4 Οκτ 2017

"What's new Scooby Doo?" από την Ευγενία Παπαϊωάννου (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

What's new Scooby Doo? (1η θέση)


-«Στοίχημα πως θα τρέξω πιο γρήγορα από σένα ως το σχολείο».
-«Να σε δω, βρε βλήτο». Ο Θανάσης και ο Νικόλας, συμμαθητές, αμφότεροι ετών 10, τρέχουν για την αυλή του σχολείου. Βγάζουν φτερά στα πόδια. Ο Πετρής, ο μικρός αδερφός του Θανάση, ετών 6, αγωνίζεται να τους φτάσει. Η τσάντα και το  φαγητοδοχείο, με ήρωα τον Scooby Doo, του πέφτουν από τα χέρια. Το τενεκεδάκι ανοίγει και το πρωινό του Πετρή, σκορπίζεται στα χαλίκια. Ο μικρός αρχίζει το κλάμα : «Θα το πω στη μαμά».
            Ο Θανάσης ψαρώνει, σταματάει το τρέξιμο και γυρνάει να βοηθήσει τον αδερφό του. «Σταμάτα, ρε παλιόμωρο. Να, πάρε το βρωμοτόστ σου, βουτυρομπεμπέ». Του σκουπίζει όμως τα δάκρυα, μαζεύει το τενεκεδάκι από κάτω και τον βοηθάει να φτάσει ως το σχολείο. «Μπελάς που είσαι».
«Εγώ όμως τουλάχιστον είμαι καλός μαθητής».
«Ναι ρε, σπασίκλα. Άντε μόμολο, πήγαινε».
«Είσαι και φαίνεσαι, και μια χοντρή ερωτεύεσαι».

 Και έτσι κάπως, μετά από αλλεπάλληλες βωμολοχίες, που με ευχαρίστηση ο ένας εκτοξεύει στον άλλον, χτυπάει το κουδούνι. Τα δυο αδέρφια χωρίζουν, ως το μεσημέρι, που θα χρειαστεί να επιστρέψουν στο σπίτι και ο Θανάσης, υπεύθυνος για τον ερχομό και πηγαιμό του μικρού από και προς το σχολείο, θα πρέπει να τον προσέχει όταν η μαμά δουλεύει πρωινή βάρδια.
Όσο πλησιάζει το καλοκαίρι και ο Θανάσης συναντά τους φίλους του στο δρόμο, τόσο πιο βασανιστική γίνεται η ευθύνη του μικρού. Ο Πετρής τον ακολουθεί παντού, μπλέκεται στις κουβέντες και τα παιχνίδια με τους φίλους ΤΟΥ.
Ο Θανάσης έχει βρει όμως ένα κόλπο, που δυσκολεύει τον μικρό στο δρόμο ˙ λίγο, λίγο αυξάνει ανεπαίσθητα τον βηματισμό του και ο Πετρής δυσκολεύεται να τον φτάσει. Σχεδόν τρέχει από πίσω του, όσο αυτός γοργοπερπατά. Τον ακούει από πίσω του ν’ αγκομαχά και χαίρεται, τρελαίνεται με το ξεφύσημα του μικρού, τον ήχο από το τενεκεδάκι πάνω στην τσάντα, γκντούπ-γκντούπ….. Γουστάρει τρελά, το παιδιακίσιο, το αναγνωρίζει, αυτό βασανιστήριο.
Χθες όμως ο κάρφαρος, το είπε στην μαμά και αυτή τον τιμώρησε. Δύο μέρες χωρίς tablet, επειδή ο μικρός κάνει τον χαριτωμένο και ρίχνει την μαμά. Αλλά δεν είπε την τελευταία του κουβέντα. Σήμερα θα του δώσει ένα καλό μάθημα, που θα του δείξει μια για πάντα ποιος είναι το αφεντικό.
Η μέρα κυλά γρήγορα, το κουδούνι χτυπά.
«Πετράκη, θες να πάμε σήμερα από άλλο δρόμο; Θα σου πάρω και μία τάπα Champions League από το περίπτερο»…. Δίχτυα απλωτά….
«Η Μαμά δεν αφήνει».
«Δεν θα το μάθει, αν δεν το πούμε. Άντε, όλο γκρινιάζεις πως δεν σε παίζω. Μην γίνεσαι μωρό».
Η βρισιά του μωρού δεν αρέσει καθόλου στον μικρό. Πολύ τον δυσκολεύει ο αδερφός του. Να’ ξερε πόσο θέλει να του μοιάσει, χωρίς να τον πει κοριτσάκι, αλλά δεν του βγαίνει, γιατί ο Πετρής είναι μόνον 6, και κάνει λογοθεραπεία ήδη 1 χρόνο τώρα. Ενώ το κλάμα του είναι εύκολο…με το κλάμα τουλάχιστον, ο αδερφός του τον προσέχει.
«Καλά, πάμε. Αλλά θα σταματάμε, όταν κουράζομαι».
«Εντάξει, ρε μικρόβιο».
Πηγαίνουν πίσω από το σχολείο. Εκεί έχει ένα μικρό δασάκι. Ο Θανάσης έχει ακούσει πως εκεί μαζεύονται κάτι αλήτες, που δεν πηγαίνουν σχολείο, με μεγάλα σκυλιά και τα βάζουν να μαλώνουν. Αυτό θέλει να δείξει στον μικρό, τον σκυλοκαβγά, για να φοβηθεί το σκατόμωρο, το ρουφιανάκι.
Έχει ζέστη. Πρέπει να κάνουν γρήγορα, γιατί η μαμά θα γυρίσει σε μία ώρα. Θέλει να περάσει από το περίπτερο κιόλας, για να πάρει παγωτό και μια τάπα για τον μικρό, να τον καλμάρει λίγο, πριν επιστρέψουν σπίτι. Πιστεύει πως θα τον μαρτυρήσει, δεν την γλιτώνει σήμερα, και θα φάει γερή τιμωρία, αλλά μόνο και μόνο η φάτσα του σκατιάρη, που θα χεστεί από τον φόβο, του ζεσταίνει τα σωθικά.
Φτάσαν κιόλας στο δασάκι.
«Ευτυχώς, εδώ έχει δροσιά».
«Μην πάμε πιο μέσα».
«Θέλω να σου δείξω κάτι κουταβάκια, ρε συ. Ω, εντάξει, αν δεν θες, γυρνάμε. Θα έρθω αύριο με το Νικόλα».
            Ο Νικόλας, ο καλύτερος φίλος του Θανάση, είναι κόκκινο πανί για τον μικρό. Ό,τι και να κάνει, ο Νικόλας, τον κοροϊδεύει, μαζί με τον αδερφό του. «Όχι, όχι, όχι…….μπορώ..» Περπατούν κοντά-κοντά. Σήμερα, ο Πετρής δεν αγωνίζεται να φτάσει τον Θανάση. Ο μεγάλος πηγαίνει σιγά σήμερα.
            Προχωρούν πιο μέσα στο δασάκι, μέχρι που ο Θανάσης σκοντάφτει σ’ ένα σακίδιο. «Είδες; Έρχονται και άλλα παιδιά εδώ». Ο μικρός του χαμογελάει.
            Ακούν θόρυβο και παγώνουν. Αυτό που βλέπουν, θα τους μείνει για πάντα χαραγμένο  στο μυαλό. Μπροστά τους, είναι ένας περίεργος άνθρωπος, σκληρός, φαλακρός, με γυαλιά, σκυμμένος πάνω από έναν άντρα, και φαίνεται να τον έχει ξεντύσει και κάτι πρέπει να έγινε, ένα φοβερό ατύχημα, γιατί όλα είναι ματωμένα, και τα χέρια του άνδρα και το στόμα του.
            Δυο λεπτά σιγή και το βρωμόμωρο, την αμόλησε πάλι: «Θανάσηηηηη»… Ο άντρας τινάχτηκε και τους αντίκρισε. Η αρχική του τρομάρα, έγινε γρήγορα, ίσως χαρά, νομίζει ο Θανάσης. «Γεια σας, παιδάκια» και χαμόγελο. Η φωνή του είναι κανονική, αλλά τα δόντια του είναι γεμάτα αίμα.
            «Τρέχα, Πετρή». Ο Θανάσης παίρνει το τενεκεδάκι και αρχίζει το τρεχιό. Ακούει και τον αδερφό του, που τον ακολουθεί, πιο δυνατά όμως ακούγονται τα βήματα του τέρατος, που πλησιάζει. Ο Πετρής αρχίζει το κλάμα. «ΤΡΕΧΑΑΑ». Είναι ήδη όμως πολύ αργά. Το τέρας αρπάζει από την τσάντα τον Πετρή, που πέφτει πάνω στα φύλλα. Κάθεται από πάνω του και με το ένα χέρι, τον κρατάει στο χώμα.
«Πέταξε μακριά, μικρό πουλάκι», λέει στον Θανάση και αυτός τρέχει με όλη του την δύναμη, με τα χέρια στ’ αυτιά, για να μην ακούει τ’ όνομά του από τον αδερφό του, που τον φωνάζει. Έχει φτάσει σχεδόν στο σχολείο. Αφήνει την τσάντα του και τρέχει ξανά προς το δάσος. Το μόνο που κρατάει είναι το τενεκεδάκι του Scooby Doo.
            O άντρας-τέρας είναι πάνω από τον Πετρή και του σφίγγει το λαιμό. Ο Πετρής δεν φωνάζει πια. Ο Θανάσης τρέχει με φόρα και χτυπάει το τέρας στο πίσω μέρος του κεφαλιού με τον τενεκεδένιο Scooby Doo. Ο άντρας φωνάζει και πέφτει προς τα πίσω. Η φαλάκρα του γεμίζει με αίμα. Σκούζει σαν γουρούνι. Ο Θανάσης παίρνει μία κοτρώνα από κάτω και του την ρίχνει στην μούρη. Ο στόχος είναι εύκολος, γιατί το τέρας πιάνει και με τα δύο του χέρια το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Αίματα, σάλια και δάκρυα τον γεμίζουν.
«Πετράκο, ξύπνα. Πρέπει να φύγουμε». Ο λαιμός του Πετρή είναι όλος δαχτυλιές. Ο Θανάσης τον σκουντάει, κλαίγοντας. Ο μικρός βήχει και αυτό είναι καλό σημάδι. «Πετράκο, σήκω, δεν έχουμε άλλο καιρό». Ο Θανάσης ρίχνει ματιές προς τα πίσω. Το τέρας είναι ακόμη ζαλισμένο.
«Μου έκανε κακό στο λαιμό. Θα το πω στην μαμά».
«Σήκω, μικρούλη μου».
            Μια πέτρα βρίσκει τον Θανάση ψηλά στον ώμο.
«Κωλόπαιδα».
            Ο Θανάσης δεν μπορεί να κουνηθεί από τον φόβο του. Ο άντρας έχει σηκωθεί και η σκιά του έχει κυριαρχήσει σε όλο το δάσος. «Θα σας σκοτώσω κωλόπαιδα, και μετά θα σας φάω. Τα μικρά παιδιά είναι πάντα πιο νόστιμα». Ο άντρας έχει απλωθεί μπροστά τους. ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ. Αλλά είναι απρόσεκτος. Σκοντάφτει πάνω στον τενεκεδένιο Scooby Doo και πέφτει χτυπώντας σ’ έναν μικρό βράχο. Στην άκρη του κεφαλιού. Εκεί, που ξέρουν και τα δυο αδέρφια ότι δεν πρέπει να χτυπιούνται, γιατί η μαμά λέει ότι είναι ευαίσθητο σημείο. Το τέρας δεν ξανασηκώνεται.
            Ο Θανάσης βοηθάει τον αδερφό του, τον τινάζει από τα χώματα και τον πιάνει από το χέρι. Κανείς δεν μιλάει. Λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι, ο μικρός θυμάται:
      «Το τενεκεδάκι μου……».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου