28 Φεβ 2018

"Της Νύχτας Μυστικά" από τη Σμαραγδή Μητροπούλου

Μπλε Γραμμή (Μέρος Β)



Η Ανθή…
Όλα ξεκίνησαν τρεις μήνες πριν.
Απόγευμα Κυριακής ήταν, η τελευταία των διακοπών, μιας και τη Δευτέρα άνοιγαν τα σχολεία, κι ο Πέτρος είχε και πάλι πάει στην «περιοχή του παραδείσου» - έτσι την έλεγε!
Είχε φτάσει σχεδόν στα μισά του μονοπατιού, όταν είδε ένα γυναικείο, ημίγυμνο σώμα να ξεπροβάλει κατά διαστήματα μέσα από το νερό.  Οι κινήσεις της ήταν ρυθμικές, σχεδόν χορευτικές, όπως κολυμπούσε κατά μήκος της ακτής.
Ο Πέτρος ξεροκατάπιε κι έκλεισε τα μάτια του, νομίζοντας πως μάλλον ονειρευόταν. Σίγουρα ήταν κάτι σαν αντικατοπτρισμός που θα διαλυόταν, με το που ο ήλιος θα έγερνε στη δύση του.
Ξανάνοιξε τα μάτια του και την είδε να τυλίγεται μ’ ένα λευκό μπουρνούζι. Με μία χτένα προσπαθούσε να ξεμπερδέψει και να χτενίσει τα μαλλιά της.
Ύστερα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε ν’ ανέβει στο μονοπάτι. Ίσα που πρόλαβε ο Πέτρος να οπισθοχωρήσει και να φύγει, προτού εκείνη τον αντιληφθεί.
Πώς να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ! Μέσα του… γύρω του… στο κορμί του… έντονη η εικόνα της!
Πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή του, όταν την επόμενη μέρα, λίγο πριν τον αγιασμό, ο σχολάρχης τους παρουσίασε τη νέα τους συνάδελφο. Δεν ήταν άλλη από την υπέροχη οπτασία που είχε δει μόλις την προηγούμενη μέρα στο ακροθαλάσσι.
Την Ανθή!!!.

Η Ανθή…
Όλα ξεκίνησαν τρεις μήνες πριν.
Απόγευμα Κυριακής ήταν, η τελευταία των διακοπών, μιας και τη Δευτέρα άνοιγαν τα σχολεία, κι ο Πέτρος είχε και πάλι πάει στην «περιοχή του παραδείσου» - έτσι την έλεγε!
Είχε φτάσει σχεδόν στα μισά του μονοπατιού, όταν είδε ένα γυναικείο, ημίγυμνο σώμα να ξεπροβάλει κατά διαστήματα μέσα από το νερό.  Οι κινήσεις της ήταν ρυθμικές, σχεδόν χορευτικές, όπως κολυμπούσε κατά μήκος της ακτής.
Ο Πέτρος ξεροκατάπιε κι έκλεισε τα μάτια του, νομίζοντας πως μάλλον ονειρευόταν. Σίγουρα ήταν κάτι σαν αντικατοπτρισμός που θα διαλυόταν, με το που ο ήλιος θα έγερνε στη δύση του.
Ξανάνοιξε τα μάτια του και την είδε να τυλίγεται μ’ ένα λευκό μπουρνούζι. Με μία χτένα προσπαθούσε να ξεμπερδέψει και να χτενίσει τα μαλλιά της.
Ύστερα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε ν’ ανέβει στο μονοπάτι. Ίσα που πρόλαβε ο Πέτρος να οπισθοχωρήσει και να φύγει, προτού εκείνη τον αντιληφθεί.
Πώς να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ! Μέσα του… γύρω του… στο κορμί του… έντονη η εικόνα της!
Πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή του, όταν την επόμενη μέρα, λίγο πριν τον αγιασμό, ο σχολάρχης τους παρουσίασε τη νέα τους συνάδελφο. Δεν ήταν άλλη από την υπέροχη οπτασία που είχε δει μόλις την προηγούμενη μέρα στο ακροθαλάσσι.
Την Ανθή!!!.
**********
«Είμαι σίγουρη, Μάνο, πως οι δικοί σου πίνακες είναι πολύ ανώτεροι απ’ το έργο αυτό που με τόσο θαυμασμό παρατηρείς….», έλεγε εκείνη τη στιγμή η Ανθή.
Ο Μάνος κοκκίνισε ελαφρά.
«Σας…σας ευχαριστώ!...» είπε κοιτάζοντάς την κατάματα, ενώ ο νους του ταξίδευε.
**********
Κρατώντας προσεκτικά το πινέλο, ο Μάνος παρατήρησε για λίγο τη λευκή γαρδένια και μετά άρχισε να την αποτυπώνει προσεκτικά στο καβαλέτο του.   Εδώ και λίγες εβδομάδες το μικρό σπιτάκι πάνω απ’ τα βράχια, με τη συγκλονιστική θέα στη θάλασσα, είχε αρχίσει να αποκτά ζωή.  Φρεσκοβαμμένο, περιποιημένο, ο κήπος ξεχορταριασμένος και γεμάτος γλάστρες με διάφορα άνθη, με τις γαρδένιες να έχουν την τιμητική τους!.
Σίγουρα θα πρόκειται για κάποια μοναχική, ρομαντική ψυχή, συλλογίστηκε, ενώ ζωγράφιζε.
Για λίγο μελαγχόλησε. Σε μια βδομάδα θα ξανάρχιζε το σχολείο, έτσι δεν θα’ χε πια τόσο ελεύθερο χρόνο να εμπνέεται και να ζωγραφίζει. Κάποιον τρόπο όμως θα’ βρισκε, χωρίς να παραμελεί τα μαθήματά του.
Και τότε…
Μια νεαρή γυναίκα βγήκε στον κήπο, πήρε ένα ποτιστήρι, το γέμισε νερό απ’ τη βρύση κι άρχισε να ποτίζει προσεκτικά τις γλάστρες με τα λουλούδια, τραγουδώντας ένα παλιό, νοσταλγικό  τραγούδι για αγάπες χαμένες και μαραμένες.
Ο Μάνος άφησε το πινέλο στο πλάι.
Πόσο υπέροχα τραγουδά, σκέφτηκε και χειροκρότησε αυθόρμητα.
Η γυναίκα τού χαμογέλασε- τι γλυκό χαμόγελο, τι όμορφα μάτια…προπάντων τα μάτια, ξανασκέφτηκε ο Μάνος-κι  έκοψε μια γαρδένια και του την έδωσε.
Όταν έπεσε η νύχτα, κοιμήθηκε με νανούρισμα τη φωνή και το τραγούδι της.
Και τι έκπληξη ένιωσε όταν, μια βδομάδα μετά, η γυναίκα με τη γαρδένια, όπως την ονομάτιζε μιας και δεν ήξερε καν πώς την έλεγαν, μπήκε στην τάξη του, τη Β΄ Λυκείου! Θα έκαναν μαζί το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Και το όνομά της; Ανθή!!
Όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, πρόσεξε ότι στο χέρι της φορούσε ένα ασημένιο δακτυλίδι με λευκές πέτρες σε σχήμα γαρδένιας.
**********
«Μάνο, καλημέρα!» Κοφτή η φωνή του Πέτρου, τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Καλημέρα, δάσκαλε!»
«Τι ευχάριστη έκπληξη, αγαπητή Ανθή», ξανάπε ο Πέτρος, απευθυνόμενος στη συνάδελφό του.  «Τι πιο φυσικό να σας δω και τους δυο στο ΠΕΡΙΤΕΧΝΟ».
«Υποθέτω βέβαια πως η συνάντησή σας ήταν τυχαία, έτσι;» πρόσθεσε –δήθεν αστειευόμενος.
«Να… εγώ… εμείς… δηλαδή….», ο Μάνος κόμπιασε.
Λίγο ακόμα και θα την έπαιρνες αγκαλιά, μικρέ ανόητε, σκέφτηκε ο Πέτρος. Λες και δεν μπορώ να διαβάσω το βλέμμα σου, νομίζεις….
«Θέλω να αγοράσω μερικά διακοσμητικά για το σπίτι…», είπε η Ανθή
«Κι εγώ… μερικά καινούργια χρώματα…. να φτιάξω μια θαλασσογραφία σαν αυτή… σαν αυτή εδώ…», είπε κι ο Μάνος, δείχνοντας προς το μέρος της βιτρίνας.
Μια θάλασσα ακίνητη εντελώς…. μια μπλε γραμμή ολόιση… δίχως κυματάκια…. δίχως παφλασμούς…. σαν μια ζωή γραμμική… ρηχή και μουντή, συλλογίστηκε η Ανθή.
 «Εσύ θα φτιάξεις πολύ πιο όμορφα πράγματα… έχεις το χάρισμα….», είπε στον Μάνο, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του.
Κι εσύ…. κι εσύ έχεις το χάρισμα Ανθή…. να…. η καρδιά του Πέτρου άρχισε να χτυπά άτακτα.
«Πηγαίνω στον πατέρα-Θεοφάνη. Μιας και σε βρήκα, καλό θα’ ταν να’ ρθεις κι εσύ μαζί μου, Μάνο!» είπε.
«Μα….»
«Πρέπει να συνεννοηθούμε για κάποια θέματα που αφορούν αύριο τη χορωδία», επέμεινε ο Πέτρος και τον τράβηξε ελαφρά από το μπράτσο. «Δε θα μας πάρει πολύ. Μετά θα’ σαι ελεύθερος…»
Η Ανθή έκανε νόημα στο Μάνο σαν να του έλεγε ότι έπρεπε να υπακούσει. Ύστερα χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και μπήκε στο μαγαζί.
«Θα’ θελα… θα’ θελα να ‘ σαι πιο προσεκτικός….», είπε σιγανά, μα αυστηρά, ο Πέτρος στον νεαρό.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Προτού ακολουθήσει το δάσκαλό του γύρισε κι έριξε μια ματιά στη θάλασσα. Ακούστηκε ο απαλός ήχος που έκανε το κυματάκι, καθώς έσκαγε στην ακτή. Το χρώμα… βαθύ μπλε.

Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2018



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου