22 Ιουλ 2019

"Ο Εφιάλτης της Εκάτης" από τον Αντώνη Ευθυμίου

(Συμμετοχή στην τελική φάση του 7ου Διαγωνισμού Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)
Ψηφίστε εδώ!!


Τα μολυβένια σύννεφα έκρυβαν το χαμόγελο του ήλιου κι η καταχνιά απλωνόταν μέχρι τη ραχοκοκαλιά του ορίζοντα. Τα κλάξον των αυτοκινήτων ηχούσαν σαν ασυντόνιστη ορχήστρα κι η τσιμεντούπολη είχε μετατραπεί σε έναν ασπρόμαυρο καμβά ενός άτεχνου ζωγράφου. Η Εκάτη είχε μόλις επιστρέψει από την κηδεία του συζύγου της κι ήταν έτοιμη να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Είχαν περάσει μια ολόκληρη ζωή μαζί και δεν μπορούσε να χωνέψει ότι θα τον έχανε κάποια στιγμή εξαιτίας της επάρατης νόσου. Αυτό που την τρόμαζε περισσότερο ήταν η μοναξιά. Είχε συνηθίσει τόσα χρόνια την παρουσία ενός άλλου ανθρώπου δίπλα της και τώρα το σπίτι της φαινόταν άδειο κι αφιλόξενο. Ακόμη και οι διαστάσεις των τοίχων μέρα με τη μέρα άλλαζαν. Τα ταβάνια γινόντουσαν θεόρατα και τα παράθυρα θύμιζαν σιγά σιγά αόρατες πύλες. Είχε σκεφτεί κάποια στιγμή και την αυτοκτονία, αλλά θεωρούσε πολύ δειλό τον εαυτό της για μια τέτοια πράξη.
Γέμισε ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο και κάθισε νωχελικά στον καναπέ, εκεί ακριβώς όπου σπαταλούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας, άλλοτε συζητώντας κι άλλοτε χαζεύοντας τηλεόραση. Προσπάθησε ν’ αναπολήσει μερικές όμορφες στιγμές του έγγαμου βίου της, μα το μυαλό της είχε θολώσει. Φαίνεται πως η οδύνη της απώλειας είχε σκορπίσει τις σκέψεις της κι έπρεπε να τις ξαναβάλει σε τάξη. Το ποτό με δυσκολία κατέβαινε στο λάρυγγα, μα ήταν τόσο δυνατό που της έκαιγε τον οισοφάγο. Ο άντρας της τής είχε απαγορέψει να πίνει, γιατί φοβόταν μήπως πάθει κίρρωση του ήπατος, αλλά τελικά εκείνος έφυγε πρώτος και η Εκάτη έμεινε μόνη σαν απροστάτευτο κυκλάμινο στο ξεροβόρι της επιβίωσης.

Το τηλεκοντρόλ βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, δίπλα στον καναπέ, αλλά εκείνη συνήθως προτιμούσε σβηστή την οθόνη. Τον τελευταίο καιρό κλείνει ερμητικά τα μάτια της κι αφουγκράζεται απόκοσμες ομιλίες, σαν χορεία αγγέλων. Ήθελε και σήμερα να πράξει το ίδιο, όμως φοβόταν μήπως ακούσει τη φωνή του συζύγου της. Έτσι αρκέστηκε στις ψιχάλες της βροχής που μόλις είχε ξεκινήσει. Ο πνευματικός της τής είχε πει κάποτε πως οι βροχοσταλίδες είναι στην πραγματικότητα τα δάκρυα του Θεού. Σήμερα, μαζί με το Θεό έκλαιγε κι εκείνη.
Ξαφνικά χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο. Η Εκάτη δεν ήθελε ν’ απαντήσει σε συλλυπητήρια τηλεφωνήματα και το αγνόησε. Μετά από πέντε λεπτά ξαναχτύπησε. Τότε σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι η κόρη της και να ανησυχεί, γι’ αυτό έσπευσε να σηκώσει το ακουστικό. Δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο μια βαριά ανάσα. Τρομαγμένη έκλεισε το τηλέφωνο και κούρνιασε στον καναπέ. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα χτύπησε και το κινητό της τηλέφωνο, αλλά ο αριθμός ήταν από απόκρυψη. Με τρεμάμενα δάχτυλα έσυρε τον κέρσορα και απάντησε στο τηλέφωνο: «Ποιος είναι παρακαλώ;». Πάλι αυτή η βαριά ανάσα που θύμιζε σκουριασμένο φορτηγό. «Πείτε μου ποιος είστε, αλλιώς θα το κλείσω», ρώτησε ξανά η Εκάτη αγανακτισμένη. «Εγώ είμαι αγάπη μου. Δε με κατάλαβες; Γιατί μου έκλεισες προηγουμένως το τηλέφωνο;», ακούστηκε μια φωνή από την άλλη γραμμή. Η Εκάτη από την ταραχή της πέταξε κάτω το κινητό τηλέφωνο κι έγινε θρύψαλα. Κάποιος της έκανε φάρσα κι ήταν τόσο θρασύς που δεν σεβάστηκε ούτε το πένθος της.
Ήταν απόγευμα κι είχε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει. Έτσι σκέφτηκε ν’ ανάψει το φως του σαλονιού, μα προς μεγάλη έκπληξή της δεν άναβε. Τα νεύρα της ήταν ήδη σμπαραλιασμένα λόγω των τηλεφωνημάτων και μια διακοπή ρεύματος ήταν ικανή να την αποτελειώσει. Θα μπορούσε προσωρινώς να χρησιμοποιήσει μερικά κεριά για να εξυπηρετηθεί, αλλά θα της θύμιζαν την κηδεία και το νεκροταφείο. Γι’ αυτό προτίμησε την πλήρη συσκότιση. Μόλις πήγε να ξανακάτσει στον καναπέ, άκουσε έναν εκκωφαντικό ήχο. Κάποιος χτυπούσε δυνατά κι επίμονα την εξώπορτα, γιατί, βεβαίως,  το κουδούνι λόγω της διακοπής δε λειτουργούσε. «Άνοιξε Εκάτη σε παρακαλώ. Τώρα μπορούμε να ζήσουμε μαζί», φώναξε ο άγνωστος άνδρας. Η Εκάτη σάστισε προς στιγμήν. Δεν μπορούσε στη σύγχυσή της να ξεχωρίσει εάν αυτή η φωνή ήταν του συζύγου της ή ενός επίδοξου φαρσέρ που έπαιζε με την υπομονή της. Μπορεί, ασφαλώς, να κινδύνευε κι η ζωή της, γι’ αυτό χωρίς να χάσει καιρό σφάλισε γρήγορα γρήγορα τα παράθυρα, άρπαξε ένα μεγάλο κοφτερό μαχαίρι από την κουζίνα και περίμενε ετοιμοπόλεμη την επόμενη κίνηση του απρόσκλητου επισκέπτη.
«Άνοιξε γιατί θα σπάσω την πόρτα», απείλησε ο άγνωστος άνδρας. Το έρεβος είχε πια κατακλύσει το σπίτι κι έμοιαζε με μαύρο πέπλο που σιγά σιγά την έπνιγε. Ήθελε να σταματήσει ν’ αναπνέει, μήπως έτσι απαλλαγεί από τον εφιάλτη που ζούσε. Τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά και δεν άκουγε πλέον τίποτα, ούτε φωνές ούτε χτυπήματα στην πόρτα.  Αυτή η νεκρική σιωπή ήταν το χειρότερο μαρτύριο, γιατί δεν ήταν σίγουρη εάν ο άγνωστος άνδρας είχε φύγει ή απλώς περίμενε καρτερικά την αντίδρασή της. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να καλέσει και την αστυνομία, γιατί με την ευρυζωνική τηλεφωνία το σταθερό παύει να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής ρεύματος και το κινητό της είχε σπάσει. Ο μόνος που μπορούσε να την βοηθήσει ήταν ο Θεός.
Αίφνης τα φώτα άναψαν κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο αλαφιασμένο πρόσωπο της Εκάτης. Δεν πρόλαβε να ηρεμήσει καλά καλά κι αντίκρισε έναν μεσόκοπο άνδρα να κάθεται σιμά της. Δεν ήταν ο σύζυγός της, αλλά τα αδρά χαρακτηριστικά του κάτι της θύμιζαν. Κράτησε σφικτά το μαχαίρι στη χούφτα της κι έτεινε απειλητικά το χέρι της προς την πλευρά του. Εκείνος ατάραχος την κοίταξε βαθιά μες στα μάτια και της είπε: «Με σκότωσες μία φορά αγάπη μου. Δεν μπορείς να με ξανασκοτώσεις».  Αυτά τα λόγια του τρύπησαν σαν ξιφολόγχη την καρδιά της. Επιτέλους, θυμήθηκε ποιος ήταν. Ο πρώτος κι ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής της, ο Αριστείδης. Ήταν συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο κι ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Είχαν, μάλιστα, ανταλλάξει όρκους αιώνιας αγάπης και σκόπευαν να παντρευτούν στο εγγύς μέλλον. Όμως, η Εκάτη πρόδωσε αυτήν την αγάπη. Εγκατέλειψε μια μέρα τον Αριστείδη και παντρεύτηκε έναν άλλο άνδρα, πολύ μεγαλύτερό της. Ο Αριστείδης δεν την ξέχασε ποτέ και περίμενε πιστά σαν την Πηνελόπη όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως, λοιπόν, αυτή να ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να ξανασμίξουν. Η Εκάτη, όμως, είχε μπερδευτεί λιγάκι. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ο Αριστείδης κατόρθωσε να εισβάλει στο σπίτι με κλειστή πόρτα και σφραγισμένα παράθυρα. Το μυαλό της ξαναθόλωσε. Ένα χαρτί γλίστρησε από τα ροζιασμένα χέρια της. Ήταν το κηδειόσημο που έγραφε: «Αριστείδης Βαρδαξής, ετών 62».  Η ανδρική φιγούρα είχε εξαφανιστεί από τον καναπέ και η βροχή είχε πια κοπάσει. Κάποια στιγμή άκουσε ένα κλειδί στην εξώθυρα. «Αγάπη μου γύρισα». Αυτός ήταν σίγουρα ο σύζυγός της.

1 σχόλιο: