Κάποτε (3η θέση)
(Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα
και συγκεκριμένα αποτελεί μέρος της ζωής της προγιαγιάς μου που υποτίθεται
αφηγείται)
Μ’έδιωχναν μακριά να μην
κοιτάξω.
Με έσπρωχναν με δύναμη.Μου
κλείνανε τα μάτια.
Μου σφράγιζαν το στόμα με τις
παλάμες τους.
Μα όσο κι αν προσπάθησαν δεν
ήταν αρκετή η δύναμη τους...
Και έμαθα έτσι στα δώδεκα μου
χρόνια τί εστί ο πόλεμος και πόσες αθώες ψυχές σαρώνει στο πέρασμα του... Γιατί
είναι πρόσωπο ο πόλεμος.
Πρόσωπα.
Σκοτώσανε τον αδερφό μου!!!
Ήταν Δεκαπενταύγουστος
και μόλις είχα γυρίσει απο την εκκλησία που είχα πάει με τα μικρότερα μου
αδέρφια και το Νίκο, τον μεγάλο μου αδερφό, τον πρωτότοκο. Ο πατέρας δεν ήρθε
γιατί είχε ξενυχτίσει παίζοντας κλαρίνο στο πανηγύρι το προηγούμενο βράδυ που
‘ταν παραμονή, και έμεινε σπίτι να ξεκουραστεί.
Ο ήλιος έλαμπε
πολύ εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό. Ένιωθα πως έλαμπε διαφορετικά και
περισσότερο από άλλοτε. Όχι. Δεν είχα κακό προαίσθημα. Αντιθέτως, ήμουν τόσο
ευτυχισμένη εκείνη την ημέρα της Παναγιάς! Θα μαζευόμασταν όλη η οικογένεια και
θα είχαμε να φάμε ένα γεύμα περιποιημένο και χορταστικό. Πέστροφες απο τη λίμνη
Κάρλα.
Μου έλειπε βέβαια και κείνη την
ημέρα-όπως και κάθε μέρα-,η μητέρα. Είχε ‘’φύγει’’ εδώ και τέσσερα χρόνια απο
φυματίωση και από τότε μείναμε ορφανά και είχα γίνει εγώ η οικοδέσποινα και
νοικοκυρά του σπιτιού. Ο Νίκος με βοηθούσε πολύ με τα μικρά και τις δουλειές ,
σχεδόν τις μοιραζόμασταν , ακόμη κι αν εκείνος είχε κι άλλες βαριές εργασίες να
φέρει εις πέρας. Για να επιβιώσουμε.
Γιατί εκείνο τον
Δεκαπενταύγουστο, τα πράγματα ήταν δύσκολα για όλους μας. Είχαμε Κατοχή.
Στις έντεκα γυρίσαμε από τη
Λειτουργία και πήρα να καθαρίζω τις πέστροφες που θα έψηνε μετά στα κάρβουνα ο
Νίκος.
Όλο το χωριό θα έψηνε ψάρι αντί
για κρέας, δεδομένου ότι η γιορτή έπεφτε ημέρα Παρασκευή, ημέρα νηστείας.
Ναι, το χωριό μας ήταν
κατεχόμενο. Ναι, οι Γερμανοί έκανα επιδρομές για να συλλέξουν τρόφιμα, ναι,
έκαψαν δίχως δισταγμό το προηγούμενο μας σπίτι χωρίς εξήγηση, αλλά τον
τελευταίο καιρό έδειχνε να μας είχανε αφήσει ήσυχους καθώς άλλες περιοχές, πιο
ορεινές, άρχισαν να τους κινούν υποψίες
περί αντιστασιακών δράσεων.
Γι’αυτό κι εμείς γιορτάζαμε
ελεύθερα την Παναγιά και χορέψαμε μάλιστα και στην πλατεία για να το
γιορτάσουμε.
Όλα έμοιαζαν τόσο γαλήνια! Τόσο
λαμπερά και ευτυχισμένα! Σαν να μην ήταν Κατοχή! Σαν να είχαμε πάλι τη μάνα
μας, σαν να είχαμε ειρήνη και ήρεμη καρδιά...
Πώς να ξέρα πως η τόση μου
ευδαιμονία θα άλλαζε ολοκληρωτικά πορεία μέσα στα επόμενα λεπτά.
Στις δώδεκα περίπου το μεσημέρι
ο Νίκος μου μήνυσε πως θα πάει να μαζέψει σταφύλια απ’τ΄αμπέλι μας ,να τα φάμε
μετά το μεσημεριανό.
Τον έβλεπα να κατηφορίζει προς
τα χωράφια και πραγματικά καμάρωνα απο ψυχής τον πολυαγαπημένο μου αδερφό. Ήταν
ο προστάτης μου! Ο λεβέντης του χωριού μας! Όυτε δεκαεννιά χρονών , μέτριο
ανάστημα, καλοφτιαγμένος και μελαχρινός, μόλις είχε αρχίσει να βγάζει και
μουστάκι.
Ήταν ερωτευμένος με την κόρη
της γειτόνισσας, τη Φιλιώ που ήταν στα δεκάξι. Συναντιότανε κρυφά πίσω από το
ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, όταν έδυε ο ήλιος. Σκόπευε να την πάρει ως το
χειμώνα. Την αγάπαγε πολύ, κι εκείνη το ίδιο. Είχανε ορκιστεί αμοιβαίο έρωτα.
Μου το ‘χε πει εμένα. Όλα μου τα έλεγε! Όπως και εγώ.
Επιστρέφω σε λίγο, μου ‘χε πεί
και εγώ τον πίστεψα.
Σηκώθηκε τότε και ο πατέρας και
άρχισε να παίζει με το μικρό μας τον Αχιλλάκο. Ήτανε τότε τεσσάρων ετών
αγοράκι. Είχα αναλάβει απο τότε που γεννήθηκε την ανατροφή του γιατί η μάνα
,μας άφησε λίγους μήνες μετά τη γέννηση του.
Εν τω μεταξύ, ή άλλη μου
αδερφή, η Χαρικλειώ, γυρόφερνε στη γειτονιά. Κάνα γλυκό θα γυρεύει να την
κεράσουν πάλι, σκέφτηκα.
-Βαγγελί! Άντε πάνε να δείς πού
πήγε ο Νίκος, είναι μία η ώρα. Άντε κόρη μου, θα τα βάλω εγώ τα ψάρια γιατί θα
φάμε απόγευμα! Θα βρήκε κάνα Μανώλη, κάνα Γιωργή στο δρόμο και θα ξεχάστηκε...
Περίεργο να ξεχάστηκε ο Νίκος,
σκέφτηκα. Μάλλον θα πέτυχε τη Φιλιώ. Μ΄αυτη τρέχει ο νούς του και ξεχνά έγνοιες
και υποχρεώσεις. Αχ και λέει να τους έπιανα να δίνουνε φιλί. Τί ντροπή!
Αστειευόμουν σκεπτόμενη το πιθανό σενάριο αργοπορίας του αδερφού μου, όταν τον
είδα. Τον είδα να κατηφορίζει βαστώντας στα χέρια πέντε τσαμπιά ολόμαυρα
σταφύλια. Δε πρόλαβε να μου απευθύνει το λόγο και δυό ξανθοί με γερμανική στολή
του φώναξαν, ‘’Άλτ!΄΄
Του λέγανε γερμανικά μα ο Νίκος
δεν τα μιλάει. Τού φώναζαν. Δε καταλάβαινε ο Νίκος, δεν τα ήξερε. Τώρα τον
έριξαν κάτω, τον κλωτσάνε... ‘’Δεν ξέρω! Δεν ξέρω τί λέτε’’ , φωνάζει
απελπισμένος, ‘’Δεν έκανα τίποτα. Είναι γιορτή και πήγα να μαζέψω για το σπίτι
μου σταφύλια!’’ Τους δείχνει τα πεσμένα τσαμπιά. ‘’Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε!
Αφήστε με! Σας ικετεύω...Είμαι αθώος!’’
Παρακολουθούσα έντρομη τα
γεγονότα και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει,να εκραγεί. Άρχισα να προσεύχομαι
δυνατά. Όλα γίνονται σε κλάσματα δευτερολέπτου! Θέε μου! Δεν μπορώ να ελέγξω
τον εαυτό μου!
Μερικά χτυπήματα στο πρόσωπο
τον έκαναν να σωπάσει. Οι Γερμανοί είχαν ειδοποιηθεί πώς στο χωριό μας είχαν
καταφύγει παλικάρια της Αντίστασης την προηγούμενη νύχτα και τους κυνηγούσαν.
Δεν ξέρω γιατί ο Νίκος τους
φάνηκε ύποπτος με τα καλά του ρούχα και τα σταφύλια του στα χέρια. Δε ξέρω Θέε
μου τί έφταιξε εκείνος, τί φταίξαμε κι εμείς...
Τον έσπρωχναν, τον έσερναν προς
την πλατεία και ήταν σχεδόν αναίσθητος.
Εγώ εκείνη τη στιγμή ούρλιαξα
καθώς έτρεχα προς το μέρος τους το όνομα του. Όρμησα πάνω του και έσκουζα όπως
μια μάνα για το παιδί της. Δεν είναι λιγότερο δυνατή η αδερφική αγάπη.
‘’Αφήστε τον σας παρακαλώ!
Αφήστε τον, ήταν μαζί μας όλη νύχτα!
Είναι ήσυχος, είναι καλό παιδί.
ένας ψαράς και τίποτε παραπάνω!
Είναι αθώος! Δε πείραξε ποτέ
κανέναν!
Είναι αμούστακος! Ούτε
δεκαεννιά χρονώ...’’
Πάλευα με έναν ξανθομούστακο με
μπλέ και διαπεραστικό βλέμμα. Προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Δεν μ’ άφηνε να πάω
στον αδερφό μου. Μου έκλεινε τα μάτια , μου σφράγιζε το στόμα, με έσπρωχνε να
φύγω, να μη δώ...να μη δώ...
‘’Νίκοο!’’ φώναξα γοερά...’’
Σκυλιά! Αφήστε τον!’’
Δε φοβόμουν τίποτα. Ήθελα μόνο
να τον σώσω. Να με λυπηθούν. Να λυπηθούν τον αδερφό μου!
Τον έστησαν στον τοίχο και
πρόλαβε να μου φωνάξει να φύγω μακριά. Με κοίταζε. Με κοίταζε με εκείνο το
γλυκό καστανό του βλέμμα. Με κοίταζε και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του.
Εκείνο το βλέμμα έχει χαραχτεί τόσο βαθιά μέσα μου που το βλέπω τόσο καθαρά
όταν ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα μου μέχρι και σήμερα.
Λίγα δεύτερα αργότερα, ο Νίκος
κείτονταν στο χώμα. Ήταν νεκρός.
Ψύχραιμοι οι εκτελεστές
διέταξαν τους θεατές ,τους συγχωριανούς δηλαδή που παρακολουθούσαν, να πάρουν
το πτώμα από την πλατεία και αποχώρησαν . Έτσι απλά.
Μόνο ο γαλανομάτης Γερμανός που
με είχε απομακρύενι πρωτύτερα, με κοίταξε με λύπη θα έλεγα και έσκυψε το
κεφάλι.
Περπάτησα αργά προς το πτώμα.
Δέκα σφαίρες στο στήθος. Οι πέντε στην καρδιά. Ήταν αδιαμφισβήτητα νεκρός.
Όλο και περισσότεροι μαζεύτηκαν
στην πλατεία και όλοι ρώταγαν, ‘’Ποιός είναι ο άνθρωπος;΄’’
...
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο
αδερφός μου! Ήταν ο προστάτης μου! Ο Νίκος μου! Ήθελε να μας φέρει τα σταφύλια
απο τ’αμπέλι να ευχαριστηθούμε μετά το ψάρι, ήθελε να παντρευτεί με τη Φιλιώ ως
το χειμώνα, ήθελε να ζήσει, να ζήσει, να ζήσει!
Έκλαιγα πάνω απο το νεκρό κορμί
του και ένιωθα πως δεν πατούσα στη γή. Πήγε να βρεί τη μάνα μας. Αυτή η σκέψη
μου πέρασε εκείνη τη στιγμή απο το μυαλό και ύστερα την χρησιμοποιούσα πολύ για
τα επόμενα χρόνια και παρηγοριόμουν. Γιατί είναι αλήθεια.
‘’Νίκο σήκω λεβέντη μου να πάμε
σπίτι μας, άντε σήκω ...΄΄ Έλεγα ασυναρτησίες. Είχα χάσει τα λογικά μου, είχα
σοκαριστεί, βούιζε το κεφάλι μου και δεν έλεγα να αφήσω από την αγκαλιά μου το
ζεστό ακόμη σώμα του νεκρού μου αδερφού. Θυμάμαι που προσπαθούσαν να με
απομακρύνουν, θυμάμαι τότε που είδα απο μακριά τον πατέρα να γονατίζει και να
οδύρεται. Ύστερα απο αυτό, λιποθύμησα.
Για τα επόμενα τρία χρόνια μου
κόπηκε η περίοδος.
Πένθησα βαθιά το Νίκο μου και
ακόμα τον ζητώ. Στον ύπνο μου, στα όνειρα μου. Σε λύπες και χαρές, πάντα
λείπει! Μου λείπει...
Δε ξέρω γιατί η Παναγία θέλησε
να τον πάρει κοντά της εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό της γιορτής της. Δεν
ξέρω, τίποτε δεν ξέρω.
Δεν ξέρω γιατί οι άνθρωποι ενώ
γεννιούνται αγνοί, βγάζουν τόσο μίσος και κακία στη συνέχεια. Ελπίζω να
μετάνιωσαν. Οι δολοφόνοι του. Σίγουρα ο Θεός θα βρήκε τρόπο να τους κάνει να
πληρώσουν για τα κρίματα τους και να θεραπεύσουν έτσι την ασπλαχνία που έδειξαν
στον Νίκο και άλλους τόσους Νίκους στη γή...
Τόσος κόσμος...
Όχι, δε διψάω για εκδίκηση.
Διψάω όμως για να ακούσω τη δική του καλημέρα το πρωί. Διψάω να τον έχω στη ζωή
μου ξανά, όπως παλιά!
Θα γίνει κι αυτό.
Κάποτε Νίκο μου, θα
ξαναβρεθούμε!
Κάποτε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου