13 Νοε 2018

"Στα Χνάρια του Τρόμου" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Ήταν ένα ακόμη βράδυ όπως όλα σε αυτή την πόλη. Τα κτίρια και τα σπίτια φωτισμένα, κάτι που φάνταζε μάλλον περίεργο, δεδομένου της προχωρημένης ώρας. Οι δρόμοι ήταν έρημοι και όλα έδειχναν πως οι κάτοικοι μάλλον ξενυχτούσαν μέσα στα σπίτια τους, κρίνοντας από τον φωτισμό. Κι όμως, υπήρχε κάτι τρομακτικό στο όλο σκηνικό. Ίσως να 'ταν η άγρια νύχτα που τα σύννεφα την έκαναν μέχρι και αποκρουστική. Μπορεί βέβαια σε αυτό να συνέβαλαν και τα κλαδιά των ψηλών δέντρων που ξεπρόβαλαν με θράσος πάνω από τις στέγες κάποιων κτιρίων και έμοιαζαν ν' απειλούν τον ουρανό ή να συμμαχούν μαζί του, ποιος ξέρει... Ίσως από την άλλη, να ήταν ο δρόμος. 

Το πλακόστρωτο απλωνόταν τεράστιο μπροστά από τα σπίτια και οι πέτρες σε κάποια σημεία είχαν μεγάλα ανοίγματα ανάμεσά τους, δίνοντάς του μια όψη ανατριχιαστική. Τα ανοίγματα νόμιζες πως θα ρουφούσαν το κάθε σου βήμα αν πατούσες μέσα. Ίσως τελικά να συνέθεταν όλα μαζί το σκηνικό του τρόμου. Το μόνο παράταιρο ήταν τ' αναμμένα φώτα. Παράταιρο; Όχι. Ήταν αυτό ακριβώς που ευθυνόταν για τον φόβο που περόνιαζε την ψυχή σου αν βρισκόσουν εκεί. Αν. Γιατί αυτή η πόλη με τον έντονο φωτισμό, ήταν... άδεια. Κι όμως, με το πρώτο φως της μέρας τα φώτα έσβηναν για ν' ανάψουν πάλι την ώρα που ο ήλιος έγερνε στη δύση του αποχαιρετώντας την πόλη και το μυστικό που στεκόταν όλα τα χρόνια βαρύ πάνω της. Ένα μυστικό που δεν έμαθε ποτέ κανείς πέρα από αυτόν. Και δεν θα το μάθαινε κανείς άλλος τώρα πια. Επειδή οι γάτες δε μιλάνε και κάποιες κατάρες δε λύνονται ποτέ. Ο μάγος που ευθυνόταν ήταν νεκρός, τον είχε σκοτώσει η ίδια η κατάρα, τον ίδιο όμως δεν τον βοήθησε. Χρόνια τώρα περιφερόταν σαν μαύρη γάτα στην πόλη-φάντασμα, αντικρίζοντας κάθε βράδυ τ' αναμμένα φώτα με μάτια που έκλαιγαν στάζοντας αίμα ως το πρωί. Τα μαλακά της πέλματα ράγιζαν σε κάποιο σημείο το πλακόστρωτο και τότε, ένας ανατριχιαστικός ήχος διαπερνούσε ολόκληρη την πόλη παγώνοντάς την σαν τον ίδιο τον θάνατο. Σε κάθε τέτοιο βήμα, το αίμα που έσταζε από τα μάτια της, έπεφτε πηχτό αφήνοντας ένα λεκέ στις πλάκες που αποτύπωναν πάνω το χνάρι από το πόδι της. Η γάτα γνώριζε πως η σωτηρία δε θα ερχόταν ποτέ, ήξερε πως τώρα πια δεν υπήρχε τρόπος να λυθεί η κατάρα. Κι όμως... Χρόνια τώρα, κάθε βράδυ βρίσκεται εκεί. Με πέλματα που ραγίζουν πλάκες, με μάτια που κλαίνε και στάζουν αίμα... 

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου