27 Φεβ 2018

"Σκιές του Μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη

Με λένε Οδυσσέα. Χρόνια περιπλανώμενος σε μια υπόγεια Ιθάκη. Συγκεκριμένα στους σταθμούς των τρένων. Βλέπετε η δική μου Ιθάκη δεν είναι κάποια πατρίδα, αλλά η ψυχή μου. Αυτήν έχω χάσει. Τώρα θα μου πείτε γιατί στους σταθμούς; Δεν είναι και τόσο δύσκολο να καταλάβετε. Μπαίνετε ας πούμε στον σταθμό. Τι κάνετε; Κοιτάζετε τις πινακίδες που θα σας οδηγήσουν στον δικό σας προορισμό. Μοιάζει με λαβύρινθο, το ξέρω. Για μένα τουλάχιστον έτσι είναι. Και μιας και δεν έχω τη δική μου Αριάδνη να με σώσει, πρέπει να το κάνω μόνος μου. Ψάχνω λοιπόν τα δρομολόγια και ακολουθώ τη διαδρομή. Παίρνω τις κυλιόμενες σκάλες και κατεβαίνω. Η αλήθεια είναι ότι τις απολαμβάνω πολύ. Σου δίνουν την ευκαιρία να παρακολουθήσεις τα πράγματα από ψηλά. Στο μυαλό μου έρχεται το "Ταξίδι στο κέντρο της γης" του Ιούλιου Βερν. Εντάξει, δεν είναι και τα έγκατά της, αλλά δεν παύει να είναι ένα είδος καθόδου. Ή βουτιά μέσα σας. Μέσα μου πάντως σίγουρα. Ακούω το τρένο να έρχεται. Μου αρέσει πολύ ο ήχος του. 

Κάπως έτσι κάνουν και τα μέσα μου. Φασαρία. Οι πόρτες ανοίγουν για ν` αδειάσει και να γεμίσει ταυτόχρονα. Όμοια με τις σκέψεις στο κεφάλι μου. Στριμώχνομαι κι εγώ. Γιατί το κάνω άραγε; Γιατί ας πούμε, δεν μπαίνω τελευταίος και συνειδητοποιημένος; Ν` αφήσω τους άλλους να μπουν και να ξέρω απλά την στιγμή που πρέπει να το κάνω για να προλάβω; Γιατί βιάζομαι; Η απάντηση είναι απλή. Φοβάμαι τις σκέψεις μου. Δε θέλω να τις παρακολουθήσω, δε θέλω να τις δω. Είναι πιο εύκολο και ίσως πιο ασφαλές να χωθώ κι εγώ στα γρήγορα. Ξεκινάει με ταχύτητα. Εντάξει, θα φτάσει πιο γρήγορα, το θέμα όμως είναι, ξέρω που θέλω να πάω; Έχω αποφασίσει από πριν; Εδώ με θέλω. Όχι, δεν το έχω κάνει. Και όλο κατεβαίνω και όλο ανεβαίνω και όλο βλέπω πως για ακόμα μία φορά είμαι στη λάθος στάση. Μάλλον θα πρέπει να καθίσω να σκεφτώ καλύτερα. Τέλος πάντων, που θέλω να πάω; Και γιατί τουλάχιστον δε θέλω να γνωρίζω το κάθε μέρος που κατεβαίνω; Βλέπετε, δεν ανεβαίνω πάνω. Απλά δε μου κάνει η στάση και όλο ψάχνω. Γυρίζω πίσω, πάω αλλού, επιστρέφω, ξαναπάω και σταματημό δεν έχω. Ώσπου μια μέρα συνάντησα μια γυναίκα σ` ένα, για πρώτη φορά, άδειο βαγόνι. Δεν κατάλαβα στην αρχή πως ήταν άδειο, γιατί με τράβηξε το ακόμα πιο άδειο βλέμμα της. Δεν συμπάθησα ποτέ τις τυπικότητες κι έτσι την πλησίασα και τη ρώτησα αμέσως χωρίς περιστροφές τι έχει. Μου είπε πως πεθαίνει. Δεν γνώριζε πότε, ίσως σ` ένα μήνα, ίσως σε δύο... τι σημασία είχε; Το γεγονός παρέμενε ίδιο. Πεθαίνει. Δεν ήξερα τι να της πω. Απλά καθόμουν δίπλα της και την άκουγα να μου μιλάει. Έψαχνε χρόνια την Ιθάκη της, μου είπε. Και την βρήκε την στιγμή που της είπε ο γιατρός πως πεθαίνει. Ειρωνεία δεν ήταν; Η ίδια η ζωή είναι του καθενός η Ιθάκη. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, απλά όλα όσα ψάχνουμε, όλα όσα κυνηγάμε, όλα όσα μας κάνουν να νιώθουμε ζωντανοί. Κατέβηκα από το τρένο ανάλαφρος που πια ήξερα. Ευγνωμονούσα τη γυναίκα που με το θάνατό της μου έδειξε τη ζωή. Ανακάλυψα γαληνεμένος την Ιθάκη μου. Πήρα το αυτοκίνητό μου να κάνω μία βόλτα. Πόσο όμορφη φάνταζε τώρα πια η Ιθάκη μου! Πλημμύρισα χρώματα και αρώματα. Πλημμύρισα ευτυχία. Δεν άκουσα το τρένο στην ελεύθερη διάβαση να έρχεται. Αλήθεια, δεν το άκουσα.
Με λένε Οδυσσέα και έπαψα πια να ψάχνω την Ιθάκη...

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου