27 Νοε 2018

"Στα Χνάρια του Τρόμου" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Το σούρουπο έντυνε τον ουρανό και τη φύση με τη γλυκιά του φορεσιά, όταν έφτασε αποκαμωμένος στους πρόποδες του μικρού βουνού. Κοίταξε κουρασμένα το κάστρο που δέσποζε στην κορυφή, άρχοντας θαρρείς της περιοχής, που πρόσεχε από ψηλά το βασίλειό του. Στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Είχε περπατήσει πολλά χιλιόμετρα χωρίς φαγητό και νερό και ήταν εξαντλημένος. Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε ν` ανέβει ως εκεί. Έβγαλε τον κουρασμένο αέρα από τα πνευμόνια του, μάζεψε το κουράγιο του και συνέχισε την πορεία του. Στα μισά του δρόμου ένιωσε πως θα χάσει τις αισθήσεις του και συγκέντρωσε όσες δυνάμεις του απέμειναν, στον σκοπό του. Έπρεπε ν` ανέβει. Φτάνοντας στην κορυφή, έπεσε στα τέσσερα και σχεδόν σύρθηκε ως την μεγάλη πόρτα. Πρόλαβε να χτυπήσει μόνο μία φορά και αυτή μ` έναν υπόκωφο ήχο που δύσκολα άκουσε και ο ίδιος, πριν λιποθυμήσει. Το σκοτάδι είχε πέσει ήδη βαρύ πάνω στο φωτισμένο κάστρο, χαρίζοντάς του μία όψη παραμυθένια. Η πόρτα άνοιξε και δύο φιγούρες φάνηκαν στο κατώφλι, που τον σήκωσαν και τον έβαλαν μέσα, κλείνοντας και πάλι πίσω τους τη βαριά πόρτα. Όταν άνοιξε τα μάτια του, ένιωθε ανάλαφρος, ξεκούραστος και καθαρός. Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σ` ένα μεγάλο δωμάτιο και ήταν ξαπλωμένος σ` ένα κρεβάτι με μεταξωτά σεντόνια.

Παντού επικρατούσε το χρώμα και η φινέτσα. Ένα λεπτό, μεθυστικό άρωμα ήταν διάχυτο παντού στο χώρο. Τα ρουθούνια του κινήθηκαν προσπαθώντας να συλλάβουν τη μυρωδιά του. Το χαμόγελο στα χείλη του άνθισε. Τα είχε καταφέρει λοιπόν. Την είχε βρει. Μια εσωτερική πόρτα άνοιξε και την είδε να εμφανίζεται πανέμορφη σαν οπτασία. Τα χείλη του προσπάθησαν να κινηθούν, κανένας ήχος όμως δεν υπάκουσε, καμία λέξη δεν άφησε τη φωλιά της. Μόνο οι καρδιές τους αντάμωσαν σαν τον πλησίασε λάμποντας ολόκληρη από ευτυχία. Το χαμόγελό της πιο αστραφτερό και από τον ήλιο, θα μπορούσε να φωτίσει τον κόσμο όλο και όχι μόνο το κάστρο. "Ήρθες λοιπόν;" του ψιθύρισε με λατρεία. "Πως θα μπορούσα να μην έρθω;" της απάντησε ευτυχισμένος. "Σε όλη την αιωνιότητα θα μπορούσα να σε ψάχνω". Τα κορμιά τους ενώθηκαν σε μια πράξη αγάπης που μόνο στα ουράνια θα μπορούσε να χωρέσει αφήνοντας την αγάπη να τραγουδάει στο γλυκό ρυθμό της. Όταν τους πήρε ο ύπνος χορτασμένους κι ευτυχισμένους, η ανατολή κατέφθανε μελαγχολική. Δεν ήθελε το φως του ήλιου ν` αποκαλύψει το νεκρό κορμί της πριγκίπισσας που έπεσε στα βράχια νωρίς το βράδυ, αφού προηγουμένως αντίκρισε το ακέφαλο σώμα του αγαπημένου της, στο υπόγειο του κάστρου...

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου