ευγνωμοσύνη Άρτεμη! Τους το δείχνω με κάθε νέα μου κυκλοφορία. Οι αναγνώστες μου είναι αυτοί που μου δίνουν κουράγιο και συνεχίζω. Νομίζεις ότι θα έχει σημασία γι’ αυτούς να μάθουν ποιος είμαι; Αυτό που χρειάζονται τους το δίνω. Επιπλέον δεν θεωρώ ότι είμαι δα και τόσο σπουδαίος για να βγω και να τους πω “Ήρθα! Στρέψτε όλα τα φώτα πάνω μου!”. Εκτός κι αν έχει για σένα πια, τόση σημασία».
«Νομίζω ότι είσαι παιδί ακόμα Αλέξανδρε».
«Χαίρομαι γι’ αυτό. Και ξέρεις γιατί; Για να μείνεις καθαρός μέσα σε όλη αυτή την βρωμιά, πρέπει να είσαι παιδί Άρτεμη. Επιβάλλεται να είσαι παιδί!».
«Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι όμως», του είπε λυπημένα.
«Το βλέπω και πίστεψέ με, ούτε εγώ θέλω να συνεχίσεις έτσι, γιατί στο τέλος θα μας φθείρει. Και δεν το θέλω αυτό, δεν το επιθυμώ. Θέλω δίπλα μου την ελεύθερη κοπέλα που νόμιζα πως γνώρισα».
«Είσαι λάθος. Και τι νομίζεις πως θα κάνεις στη ζωή σου; Θα ζεις για πάντα μέσα στην μοναξιά σου;»
«Όχι Άρτεμη, όχι μοναξιά, μην τα μπερδεύεις. Αν πρέπει οπωσδήποτε να το προσδιορίσεις, πες το μοναχικότητα. Η μοναχικότητα είναι επιλογή Άρτεμη, δεν είναι αρρώστια. Δεν έχω ανάγκη τον οίκτο σου. Όλη μου την ζωή ήμουν μοναχικός και με αυτό τον τρόπο μπόρεσα να ανακαλύψω τον εαυτό μου και να τον αγαπήσω επίσης. Επέλεξα να είμαι αυτός που είμαι και δεν ρίχνω ευθύνες σε κανέναν σε αντίθεση με σένα. Δεν σου κρύφτηκα. Από την αρχή σου παρουσίασα τον πραγματικό μου εαυτό. Είμαι αυτός που βλέπεις την κάθε στιγμή Άρτεμη και δεν θα με αλλάξει κανείς, επειδή δεν ζητάω ούτε εγώ από κάποιον να έρθει στα δικά μου μέτρα».
«Σύνελθε Αλέξανδρε! Η ζωή δεν είναι ερημιά, δεν είναι μοναχικότητα. Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να είναι μόνος του».
«Νομίζω πως δεν με ακούς τι λέω. ΔΕΝ είμαι μόνος μου Άρτεμη, είμαι απλά μοναχικός. Έχω φίλους. Λιγοστούς ίσως, αλλά έχω. Μ’ ενδιαφέρει η ποιότητα και όχι η ποσότητα. Οι λιγοστοί φίλοι μου με αγαπούν και τους αγαπώ. Τους συναντώ και κάνουμε διάφορα πράγματα μαζί απολαμβάνοντας την φιλία μας. Έχουμε πολλά κοινά, αλλά και πολλές διαφορές. Μπορούμε και είμαστε φίλοι όμως γιατί αγαπάμε τις ομοιότητές μας και σεβόμαστε την διαφορετικότητά μας. Το έχεις νιώσει αυτό Άρτεμη μέσα στην κοσμική ζωή σου; Ακόμα κι εμείς μέχρι τώρα περνούσαμε όμορφα. Μα τέλος πάντων τι έχεις πάθει; Είμαστε δύο χρόνια μαζί και δεν είναι λίγα αυτά που έχουμε ζήσει. Και για καφέ πηγαίνουμε και σε ταβέρνες και στα ακριβά εστιατόρια που σου αρέσουν έχουμε πάει και εκδρομές και διακοπές επίσης. Και σε έχω ακολουθήσει κάποιες φορές στις τόσο σπουδαίες πια κοσμικές εκδηλώσεις. Τι έχεις πάθει επιτέλους; Για ποια μοναξιά μου μιλάς;»
«Βαρέθηκα Αλέξανδρε! Βα-ρέ-θη-κα! Με αφήνεις και πηγαίνω μόνη μου στα περισσότερα. Σχεδόν όλοι συνοδεύονται από τους συντρόφους τους κι εγώ είμαι σαν το αγγούρι, το καταλαβαίνεις;»
«Δεν μπορώ να σου δώσω κάτι παραπάνω Άρτεμη, στο είχα ξακαθαρίσει. Ποτέ μου δε σε πίεσα και επιπλέον δεν ήταν λίγες οι φορές που ήμουν δίπλα σου. Δεν μπορώ όμως να το κάνω πάντα αυτό. Γιατί ξαφνικά δεν το σέβεσαι; Πότε προσπάθησα εγώ να σου επιβάλλω να είσαι δίπλα μου ενώ δεν το ήθελες;»
«Γάμησέ μας μωρέ!», ξέσπασε η Άρτεμις. «Που να είμαι δίπλα σου; Σε όποια μαλακία σου κατέβει στο μυαλό; Να πηδάω από αεροπλάνα και από γέφυρες ή μήπως να βάλω στολή δύτη και να κόβω βόλτες στον βυθό; Για να μην αναφέρω το γαμημένο κωλόσχοινο που μου κόβει τα πόδια κάθε φορά που μου λες ότι το κάνεις», τελείωσε εκτός ελέγχου πια.
Την κοίταζε με την απορία έκδηλη στο πρόσωπό του.
«Δεν μπορεί να τα εννοείς αυτά Άρτεμη. Στ’ αλήθεια αυτά πιστεύεις για μένα δύο χρόνια τώρα; Και γιατί ήσουν μαζί μου λοιπόν;», την ρώτησε και νόμιζε πως απευθυνόταν σε μία ξένη και όχι στη γυναίκα που είχε μοιραστεί τόσες στιγμές ευτυχίας μαζί της.
«Προσπαθούσα να σε κάνω άνθρωπο Αλέξανδρε, αλλά μάλλον δεν τα κατάφερα. Ήθελα να σε βγάλω από τον μίζερο κόσμο που ζεις και να συνυπάρξεις κανονικά με τους ανθρώπους. Αλλά τελικά δεν διορθώνεσαι Αλέξανδρε. ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΔΙΟΡΘΩΝΕΣΑΙ!!!», ούρλιαξε εκτός εαυτού τώρα πια.
Δεν μπορεί να τ’ άκουγε στ’ αλήθεια όλα αυτά. Ποια ήταν αυτή; Που κρυβόταν δύο χρόνια τώρα;
«Και ποιος διάολο σου είπε πως θέλω ν’ αλλάξω τη ζωή μου;;;», φώναξε αυτός τώρα. «Ποια νομίζεις πως είσαι; Με ποιο δικαίωμα θα κρίνεις εσύ εμένα όταν εγώ δεν το έκανα ποτέ; Αν δε σου άρεσε η ζωή μου δεν είχες, παρά να μου το πεις. Σου ζήτησα να μείνεις με το ζόρι; Μου παρουσιάζεις κάτι ψεύτικο για να μου πεις δύο χρόνια μετά πως δεν σου κάνει ο τρόπος ζωής μου; Σου είπε κανείς πως μου άρεσε ο δικός σου τρόπος ζωής όταν κυνηγούσες τα κοσμικά;;;»
«Και γιατί λοιπόν δε μου το είπες ποτέ;»
«Επειδή ήταν κάτι που αγαπούσες και το σεβόμουν σε αντίθεση με σένα! Σε δέχτηκα κοντά μου επειδή αγάπησα αυτό που ήσουν και όχι αυτό που ήθελα εγώ να δημιουργήσω. Δύο άνθρωποι δεν μπορεί ποτέ να είναι ίδιοι. Ακόμα κι αν φαινομενικά μοιάζουν, πάντα έχουν διαφορές. Αγάπη όμως είναι να ξεπερνάς τις διαφορές, να είσαι με τον σύντροφό σου για τα χαρίσματά του, για όλα όσα σας ενώνουν και όχι αυτά που σας χωρίζουν. ΓΙΑ ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΚΑΝΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ!».
«Κάνεις λάθος Αλέξανδρε! Αγάπη είναι να προσπαθείτε μαζί να τα βγάλετε πέρα μέσα στον κόσμο και όχι έξω από αυτόν. Κατάλαβες; ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΚΟΣΜΟ! ΜΕΣΑ!!! Αυτός ήταν ο λόγος που προσπάθησα να σε κάνω άνθρωπο και να σου μάθω την ζωή».
«Να με κάνεις άνθρωπο;;;», ρώτησε εξαγριωμένος πια. «Σήκω φύγε Άρτεμη. Δε γουστάρω να είμαι άλλο με αυτό το τέρας που έχω απέναντί μου. Τα έχω καλά με τον εαυτό μου και δεν θα σου επιτρέψω να με αλλάξεις για να ικανοποιήσεις την ηλίθια ματαιοδοξία σου. Και θα σε συμβούλευα να μείνεις λίγο μόνη σου μήπως καταφέρεις να τα βρεις κι εσύ με τον εαυτό σου και να γίνεις αυτό που εσύ η ίδια επιθυμείς. Πέταξε από πάνω σου τα ρούχα που προστάζει η μόδα και βάλε αυτά που σου πάνε, αυτά που σε κολακεύουν. Δεν είναι αργά. Κι αν σου είναι τόσο ακατόρθωτο πια να είσαι ο εαυτός σου, μάλλον να βρεις ποια πραγματικά είσαι, μην ταλαιπωρείς τους άλλους με ψεύτικα προσωπεία. Αν επιθυμείς τόσο πολύ να είναι η ζωή σου ένα ατελείωτο καρναβάλι, βρες τους όμοιούς σου και άσε με ήσυχο. Δεν θα απαρνηθώ τις αξίες μου και τα ιδανικά μου για να χωρέσω μέσα σε μία ματαιότητα που δεν μου ταιριάζει».
«Ξέρεις κάτι Αλέξανδρε; Ένας αμπελοφιλόσοφος του κώλου είσαι τελικά. Βαρέθηκα κι εσένα και τις μαλακίες που κάνεις και τις παπαριές που λες. Πολύ ευχαρίστως να φύγω».
«Και θα σε συμβούλευα να το κάνεις γρήγορα Άρτεμη. Δεν το έχει σε τίποτα ο αμπελοφιλόσοφος του κώλου να σου σπάσει τα μούτρα, μήπως και μάθεις την επόμενη φορά να μετράς τις κουβέντες σου».
Δεν θα το έκανε φυσικά, η βία δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, είχε θυμώσει πολύ όμως μαζί της. Μπορεί να την αγαπούσε, μπορεί να πίστευε στην ελευθερία του ατόμου, αυτό δε σήμαινε όμως πως δεν πονούσε. Ένιωθε απογοήτευση. Ήταν σκληρή και άδικη. Επιπλέον ήταν μια άλλη. Τι στο καλό είχε πάθει; Η Άρτεμις που γνώριζε δε θα χρησιμοποιούσε ποτέ τέτοιες εκφράσεις. Άκου εκεί αμπελοφιλόσοφος του κώλου!Παπαριές! Τι της συνέβαινε; Και τι την έκανε να πιστεύει πως θα καθόταν άπραγος να την ακούει να τον προσβάλει; Μπορεί να μην τη χτυπούσε, αλλά σίγουρα θα φρόντιζε να την κάνει να φύγει το συντομότερο. Την ήθελε, πονούσε, αλλά ως εκεί. Αν η σχέση τους αδυνατούσε να είναι υγιής, ας χώριζαν. Ας τους έμενε τουλάχιστον η αξιοπρέπεια μιας και όλα τ’ άλλα τα έχαναν.
Η Άρτεμις τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια σα να μην είχε καταλάβει τι της είχε πει.
«Με απειλείς;»
Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε ειρωνικά. Ήταν ακόμα θυμωμένος όσο και πικραμένος. Σιγά μην την άφηνε να τον ποδοπατήσει!
«Μα όχι βέβαια», της απάντησε χωρίς να χάσει το χάμογελό του. «Αντιθέτως μου αρέσει πολύ η κουβέντα μας. Με κάνεις και δοκιμάζω τα όριά μου. Και αυτό, για μένα είναι πολύ ενδιαφέρον. Θα ανακαλύψω ως που φτάνουν και αν μπορώ να τα ξεπεράσω. Δεν ξέρω βέβαια αν θα αρέσει σε σένα μία τέτοια ανακάλυψη».
Η Άρτεμις δεν πτοήθηκε από την απάντησή του. Τον κοίταξε με σαρκασμό και σκεφτόταν πως αυτό που ήθελε εκείνη τη στιγμή, ήταν να του πει να πάει να γαμηθεί και να βάλει τις απειλές του εκεί που ξέρει, αλλά τελικά αποφάσισε να μην δοκιμάσει την τύχη της. Του γύρισε την πλάτη και πήγε στην πόρτα.
«Κάτσε και σάπισε μέσα στις φιλοσοφίες σου Σωκράτη», του είπε γυρνώντας προς το μέρος του. «Κι αν θελήσεις ν’ αυτοκτονήσεις, μη διστάσεις να με πάρεις τηλέφωνο. Έχω να σου υποδείξω πολλούς τρόπους», του είπε με κακία και κυνικότητα.
«Έλεος! Το συνεχίζει;», σκέφτηκε ο Αλέξανδρος.
«Ευχαριστώ πολύ αγαπητή μου. Δεν το έχω σκοπό, ίσως όμως σου τηλεφωνήσω αν αποφασίσω να σε δολοφονήσω, να μου πεις με ποιο τρόπο προτιμάς», απάντησε κυνικά και αυτός με ένα ακαταμάχητο χαμόγελο στα χείλη.
Τον κοίταξε με ένα προκλητικό βλέμμα και τον πλησίασε πάλι.
«Μπορείς να το κάνεις και τώρα Αλέξανδρε. Δεν ξέρει κανείς ότι είμαι εδώ. Ορίστε λοιπόν. Θέλεις τρόπο; Στραγγάλισέ με», του είπε σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι της και αφήνοντας εκτεθειμένο τον λαιμό της.
Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα.
«Καταλαβαίνεις τι κάνουμε;», της είπε κουρασμένα. «Γιατί να γίνουμε έτσι; Ας κρατήσουμε τις στιγμές που ζήσαμε. Δεν μας αξίζει αυτό το επίπεδο», τελείωσε και το βλέμμα του στράφηκε κάπου μακριά.
Η Άρτεμις έσκυψε το κεφάλι μένοντας για λίγο σκεφτική.
«Αντίο Αλέξανδρε», ψέλλισε τελικά και πήγε να φύγει.
«Στάσου», της είπε με απαλή φωνή τραβώντας την κοντά του.
Την πήρε αγκαλιά και τα χείλη του ζήτησαν τα δικά της. Ενώθηκαν σε ένα βαθύ φιλί με όλη την αγάπη που τους έδενε. Μετά από λίγο ο Αλέξανδρος αποτραβήχτηκε μαλακά χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.
«Αντίο», της ψιθύρισε με την συγκίνηση να χρωματίζει τη φωνή του.
Έφυγε χωρίς να του πει, πως είχε μπει κάποιος άλλος στη ζωή της. Χωρίς να του πει πως δεν πήγε εκεί για να σώσει την σχέση τους, αλλά για να δοθεί ένα τέλος.
Και ο Αλέξανδρος από την άλλη, την άφησε να φύγει χωρίς να της πει πως το είχε καταλάβει. Δεν ήταν χαζός. Ο έρωτας δεν τυφλώνει ποτέ. Εμείς κλείνουμε τα μάτια. Είναι το ομορφότερο συναίσθημα και εθελοτυφλούμε νομίζοντας πως του δίνουμε παράταση ζωής. Όχι, η αγάπη και ο έρωτας δεν φταίνε. Δεν μας προκαλούν αυτά πόνο, παρά η ανόητη αντίληψη πως πρέπει να πάρουμε επειδή δίνουμε.
Πίσω από την κλειστή πόρτα, ευχήθηκε να ήταν ευτυχισμένη. Τίποτα άλλο. Μόνο αυτό. Επειδή την αγαπούσε.
                                             * * *

Η πόρτα είχε κλείσει, η Άρτεμις είχε φύγει και αυτός περπατούσε γι’ άλλη μία φορά πάνω στο σκοινί. Στο σκοινί που είχε γίνει νέος δρόμος πια, που όλο και τον μεγάλωνε και τον πήγαινε όλο και πιο μακριά. «Τώρα πια στην μοναξιά και όχι στην μοναχικότητα», σκεφτόταν. «Τώρα θα μπορούσες να έχεις δίκιο Άρτεμη. Τελικά σου επέτρεψα να με βυθίσεις στην ερημιά».
Τα βήματα συνεχίζονταν. Οι σκέψεις το ίδιο. Είχε επενδύσει σε αυτή τη σχέση. Φυσικά δεν της το είχε πει ποτέ. Δεν ήθελε να την κάνει να νιώσει πίεση. Απλά της το έδειχνε με πράξεις, όχι με κούφια λόγια. Της χάριζε ασφάλεια και σιγουριά. Μπορεί να μη βλέπονταν συχνά, ποτέ όμως δεν κοίταξε κάποια άλλη. Πιστός σε αυτήν, αλλά και στην έννοια της αγάπης. Την περίμενε κάθε φορά με λαχτάρα. Με την ίδια λαχτάρα και ανυπομονησία που είχε όταν πήγαινε και αυτός να την βρει. Πίστευε πως είχε μαζί της όλα όσα ονειρευόταν και ήταν πραγματικά ευτυχισμένος. Δεν τον ενοχλούσε που κάποιες φορές την συνόδευε σε διάφορες εκδηλώσεις. Ήξερε ότι όλα ήταν μέρος της ζωής. Του αρκούσε που έδειχνε να σέβεται τις στιγμές που είχε ανάγκη να είναι μόνος του.
Τις είχε ανάγκη αυτές τις στιγμές. Ήταν το διάλειμμά του, το οξυγόνο του. Δεν ήταν κάποιος μυστήριος ή περίεργος τύπος, απλά ήταν ο τρόπος ζωής του τέτοιος. Χρειαζόταν τον χρόνο του με τον εαυτό του. Τον βοηθούσε να είναι δημιουργικός και ισορροπημένος. Κάποιοι ίσως και να τον θεωρούσαν εκκεντρικό, ποιος καλλιτέχνης όμως δεν ήταν;
Σκεφτόταν τα λόγια της. Το γαμημένο κωλόσχοινο! Πόσο λίγο τον ήξερε τελικά! Αυτό το σκοινί του χάριζε ελευθερία και απόλυτη συντροφιά. Όπως και οι ελεύθερες πτώσεις που έκανε κατά καιρούς και γινόταν ένα με τον ουρανό πλημμυρίζοντας γαλήνη και ευφορία. Ένιωθε τόσο γεμάτος! Τα ίδια συναισθήματα που είχε κάθε φορά που επισκεπτόταν και τον βυθό, έναν ακόμα αγαπημένο κόσμο. Τον γαλήνευαν τα νερά και οι ομορφιές του. Μα τι ανάγκη θα μπορούσε να έχει κάτι άλλο, όταν μπορούσε να είναι ταξιδιώτης στη μαγεία;
Είχε καιρό όμως να βουτήξει στο αχανές γαλάζιο τόσο του ουρανού, όσο και του βυθού. Αυτό που τον τραβούσε με μανία τώρα πια, ήταν το γαμημένο κωλόσχοινο. Αυτό που του προκαλούσε την μέγιστη συγκίνηση. Στις άλλες περιπτώσεις απλά αφηνόταν στην ομορφιά, εδώ όμως έπρεπε να είναι ολοκληρωτικά δοσμένος εκεί. Στο κάθε βήμα. Απόλυτη προσήλωση. Έτσι είχε ξεκινήσει. Τώρα πια βέβαια, γνώριζε καλά και αυτό τον κόσμο. Μπορούσε να βαδίζει στους δρόμους του, συντροφιά με τις σκέψεις του. Το σχοινί αποτελούσε μία ευθεία που μπορούσε να φτάσει στην άκρη της μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές.
Ήταν ένας ακροβάτης. Ακροβάτης του ονείρου. Ακροβάτης του μυαλού του. Ακροβάτης της ίδιας της ζωής. Το σκοινί τον είχε γλιτώσει από πολύ πόνο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που περνούσε κάτι δύσκολο. Είχε πολλές διεξόδους. Τα σκίτσα του, που με το ταλέντο του και την επιμονή του κατάφερε να τα δώσει στον κόσμο και να τ’ αγαπήσουν κάνοντάς τον διάσημο. Κι ας μην τον ήξεραν. Αυτός γνώριζε πως το κοινό του τον αγαπούσε. Πραγματικά δεν είχε ανάγκη να τους δώσει ένα όνομα. Υπήρχαν και τα χόμπυ του. Ουρανός και θάλασσα, δύο μεγάλες αγάπες, που επίσης του έπαιρναν τον πόνο μακριά.
Τίποτα όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί με το σκοινί, τον μεγάλο μάγο της αδρεναλίνης. Δεν έμαθε μόνο να περπατάει πάνω σε αυτό, έχτισε μία ολόκληρη υπόσταση, μία ολόκληρη ζωή. Στην άλλη άκρη του, έβλεπε μία ολόκληρη πολιτεία κάθε φορά να τον περιμένει. Μία πολιτεία που δεν χρειαζόταν να την εξερευνήσει όταν έφτανε, επειδή την γνώριζε κατά την διάρκεια της διαδρομής. Ήταν το λάφυρό του στο τέλος του πολέμου. Και είχε δώσει πολλούς από δαύτους.
Τώρα όμως έχοντας φτάσει ήδη στη μέση, δεν έβλεπε κάτι. Καμία πολιτεία, κανένα κάστρο, ούτε καν ένα σπιτάκι.
«Μα ποιο το όφελος λοιπόν;», αναρωτήθηκε. «Γιατί συνεχίζω; Ποιος ο λόγος να το κάνω αν δεν υπάρχει προορισμός; Τα κατάφερες λοιπόν Άρτεμη; Με βύθισες μέσα στην ανασφάλειά σου και την ματαιότητα;»
Αποκάτω δεν υπήρχε δίχτυ. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως είχε μάθει ήδη αρκετά και ήταν έτοιμος να φύγει.
«Λιποτάκτης ή σοφός άραγε;», αναρωτήθηκε και πάλι. «Πόσος καιρός τώρα είναι που δεν βλέπω τίποτα απέναντι; Κι όμως... δεν μπορεί να τα έχω μάθει όλα. Η γνώση δεν σταματά. Πάντα υπάρχει τρόπος να ανοιχτούν εμπρός σου καινούριοι κόσμοι. Γιατί δεν θέλω να τους δω;»
Έκανε δύο βήματα ακόμα.
«Επειδή μου λείπει», ήρθε η απάντηση από μόνη της.
Ναι, του έλειπε και πονούσε. Πονούσε πολύ. Η αγάπη του μπορεί να ήταν ελεύθερη και να μη ζητούσε αντάλλαγμα, αλλά και ο πόνος του ελεύθερος ήταν. Δεν είχε δικαίωμα να καταπιέσει τα συναισθήματά του. Αγαπούσε ελεύθερα και πονούσε ελεύθερα. Δεν θα προσπαθούσε να την φέρει πίσω εκβιάζοντάς την με την λύπη του. Έτσι είχε αφήσει χώρο και χρόνο και στα μαύρα συναισθήματα. Τα έπαιρνε μαζί του και στο σχοινί. Ήξερε πως στην άλλη άκρη υπήρχε το λευκό. Περνώντας λοιπόν εκεί, θα έφτανε στο γκρι. Και με τον καιρό, όλο και θα άνοιγε το χρώμα.
Συνέχιζε λοιπόν τη διαδρομή πάνω στο σχοινί βαδίζοντας στα μονοπάτια της ψυχής του, έχοντας την πεποίθηση ότι δεν θ’ αργούσε να φανεί η νέα πολιτεία.
«Δεν ανήκω σε αυτό τον κόσμο», σκεφτόταν. «Τι δουλειά έχω εγώ με τα μίζερα ανθρωπάκια που μάχονται συνεχώς για το καλύτερο και μία υποτιθέμενη ελευθερία πουλώντας την ψυχή τους για χάρη του υλισμού; Για ποια αγάπη μιλούν όταν σκοτώνονται συνεχώς για να ξεπεράσει ο ένας τον άλλον; Γιατί δεν μπορούν άραγε να δουν τη μαγεία στο χαμόγελο, σε μία ζεστή ματιά; Γιατί κάνουν τα απλά τόσο σύνθετα, τόσο πολύπλοκα, ψάχνοντας λύσεις τις οποίες, αδυνατούν φυσικά να βρουν; Πως είναι δυνατόν να ψάχνουν το νόημα της ζωής, θανατώνοντας οι ίδιοι την ψυχή τους;»
Δεν ήθελε να γίνει σαν αυτούς. Ούτε την Άρτεμις προσπάθησε ν’ αλλάξει. Νόμιζε πως πέρα από τις υποχρεώσεις της, είχαν τις ίδιες αντιλήψεις. Όμως έκανε λάθος. Και αυτή τον χλεύασε γελοιοποιώντας τις δικές του αλήθειες. Τα πιστεύω του. Αυτά που αγαπούσε. Τη ζωή του όλη.
«Ε, λοιπόν χαίρομαι που είμαι διαφορετικός. Χαίρομαι που δεν ανήκω στο συνάφι σας. Δες με Άρτεμη! Νομίζεις πως έχω να μάθω πώς είναι να ζεις στον κόσμο. Όχι! Αρνούμαι να ενστερνιστώ τις απόψεις σου, αρνούμαι να γίνω ένα με τον συρφετό. Και λυπάμαι που δεν θα δείτε ποτέ όλα όσα είδα. Πιστεύεις πως πως θα λάμψεις μέσα στα σκοτάδια, κάνεις λάθος όμως. Η ψυχή σου θα σου δώσει φως και όχι η χλιδή. Τι θα κάνετε άραγε όλοι σας όταν σας πετάξουν έξω από όλο αυτό; Τι θα σας έχει απομείνει άραγε όταν θα έχετε χάσει και την ψυχή σας; Δεν κατάλαβες τελικά ποτέ την σιωπή μου, επειδή ήσουν ανίκανη. Αν χρειαστεί κάποτε να μείνεις μόνη σου, τότε θα δεις πως είναι η μοναξιά. Όταν θα ψάχνεις να βρεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν είμαι μόνος μου Άρτεμη. Δεν θα είμαι ποτέ μόνος μου. Ακόμα κι αν με απαρνηθούν όλοι, ακόμα κι αν δε μείνει κανείς δίπλα μου, θα έχω εμένα. Εμένα που με γνωρίζω, που έμαθα να ζω μαζί μου. Εμένα που με αποδέχομαι και δεν έχω ανάγκη κάποιον καθρέπτη να μου δείξει την εικόνα μου. Εμένα που μου υποδεικνύει η ψυχή μου ποιος είμαι και η καρδιά μου πως να ζήσω. Δεν θα μου χαρίσεις καμία απογοήτευση, επειδή δε θα σου ζητήσω κάτι. Ακόμα και ο πόνος μου είναι καλοδεχούμενος επειδή μου δείχνει πως είμαι άνθρωπος. Ακόμα κι αυτός είναι κοντά μου για να με διδάξει. Κι όταν μάθω, θα του επιτρέψω να φύγει. Πάντα θα έχω έστω έναν φίλο Άρτεμη. Τον εαυτό μου».
Ξαφνικά ένιωσε δυνατός. Το σχοινί είχε γίνει δρόμος ανοιχτός. Λίγα βήματα είχαν μείνει. Ήταν τόσο σίγουρος που θα μπορούσε να τα κάνει τρέχοντας. Δεν ήθελε όμως. Δεν βιαζόταν. Του άρεσε πάντα να απολαμβάνει την διαδρομή. Το βλέμμα του στράφηκε στον ουρανό. Καταγάλανος και ζεστός από τα χάδια του ήλιου.
«Θα ξανάρθω», σκέφτηκε χαρούμενος, «θα ξανάρθω».
Τρία βήματα μόνο. Ένα... δύο... τρία... βρέθηκε στην άλλη πλευρά.
«Σ’ αγαπώ Άρτεμη», σκέφτηκε, «σ’ αγαπώ ελεύθερα χωρίς μίσος και κακία. Χωρίς καν να περιμένω. Τα μαθαίνετε άραγε αυτά στον κόσμο σας ή δεν σας περισσεύει χρόνος από τις ίντριγκες, τις κακίες και τις δολοπλοκίες;»
Κοίταξε το σχοινί και την απόσταση που είχε διανύσει. Ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Πήρε μια βαθιά ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια του καθαρό αέρα. Τον κράτησε για λίγο στέλνοντας τον σε κάθε κύτταρό του. Στη συνέχεια τον έβγαλε αργά έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.
«Είμαι ελεύθερος», σκέφτηκε κάνοντας μεταβολή.
Η πολιτεία τον υποδέχτηκε ανοίγοντας τις πόρτες της διάπλατα...


                            ΤΕΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24