Τα γυαλιά
Τα έψαχνε με μανία σ’
όλο το σπίτι. Μπαινόβγαινε στα δωμάτια σκουντουφλώντας στα έπιπλα, βγάζοντας
μικρά Αχ! να δεις που θα γίνει μελανιά,
ψηλαφίζοντας κάθε επιφάνεια, Ξεσκόνισμα θέλει
πάλι, μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε το ντουλάπι με τις πετσέτες, το ντουλάπι με
τα απορρυπαντικά, το συρτάρι με τα καλλυντικά, Συμμάζεμα πάλι θέλουν, έβγαλε τ’ άπλυτα απ’ το καλάθι ένα-ένα,
έχωσε το χέρι μέσα στον κάδο του πλυντηρίου, Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει, προχώρησε στην
κουζίνα, άνοιξε τα ντουλάπια με τα κατσαρολικά και τα πιατικά, έπεσε ένα
ποτήρι, Γυαλιά-καρφιά θα τα κάνω όλα
μέχρι να τα βρω, άνοιξε τα συρτάρια με τα μαχαιροκουταλοπήρουνα, με τις
πετσέτες και τα τραπεζομάντηλα, με τις σακούλες 0,04 ευρώ και τις τζαμπαντάν
από τα οπωρολαχανικά, με τα εργαλεία πρώτης ανάγκης, Να θυμηθώ να καρφώσω το κάδρο, το ντουλάπι με τα ρύζια-φασόλια-μακαρόνια
και τα υπόλοιπα εδώδιμα, πουθενά τα γυαλιά.
-Πρεσβυωπία λόγω ηλικίας
και ολίγον από αστιγματισμό, απεφάνθη ο οφθαλμίατρος προ αρκετών ετών, μετά την
εξέταση Καραβάκι μου μικρό, πού πας γυαλό-γυαλό; και τους αριθμούς στον τοίχο
που μόλις και μετά βίας διέκρινε η ασθενής.
-Εγώ; Πρεσβυωπία; του απεκρίθη θιγμένη. Εγώ;
Που ήμουν αετός;
-Και τώρα απλός
χαρταετός!
Πήρε μεγάλη πίκρα, πήρε
κι ένα κομμάτι πίτσα στο χέρι και το χώνεψε. Επισήμως διοπτροφόρος.