6 Σεπ 2019

"Το ταξίδι" από τον Απόστολο Δαβίλα

Συμμετοχή στον 7ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής


Ο ήλιος λάμπει μ΄ ένα φως τόσο μαλακό και όμορφο που σε κάνει να πιστεύεις ότι όλα θα πάνε καλά. Ο καφές τέλειος,  τόσο δυνατός όσο  χρειάζεται. Καθισμένος κάτω από την σκιά ενός τεράστιου πλάτανου  απολαμβάνω τα χρώματα και τις γεύσεις της μικρής κωμόπολης ή χωριού, δεν είμαι σίγουρος, και σκέφτομαι πως ξεκίνησαν όλα.
Η βροχή  μόλις είχε σταματήσει μια ασυνήθιστα κρύα βραδιά στα τέλη Σεπτέμβρη. Το ρολόι έδειχνε 4.45 τα ξημερώματα και εγώ  φορτώνω την βαλίτσα και τις κρεμάστρες με τα πουκάμισα στο αμάξι.  Τι μου ήρθε και μένα να ταξιδέψω στη Θεσσαλονίκη από Αθήνα με το αυτοκίνητο, ίσως η καινούργια ασημένια Mercedes που μου έδωσε η φαρμακευτική εταιρία που δουλεύω, ίσως η χαλάρωση και η ηρεμία που έρχεται στο μυαλό με την πολύωρη οδήγηση, ίσως και ο χρόνος που χρειάζομαι να σκεφτώ τι λαγό θα βγάλω από το καπέλο για να ανεβάσω τις πωλήσεις στο τμήμα της Βορείου Ελλάδος.

5.00 π.μ. η ώρα, ξεκινάω πηγαίνοντας στην εθνική Αθηνών-Λαμίας, στον δρόμο του  διαλογισμού όπως τον έχω ονομάσει. Στις συζητήσεις και στις διαφωνίες με τον εαυτό μου, ατέρμονες κόντρες μεταξύ μυαλού και συναισθήματος, πάντα υποστηρίζω το συναίσθημα με όλη μου τη δύναμη. Έχω την εντύπωση όμως, ότι το μυαλό βρίσκει τον τρόπο να με ξεγελά και να κάνει τα δικά του. Αυτά σκεφτόμουνα λίγο μετά την Λαμία, το μόνο κομμάτι της εθνικής που έχει απότομες στροφές και χρειάζεται μειωμένη ταχύτητα, ιδίως λίγο πριν ξημερώσει με βρεγμένο οδόστρωμα και αραιή ομίχλη. Έχοντας κάνει τη συγκεκριμένη διαδρομή πολλές φορές ακόμα και με πυκνή ομίχλη δεν το σκέφτηκα  ιδιαίτερα, μηχανικά  κατέβασα την ταχύτητα και συνέχισα να σκέφτομαι την μάχη μυαλού-συναισθήματος, σκοτάδι-φως, καλού-μη καλού, μέχρι που ήρθε η στροφή που τα  άλλαξε όλα.
Στο μάτι της στροφής μέσα από την ομίχλη εμφανίστηκε ένα πλήθος φασματικών μορφών από άκρη σε άκρη στον δρόμο. Πλάσματα που κάποτε πρέπει να ήταν άνθρωποι, αλλά τώρα είναι εμφανώς νεκρά, φασματικές μορφές ντυμένες με κουρέλια και σχισμένα σάβανα να καλύπτουν κόκκαλα και χαμένα μέλη, με κρανία σπασμένα και μάτια χωρίς ζωή ακίνητα, απλώς να στέκονται σε όλο το πλάτος του δρόμου.
Περισσότερες λεπτομέρειες δεν θυμάμαι γιατί η αντίδρασή μου ήταν να πατήσω το φρένο με όλη μου τη δύναμη και να στρίψω το τιμόνι τόσο απότομα πάνω στην στροφή, που κανένα σύστημα οδικής υποβοήθησης δεν θα μπορούσε να με κρατήσει στο δρόμο. Αυτή  είναι και η τελευταία μου ανάμνηση από εκείνο το βράδυ. 
Το πρώτο πράγμα που ένιωσα πριν ανοίξω τα μάτια μου ήταν το πολύ σκληρό στρώμα που ήμουν ξαπλωμένος. Ανοίγοντας τα μάτια, αντίκρισα ένα δωμάτιο νοσοκομείου και δύο όρους να τρέχουν στις φλέβες των χεριών. Με ανακούφιση ανακάλυψα ότι  όλα μου τα μέλη  ήταν λειτουργικά με  μόνο μερικές αμυχές. Το χειρότερο χτύπημα πρέπει να ήταν στο κεφάλι, γιατί ήταν μπαταρισμένο με γάζες και ένιωθα ζάλη και δυσκολία να εστιάσω το βλέμμα μου μέχρι που μπήκε η νοσοκόμα. Ένα πλάσμα λες και ήταν βγαλμένο από ερωτική ταινία, ψηλή ξανθιά με χυτό σώμα φορώντας μόνο την κλασική λευκή ρόμπα της νοσηλεύτριας και αν είναι δυνατόν! ψηλοτάκουνες λευκές γόβες. Με πλησίασε μ’ ένα χαμόγελο ίδιο με της Μόνα Λίζα με ενημέρωσε ότι είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο και είμαι πολύ τυχερός που την γλίτωσα με μερικές γρατζουνιές και μια ελαφριά διάσειση.
-«Σε λίγο θα σας δει   και ο γιατρός» με καθησύχασε.
Μετά από λίγο ήρθε και ο γιατρός και μου είπε λίγο-πολύ τα ίδια.
Φυσικά και δεν είπα κουβέντα για τις φασματικές μορφές που είδα στο δρόμο. Mάλλον θανατερά παιχνίδια της ομίχλης με το σκοτάδι, έπεισα τον εαυτό μου.
Την επόμενη μέρα βγήκα  από το μικρό τοπικό νοσοκομείο με ρητή εντολή από τον συμπαθητικό γιατρό να μην οδηγήσω, να μην κουραστώ με κανένα τρόπο για μερικές μέρες, μέχρι να μου φύγει η ζαλάδα από την ελαφριά διάσειση που έπαθα, και όλα θα πάνε καλά. Χωρίς κινητό, χωρίς υπολογιστή, μα με μια αίσθηση ελευθερίας που είχα χρόνια να αισθανθώ.
Με ένα σύντομο e-mail στην εταιρεία από το ίντερνετ καφέ του χωριού που παραδόξως απαντήθηκε αμέσως, πήρα οχτώ ημέρες αναρρωτική άδεια. Ευκαιρία να ξεκουραστώ και να συνέλθω από το σοκ του τρακαρίσματος.
Στο μοναδικό ξενοδοχείο του χωριού στην πλατεία, με περίμενε η βαλίτσα και το τσαντάκι με το πορτοφόλι και όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα. Τα είχε φέρει ο οδηγός της οδικής βοήθειας που είχε μαζέψει το κατεστραμμένο μου αμάξι από τον δρόμο, μέχρι που είχε αφήσει και αντίγραφο της αναφοράς που θα έδινε στην ασφαλιστική χωρίς εγώ να χρειαστεί να κάνω τίποτα. Στα 25 χρόνια που ταξιδεύω ποτέ δεν είχα δει τέτοια οργάνωση και ευγένεια. Τι Ευρώπη και αηδίες το χωριό… «κοίτα χαζομάρα, δεν έμαθα ακόμα το όνομά του» είναι ανώτερο από όλα.
Το επόμενο πρωί άνοιξα τα μάτια μου μετά από ένα πολύ άβολο ύπνο και ενώ δεν πόναγα πουθενά, αισθανόμουν ρίγη και το στρώμα τόσο σκληρό σαν τσιμέντο. Παρόλα αυτά ήμουν ξεκούραστος και χωρίς άγχος, κάτι που είχε να μου συμβεί χρόνια.
Περπατώντας στην αγορά του χωριού είδα ένα μικρό βιβλιοπωλείο σαν καρτ-ποστάλ του Λονδίνου. Χρωματιστά ξύλινα ράφια γεμάτα βιβλία με μια ατμόσφαιρα που θύμιζε εκκλησία. Το μεγαλύτερο μέρος του ήταν γεμάτο με κατηγορίες βιβλίων που μου άρεσαν όπως φιλοσοφία, ποίηση, ιστορικό και αστυνομικό μυθιστόρημα. Βρήκα ράφια ολόκληρα  με σπάνια βιβλία, πρώτες εκδόσεις από όλους τους αγαπημένους μου συγγραφείς  σε απίστευτα χαμηλές τιμές, παράδεισος για ένα βιβλιοφάγο σαν εμένα. Ο ιδιοκτήτης, ένας ψηλός εξηντάρης ασπρομάλλης με άτονο βλέμμα πίσω από τα χοντρά γυαλιά του, με ενημέρωσε ότι μπορώ να κάτσω όση  ώρα θέλω και να διαβάσω όποιο βιβλίο θέλω «σαν να είσαι στο σπίτι σου» ήταν τα ακριβή του λόγια. Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασα ώρες  βυθισμένος στους διαδρόμους του βιβλιοπωλείου μέσα σε τόσα αγαπημένα βιβλία αλλά όταν βγήκα έξω ήταν σκοτάδι και το παράξενο δεν θυμόμουν τίποτα από αυτά που είχα διαβάσει!! Μάλλον έπαθα οβερντόουζ σκέφθηκα χαμογελώντας και κάνοντας μια νοερή σημείωση να ξαναπεράσω το συντομότερο δυνατό για να αγοράσω όσα περισσότερα  βιβλία μπορούσα.  Κοίτα που ξέχασα και το όνομα του αγαπημένου μου  συγγραφέα μάλλον φταίει το χτύπημα στο κεφάλι και τα ρίγη που δεν λένε να σταματήσουν.
Προχωρώντας προς το ξενοδοχείο είδα σε ένα στενό την Φωτεινή επιγραφή ενός μπαρ με το πρωτότυπο όνομα ‘’ΒΑR’’. Μια και ήταν ακόμη νωρίς είπα να μπω για ένα ποτό, έχοντας εμπειρία από επαρχιακά μπαράκια –καφέ ψησταριά -, δεν περίμενα  και πολλά. Μόλις πέρασα την βαριά ξύλινη πόρτα του μπαρ έμεινα να κοιτάζω σαν χαζός ένα μπαρ βγαλμένο από την μπαρόκ εποχή της Βιέννης. Κόκκινο και μαύρο βελούδο παντού, γυαλισμένο βαρύ ξύλο, περίτεχνα σκαλισμένα σκαμπό και καναπέδες, πίνακες βουκολικής ζωής στους τοίχους. Σαν υπνωτισμένος μπήκα και έκατσα στο μπαρ. Η μπαργούμαν βγαλμένη και αυτή από αναγεννησιακό πίνακα με χαμόγελο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις μου άφησε αμέσως ένα καπνιστό malt  χωρίς πάγο, ακριβώς όπως μου αρέσει. Η μουσική ατμοσφαιρική, δυνατή, διαπεραστική  σαν σειρήνα.  Χωρίς να έχει πολύ κόσμο το μπαρ στα αφτιά μου φτάνει ένα μπερδεμένο βουητό σαν βροχή που πέφτει δυνατά πάνω σε λαμαρίνα. Ένα δεύτερο, ένα τρίτο ουίσκι δεν βοήθησαν την σύγχυση στο κεφάλι μου, μου έδωσαν όμως το θάρρος να πλησιάσω την  μπαρόκ μπαργούμαν και να την γοητέψω  με τον αέρα του  πρωτευουσιάνου  στο χωριό. Πέρα από κάθε προσδοκία βρεθήκαμε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου όπου ανακάλυψα ότι δεν θυμάμαι το όνομά της … όπως και πολλά άλλα, μάλλον θα φταίει  το ουίσκι . Ήταν καυτή, πρόθυμη  και χωρίς κανένα ταμπού.
Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες αλλά το επόμενο πρωί παρότι δεν κοιμήθηκα ούτε δευτερόλεπτο δεν αισθάνομαι καθόλου κουρασμένος,  αλλά ίσως θα πρέπει κάποια στιγμή να δω κάποιον ειδικό ΩΡΛ  γι' αυτό το βουητό σαν  σειρήνα από μακριά στα αυτιά μου και την αίσθηση κρύου σε όλο μου το σώμα που δυναμώνει ακόμα και κάτω από τον ήλιο που κάθομαι και πίνω καφέ στην πανέμορφη πλατεία του χωριού βλέποντας το παιχνίδισμα του ήλιου στα φύλλα του μεγάλου πλάτανου.
O καφές μου κοντεύει να τελειώσει και εγώ αισθάνομαι τόσο ήρεμος γαλήνιος, ίσως αν κλείσω τα μάτια μου για λίγο να φύγει και αυτή η θολούρα από την αϋπνία που με έχει πιάσει, θα τα κλείσω για λίγο ένα λεπτό ίσως δυο και όλα θα πάνε καλά.
Το ρολόι στην κατά τα αλλά κατεστραμμένη Mercedes έδειχνε 6:45 π.μ., είκοσι λεπτά μετά την αγκαλιά με τα βράχια. Η σειρήνα του ασθενοφόρου είναι ακόμα μακριά. Ο Λεωνίδας   με  τα πιο πολλά από τα βασικά του όργανα κατεστραμμένα, ο μισός έξω από την ανοιχτή πόρτα με την βροχή να ξεπλένει το αίμα από το βαθύ κόψιμο στο κεφάλι του, αυτός χαμογελά σαν να μην είναι εκεί σαν να είναι κάπου που όλα  πάνε  καλά .
Οι γιατροί είπαν ότι ο θάνατος επήλθε σε 10 λεπτά μετά την πρόσκρουση του αυτοκινήτου στους βράχους λόγω της εσωτερικής αιμορραγίας  και τον κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων από το χτύπημα στο παράθυρο του οδηγού.
Την επόμενη φορά που κάποιος απρόσεχτος οδηγός θα περάσει από της στροφές με την ομίχλη, θα υπάρχει μια ακόμα  φασματική μορφή στο δρόμο να τον προϋπαντήσει στο χωριό.
 

1 σχόλιο:

who is online

Ad24