3 Οκτ 2017

"No leaf clover" από την Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

No leaf Clover (3η θέση)



Το φως είναι το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι μόλις γεννιέσαι και το τελευταίο πριν κλείσεις τα μάτια σου. Και στις δυο περιπτώσεις βάζεις τα κλάματα. Δεν ξέρεις τί σε περιμένει. Είσαι μόνος και φοβάσαι. Φοβάσαι πολύ.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που πηγαίναμε εκεί. Ήταν κάτι σαν το προσωπικό μας καταφύγιο κι ας ήταν εκτεθειμένο στα μάτια του κόσμου. Τις περισσότερες φορές περνούσαμε απαρατήρητοι.  Δεν ήταν και τόσο δύσκολο αν σκεφτεί κανείς πόσος κόσμος περνάει καθημερινά από το σιδηροδρομικό σταθμό για να ταξιδέψει.
Μας άρεσε να σκαρφαλώνουμε σ’ ένα τοιχάκι δίπλα στην αποβάθρα και να χαζεύουμε τα τρένα να περνούν. Πολλές φορές ονειρευόμασταν πως είμασταν κι εμείς ταξιδιώτες και το επόμενο τρένο θα μας έπαιρνε μακριά από τις Σέρρες. Σ’αυτή την πόλη μεγαλώσαμε και την αγαπήσαμε πραγματικά αλλά νιώθαμε πως μας εμπόδιζε πια να ανοίξουμε τα φτερά μας και να γνωρίσουμε τον υπόλοιπο κόσμο.

Σε αυτό το τοιχάκι περάσαμε όλη την εφηβεία μας μέχρι σήμερα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που παίρναμε μαζί τα κασσετόφωνά μας, βάζαμε στο τέρμα τη μουσική και χορεύαμε πάνω στις σιδηροδρομικές ράγες στο φως του φεγγαριού. Στεκόμασταν εκεί πάνω μέχρι να δούμε τα φώτα του τρένου να μας κάνουν σινιάλο από μακριά. Τότε μόνο το βάζαμε στα πόδια και ξεσπούσαμε σε δυνατά γέλια. Ο φύλακας μας κατσάδιαζε μα η αδρεναλίνη μας είχε προλάβει να χτυπήσει κόκκινο.
Όταν χώρισα με τη Φαίδρα, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Δεν είναι και λίγο στα δεκαεπτά σου, η κοπέλα σου να σε παρατάει για ένα μεγαλύτερο με τη δικαιολογία ότι σε θεωρεί ανώριμο. Έπρεπε να μου δώσει μια εξήγηση. Μέρες ολόκληρες την περίμενα στο τοιχάκι μας μα δεν έλεγε να φανεί. Μόνο οι κολλητοί μου φίλοι, ο Γιάννης και ο Πέτρος έρχονταν κάθε μέρα για να μου κάνουν παρέα. Προσπαθούσαν να μάθουν τί έγινε μεταξύ μας μα δεν μου έπαιρναν κουβέντα. Ντρεπόμουν. Ένιωθα προδομένος.
Το βράδυ που έγινε το μοιραίο, είχα πάει στο σταθμό από νωρίς. Κανείς δεν ήρθε μαζί μου εκείνη τη μέρα. Κάπνισα κάμποσα τσιγάρα και έπνιξα τον καημό μου σε μερικά κουτάκια μπύρας. Είχε νυχτώσει εντελώς όταν έβαλα στο MP3 μου τέρμα τους Metallica και άρχισα να περπατώ πάνω στις ράγες.Τραγουδούσα με όλη μου τη δύναμη τους στίχους των τραγουδιών και χόρευα ένα τρελό, ασυνάρτητο χορό που κυρίευε το κορμί και την ψυχή μου. Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι με το θάνατο. Ούτε κι εκείνη τη στιγμή τον λογάριασα για εχθρό μου κι ας είχα ζαλιστεί αρκετά.
Με δυσκολία στεκόμουν όρθιος. Δάκρυα γέμιζαν τα μάτια μου και με εμπόδιζαν να δω καθαρά μες το σκοτάδι. Με έπιασε το παράπονο. Δεν έπρεπε να μου φερθεί τόσο άσχημα. Δεν την άξιζα τέτοια συμπεριφορά. Ξαφνικά σκόνταψα σε μια πέτρα και έπεσα κάτω. Χτύπησα το πόδι μου και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Προσπάθησα να συρθώ για να βγω από τις ράγες μα ήταν αδύνατον. Όλα ήταν τόσο θολά και μπερδεμένα. Τότε το είδα να με πλησιάζει ολοένα και περισσότερο. Αυτό το λευκό φως. Ήταν τόσο έντονο που με τύφλωνε. Το ένιωσα να με κυκλώνει. Να ετοιμάζεται να με καταπιεί. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα το τέλος. ΜΠΑΜ!
Δεν θυμάμαι τίποτα μετά τη σύγκρουση. Μαύρισαν όλα. Δεν γνωρίζω πώς βρέθηκα εδώ ούτε πως κατάφερα να επιζήσω.  Ακόμα δεν έχω δύναμη να μιλήσω, ούτε καν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου. Η μόνη μου επαφή με το περιβάλλον είναι οι φωνές των δικών μου ανθρώπων. Όταν τους ακούω, νιώθω το φως τους να λούζει το σκοτάδι μου.
Τους καταλαβαίνω όταν με πλησιάζουν. Κάθονται πλάι στο προσκεφάλι μου και μου μιλάνε. Ο πατέρας μου διαβάζει τα νέα της ημέρας και η μητέρα μου διηγείται ιστορίες από τότε που ήμουνα μικρός. Ήρθαν και οι συμμαθητές μου να με δουν. Μου λένε τα σχολικά νέα και τις πλάκες που κάνουν στους καθηγητές. Προσπαθώ μα δεν μπορώ να χαμογελάσω.
Η Φαίδρα δεν ήρθε να με δει. Ο Γιάννης και ο Πέτρος δεν έχουν λείψει λεπτό από το πλάι μου. Κάνουν τα πάντα για να με βοηθήσουν να συνέλθω. Μέχρι που μια μέρα έβαλαν κρυφά από τις νοσοκόμες δίπλα στο προσκεφάλι μου να παίζει το “No leaf clover” από τους Metallica. Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. Αυτό άκουγα κι εκείνο το βράδυ λίγο πριν με χτυπήσει το τρένο.
“Then it comes to be that the soothing light at the end of your tunnel
is just a freight train coming your way… ”

Και τότε συνέβη. Κατάφερα να κουνήσω το δείκτη του δεξιού μου χεριού. Τα παιδιά φώναξαν αμέσως τους γονείς μου και το γιατρό. Μου σήκωσε τα βλέφαρα ρίχνοντας μέσα άπλετο φως. Φως καθαρό, διάφανο που με επανέφερε στη ζωή. Ο οργανισμός μου αντέδρασε. Και τότε μέσα από το σκοτάδι μου, γεννήθηκα ξανά.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου