4 Οκτ 2017

"A, ρε μαλάκα..." από την Αγάπη Ντόκα (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Α, ρε μαλάκα... (2η θέση)



Πέρασε βιαστικά την Πύλη και κατευθύνθηκε στα ασανσέρ. Ήξερε πού πήγαινε, της τα ’χε πει στο τηλέφωνο η Στέλα. Οδηγίες με το νι και με το σίγμα, να μην ταλαιπωρηθεί στον αχανή αρρωστημένο κόσμο. Αρρωστημένη κι η ατμόσφαιρα, αντισηπτικό, χλωρίνη και μπεταντίν παντού.
Μια ηλικιωμένη δίπλα της, παρφουμαρισμένη με κολόνια γερασμένη σαν την ίδια, με ύφος απ’ αυτά που συναντάς εδώ και σ’ εκκλησίες, ξεφύσηξε τη μύτη της σ’ ένα ταλαιπωρημένο χαρτομάντηλο γεμάτο μικρόβια. Μπήκανε μαζί στο ασανσέρ και ευτυχώς κατέβηκε στον πρώτο, σέρνοντας ξωπίσω της την μπόχα των άπλυτων ρούχων.
Έξω απ’ το δωμάτιο, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε. Ο Αρίστος, ο Αρίστος της, το καρντάσι των παιδικών της χρόνων, χλωμός και λιπόσαρκος, πάλευε για μια ανάσα ζωής. Η μάσκα οξυγόνου άφηνε τα μάτια του να βλέπουνε και το στόμα του να σωπαίνει.
Την κοίταξε.

-«Είσαι μεγάλος αλητάμπουρας, ρε φίλε. Καλύτερο μέρος δε βρήκες να συναντηθούμε; Εδώ έπρεπε να με φέρεις, μες στα μικρόβια που σιχαίνομαι; Και μάλιστα στο Παπαγεωργίου; Χάθηκαν τα νοσοκομεία εντός πόλεως; Ένα Ιπποκράτειο, ένας Άγιος Δημήτριος, ένα ΑΧΕΠΑ, βρε αδερφέ!  Έχε χάρη που φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, αλλιώς δεν θα σου ’κανα τη χάρη να ’ρθω τόσο μακριά, που να με πλήρωνες!
»Ξέρεις πόσα μου πήρε το ταξί για να με φέρει απ’ το σπίτι; Μη σου πω, γιατί στην κατάσταση που είσαι, είν’ επικίνδυνες οι συγκινήσεις. Την άλλη φορά λεωφορείο θα πάρω. Με μετεπιβίβαση. Θα στριμωχτώ, θα μυρίσω ιδρωμένες μασχάλες και σκορδίλα στα χνώτα, αλλά του πούστη του ταξιτζή δεν θα του τα χαρίσω. Που μου την έπεσε κιόλας ο καριόλης! Τέτοια ξινόφατσα δεν έχω ξαναδεί!
»Θυμάσαι, ρε, τότε, πριν ένα μήνα, που πήρες τ’ αποτελέσματα απ’ τις εξετάσεις, «όγκος καλπάζων μη αναστρέψιμος» και πήγαμε στην Άθωνος για ουζομεζέδες και τα κοπανήσαμε και γίναμε λάσπη και μιλούσαμε και τραγουδούσαμε κι ούτε που μας ένοιαζε ποιος και τι και ήρθε το γκαρσόνι και μας είπε «Να σας φέρω τον λογαριασμό;» και σκάσαμε στα γέλια, γιατί η ζωή είχε κάνει ήδη το λογαριασμό και ζητούσε και τα ρέστα;
»Α, ρε Αρίστο! Άριστα δεν πήραμε πουθενά τελικά. Μας πλάκωσε η ζωή με τα μαθηματικά της και ξεχάσαμε τα αρχαία μας. «Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος» κι ανέβαινε ο Κύρος την Ανάβασή του.  Ούτε στη γυμναστική δεν προκόψαμε. Μόνο γυμνάσια δεχτήκαμε. Από εκείνους τους επιτήδειους που μας ξελόγιασαν με τους κανόνες και τις κολακείες τους και μας βάλαν στο βρακί τους. Ελεγχόμενος όχλος κι εμείς.
»Τον κάψαμε τον εγκέφαλο, φίλε! Ασχοληθήκαμε με άνευ ουσίας πράγματα στα νιάτα μας κι αναλωθήκαμε με ανθρώπους που μας ρούφηξαν την σκέψη και δεν μας δώσαν τα χρειαζούμενα. Πού μυαλό τότε να σκεφτούμε πόσο λίγος είναι ο χρόνος μας και τα Πρέπει τους μάς πρήξαν τα συκώτια! Μεγαλώσαμε με γόνατα γδαρμένα και σπασμένα φτερά, γιατί έπρεπε να είμαστε όπως μας θέλανε και ξεχάσαμε ότι έτσι γδέρναμε και την ψυχή μας.
»Δεν κάναμε όνειρα, γιατί μας λέγαν ότι «Τα όνειρα είναι για τους χασομέρηδες και ποτέ δεν βγαίνουν αληθινά». Και τους πιστέψαμε, γαμώ την καταδίκη μου! Ας είχαμε τουλάχιστον ένα όνειρο, να ’χουμε να λέμε ότι μπορεί και να βγει αληθινό. Τότε θα ’χαμε τουλάχιστον μια ελπίδα. Τώρα δεν έχουμε τίποτα να παλέψουμε. Και νίκησαν οι άλλοι. Εκείνοι των Πρέπει. Και το Πρέπει καμιά ελπίδα δεν σου αφήνει.
»Τι θέλαμε, ρε φίλε; Να μας αφήσουν να κάνουμε το Θέλω μας! Να μας επιτρέψουν να ζήσουμε τη ζωή μας! Να μας αφήσουν ελεύθερους ν’ αποφασίσουμε για την τύχη μας! Αλλά όχι, θα τους χαλούσαμε τα σχέδια, θα τους ξεβολεύαμε, θα τους είμασταν άχρηστοι! Γιατί, ο μη υποταγμένος, άχρηστος είναι. Και πρέπει με κάθε τρόπο να υποταχθεί.
»Και υποταχθήκαμε στο σύστημα, μεγάλε! Γίναμε ένα με τους πολλούς και ανθρωπάκια μείναμε. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, άντε και μερικά ξενύχτια να ξεχαρμανιάζουμε το μέσα μας. Οι καλύτερες γιορτές μας ήταν οι Πρωτοχρονιές μας. Και το Πάσχα στο χωριό. Έξοδα από άλλους πληρωμένα. Εμείς μόνο τα μεταφορικά.
»Τον θυμάσαι τον Μιχάλη; Εκείνον που βλέπαμε να κοιμάται στο παγκάκι έξω απ’ το σπίτι σου χειμώνα-καλοκαίρι; Που του δίναμε καμιά φορά το τάπερ με το φαγητό της προηγούμενης και κανένα πακέτο τσιγάρα να πορεύεται; Ε, ξέχνα τον! Αποδήμησε εις Κύριον. Πήγε κι έφαγε σκυλοτροφή με φόλα απ’ την πείνα και τη νηστικάδα του, Θεός σχωρέστον!
»Μας πήρανε τα σώβρακα, καημένε Αρίστο! Εσύ πούλησες τη ζωή σου στη Στέλα κι εγώ ξεπούλησα την δική μου στον κάθε μαλάκα που μου ’ταζε λαγούς με πετραχήλια. Και περνιόμασταν και για έξυπνοι τα αητόπουλα και πως κανένας δεν θα μας κορόιδευε τα εξυπνόπουλα και πως όλους θα τους κάναμε ό,τι θέλαμε τα σαΐνια. Σπουργίτια αποδειχτήκαμε και με το Τίποτα μας τάισαν. Κρατούσαν το καρβέλι και τσιμπούσαμε τα ψίχουλα που τους πέφταν στα πλακάκια. Να, μαλάκα! Φάε πέντε φάσκελα τώρα να ησυχάσεις! Κι άλλα τόσα εγώ! Η ηλίθια!
»Ευτυχώς ζήσαμε μαζί στις αλάνες, μας έφτανε το βρεμένο ψωμί με τη ζάχαρη, παίξαμε κρυφτό και κουτσό και σπασμένο τηλέφωνο και μία μπάλα γινόταν η αιτία να μαλώνουμε αν θα παίξουμε «μήλα» ή ποδόσφαιρο. Α-μπε-μπα-μπλόμ-του-κείθε-μπλομ. Τώρα αγαλματάκια, ακούνητα, αγέλαστα.
»Τι κοιτάς, ρε μαλάκα; Άδικο έχω; Τι ζήσαμε που ν’ άξιζε αυτή την κατάντια; Εσύ τώρα να ετοιμάζεσαι για το Ταξίδι κι εγώ να μένω στην αποβάθρα να σου κουνάω το μαντήλι! Άι σιχτίρ, ηλίθιο! Μόνη θα μ’ αφήσεις κι εγώ τώρα ποιόν θα παίρνω τηλέφωνο να του λέω ό,τι μπούρδα μου κατέβει;
»Στα χωρίσματα είμαι πάλι. Κι αυτός αποδείχτηκε σαν τους άλλους: όλο μέλι-μέλι κι από τηγανίτα τίποτα. Βρε μπας και κάνω κάτι λάθος εγώ; Τι να μου πεις κι εσύ που πήγες και παντρεύτηκες την Στέλα, γιατί ήθελες να ’χεις τζάμπα σεξ και σιδερωμένα πουκάμισα; Είναι λόγοι σοβαροί ν’ αφήσεις την ελευθερία σου; Κοίτα εμένα! Το γλέντησα το θέμα κι ας μου φάγαν τη ζωή αυτοί οι άχρηστοι έρωτες. Μπακούρι έμεινα, αλλά το ίδιο κι εσύ, ποια η διαφορά μας;
»Έχω γενέθλια σ’ ένα μήνα. Κανόνισε να τα περάσουμε μαζί. Μην τυχόν και δεν είσαι εδώ, θα σε σκοτώσω και δεν με νοιάζει που πεθαίνεις. Βλαμμένο! Και να ξέρεις, εγώ μαύρα δεν βάζω, δεν μου πάνε! Θα βάλω εκείνο το παρδαλό πουκάμισό σου, το χαβανέζικο, που ήθελες να το πετάξεις και σου λέω «Δώσ’ το σε μένα να το φοράω πάνω απ’ το μαγιό». Και θα φέρω και την τούρτα μου εδώ, να σβήσουμε μαζί τα κεράκια. Πόσα λες να βάλω; Μην κόψω και τα τυχερά μου, όλο και κάποιος γιατρός θα περάσει, να μην έχω μιαν ελπίδα;
»Ξενοδοχειάρα εδώ! Ωραίο δωμάτιο, ευάερον κι ευήλιον και θέα κάτσε καλά! Και ωραίο νούμερο: 321. Σαν αντίστροφή μέτρηση! Ο αφέτης σάς λείπει, να δώσει μια πιστολιά, να ξεκινήσετε με τους ορούς και τα καρότσια να τρέχετε προς την έξοδο!
»Η παρέα δε λέει και πολλά, μούγκα στη στρούγκα είστε όλη μέρα; Ούτε ένα κουτσομπολιό, λίγο φλερτ στις νοσοκόμες, κάνα σχόλιο για τα τσίσα σας, τίποτα; Πώς τη βγάζετε, ρε σεις; Με προσευχές; Να σου φέρω κάνα βιβλίο να διαβάσεις, μην πας κι αδιάβαστος στον Άγιο Πέτρο και σε κόψει στις εξετάσεις. Μαλάκα!
»Άντε, φεύγω. Ούτε καφέ δεν με κέρασες. Τσιγκούνη! Εγώ ολόκληρο κουτί με κουλουράκια σου ’φερα να βουτήξουμε κι εσύ κοιτάς να με ξεφορτωθείς για να τα τσακίσεις. Μονοφαγά!
»Αλλά πάντα τέτοιος ήσουνα: μαζί στα ούζα μας και στους καφέδες μόνος. Και θα μ’ αφήσεις κι εμένα μόνη να πιω τον τελευταίο, τον πικρό, της παρηγοριάς. Μαλάκα…»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου