22 Ιουλ 2019

"Το Λευκό της Τιμωρίας" από την Κωνσταντίνα Ζιώγα


(Συμμετοχή στην τελική φάση του 7ου Διαγωνισμού Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)
Ψηφίστε εδώ!!
  

 Τα έντονα  άσπρα φώτα την τύφλωναν και σε συνδυασμό με τη γύμνια του δωματίου της έφερναν ζαλάδα. Τα χέρια της, όπως και όλο το υπόλοιπο κορμί της, πονούσαν αφόρητα απ’ το σφιχτό δέσιμο των ιμάντων, αλλά δεν ήταν αυτό που την ενοχλούσε περισσότερο. Ένιωθε τα στυγνά βλέμματα των συγγενών τους να την καρφώνουν τόσο βαθιά, σαν να διαπερνούν τη σάρκα και να της τριβελίζουν τα κόκαλα. Καταλάβαινε την ικανοποίησή τους, συμμερίζονταν τη δίψα τους για εκδίκηση, η ίδια σχεδόν είχε ασπαστεί αγόγγυστα την απόφαση του δικαστηρίου και της πολιτείας, αλλά τώρα αντιμέτωπη με το τέλος, ένιωθε τον ιδρώτα να την πλημμυρίζει, να την πνίγει. Άλλωστε ποιος δεν φοβάται το θάνατο;
  Η Σάρα Πάρκερ είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το μέλλον της, δυσοίωνο, είχε προκαταγραφεί πριν καν γεννηθεί. Ο πατέρας της τους εγκατέλειψε όταν ήταν μόλις οκτώ χρονών, έχοντας σιχαθεί να παρακολουθεί τη μητέρα της να αυτοκαταστρέφεται όντας χρόνια χρήστης ναρκωτικών, ακόμη και μετά τη γέννηση της Σάρα. Τα επόμενα χρόνια η Σάρα και η μητέρα της βούλιαζαν περισσότερο στο βάλτο της ανέχειας και της αθλιότητας. Ζούσαν σ’ ένα υπόγειο που δεν το έβλεπε ο ήλιος και τρέφονταν άλλοτε με ελεημοσύνες και άλλοτε με την συνεισφορά των γειτόνων. Ένα χρόνο μετά η μητέρα της Σάρα άρχισε να εργάζεται ως πόρνη, για να καλύψει την άσβηστη και διψασμένη ανάγκη της για τη μαγική ζάχαρη. Σιγά σιγά μύησε και την ίδια τη Σάρα στον απαγορευμένο και ουτοπικό κόσμο των ουσιών. Μαγεμένη καθώς ήταν, η Σάρα παράτησε το σχολείο πριν καν τελειώσει το λύκειο και έπιανε περιστασιακές δουλειές. Στα δεκαέξι της έχασε και τη μητέρα της, το τελειωτικό χτύπημα για τη Σάρα που πλέον έβλεπε τον κόσμο της να καταρρέει, έγινε ένας άψυχος θεατής της ζωής της.

  Ο Ντάνυ ήρθε στη ζωή της απρόσμενα και αναπάντεχα και την πλάνεψε με τα κούφια λόγια του. Τον γνώρισε σε μία συνάντηση, εντυπωσιάστηκε αμέσως απ’ τη σβελτάδα και το μυαλό του και γοητεύτηκε απ’ την ομορφιά του. Της υποσχέθηκε μια ζωή άνετη στην οποία δεν θα χρειαζόταν να μοχθεί και εκείνη έπεσε, φθινοπωρινό φύλλο, στην αγκαλιά του. Ο Ντάνυ Νόρτον  ήταν ένας απλός υπάλληλος ταχυδρομείου, που στα τριάντα του είχε δικό του σπίτι στα προάστια, κληρονομιά του μεγαλοδικηγόρου πατέρα του. Τα αδέρφια του δεν ενέκριναν ποτέ τη σχέση του με τη Σάρα και αντιτάχθηκαν έντονα στην απόφασή του για γάμο, μέχρι που διέκοψαν τις σχέσεις τους. Ένα χρόνο μετά τη γνωριμία τους, ο Ντάνυ και η Σάρα παντρεύτηκαν και όλα έδειχναν ευνοϊκά, παρότι στο γάμο δεν εμφανίστηκε κανείς απ’ τους συγγενείς του. Η ζωή τους έμοιαζε ρόδινη, η Σάρα είχε σταματήσει πλέον τη χρήση και είχε αναλάβει το ρόλο της συζύγου και νοικοκυράς, ενώ ο Ντάνυ δούλευε και τη νοιαζόταν όπως όλα έδειχναν. Την ευτυχία τους ενίσχυσε και ο ερχομός της μικρής Κρις, δύο χρόνια μετά το γάμο τους. Η Σάρα νέα για τη ηλικία της μητέρα, μόλις στα είκοσι-πέντε της, λάτρευε την Κρις και φρόντιζε να της το δείχνει συνεχώς, μη θέλοντας να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Σαν κορίτσι όμως, η Κρις είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον πατέρα της, γεγονός που κατέτρωγε τη Σάρα εσωτερικά και την έκανε να κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό της. Κάπως έτσι φυτεύτηκαν οι πρώτοι σπόροι του μίσους που προμήνυαν την επικείμενη καταστροφή.
  Εφτά χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης τους, ο Ντάνυ άρχισε να γυρίζει όλο και πιο αργά στο σπίτι, προφασιζόμενος φόρτο εργασίας. Ορισμένα μάλιστα βράδια δεν γύριζε ποτέ. Η Σάρα, αδύναμος χαρακτήρας καθώς ήταν, απομονώθηκε, παραμέλησε σε μεγάλο βαθμό τη μικρή και σιγά σιγά ξανακύλισε  στις παλιές της συνήθειες. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Ντάνυ έφυγε απ’ το σπίτι, με τη δικαιολογία ότι η Σάρα είχε παραμελήσει τελείως την οικογένεια, η ίδια όμως είχε καταλάβει πολύ καλά την αιτία που τον ώθησε σε αυτή του την πράξη. Η αίτηση διαζυγίου δεν άργησε να έρθει καθώς και η απαίτηση κηδεμονίας της μικρής, γεγονός που εξόργισε τη Σάρα και την κλόνισε ψυχικά ταυτόχρονα. Η ιστορία επαναλαμβανόταν. Η Κρις μέρα με τη μέρα εξέφραζε όλο και πιο έντονα την επιθυμία της να βλέπει τον πατέρα της και είχε ήδη γνωρίσει την καινούργια του σύντροφο, Λούσι. Η Σάρα βρισκόταν αντιμέτωπη όχι μόνο με το παιδί της αλλά και με τον  ίδιο της τον εαυτό. Αισθανόταν πάλι δεκαέξι, μόνη στον κόσμο, έρμαιο των καταστάσεων και της μοίρας της που φαίνεται δεν σταμάτησε να την καταδιώκει, παρά βάλθηκε να την καταστρέψει ολοκληρωτικά.
  Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά για τη Σάρα και η λυσσώδης επιθυμία της για εκδίκηση φούντωνε ακατάπαυστα. Καθόταν ώρες στο δωμάτιό της και κατέστρωνε το επίβουλο και ανηλεές σχέδιό της. Ένα απόγευμα, υπό την επήρεια ουσιών και εκμεταλλευόμενη την αγάπη του Ντάνυ για την Κρις, τον προσκάλεσε στο σπίτι της μαζί με τη Λούσι, προφασιζόμενη ότι η Κρις τους αποζήταγε. Φυσικά επρόκειτο για ένα ψέμα που η ίδια επινόησε έτσι ώστε να τους προσελκύσει στην παγίδα. Πέτυχε. Τρεις κουταλιές αρσενικό, ισχυρό δηλητήριο που χρησιμοποιούνταν για τους αρουραίους, μέσα στο τσάι τους ήταν αρκετό και δεν άργησε να δράσει. Κουβάλησε τα άψυχα κορμιά στην αυλή και χωρίς δεύτερη σκέψη τα περιέλουσε με βενζίνη και τους πέταξε ένα σπίρτο. Οι φλόγες πύρωσαν και η μυρωδιά της καμένης σάρκας γέμισε τον αέρα και τα πνευμόνια της ζαλίζοντάς τη, αλλά δεν απομακρύνθηκε. Παρέμεινε απαθής να κοιτά τις αθώες ψυχές να τυλίγονται σαν ένα μάτσο ξερόχορτα στην πύρινη αγκαλιά.
  Η σύλληψή της δεν άργησε και στο δικαστήριο η απόφαση των ενόρκων, μετά  την εμφάνιση όλων των στοιχείων, ομόφωνη. Η Σάρα καταδικάστηκε σε θάνατο. Αν και έκανε πολλές ενέργειες για να ανατρέψει αυτή την τροπή της ζωής της αποβήκαν όλες άκαρπες. Η τελική απόφαση ήταν η ίδια. Το μόνο που άλλαξε ήταν ο χρόνος. Θα εξέτινε πρώτα δέκα-τέσσερα χρόνια φυλάκισης.
  Όσα χρόνια βρισκόταν στη φυλακή, στράφηκε προς τα μέσα της. Ήθελε να ανακαλύψει τα πραγματικά αίτια που την οδήγησαν σ’ αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα μέχρι που στα χέρια της έτυχε να πέσει η Βίβλος. Απομονωμένη όπως ήταν στο κελί της ξεκίνησε να τη διαβάζει και τότε κατάλαβε. Ένιωσε εξαγνισμένη ψυχικά, αντιλήφθηκε τον κόσμο γύρω της, τη μεταμορφωτική δύναμη της απέραντης αγάπης του Θεού που ασκείται σε όλα τα όντα. Ένιωσε πως για πρώτη φορά στη ζωή της υπάρχει μια θέση γι ‘ αυτήν στον κόσμο, η οποία παρέμενε ανοιχτή όλα αυτά τα χρόνια, σαν να την περίμενε, σαν να ήξερε πως προοριζόταν εξολοκλήρου για την ίδια. Διαβάζοντας το ιερό βιβλίο συνειδητοποίησε ότι την διακατείχε μία δύναμη που ποτέ δεν θεώρησε ότι ενυπήρχε μέσα της και τη βοήθησε να αντέξει τα φαντάσματα που τη στοίχειωναν  και τη καταδίκη της. Τέσσερα χρόνια πριν τη προγραμματισμένη ημέρα της καταδίκης της, τη μετέφεραν στις φυλακές St. Louis, εκεί όπου υπήρχαν εκείνοι των οποίων η μοίρα τους είχε εγκαταλείψει. Εκεί με το κήρυγμά της, τις συζητήσεις και τις συμβουλές της, έγινε το στήριγμα κάθε χαμένης ψυχής. Μέχρι τη στιγμή που έφτασε στο θάνατο είχε γίνει η πνευματικά ανυψωτική δύναμη των συγκρατουμένων της, οι οποίοι αντιμετώπιζαν  την αισιόδοξη στάση της ως ένα φως στο σκοτάδι και στην καταχνιά της ψυχής τους.
  Η τραγική μέρα έφτασε. Ανέβηκε στο ελικόπτερο και μεταφέρθηκε στις «Εγκαταστάσεις της ζωής». Κατά τη διάρκεια της πτήσης φαινόταν ήρεμη και γαλήνια. Και γιατί να μην ήταν; Η ημέρα ήταν θαυμάσια, η άνοιξη χάριζε απλόχερα τους καρπούς της και σκόρπιζε τις μυρωδιές της, απέπνεε μια αίσθηση χαράς και αναγέννησης. Σαν να ήθελε ο Θεός να της στείλει ένα μήνυμα, είχε έρθει η ώρα, όλο προετοιμάζονταν για τον ερχομό της. Άρχισε να νιώθει πολύ έντονα το αίσθημα του φόβου. Το φόβο του αποχωρισμού από την κόρη της που την επισκεπτόταν όλα αυτά τα χρόνια και είχαν έρθει τόσο κοντά, που την είχε συγχωρέσει. Το φόβο του καπετάνιου όταν ξέρει ότι πρέπει να βυθιστεί με το πλοίο του. Το φόβο του στρατιώτη που ξέρει ότι αυτή η σφαίρα είναι τελειωτική. Το φόβο του φωτός για το σκοτάδι. Το φόβο της ζωής για το θάνατο.
  Αρνήθηκε να φορέσει την πορτοκαλί φορεσιά των θανατοποινιτών, “ Σήμερα είναι  θεία μέρα συνάντησης με τον Κύριο, όπου θα κριθώ και θα τιμωρηθώ για τις αμαρτίες μου, θα ήθελα να είμαι άσπιλη”
Προτίμησε να φορέσει ένα μακρύ λευκό φόρεμα, το χρώμα της αγνότητας, το χρώμα της ζωής, το χρώμα της τιμωρίας.
  Την οδήγησαν στην ολόλευκη καμπίνα, την ξάπλωσαν στο χειρουργικό τραπέζι και της έδεσαν τα χέρια και το σώμα με δερμάτινους υμάντες. Στις δύο πλευρές του δωματίου υπήρχε γυαλί για τους μάρτυρες. Στην προκειμένη περίπτωση τα αδέρφια του Ντάνυ και τους γονείς της Λούσι απ’ τη μία και την κόρη της μαζί με την πιο στενή της φίλη απ’ την άλλη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, η τελευταία καθώς ήταν, γύρισε προς τους συγγενείς τους και ψιθύρισε: 
-        Λυπάμαι ειλικρινά. Έχω μετανιώσει πικρά, αμέτρητες φορές για το βάναυσο έγκλημα που διέπραξα. Ξέρω ότι με το θάνατό μου δεν πρόκειται να τους φέρω πίσω, ελπίζω όμως οι αδικοχαμένες ψυχές τους να αναπαυτούν γνωρίζοντας ότι τιμωρήθηκε αυτός που τις οδήγησε στο θάνατο. Πλέον ανήκω στο Θεό, εναποθέτω στα χέρια του την σωτηρία μου, ελπίζω να με συγχωρέσει για τις πράξεις μου και να μου χαρίσει τη γαλήνη. Τότε ήμουν μέρος του προβλήματος, τώρα είμαι μέρος της λύσης.
  Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε την κόρη της. Είχε βουρκώσει. Τι όμορφη που ήταν! Ακόμη και με τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Μετάνιωσε που δεν κατάφερε να της χαρίσει τη μητρική αγάπη που της άξιζε. Λύγισε. Δάκρυσε.
-        Συγνώμη, της ψιθύρισε, συγνώμη που δεν ήμουν η μητέρα που σου άξιζε, συγνώμη που σου στέρησα την οικογένεια, συγνώμη που έπρεπε να με μεγαλώσεις εσύ, όμως να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω πάρα πολύ και είσαι τα πάντα για μένα…
-        Σσς μαμά, σ’ έχω συγχωρέσει εδώ και πολύ καιρό. Κοίτα το λευκό, το αγαπημένο σου, θα σε περιβάλει από δω και πέρα, θα είσαι ευτυχισμένη, θα σωθείς…
Έκλεισε τα μάτια της καθώς της χορηγούσαν το θανατηφόρο κοκτέιλ. Αρχικά, αισθάνθηκε να χαλαρώνει, μετά ένιωσε την αναπνοή της να κοντοστέκεται έπειτα η καρδιά της έπαψε να πάλλεται. Το λευκό την πλημμύρισε…
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου