13 Οκτ 2018

"Το Αγαθό της Ζωής" από τον Γιώργο (Συμμετοχή στον 6ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του Απρίλη, ο φιλόσοφος Παιδοκλής μαζί με τους μαθητές του Φιλόσαρκο, Αρηγένη και Αμφιφρόνιο, βρισκόντουσαν στις όχθες του ποταμού Ιλισού και συζητούσαν για το υπέρτατο αγαθό της ζωής. Ένα θέμα που ο Παιδοκλής θεωρούσε ύψιστης σημασίας για τη ζωή των ανθρώπων και ζήτησε από τους νέους μαθητές του να το αναλύσουν, δίνοντας ο καθένας από την πλευρά του, τη δική του ερμηνεία, για το πιο θεωρεί το σημαντικότερο αγαθό. Αφού πρώτα έκανε ο ίδιος μια μικρή εισαγωγή εξηγώντας ότι ο βίος, ο οποίος ετυμολογικά αλλά και στην πράξη καθορίζεται από την πάλη, τους παρέλκυσε να μιλήσουν με επιχειρήματα ορμώμενα από τη λογική, διότι αν επέτρεπαν στο συναίσθημα να καθορίσει τον λογισμό τους, παρότι άρρηκτο με τον βίο, θα τους οδηγούσε σε λάθος συλλογιστική. Το συναίσθημα τους είπε πως θα αλλοίωνε την κρίση τους, καθότι διαχρονικά νοθεύει τα πραγματικά γεγονότα, σε σχέση με το αντικείμενο του πάθους κάθε ανθρώπου. Αφου λοιπόν οι τρεις μαθητές  έβγαλαν τους δικούς τους λόγους, οι oποίοι αναμεταξύ τους δεν είχαν καμιά ταύτιση, όπως άλλωστε ανέμενε ο Παιδοκλής, αποφάσισε να τους εκφράσει τη γνώμη του, μέσα απο μια παρελθοντική συζήτηση που είχε. Θεωρούσε ότι με αυτόν τον τρόπο,  παρουσιάζοντας την άποψή του έμμεσα σαν συμπέρασμα μιας επικοινωνίας και όχι πανάκια εντολή από τον σεβάσμιο δάσκαλο, θα τους απελευθέρωνε από τον θαυμασμό στο πρόσωπό του.
-Ξέρετε λοιπόν πως για χρόνια ταξίδεψα σε όλα σχεδόν τα μέρη, που μπορούσα να βρω γνώση και εκεί ακόμα που δεν υπήρχαν οι ξακουστές σχολές και οι διδάσκαλοι οι σπουδαίοι. Μα βρήκα γνώση παντού και ομολογώ πως περισσότερα έμαθα από όσους συναντούσα τυχαία στον δρόμο και άκουγα να μου μιλούν, πάρα στα μεγάλα τραπέζια με τις οινοποσίες και τους σπουδαίους ανά πόλη. Και ετσι μεσα από πόλους που γνώρισα, συνάντησα μεγάλους άνδρες ρακένδυτους και πεινασμένους και άλλους μικρούς, με όλα τα αγαθά να είναι δικά τους. Κάποτε λοιπόν στην επιστροφή από την Σπάρτη, σταμάτησα στην Κόρινθο για να περάσω το βράδυ και την επομένη μέρα να συνεχίσω ξεκούραστος πια, για την επιστροφή. Ξαφνικά μέσα στη βαθειά νύχτα, χτύπησε η πόρτα στο κατάλυμά μου και παρουσιάστηκε μπροστά μου μια γυναίκα τοσο όμορφη, που όμοια της δεν είχα συναντήσει ποτέ, αν πίστευα μάλιστα στους θεούς, σίγουρα θα έλεγα πως ήταν η θέα Αφροδίτη. Φορούσε έναν λευκό χιτώνα και χρυσά σανδάλια στα πόδια της, τα μαλλιά της ήταν πίσω τραβηγμένα, για να φωτίζεται το αψεγάδιαστο δέρμα της, θα έλεγε κανείς πως ήταν μια γυναίκα υψηλής τάξης. Αν την έβλεπες σε ένα παλάτι, σίγουρα θα έλεγες πως ήταν βασίλισσα, αν πάλι στην αγορά, η πιο όμορφη της πόλης, ήταν όμως μια εταίρα.

 Πλησίασε λοιπόν την κλίνη μου και μου είπε, ότι την είχε στείλει δώρο για μένα ο Διογένης ο Κυνικός και αν το δεχτώ, τότε πολύ χαρούμενο θα τον κάνω, αν πάλι το αρνηθώ, τότε θα πρέπει να απολογηθώ για την άρνησή μού. Η αλήθεια είναι πως λίγα ήξερα για τον Διογένη και τα περισσότερα όχι καλά. Όπως εδώ, ετσι και στην Κόρινθο, όσοι δεν ακλουθούν τη ροη της πόλης, γίνονται εχθροί της. Καταλαβαίνεται το δίλλημα ήταν μεγάλο, ίσως να μην είχα πότε στην ζωή μου ξανά, την ευκαιρία να συνευρεθώ με μια τοσο όμορφη γυναίκα, από την άλλη όμως, ίσως ήταν η μοναδική μου ευκαιρία, να συναντήσω τον Διογένη. Έδιωξα τότε τη γυναίκα ευγενικά, αφου της ζήτησα πρώτα να με καθοδηγήσει στον δρόμο του. Φόρεσα τα ρούχα μου, πήρα έναν πυρσό στα χέρια και ακολούθησα το μονοπάτι που μου υπέδειξε. Στη διαδρομή δε σας κρύβω πως αμφέβαλα, για το αν έπραξα σωστά, όμως όπως σε κάθε αμφιβολία, μαθαίνεις τη σωστή απάντηση στο τέλος, αφου πια έχεις επιλέξει, ετσι και τότε αφοσιώθηκα στη βούληση μου. Σε λίγη ώρα είχα φτάσει στον προορισμό μου, πλησίασα κοντά του και ένιωσα έναν δισταγμό, όχι όμως τελικά για το ορθό της επιλογής μου, αλλά για το τι θα έχω να του πω. Ήμουν αρκετά νέος τότε και η αυτοπεποίθηση μου υπερέβαινε τη δύναμη του λόγου μου και αυτό αλήθεια το γνώριζα. Εκείνος βρισκόταν μέσα σε ένα πιθάρι που είχε επιλέξει για σπίτι του, στάθηκα ακριβώς από πάνω του και του είπα.
 <<Αν το δώρο σου δεν είναι αντάξιό μου, τότε καλώς έπραξα και το αρνήθηκα, αν παλι είναι αντάξιό μου, τότε πως εσύ το γνωρίζεις.>>
<<Λίγοι να ξέρεις θα αρνιόντουσαν τέτοιο δώρο και αυτό αντάξιο του σε κάνει>>
<<Ίσως να φταίει που γυρίζω από τη Σπάρτη, αν πάλι ερχόμουν απ’ την Αθήνα, μάλλον δε θα σε γνώριζα σήμερα>>.
<<Πες μου λοιπόν τι το σπουδαίο έμαθες στην Σπαρτή, που σε έκανε να αρνηθείς την ομορφιά και μ’ έναν γερό επέλεξες, τη νύχτα σου να την περάσεις;>>
<<Αλίμονο αν προστατεύουμε με τείχη την ελευθερία μας, στην περίπτωση μου βέβαια, θα άλλαζα το -ει- στη λέξη τείχη. Παρότι νέος έχω ήδη καταλάβει, πως η πνευματική εξέλιξη πάει σε αντίθετο δρόμο με τα σαρκικά πάθη. Και τι θα γνώριζα περισσότερο, αν πήγαινα με εκείνη τη γυναίκα; Ποσό πιο ελεύθερος θα γινόμουν, αν περνούσα τη νύχτα μου με μια υποτακτική στις ορέξεις μου; Περισσότερο θα έβλαπτα τον εαυτό μου. Ενώ εδώ μαζί σου, ακόμα και αν δεν έχω κάτι να κερδίσω, σίγουρα τίποτα δε θα χάσω>>.
<<Δεν είναι άδικο μια γυναίκα να σε ακολουθεί στο κρεβάτι, επειδή οι συνθήκες την οδήγησαν, είναι άραγε τίμιο όμως, να μη τη χαίρεις στην κλινη σου, για να επιβεβαιώσεις τη δύναμη σου;>>
<<Νομίζω πως όλα ξεκινούν από τη γνώση του εαυτού μας, αν δηλαδή θεωρούμε σημαντικό να έχουμε μια όμορφη γυναίκα στο κρεβάτι μας, για να ικανοποιήσουμε το επιθυμητικό μας, τότε απλά ακλουθούμε ένα μονοπάτι αδιέξοδο. Όλοι πιστεύουν, σε όποια πόλη και αν ζουν, σε όποια τάξη και αν ανήκουν, πως τα αγαθά είναι όσα έχουν και κάνουν τη ζωή τους εύκολη μα δεν καταλαβαίνουν, πως είναι όσα θα κερδίσουν, προσπαθώντας να κάνουν τη ζωή τους ποιοτική. Αρκούνται στους απτούς σκοπούς και αν ήταν ετσι, αν μπορούσαμε να έχουμε το αγαθό στα χεριά μας τόσο απλά, τότε σε τι θα διαφέραμε από τα άγρια ζώα, τα οποία ό,τι επιθυμούν γίνεται λεία τους, στο όνομα του ενστίκτου. 
<< Μα αλήθεια δεν το κατάλαβες ακόμα πως τα ζώα, η βλάστηση και ό,τι μη ανθρώπινο, μας οδηγεί στον άνθρωπο και ό,τι πάλι δεν ακούει τη φύση, μας κάνει απάνθρωπους. Καθότι αν παρατηρήσεις, πότε κανένα ζώο δεν επιθύμησε τίποτα περισσότερο από αυτό που χρειαζόταν, δεν πήγε σε άλλα μέρη που χρησιμότητα δε θα έβρισκε, δεν έφαγε περισσότερο από όσο είχε ανάγκη, για να γεμίσει το στομάχι του και ούτε κοίταξες τα φυτά που μεγαλώνουν το ανάστημα τους, όσο χρειάζεται για να διατηρήσουν την ισορροπία τους και όταν μεγαλύτερα γίνουν απ’ όσο πρέπει, τότε αρμονικά παραδίδονται στο χώμα. Τίποτα δεν έμαθες από αυτά; Γιατί αν δεν κατάλαβες ακόμα, όταν τα ζώα και η βλάστηση βρίσκονται κοντά στους ανθρώπους, τότε αρχίζουν και χάνουν κάτι από τη σοφία τους, παίρνουν συνήθειες ανθρώπινες και ξεπερνούν το μετρό, ενώ αντίθετα, όταν οι άνθρωποι πλησιάζουν τα ζώα και τα φυτά, εξημερώνουν το θηριώδες που τους κατάτρωει, γίνονται ελεύθεροι, γιατί ενώ τα ζώα και η βλάστηση, τίποτα περισσότερο δεν κατέχουν, από αυτό που είναι ωφέλιμο για την υπόστασή τους, αντίθετα ο άνθρωπος, θέλει να κατέχει τα πάντα και όσα περισσότερα κατέχει, τοσο λιγότερο ελεύθερος γίνεται και τελικά αντί τα αγαθά να υπηρετούν εκείνον, γίνεται υπηρέτης τους. Αν είσαι ελεύθερος όμως, δεν έχεις ανάγκη να κατέχεις και τότε το τίποτα σου μοιάζει με τα πάντα και ετσι καθώς κοντά έρχεσαι με το ακατάσχετο της ελευθερίας σου, παύει η ψυχή σου να είναι υπόδουλη της επιθυμίας και το σώμα σου σκλαβωμένο στα πάθη και δεν χρειάζεσαι πια κάτι, πάρα μονο ένα κομμάτι γης που αναλογεί στον ίσκιο σου. Τότε είναι τα αγαθά που φανερώνονται παντού και τα αναγνωρίζεις χωρίς να χρειάζεται να τα διαλέξεις, παρότι πράγματι είναι ένα βήμα πρώτο προς την ελευθερία η επιλογή και έτσι μαθαίνεις πως σε κάθε σπιθαμή ύλης κρύβεται ένα μικρό σύμπαν και σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, ένας ανεξερεύνητος κόσμος, μα όλα αυτά θα τα γνωρίσεις, παρά μόνο όταν απελευθερωθείς από την ανάγκη του να κατέχεις και από την αμφιβολία του τι να επιλέξεις.>>
 -Αυτά λοιπόν μου είπε ο Διογένης και έπειτα πήρα τον δρόμο για την επιστροφή, καθώς είχε πια ξημερώσει. Έτσι λοιπόν και εγώ σήμερα σας λέω, μονάχα ένα αξίζει ο άνθρωπος να προσπαθεί, να είναι ελεύθερος κι αν δεν μπορέσει ακόμα να τα καταφέρει στον απόλυτο βαθμό, να πλησιάσει όσο πιο κοντά γίνεται στην ελευθερία και κάθε μέρα που περνά, να είναι μια μέρα που τον φέρνει ένα εκατοστό πλησιέστερα της και ετσι όταν στο τέλος της διαδρομής του φτάσει, ακόμη και αν δεν είναι απόλυτα ελεύθερο ον, να νιώθει δικαιωμένη τη ψυχή του, για το καλύτερο του που έκανε και μπόρεσε να προσεγγίσει όσο πιο κοντά γινόταν. Αν το πετύχετε αυτό, ποτέ παράπονο δεν θα έχετε από τον εαυτό σας, για αγαθά που δεν είχατε, γιατί τότε θα έχετε γευτεί το μεγαλύτερο που είναι μάνα όλων των άλλων και χωρίς αυτό, κανένα άλλο δεν υφίσταται.
 Οι μαθητές του Παιδοκλή στάθηκαν σιωπηλοί, κανένας δε θέλησε να σχολιάσει τον λόγο του δασκάλου τους και ετσι μετά από λίγη ώρα, πήραν την απόφαση να αποχωρήσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου