14 Νοε 2018

"Bachelor" από τη Ματίνα Λευκοπούλου (Συμμετοχή στον 6ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


Τον είδα που με κοιτούσε όσο διόρθωνα τις τελευταίες λεπτομέρειες στο ντύσιμο μου. Οι κινήσεις μου ήταν αργές προσπαθώντας να εντοπίσω το βλέμμα του να τρέχει πίσω από αυτές. Άφησα απαλά το χέρι μου στο τραπέζι που βρισκόταν μπροστά μου και το ψηλάφησα για να βρω τα σκουλαρίκια που πριν λίγο είχα αφήσει εκεί πέρα.
Τον είδα που τα μάτια του το ακολούθησαν.
Θα ήθελα πολύ να ξέρω τι σκέφτεται. Άραγε αφήνει τις σκέψεις του ελεύθερες ή είναι τυπικός;
Κάθεται σε μια πολυθρόνα που υπάρχει στην γωνία του δωματίου, προσπαθώντας να χαλαρώσει το σώμα του σε τέτοιο σημείο που δεν θα αρχίσει να επηρεάζει την τσάκιση στο – μόλις – σιδερωμένο κουστούμι του. Τα χέρια του αγκαλιάζουν τα μπράτσα της πολυθρόνας, και που και που τον βλέπω να σφίγγει τις γροθιές του αν κάνω κάποια έντονη κίνηση.
«Είμαι σχεδόν έτοιμη» του είπα και οι ματιές μας συναντήθηκαν μέσα από τον καθρέφτη που κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο.
«Το ακούω πολλή ώρα αυτό» μου απάντησε, και αμέσως σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου.

«Τώρα το εννοώ» και άπλωσα το χέρι μου προς αυτόν.
«Μόνο αυτό μένει» είπα και άφησα να πέσει στην παλάμη του το περιδέραιο με το οποίο θα ολοκλήρωνα το ντύσιμο για την σημερινή περίσταση. Η ματιά του με παρακαλούσε να γυρίσω για να συναντηθούν ξανά τα βλέμματα μας στην ασφάλεια του καθρέφτη, ενώ αυτός πέρασε με τα δυο του χέρια το κολιέ γύρω από τον λαιμό μου. Τον ένιωσα να έρχεται λίγο πιο κοντά από ότι χρειαζόταν, ενώ άφησε τα χέρια του στους ώμους μου και με κοίταξε επίμονα.
Ξέρω πως δεν θα έπρεπε να μ’ αρέσει.
Αλλά καθώς γλίστρησαν τα χέρια του από τους ώμους μου μέχρι τις παλάμες, η φαντασία μου έτρεξε σε μέρη που καιρό τις απαγόρευα.
Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου για να διώξω τις εικόνες αυτές.
Όμως τότε οι αισθήσεις μου έγιναν πιο έντονες.
Είχα γυρισμένη την πλάτη μου προς αυτόν, και τον ένιωθα ολοένα και πιο κοντά μου. Το σώμα του αγκάλιαζε το δικό μου, ενώ με το ένα του χέρι κρατούσε σφιχτά το δικό μου και με το άλλο απομάκρυνε τα μαλλιά μου από το λαιμό μου όπου και πλησίασε. Ένιωσα την αναπνοή του και τα χείλη του να χαϊδεύουν τον λαιμό μου ντροπαλά.
Ήξερε και αυτός πως όλα αυτά ήταν ένα λάθος.
Δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, όταν με έπιασα να κολλάω περισσότερο πάνω του. Ένιωθα το χέρι του να με σφίγγει όλο και πιο δυνατά με κάθε κίνηση που έκαναν οι γοφοί μου επάνω του. Λίγες στιγμές αργότερα και τα δύο χέρια του βρισκόντουσαν πάνω στο σώμα μου και έπαιζαν με τις καμπύλες μου. Οι κινήσεις του ήταν αργές, σαν να δίσταζε για κάθε χάδι, όμως μπορούσα να καταλάβω ότι ήθελε συνέχεια και περισσότερο.
Και εγώ ήθελα και περισσότερο.
Πολλές φορές ήταν εκείνες που τον φανταζόμουν πάνω στο κορμί μου όπως τώρα όμως με πολύ λιγότερα ρούχα.
Και πολύ λιγότερες αναστολές.
Ανάμεσα στις βαριές και έντονες αναπνοές του μπόρεσα να διακρίνω ένα πνιχτό «γιατί», που μου άρεσε να μεταφράσω ως «γιατί άργησα τόσο», αν και ήξερα πως μάλλον δεν ήταν έτσι.
Η στάση του σώματος του άρχισε να γίνεται πιο απόμακρη ενώ και οι κινήσεις του πλέον ήταν βαριές, και έλειπε το πάθος.
Κατάλαβα ότι οι τύψεις τον είχαν πλέον νικήσει, και δεν θα ωφελούσε να κάνω κάποια κίνηση.
Απομακρύνθηκε τελείως από μένα, και γύρισε στην πολυθρόνα με τα χέρια στα γόνατα και το κεφάλι χαμένα ανάμεσα στις παλάμες του. Τα μάτια του πλέον δεν με κάρφωναν όπως πριν, αλλά αντίθετα ήταν ερμητικά κλειστά σαν να προσπαθούσαν να διώξουν την εικόνα μου από το δωμάτιο.
Δεν τον κατηγορούσα.
Στήριξα την πλάτη μου στον καθρέφτη και τύλιξα τα χέρια μου στους αγκώνες.
Δεν τον κοιτούσα ούτε εγώ.
Δεν ήθελα να σηκώσει το βλέμμα του, και να διασταυρωθεί με το δικό μου.
Τότε θα καταλάβαινα τι είχε γίνει, και δεν ήθελα να αμαυρωθεί η στιγμή.
Πόσο καιρό περίμενα.
Έστω και για αυτό.
Δεν μίλησε κανείς μας, και ειλικρινά, δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να ακουστεί ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα του δωματίου. Ακόμα και τότε, κανείς μας δεν απάντησε, παρά μόνο τα βλέμματα μας γύρισαν προς τα εκεί. Η πόρτα άνοιξε δειλά και η φιγούρα του αδερφού του ξεπρόβαλλε.
«Ήρθε η ώρα» είπε απευθυνόμενος στον αδερφό του και αυτός του το ανταπέδωσε με ένα χαμόγελο.
«Μην καθυστερήσεις, συνήθως περιμένουν την νύφη, όχι τον γαμπρό» συνέχισε και χάθηκε πίσω από την ανοιχτή πόρτα.
Το χαμόγελο είχε κολλήσει στα χείλη του.
Σηκώθηκε και κοιτάχτηκε για μια τελευταία φορά στον καθρέφτη, διορθώνοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες. Στο τραπεζάκι που στεκόταν δίπλα στην πολυθρόνα, είχε μια ανθοδέσμη με άσπρα λουλούδια δεμένα με μια κόκκινη λεπτή κορδέλα. Την πήρε στα χέρια του έσιαξε για μια ακόμα φορά το κουστούμι του.
Έκανα μερικά βήματα προς το μέρος του, και τον είδα να κοκκαλώνει.
Δεν ξέρω αν φοβήθηκε εμένα ή τον εαυτό του.
Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι φοβήθηκε τις προθέσεις του.
Ναι, αυτό θα σκέφτομαι.
«Δεν τα πήγαινες ποτέ καλά με τις γραβάτες» του είπε και του έσφιξα λίγο περισσότερο τον κόμπο για να μην φαίνεται ετοιμόρροπος.
Ένα γέλιο του ξέφυγε.
«Α, ρε Άννα» είπε και έσκυψε για να με φιλήσει στο μέτωπο ενώ με τράβηξε πιο κοντά του.
Αυτήν την φορά όμως, δεν είχε κάτι ερωτικό στις κινήσεις του.
«Να ζήσετε» του είπε με τα μάτια καρφωμένα στα δικά του. Μου έγνεψε το ευχαριστώ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Περίμενα μέχρι ο ήχος από τα βήματα του να σβηστούν στον διάδρομο και μετά τον ακολούθησα.
«Ακόμα εδώ είσαι;» άκουσα μια φωνή να μου λέει και γύρισα να κοιτάξω. Ήταν ο Δημήτρης, ο άλλος παιδικός του φίλος.
«Ναι, ξέρεις πως είναι ο Χρήστος, ήθελε παρέα μέχρι τελευταία στιγμή» του είπα.
«Να φανταστώ την γραβάτα πάλι εσύ την έκανες έτσι;» μου απάντησε και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το χαμόγελο μου, ενώ κατάλαβα ότι ένα απαλό κόκκινο χρώμα είχε αρχίσει να φαίνεται στα μάγουλα μου.
«Άντε πάνε όμως! Μου φαίνεται θα περιμένει το ζευγάρι, την κουμπάρα έτσι όπως το πας»
«Φεύγω, φεύγω» του είπα και χάθηκα γρήγορα στον διάδρομο.
Α, ρε Χρήστο.
Και στα δικά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου