23 Ιουλ 2019

"Η Έμιλυ και η Τελευταία Βροχή" από τη Μαίρη Κάντα


(Συμμετοχή στην τελική φάση του 7ου Διαγωνισμού Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)
Ψηφίστε εδώ!! 

«Πού πας; Δεν τέλειωσες όλο το φαγητό σου ακόμα» είπε η Δώρα στην κόρη της που έφυγε βιαστικά από το τραπέζι, πριν να τελειώσει το βραδινό της. «Δεν πεινάω άλλο. Θέλω να κοιτάξω την βροχή» είπε και έτρεξε στο παράθυρο. Η μητέρα της δεν επέμεινε περισσότερο και έπλυνε τα πιάτα.
Η Έμιλυ παρατηρούσε τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο παράθυρο. Η αγάπη της για την βροχή ήταν τεράστια. Ξαφνικά μία αστραπή φώτισε το νυχτερινό ουρανό. «Μαμάα κοίτα! Δεν είναι υπέροχη η αστραπή;» φώναξε η μικρή Έμιλυ και λίγο αργότερα, ένας κεραυνός ήχησε δυνατά. Η Δώρα πήγε στο δωμάτιο της κόρης της. Χαμογέλασε όταν είδε την κόρη της τόσο ενθουσιασμένη και χαρούμενη.
«Ξέρεις, άλλα παιδάκια φοβούνται τις αστραπές και τους κεραυνούς» είπε η μητέρα της και η Έμιλυ απάντησε: «Μα γιατί φοβούνται; Εμένα μου αρέσουν πολύ. Ο χειμώνας είναι η αγαπημένη μου εποχή» και συνέχισε να κοιτάζει τις βρεγμένες σκεπές των απέναντι σπιτιών από το παράθυρο. Η μητέρα της, χάιδεψε απαλά τα μακριά, ίσια μαλλιά της Έμιλυ και είπε: «Χαίρομαι που σου αρέσει πολύ η βροχή, μα νομίζω πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα βρέξει».

Η Έμιλυ κοίταξε αμέσως την μητέρα της. Τα μάτια είχαν αρχίσει να υγραίνουν, όταν ρώτησε «Γιατί;». Η Δώρα τότε εξήγησε στη κόρη της πόσο σημαντική είναι η εναλλαγή των εποχών. «Τώρα θα φύγει ο χειμώνας για να έρθει η άνοιξη και το καλοκαίρι» είπε. «Την άνοιξη θα σταματήσουν οι βροχές και θα ανθίσουν όλα τα λουλούδια στο κήπο μας. Δεν σου αρέσουν τα λουλούδια;» ρώτησε καθώς είδε δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της Έμιλυ. «Όχι δεν μου αρέσουν» φώναξε δυνατά εκείνη.
«Μισώ την άνοιξη, τα λουλούδια και το καλοκαίρι. Μου αρέσει το χιόνι και ο χιονάνθρωπος που φτιάχνουμε συνέχεια, το παιχνίδι μέσα στην βροχή, και ας φωνάζεις πως θα αρρωστήσουμε. Και το ουράνιο τόξο μου αρέσει που έρχεται μετά την βροχή, μαμά. Χωρίς ουράνια τόξα, πώς θα είναι όμορφη η ζωή; Και η γιαγιά με τα παραμύθια της; Δίπλα στο αναμμένο τζάκι καθόμαστε μαζί και μου λέει διάφορα παραμύθια. Αν τελειώσει ο χειμώνας, θα σβήσουμε το τζάκι» συνέχισε να λέει η Έμιλυ και μετά ξέσπασε σε κλάματα. Η μητέρα της μάταια προσπάθησε να την παρηγορήσει.
Λίγο αργότερα, η βροχή σταμάτησε και η Έμιλυ αποκοιμήθηκε πολύ στεναχωρημένη. Καθώς κοιμόταν, άκουσε ένα ήχο στο παράθυρο. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, μέχρι που ο ήχος επαναλήφθηκε. Τότε σηκώθηκε από το κρεβάτι. Στο παράθυρο είδε μόνο μερικές σταγόνες νερού και αποφάσισε να το ανοίξει για να δει από πού ερχόταν ο ήχος.
Όταν το άνοιξε, μία σταγόνα νερό έπεσε στο πάτωμα και μία πολύ όμορφη γυναίκα εμφανίστηκε. Είχε σγουρά μαλλιά, φορούσε γαλάζιο αδιάβροχο,  στο κεφάλι της υπήρχε ένα λευκό σύννεφο και στην άκρη του ένα μικρό ουράνιο τόξο. Κρατούσε μια ροζ ομπρέλα επίσης. Πριν προλάβει το κορίτσι να αντιδράσει, η γυναίκα χαμογέλασε και είπε: «Γεια σου! Δεν πιστεύω να με φοβάσαι, έτσι;» «Ποια είσαι;» την ρώτησε η Έμιλυ. «Δεν με αναγνώρισες ακόμα; Η δεσποινίς Βροχή είμαι. Άκουσα το κλάμα σου και αποφάσισα να σε επισκεφτώ για να μάθω τι έχεις» είπε εκείνη.
Η Έμιλυ της εξήγησε τότε τον λόγο που ήταν στεναχωρημένη. «Δεν θέλω ποτέ να έρθει το καλοκαίρι» είπε με παράπονο το κοριτσάκι. Η δεσποινίς Βροχή γέλασε δυνατά. «Είναι όμορφο που με αγαπάς τόσο πολύ» άρχισε να λέει για να την καθησυχάσει «αλλά πρέπει να καταλάβεις πως εγώ και ο πατέρας μου, ο κ. Χειμώνας έχουμε ανάγκη από διακοπές» «Διακοπές;» ρώτησε παραξενεμένη η μικρή Έμιλυ. «Φυσικά. Πριν λίγο έφτιαχνα την βαλίτσα για το ταξίδι μου. Δεν θέλεις να ξεκουραστώ και εγώ λίγο; Αρκετά ξεκουράστηκε η κ. Άνοιξη, ώρα να ξεκινήσει και εκείνη την δουλειά της» είπε και χαμογέλασε ξανά.
Το κοριτσάκι σκέφτηκε λίγα λεπτά και ύστερα απάντησε: «Και εγώ τι θα κάνω, όταν έρθει το καλοκαίρι; Ούτε με το χιόνι δεν θα μπορώ να παίζω, ούτε με την γιαγιά θα μπορώ να κάθομαι  κοντά στο τζάκι, ούτε την αγαπημένη μου ομπρέλα θα μπορώ να χρησιμοποιώ». «Μα κάθε εποχή έχει την δική της χάρη» είπε η δεσποινίς Βροχή.  «Το καλοκαίρι μπορείς να πας διακοπές, να γνωρίσεις νέα μέρη και να αποκτήσεις νέους φίλους, να παίξεις περισσότερες ώρες στην παιδική χαρά, να κολυμπήσεις,  να πας μία βόλτα με την γιαγιά, να φας παγωτά. Δεν σου αρέσει το παγωτό;» είπε στο τέλος.
Η Έμιλυ χαμογέλασε, μόλις σκέφτηκε το παγωτό βανίλια που της άρεσε να τρώει. «Μου αρέσει πολύ» είπε χαρούμενη. Μα λίγο μετά κατσούφιασε ξανά. «Γιατί έχασες πάλι το χαμόγελο σου;» απόρησε η δεσποινίς Βροχή. «Γιατί… Γιατί μαζί με σένα και τον χειμώνα, θα φύγει και το ουράνιο τόξο…» απάντησε το κορίτσι. «Καλή μου» είπε τότε εκείνη και την αγκάλιασε «Το ουράνιο τόξο μπορείς να το έχεις πάντα μέσα σου, ακόμα και όταν φύγω εγώ. Έπειτα, δεν πρέπει να ξεχνάς τον υπέροχο ήλιο που έχει το καλοκαίρι». «Σωστά! Και μπορώ να κάνω ηλιοθεραπεία» αναφώνησε η Έμιλυ. «Είδες; Συμφωνείς λοιπόν πως όλες οι εποχές είναι μοναδικές και φανταστικές;» Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά. «Τέλεια! Τώρα μπορώ να πάω να ξεκουραστώ» είπε η δεσποινίς Βροχή και εξαφανίστηκε από το δωμάτιο.
Η Έμιλυ ξάπλωσε χαρούμενη στο κρεβάτι της και κοιμήθηκε αμέσως. Ανυπομονούσε να έρθει το πρωί ώστε να υποδεχτεί με χαρά την κ. Άνοιξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου