14 Νοε 2018

"Τι να πω..." από τη Νίκη Μπλούτη (Συμμετοχή στον 6ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


   Δε θέλω να με παρεξηγήσεις ρε Σταύρο. Εγώ ανέλαβα πρωτοβουλία και μίλησα στους συναδέλφους. Μια ζωή μοιραστήκαμε μαζί. Ο καθένας στη θέση μας το ίδιο θα ‘κανε. Κι εσύ αυτό δε θα ‘κανες για μας; Δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Βοηθάει τον διπλανό του στα δύσκολα. Αν θέλει να λέγεται άνθρωπος. Το ίδιο δε θα ‘ κανες κι εσύ για μένα; Αυτό να σκέφτεσαι. Έλα, πάρτα να κάνεις τη δουλειά σου, του είπα, κι ακούμπησα το μάτσο με τα δέκα χιλιάρικα πάνω στ’ άδειο τραπέζι.
  Τριάντα χρόνια με το Σταύρο μαζί στη δουλειά. Μαζί στο λεωφορείο για το εργοστάσιο, μαζί στο διάλειμμα για το τσιγάρο, μαζί και στο σχόλασμα μέχρι το λεωφορείο. Τριάντα χρόνια δεν είναι λίγα για να τον κάνεις τον άλλον αδερφό. Να μοιράζεσαι μαζί του τα καλά και τα άσχημα. Να έχεις έναν άνθρωπο να σ’ ακούει.

  Τριάντα χρόνια μετράμε οι περισσότεροι σ’ αυτή τη φάμπρικα. Και πριν ένα μήνα φωνάξανε τους μισούς και τους απέλυσαν. Στα καλά καθούμενα. Χωρίς καμιά προειδοποίηση. Καμιά διακοσαριά άτομα σύνολο, μέσα σ’ αυτούς κι ο Σταύρος. Φαρμακωμένοι όλοι τους γύρισαν στο λεωφορείο και δεν ξαναμπήκαν την επομένη. Φαρμακωμένοι κι εμείς, όσοι μείναμε. Και από φόβο μη μας συμβεί αύριο και μας το ίδιο και από συμπόνια για το κακό που βρήκε τους συναδέλφους μας. Τριάντα χρόνια μαζί με το Σταύρο στο λεωφορείο και τώρα κάθομαι μονάχος μου και τον σκέφτομαι.
  Μια μέρα του Οκτώβρη, λίγο πριν τον απολύσουνε, μου ζήτησε τσιγάρο στο διάλειμμα. Μου είπε πως ξέχασε να πάρει τα δικά του. Φαινόταν συννεφιασμένος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το υποπτεύτηκα. Ο Σταύρος ήτανε πάντα μες στην καλή χαρά. Απ’ τους ανθρώπους που γελάνε και δίνουν κουράγιο στους άλλους. Μέχρι τον Οκτώβρη, που όλα άλλαξαν στη ζωή του. Στο λεωφορείο του γυρισμού εκείνο το βράδυ, μου είπε για πρώτη φορά για τη γυναίκα του που αρρώστησε. Στα ξαφνικά. Είχε κάτι ζαλάδες, μια δυσφορία στο στομάχι και πήγανε στο γιατρό. Χειρουργείο, τους είπε. Όσο το δυνατόν πιο σύντομα και τους ζήτησε είκοσι χιλιάρικα. Μου τα ‘λεγε μες στο σκοτάδι στο λεωφορείο. Φύσαγε και ξεφύσαγε πλανταγμένος.
  Κι εγώ δεν ήξερα τι λόγια να βρω για να τον παρηγορήσω. Κι άκουγα τον εαυτό μου να του λέει τις συνηθισμένες παπαριές που λένε οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μη στενοχωριέσαι ρε φίλε, κάτι θα γίνει… Να σκέφτεσαι πως όλα θα πάνε καλά. Αν κάνετε το χειρουργείο μπορεί να το προλάβετε το κακό κι όλα να γίνουν όπως πριν. Έχει προχωρήσει η επιστήμη σήμερα, τόσοι γλιτώνουν απ’ τον καρκίνο. Για να σας είπαν χειρουργείο πάει να πει πως παίρνει θεραπεία. Να μη σκέφτεσαι το κακό. Να μη σε πάρει από κάτω. Πρέπει να της δίνεις εσύ κουράγιο της γυναίκας. Υπομονή κι όλα θα φτιάξουν, θα δεις.  Παπαριές. Αυτές τις παπαριές του έλεγα, αλλά μετά σκέφτηκα, πως τελικά, ο άνθρωπος έρχονται στιγμές που έχει ανάγκη ν’ ακούσει οτιδήποτε για να αναθαρρήσει. Ακόμα και παπαριές από ένα φίλο.
  Μετά από μια βδομάδα σχεδόν, τον διώξανε το Σταύρο και του έδωσαν πέντε χιλιάρικα για αποζημίωση. Πέντε χιλιάρικα για τριάντα χρόνια δουλειάς στη φάμπρικα. Εξήντα χρονών άνθρωπο, στο πάρα πέντε της σύνταξης τον πετάξανε στο δρόμο. Πέντε χιλιάρικα κι αυτός χρειάζεται άλλα δέκα πέντε για το χειρουργείο.
  Ένα βράδυ με περίμενε στη στάση του λεωφορείου. Έκανε παγωνιά. Νοέμβρης μήνας κι ο αέρας μας ξύριζε το πρόσωπο σαν λεπίδα. Χάρηκα που τον είδα. Πάμε, μου λέει, για ένα τσίπουρο να ζεσταθούμε. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον, να ξαλαφρώσει. Ήτανε αξύριστος, κουρασμένος και πλανταγμένος. Τα μάτια του είχαν βαθύνει απ’ τη στενοχώρια. Τα μάτια του Σταύρου που πάντα έλαμπαν από ένα χαμόγελο. Θα σκάσω ρε φίλε, μου ‘ρχεται να σκάσω. Τι έκανα τόσα χρόνια; Να μην μπορώ να βοηθήσω τον άνθρωπό μου; Μου είπε μόλις ρούφηξε την πρώτη του γουλιά. Αν δεν ήμουνα τόσο συνεπής και δεν είχα πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ και τις δόσεις του παιδιού για το δάνειο που είχαν μαζευτεί εφτά χιλιάρικα, θα ‘χα τώρα δυο δραχμές ακόμα στην τσέπη. Τώρα πού να πάω; Κι αυτοί οι γιατροί ρε Κώστα, να μη σε νιώθουν. Να μη σε συμπονάνε μια στάλα, έκανε φορτισμένος και άδειασε με τη δεύτερη γουλιά το ποτήρι του.
  Τον άκουγα σιωπηλός και δεν ήξερα πάλι τι να του πω. Δεν έβρισκα λέξεις για να τον παρηγορήσω. Πώς να παρηγορήσεις έναν άνθρωπο με λέξεις όταν αυτός έχει άμεση ανάγκη από λεφτά; Όταν πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου; Σκεφτόμουνα και σώπαινα. Ο Βασίλης σήκωσε το χέρι του να παραγγείλει το δεύτερο τσίπουρο. Μετά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε λυπημένος. Η παραίτηση είχε βαρύνει τους ώμους του. Τι να πω… Τι να πω… συμπλήρωσε κουνώντας το κεφάλι του και σώπασε απότομα. Χωρίσαμε αργά. Τα τσίπουρα έκαψαν τα σωθικά μας και μας ζέσταναν μες στη σιωπή μας.
  Την άλλη μέρα έψαξα και βρήκα όλα τα τηλέφωνα των συναδέλφων. Τους μάζεψα λίγο πριν μπούμε στο εργοστάσιο για δουλειά και τους είπα την ιστορία του Σταύρου. Όλοι με ακούγανε με προσοχή. Κανένας δε δυσφόρησε μ’ αυτό που τους ζήτησα. Μετά από δυο μέρες, ένας ένας ερχότανε και μου ‘δινε όσα λεφτά μπόρεσε να μαζέψει για να βοηθήσουμε το φίλο μας. Άλλος πολλά, άλλος λίγα. Δέκα χιλιάρικα έφτασαν στα χέρια μου μέσα σε δυο μέρες για το Σταύρο. Δέκα χιλιάρικα κι όταν τα μέτραγα στα δάχτυλα τα δάκρυά μου έτρεχαν από ανακούφιση και χαρά. Δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι του να του τα δώσω. Πάρε ρε φίλε να του πω, να κάνεις τη δουλειά σου. Να δεις πως υπάρχουν άνθρωποι ακόμα. Κανένας δε χάνεται να του πω, όταν έχει αληθινούς ανθρώπους γύρω του. Πάρε να σώσεις τον άνθρωπό σου και να μη σκέφτεσαι πως τα χρωστάς σε κανέναν μας. Κανένας δε τα θέλει πίσω. Κάνε τη δουλειά σου και να μη σκέφτεσαι το κακό.
   Ο Σταύρος με περίμενε στο κατώφλι. Η γυναίκα του είχε μπει στο νοσοκομείο την προηγούμενη κι ήτανε μόνος στο σπίτι. Καθίσαμε κι οι δυο αμήχανοι μπροστά στο άδειο τραπέζι και κοιταζόμασταν για ώρα. Δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω. Τα είχα πει από μέσα μου τόσες φορές μέχρι να φτάσω σπίτι του, κι εκεί, με το λαβωμένο βλέμμα του να με κοιτάει χωρίς να μιλάει, δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω. Πώς να βάλω το χέρι μου στη τσέπη και να του δώσω τα λεφτά. Κάποια στιγμή η γλώσσα μου λύθηκε στη σκέψη της χαράς που θα του έδινα.
   Δε θέλω να με παρεξηγήσεις ρε Σταύρο. Εγώ ανέλαβα πρωτοβουλία και μίλησα στους συναδέλφους. Μια ζωή μοιραστήκαμε μαζί. Ο καθένας στη θέση μας το ίδιο θα ‘κανε. Κι εσύ αυτό δε θα ‘κανες για μας; Δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Βοηθάει τον διπλανό του στα δύσκολα. Αν θέλει να λέγεται άνθρωπος. Το ίδιο δε θα ‘ κανες κι εσύ για μένα; Αυτό να σκέφτεσαι. Έλα, πάρτα να κάνεις τη δουλειά σου, του είπα, κι ακούμπησα το μάτσο με τα δέκα χιλιάρικα πάνω στ’ άδειο τραπέζι.
  Ο Σταύρος με κοίταζε με θολωμένα μάτια. Ακίνητος κι αμίλητος. Τι να πω… Τι να πω… έκανε ο άνθρωπος συγκινημένος και αναλύθηκε σε λυγμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου