24 Μαρ 2018

"Ίχνη της Καρδιάς" από τον Χρήστο Κεσκίνη

Στο δικό μας δέντρο

Δώδεκα! Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα. Δε φοβάμαι φυσικά. Είμαι και πάλι εδώ. Στο μέρος μας! Σε περιμένω δίπλα στο δέντρο που φυτέψαμε, όταν ήμασταν παιδιά. Θυμάσαι; Τι λέω ο τρελός; Πώς θα μπορούσες να το ξεχάσεις; Εδώ, κάτω από αυτό το δέντρο γίναμε ζευγάρι. Εδώ χαράξαμε τα αρχικά μας και ορκιστήκαμε αιώνια αγάπη και αφοσίωση. Εδώ έγινες δική μου για πρώτη και τελευταία φορά. Όλη μου η ζωή βρίσκεται γύρω από αυτό το δέντρο. Σε περιμένω. Όπως και τότε.... Το σπίτι σου ήταν σκοτεινό από ώρα. Αν και κανένα φως δεν άναβε, εγώ σε περίμενα. Μου είχες πει ότι θα ερχόσουν, όταν όλοι θα κοιμόνταν. Σε είδα μετά από λίγο. Φορούσες το νυχτικό σου. Παρά τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό, δε φοβόσουν την βροχή. Άλλωστε σου άρεσε τόσο πολύ… Ήρθες προς το μέρος μου και σε αγκάλιασα τρυφερά. Έτρεμες… Από το κρύο; Από ανυπομονησία; Από φόβο: Δεν ξέρω. Το μόνο που ήξερα τότε ήταν πως, αν δεν ήμουν τόσο ερωτευμένος μαζί σου, θα σε ερωτευόμουν ξανά εκείνη τη στιγμή. Μία νύμφη του δάσους που έχασε τον δρόμο της για να πέσει στην αγκαλιά μου. Σε φίλησα ξανά και ξανά θέλοντας να σου δείξω την αγάπη μου. 
Κάναμε Έρωτα κάτω από το δέντρο μας και έγινες Γυναίκα. Η δική μου Γυναίκα. Άρχισε να ψιλοβρέχει. Δεν μας ένοιαζε. Δεν κρυώναμε καθόλου. Καιγόμασταν και οι δύο από το πάθος μας. Κρυμμένοι από το σκοτάδι της Νύχτας, αγκαλιασμένοι, αποκοιμηθήκαμε κάτω από το Δέντρο της Ζωής μας. Με ξύπνησαν φωνές από το σπίτι σου. Όλα τα φώτα είχαν ανάψει και κραυγές ακούγονταν παντού. Είχαν ανακαλύψει ότι έλειπες. Ο πατέρας σου ποτέ δεν ενέκρινε αυτή τη σχέση. Εγώ δεν ήμουν παρά ένας αγρότης, εσύ ήσουν κόρη του μεγαλύτερου κτηματία της περιοχής. Σαν σε όνειρό τους είδα να πλησιάζουν προς το μέρος μας. Δεν μας είχαν δει ακόμη, μα ήταν θέμα λεπτών. Σηκώθηκα και ντύθηκα βιαστικά. Σε ξύπνησα όσο απαλά μου επέτρεπε η στιγμή. Δεν προλάβαμε να φύγουμε. Μόλις πλησίασαν άρχισαν να φωνάζουν, κατηγορώντας με για τον βιασμό σου. Πόσο ηλίθιοι! Προσπάθησα να τους ηρεμήσω. Ο πατέρας σου όπλισε την καραμπίνα του και με σημάδεψε. Έπεσα κάτω, με εσένα πάνω μου. Αίμα υπήρχε παντού στα σώματά μας. Εκείνος όρμησε με μανία κατά πάνω μου απειλώντας με. Κάποιοι προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν. Με δάκρυα στα μάτια σε μάζεψε και πήγε προς το σπίτι σας. Έμεινα ξαπλωμένος εκεί, γεμάτος αίματα μέχρι το πρωί. Έκλαιγα παραληρώντας προσευχές για βοήθεια. Μάταια. Καμία απάντηση δεν ήρθε. Κι εγώ απλά περίμενα. Όπως και τώρα… Δώδεκα! η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα… Εδώ δίπλα στο δέντρο που ποτίστηκε από τον ιδρώτα του πάθους μας και το αίμα σου, περιμένω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου