12 Οκτ 2018

"Για Γέλια και για Κλάματα" από τη Μαίρη Τσίλη και Σοφία Κραββαρίτη


Το Παρίσι, τα ψάρια και τα Μοναστήρια



- Να 'μαστε πάλι εδώ φιλενάδα. Καλά ε, πολύ τρελογουστάρω που καθιερώσαμε τις Παρασκευές για κους κους.
 - Πολύ τρελογουστάρεις; Τι πλεονασμός είναι αυτός Χριστέ μου;
- Και τι να κάνω αδερφή μου που είμαι έντονη προσωπικότητα; Πού να θάψω τόσο μπρίο αγάπη μου;
- Φυσικά! Ας μην ξεχνάμε ότι είσαι άρτι αφιχθείσα εκ Παρισίων!
- Χαχα! Το θυμάσαι ε;
- Ξεχνιούνται αυτά χρυσή μου; Από την πρώτη θέση του Τιτανικού, κατευθείαν στην ψαροταβέρνα.
- Μα τι εμπειρία κι αυτή! "Πάμε" λέει το μόμολο "ένα διήμερο να ξεσκάσουμε;" Και δεν πάμε, παραλία θα είναι, καλοκαίρι είναι, κόσμο θα έχει, γιατί όχι; Θα μας φιλοξενούσε και ο φίλος του στο ξενοδοχείο, χλιδή! Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ.
- Αλλά τελικά οι κερασιές δεν είχαν γεμίσει, τζάμπα το καλάθι.
- Ναι, πράγματι, αλλά το φόρεμα δεν ήταν καθόλου τζάμπα, αντιθέτως πανάκριβο. Με ξέρεις εμένα τώρα, δεν κυκλοφορώ σαν τη γύφτισσα.
- Αν σε ξέρω λέει! Είπαμε, πρώτη θέση στον Τιτανικό.
- Μα σκέψου ότι δεν ήταν καν θέρετρο!
- Θεός φυλάξοι! Μα πως τόλμησε ο αχρείος να το κάνει αυτό στη δούκισσα της Πλακεντίας;

- Είδες; Είδες κάτι άνθρωποι που υπάρχουν; Anyway, τι να κάνω, πόσο χάλια λέω να είναι; Τακτοποιηθήκαμε λοιπόν στο ξενοδοχείο, που ΔΕΝ ήταν ξενοδοχείο, αλλά τέλος πάντων και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι. Βάζω τη φορεματάρα μου και βγαίνω. Και τι μου λέει; "Τι φόρεσες; Σ' ένα απλό μαγαζί θα πάμε, χωριό είναι εδώ με απλούς ανθρώπους". ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΓΩ ΕΔΩ;;; μου ήρθε να ουρλιάξω, αλλά συγκρατήθηκα φιλενάδα, αχ, πως συγκρατήθηκα!
- Ενας Θεός ξέρει αγάπη μου, σε νιώθω!
 - Βγάζω κι εγώ το φόρεμα, φοράω κάτι άλλο και πάμε για φαγητό. Στην ψαροταβέρνα!!!
- Γιατί μαρή κόμισσα, τι έχουν οι ψαροταβέρνες;
- Αυτό! Ότι είναι ταβέρνες! Πήγαινέ με σ' ένα σικ ρεστοράν να το βουλώσω!
- Είπαμε αγάπη μου, αχρείος, τιποτένιος.
- Και καλά, αυτό το ανέχτηκα, πάει στο διάολο, το πήρα απόφαση. Το χειρότερο ήταν την άλλη μέρα.
- Ω, ναι! Η ταινία "φάε κι εσύ με τα χέρια, μπορείς!".
- Έπρεπε να φάμε λοιπόν, στην οικογενειακή επιχείρηση που μας φιλοξενούσε, μιας και μας το πρότειναν. Τι να κάνω τώρα, να πω όχι; Εντάξει, είμαι δύστροπη και περίεργη, αλλά...
- Ξέρω, ξέρω, έχεις κι ένα επίπεδο.
- Αυτό. Κάθομαι λοιπόν στο τραπέζι κυρία, ξεκινάω να τρώω χόρτα και μια ομοφωνία κυριαρχεί ξαφνικά: "Φάε ψάρια, φάε ψάρια".
- Ε, καλά... κι εσύ γιατί δεν έτρωγες; Ζωντανά ήταν;
- Γιατί ήταν μετρίου μεγέθους, άρα σκέτη ταλαιπωρία! Κόψε το κεφάλι, κόψε την ουρά, άνοιξέ το στη μέση να βγει το κόκκαλο... άσε με μωρέ! Κι εκεί που τρώω, καταλαβαίνω πως όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω μου. Στέκονται όλοι και με κοιτάζουν που...
- Τρως τα ψαράκια με το μαχαιροπίρουνο...
- Ε, ναι... που λες, κοιτάζω κι εγώ αμήχανα και έχουν όλοι την απορία στο βλέμμα λες και ήμουν εξωγήινη.
- Γιατί άραγε; Είσαι σοβαρή παιδάκι μου; Αντί να το πιάσεις με το χέρι να το ευχαριστηθείς...
- Πας καλά; Τι να ευχαριστηθώ; Τη λαδίλα στα δάχτυλα; Τι είμαι για να φάω με τα χέρια, η γυναίκα του Νεάντερταλ ή μήπως ήμουν σε καταυλισμό;
- Δηλαδή εγώ που τα πιάνω με τα χέρια τι είμαι;
- Άλλο εσύ. Αλλά εγώ δεν μπορώ. Συνέχιζαν να με παρατηρούν, ενώ εγώ είχα γίνει κατακόκκινη. Τελικά πήρε το μόμολο τον λόγο για να βγω από την δύσκολη θέση. "Ήταν στο Παρίσι" τους λέει, "γι'αυτό έχει τέτοιους τρόπους". Μένω άφωνη και δεν ξέρω τι να πω. Μα, Παρίσι; Χάθηκε μια Φλωρεντία, μια αναγέννηση, κάτι;
- Αχ, Μιχαλάκη μου τι ακούω σήμερα!
 - Άδικο έχω; Από το Παρίσι; Τίγκα στους "βουλέ βου κουσέ αβέκ μουά σε σουά" κι εκείνο το "ρ" που το κάνουνε γαργάρα.
- Και; Το πίστεψαν;
- Αν το πίστεψαν λέει! "Ναι, αλλά τώρα δεν είναι στο Παρίσι. Έχει έρθει στην Ελλάδα και πρέπει να μάθει να τρώει" ακούω από κάπου σοκαρισμένη. Να μάθω να τρώω, ακούς; Δηλαδή εμείς οι κουλτουριάρηδες τι θ' απογίνουμε, απόβλητοι; Μη χειρότερα!
- Τελικά έφαγες ψάρια;
- Έφαγα, τι να έκανα... να 'χω να συλλέγω εμπειρίες.
- Κι αφού απολαύσαμε την παριζιάνικη παρουσία σου στην ψαροταβέρνα, ξέρεις τι καημό έχω τώρα εγώ βρε φιλενάδα; Να πάμε και στο Μοναστηράκι εκεί στην άκρη του βουνού.
 - Ποιο Μοναστηράκι μαρή; Πόση ρετσίνα ήπιες πάλι, ενώ εγώ έτρωγα το ψάρι μου με μαχαίρι και πιρούνι; Σε επηρέασε ο έρωτας του Μπάμπη τόσο πολύ πια κι έγινες αμόρφωτη; Μοναστήρι είναι εκεί επάνω. Το Μοναστηράκι είναι στην Αθήνα, δίπλα από το Θησείο και κοντά στην Ακρόπολη. Γιου νόου φρομ Γκρίςς; Χελόου! ! !
- Καταρχάς ή καταρχήν ο έρωτας για τον Μπάμπη δεν με κάνει αμόρφωτη γιατί εγώ γεννήθηκα μορφωμένη. Ο έρωτας γενικά ή γενικώς με κάνει ερεθισμένη από περιέργεια. Αυτό που βλέπω εκεί, φαίνεται μικρό μοναστήρι και για αυτό το είπα Μοναστηράκι. Έχω πάει και με νταλίκα στην Σουμελά να ξέρεις που ήταν τεράστια και μετά πήγαμε και στο Μέτσοβο και πήραμε τυριά και τα πήρε και τα πούλησε ο Μπάμπης στην Λαχαναγορά τα μετσοβόνε όλα για σαγανάκι.
- Αχ, δε μ' αρέσει το καπνιστό τυρί.
- Στο θέμα μας τώρα. Θέλω να πάμε εκεί για να φάμε κανένα λουκούμι τσάμπα και να φύγει η ψαρίλα από το στόμα μας.
 -Συγκεντρώσου παιδάκι μου, τυριά φάγατε, ποια ψαρίλα;
- Ταυτίστηκα αγάπη μου με την περιπέτειά σου, τι να κάνω; Λοιπόν, συνεχίζω. Και θα κάνουμε και μια προσευχή για να πάρουμε και μια ευλογία και θα προσκυνήσουμε για να γίνουμε πιο όμορφες καρδιές και θα πιούμε και αγιασμό και θα βγάλουμε και ωραίες σέλφι με φόντο την Παναγιά μαζί μας και την θάλασσα και τις βαρκούλες και τους ωραίους βαρκάρηδες στον ευλογημένο τούτο τόπο.
- Ωωω Μοντιέ! ! ! Έχεις ξεφύγει εντελώς; Είναι δυνατόν να φάω εγώ λουκούμι χωρίς πτι μπερ μπισκότα να το ζουλήξω ανάμεσα τους; Είναι δυνατόν να κοιτάξω την αδερφή Τασία χωρίς να της προσφέρω ένα τάμα γιατί αξιώθηκα να γνωρίσω στην ζωή μου, μια φίλη σαν εσένα και δεκαπέντε γκόμενους καντηλανάφτες σε όλα τα νησιά;
- Αυτό, αυτό να πεις στην αδερφή Τασία για τους γκόμενους που αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε. Χαρά που θα την πάρει!
- Ναι, φαντάζεσαι; Νιώθει ευλογημένη στον τόπο "Του καντηλανάφτη το κάγκελο".
- Ντροπή αδερφή μου! Να σου πω, τώρα που λέμε αυτά, θυμάσαι το μοναστήρι;
- Όλοι το θυμόμαστε αυτό και πολλοί θέλουν να το ξεχάσουν, αλλά ας το αφήσουμε για την άλλη φορά καλύτερα. Έχω δουλειά τώρα.
- Μμμμ... ψηλός και όμορφος μου μυρίζει...
- Τι να κάνω αδερφή μου, θα με πεθάνει αυτός, αυτοοοοος σου λέω.
 - Άντε ευλογημένη, ο Θεός μαζί σου.
 - Μαρή α σταδιάλα με δουλεύεις κιόλας.
 - Άντε, άντε μην περιμένει το μανάρι και την άλλη Παρασκευή πάλι εδώ θα 'μαστε.
- Ε, ναι. Φιλιά αγάπη μου.
- Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.....
- Μαρή!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου