Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο (6η θέση)
« τ΄αστέρια από ψηλά,
μάς βλέπουν σιωπηλά,τη
νύχτα αυτή που στάθηκε
ο χρόνος...» *
Αγαπημένο μου ημερολόγιο...
23/6/1980
Νησί μου μαγικό, καλωσόρισα κι αυτό
το καλοκαίρι στα γαλάζια σου νερά
και στα γραφικά σου τα στενάκια. Κουράστηκα πολύ τον χειμώνα που μας πέρασε. Η
Β΄ λυκείου απαιτούσε διάβασμα και καλή προετοιμασία για του χρόνου, που θα δώσω πανελλήνιες... Φροντιστήριο και
μελέτη ώρες πολλές. Όταν
η κούραση βάραινε τα βλέφαρά
μου, τα όνειρά μου γέμιζαν το χρώμα της
θάλασσας και το
μαξιλάρι μου γινόταν το
βαρκάκι που θα μ΄έφερνε κοντά σου! Όμορφα, όλα εδώ είναι όμορφα κι ανυπομονώ να τα χαρώ. Α! Θα είμαι μόνη με τη γιαγιά μου, οι γονείς μου θα έρθουν τον Αύγουστο και... περιμένω τη φίλη μου τη Μίνα να
την φιλοξενήσουμε για λίγες μέρες. Είμαι πολύ χαρούμενη, νιώθω τον κόσμο μέσα στα χέρια
μου!
24/6/80
Γύρισα από την παραλία
κατακόκκινη σαν αστακός.
Καίγομαι στο πρόσωπο και στην πλάτη. Ήταν
τόσο μεγάλη η λαχτάρα
μου να βουτήξω στα
γαλαζοπράσινα νερά που το αντιηλιακό ούτε που το θυμήθηκα. Αλλά ο πόνος
μου μεγάλωσε όταν η
γιαγιά μού ανακοίνωσε πως η φιλενάδα μου δεν θα έρθει
στο νησί. Οι γονείς της δεν την αφήνουν. Έμαθαν πως οι δικοί
μου θα έρθουν τον
Αύγουστο και φοβούνται πως μόνες μας με τη γιαγιά θα ξεσαλώσουμε. Είμαστε, λέει, μικρές
ακόμα...Πότε θα περάσουν τα χρόνια
να γίνω δεκαοχτώ; Πότε; ε;
Δεν έχουμε τηλέφωνο στο σπίτι της γιαγιάς,
για λίγες μέρες λόγω βλάβης,
και πρέπει να τρέχω
δίπλα στο καφενείο του
κυρ Φώτη να παίρνω στην Αθήνα και να
μαθαίνει η μισή γειτονιά τα μυστικά μου!
25/6/80
Ξεκίνησα να διαβάζω “το
ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα” του Μ. Λουντέμη που
μας πρότεινε η φιλόλογός μας. Τι να κάνω; Δεν περνάει η ώρα. Τα
παιδιά που γνωρίζω στο
νησί, δουλεύουν τα πρωινά στα μαγαζιά των γονιών τους και όσα έρχονται από αλλού συνήθως καταφθάνουν αρχές
του Ιούλη. Πλήξη, πλήξη, πλήξη. Μου φαίνεται
καλή ιδέα να βοηθήσω τη γιαγιά να φτιάξει γλυκό βύσσινο και σπιτική
βυσσινάδα. Κάτι είναι κι αυτό.
26/6/80
Στα διπλανά ενοικιαζόμενα δωμάτια ήρθαν
χθες το απόγευμα φοιτητές και φοιτήτριες από τη Γαλλία. Άκουσα την κυρία Δήμητρα, την ιδιοκτήτρια, που το έλεγε στη γιαγιά μου την ώρα
που έδενε το γλυκό στην κουζίνα. Άκουσα και τις κιθάρες τους το βράδυ στο μπαλκόνι και τα γέλια
τους. Θα μείνουν ως το τέλος του
Ιουλίου μάς είπε
καταχαρούμενη. Ζηλεύω...
27/6/80
Ξύπνησα νωρίς το πρωί
από τις φωνές και τα ποδοβολητά των
Γάλλων καθώς κατέβαιναν τη σιδερένια σκάλα της κυρα
Δήμητρας η οποία οδηγεί στην
κουζίνα της και στο τελείωμά της
περνάει μπροστά από το δικό μου παράθυρο.
Τους είχε υποσχεθεί τηγανήτες με
μέλι για πρωινό κι έτρεχαν να τις προλάβουν ζεστές. Άνοιξα
με νεύρα το παντζούρι να δω τους
εισβολείς κι αντίκρυσα
καμιά δεκαριά ξανθά κεφάλια να με
καλημερίζουν με χαμόγελο: Bonjour, bonjour!
Έκανα στο γυμνάσιο γαλλικά, είχα μάλιστα
και 18 στα τρίμηνα σε όλες τις τάξεις
και σίγουρη για τον εαυτό μου ανταπέδωσα
με καμάρι: bonjour mes amis. Ένιωσα
αμέσως γελοία...άκου φίλοι μου
με το καλημέρα. Από κι ως πού, ακόμα
δεν τους είδα! Μου φάνηκε πως η
παρέα είχε περισσότερα αγόρια αν και αγουροξυπνημένη δεν πρόλαβα
να δω καλά.
Θα πω στη γιαγιά να ρωτήσει την κυρα Δήμητρα,
έτσι για την ιστορία δηλαδή, όχι πως με νοιάζει.
28/6/80
Σήμερα πήγαμε
για μπάνιο με τη βάρκα
του Ηλία που δεν δούλευε
το πρωί. Ετοίμαζα ένα ταπεράκι
με φρούτα όταν η
γαλλική
καλημέρα έσκασε μπροστά
μου σαν κύμα.
Δυο γαλαζοπράσινα
μάτια, ανάμεσα σε μπούκλες
από καστανόξανθα μαλλιά μού χαμογελούσαν.
Στην αρχή νόμιζα πως
γλυκοκοιτούσαν τα λαχταριστά
κεράσια και τη φέτα το καρπούζι
που ετοιμαζόμουν να χώσω
βιαστικά στην τσάντα μου αλλά,τι μεγάλη χαρά, κοιτούσαν εμένα. Paul, μού φάνηκε πως
άκουσα γιατί ένιωσα
τ’ αυτιά μου να βουίζουν...
29/6/80
Πανηγύρι στο
χωριό σήμερα. Πέτρου
και Παύλου και
στην πλατεία έχει
στηθεί από νωρίς
το γλέντι και το φαγοπότι. Το μαγαζί που
δουλεύει
ο φίλος μου ο Ηλίας έχει την
τιμητική
του αφού είναι το
μοναδικό με ψητά που
ξεσήκωσαν με τις μυρωδιές τους όλη την
γειτονιά. Είμαι
περίεργη αν θα έρθουν οι
“Parlais vous.” Έτσι λέει ο
Ήλίας με τον Γιάννη όταν
αναφέρονται στα παιδιά
από την Γαλλία και γελάνε μεταξύ τους.
30/6/80
Τόσο όμορφα
είχα χρόνια να περάσω.
Χορός, τραγούδι, όλος ο κόσμος
μια συντροφιά, όλη τη νύχτα
ως τα ξημερώματα! Η
παρέα των γάλλων
σύσσωμη γλέντησε μαζί μας, ήπιαν, χόρεψαν και γελούσαν
όλο το βράδυ. Αλλά αυτό που θέλω
να γράψω με
γράμματα μεγάλα, όπως η χαρά
μου, είναι πως ο Paul δεν έφυγε από δίπλα μου ούτε μια στιγμή! Πρέπει να πάρω τη Μίνα να
της το πω...κι ας ακούσει όλο το χωριό!
Οι μέρες
πια δεν έχουν
όνομα ούτε αριθμούς, είμαι ευτυχισμένη. Με τα παιδιά
από τη Γαλλία γίναμε
μια παρέα. Τους γνώρισα κιόλας και στους υπόλοιπους που ήρθαν
από την Αθήνα. Έχουμε δέσει και
περνάμε υπέροχα! Μπάνιο
το πρωί στις γαλάζιες
σπηλιές και στις
πιο όμορφες παραλίες του νησιού
που ακόμα δεν πολυσυχνάζουν ξένοι, βαρκάδες,
παιχνίδια ατέλειωτα στη θάλασσα, ψάρεμα, βραδινό μπανάκι με κιθάρες στην παραλία και η γιαγιά
μ’ αφήνει να πηγαίνω παντού. «Τίποτα να μην
πεις στη μάνα σου καημένη μου, δεν πρόκειται
να σε ξαναφήσει να ΄ρθεις νωρίτερα» μού λέει κάθε
φορά
που φεύγω βιαστικά
από το σπίτι.
Το
βράδυ στη disco χορός, αγκαλιές και
φιλιά κάτω από τη μεγάλη ντισκομπάλα. Δεν ξέρω αν
με ζαλίζουν τα φώτα
της, το μαρτίνι ή ο Paul που με κρατάει σφιχτά όταν χορεύουμε. Νιώθω να πετάω στα σύννεφα
όταν είμαστε μαζί. Κι ο Christophe * με το “Oh! Mon amour ” πολλές φορές κάθε βράδυ, θαρρείς
πως γράφτηκε για μας.
Ιούλιος,
ζεστές οι μέρες κυλούν.
“Εσένα που σε
ξέρω τόσο λίγο, εσένα που αγαπώ
τόσο πολύ...” προσπάθησα να τραγουδήσω χθες βράδυ και μ΄ έπιασαν
τα κλάματα. Περνάει τόσο γρήγορα ο καιρός,
δεν θέλω να το σκέφτομαι. Είμαι ερωτευμένη. Κοιμάμαι και ξυπνάω
με τη σκέψη του. Σε ποιον να το πω;
Δεν
θέλω
να χάνω χρόνο γράφοντας,
δεν έχω μυαλό για
τίποτε άλλο...
Ξημερώματα
της τελευταίας μέρας του Ιούλη τα
παιδιά
θα έφευγαν με πτήση charter από το νησί. Την προηγούμενη
νύχτα θέλω να
τη σβήσω για πάντα
απ΄ το μυαλό μου. Μετά από κάμποσες μπύρες, το μόνο που
θυμάμαι είναι ότι έκλαιγα ασταμάτητα από την
παραλία μέχρι το
σπίτι. Η γιαγιά με περίμενε
ξάγρυπνη και ανήσυχη αλλά
δεν με ρώτησε τίποτε. Κλείστηκα
στο δωμάτιο κι έκλαιγα
με λυγμούς πίσω από τις
γρίλιες. Τους έβλεπα να κατεβαίνουν ένας ένας με
τις βαλίτσες έτοιμες στο πεζοδρόμιο και η καρδιά μου σπάραζε. Ο Paul τριγυρνούσε κάτω από το
παράθυρο σφυρίζοντας το τραγούδι μας, έριχνε κλεφτές ματιές μια στο
παράθυρο και μια στο
ρολόι του κι ανεβοκατέβαινε νευρικά στο πεζοδρόμιο.
«Βγες παιδάκι μου, βγες να χαιρετίσεις τους φίλους
σου» άκουσα
τη γιαγιά μου στη μισάνοιχτη πόρτα. «Βγες και μη σε νοιάζει, δεν θα είσαι
πάντα δεκαεφτά..» μού είπε
λίγο πιο δυνατά κι έφυγε
διακριτικά για το
δωμάτιό της.
Πετάχτηκα στον δρόμο αλαφιασμένη, με μάτια κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Τους αγκάλιασα όλους έναν έναν κι όταν έφτασα στον Paul κρεμάστηκα πάνω του και τον φιλούσα ασταμάτητα βάζοντας τα χέρια
μου ανάμεσα στα πυκνά, σγουρά μαλλιά του. Ο χρόνος είχε σταματήσει μέχρι τη
στιγμή που δύο ταξί σταμάτησαν μπροστά μας κι άρχισαν να φορτώνουν τις βαλίτσες
τους. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η απελπισία με είχε κυκλώσει κι ένιωθα εγκλωβισμένη. Να μείνω ώσπου να τους δω να χάνονται στη
στροφή του δρόμου; Να τρέξω να κλειστώ στο σπίτι και να κλαίω;
Ένα
μικρό κασετόφωνο από το πουθενά - έτσι μού φάνηκε, αφού τα μάτια μου δεν έβλεπαν τίποτε άλλο εκτός από τα χέρια
του αγαπημένου μου που
μ’ έσφιγγαν δυνατά πάνω στο στήθος του- άρχισε
να παίζει τα τραγούδια που ακόυγαμε στην disco. Έστριβαν στο τέλος του δρόμου τα
δύο αυτοκίνητα, όταν ακούστηκε η μελωδία μπλεγμένη με τον ήχο της μηχανής, “εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα που αγαπώ
τόσο πολύ, για πες μου θες να μείνω ή να
φύγω...” κι είχα στα χέρια μου ένα τσαλακωμένο χαρτί με μια διεύθυνση κι ένα τηλέφωνο.
Καλοκαίρι
2015.
-
Κίμωνα, τι κάνεις εκεί κάτω τόση ώρα;
Χτυπάει το κινητό σου να στο φέρω;
-Όχι,
έρχομαι αμέσως, ακούστηκε η φωνή του Κίμωνα
που απορροφημένος στις κιτρινισμένες
σελίδες του ημερολογίου είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Μια φωτογραφία
τραβηγμένη με μηχανή που έβγαζε
στιγμιαίες φωτογραφίες, μπλεγμένη ανάμεσά τους, τον παίδεψε λίγο περισσότερο. Άγουρα χαμόγελα, ξεθωριασμένα από τον
χρόνο, τίποτε δεν διακρινόταν καθαρά πια...
Ντινάκι,
η αποθήκη μας είναι γεμάτη με άχρηστα πράγματα. Κάποια στιγμή να ξεκινήσουμε την εκκαθάριση, δεν έχει νόημα να τα
κρατάμε, είπε καθώς ανέβαινε ιδρωμένος τη σκάλα και
το πρόσωπό του άλλαξε όψη.
-Εντάξει, θα γίνει κι αυτό κάποια στιγμή αλλά πες μου
σκέφτηκες κάτι για το ταξιδάκι που λέγαμε;
Οι μέρες περνούν, μην τ΄αφήσουμε για την
τελευταία στιγμή όπως πέρσι.
-Όχι
βέβαια. Παίρνω αμέσως να κλείσω εισιτήρια.
-Εισιτήρια
για πού; Δεν είπαμε κάτι...
- A Paris, αγάπη μου,
a Paris! είπε σιγοτραγουδώντας, ενώ τα
μάτια του της χαμογέλασαν τρυφερά.
*Οι
στίχοι είναι από το τραγούδι ¨Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο¨ σε στίχους και
μουσική του Σταύρου Ζώρα.
*Christophe (
Oh!Mon amour) Διάσημος γάλλος
τραγουδιστής που γνώρισε μεγάλη επιτυχία την δεκαετία του ΄70,με το τραγούδι
αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου