27 Σεπ 2017

"Αχ Αννιό!!" από την Χαρά Χαραλαμπάκη (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Αχ Αννιό!! (10η θέση)



Καλοκαίρι, τέλη δεκαετίας του ’60 και αρχές του 1970. Το μαγαζί της Κατίγκως και του Κυρ Σπύρου βρισκόταν σε μια γωνιά μιας Κρητικής γειτονιάς.
Η «ΜΕΓΑΛΗ ΝΗΣΟΣ» λεγόταν, και είχε μεγαλοπιαστεί η Κατίγκω. Διότι προικώο ήτανε το μαγαζί από τον πατέρα της. Το σχολειό δεν το ‘χε τελειώσει μιας και βοηθούσε από μικρή  στη ΝΗΣΟ. Και έκανε λέει και εισαγωγές από τις έξω χώρες. Έφερνε εξωτικά φρούτα για να καλοπιάνει και τους πλούσιους.
Ο Κυρ-Σπύρος, ο άντρας της, κοινωνικός, καλοκάγαθος και πάντα χαμογελαστός. Ψιλός, λιγνός σα το μολύβι, με ξανθά κατσαρά μαλλιά. Οι γείτονες τον πείραζαν μιας και ο ίδιος ήταν χωρατατζής πολύ. Είχε και την Κατίγκω που της άρεσε να τον θαυμάζουν και να τον σέβονται.
_Καλημέρα Κυρ Πρόεδρε, του λέγαν.
_Ίντα κάνεις μπρε Σήφη. Η Σήφαινα, το Σηφάκι καλά;
Και γελούσαν πλατιά και τα μάτια τους φωτίζανε χαρά.

Είχαν και ένα γιο. Τον Δημητρό. Ευτυχώς έμοιαζε στον πατέρα του. Και στα μέσα και στα έξω του. Κάλιο καλοκάγαθος παρά ξινός και στριφνός σαν τη μάνα του. Χίλιες φορές, έλεγε και ο ίδιος.
Η Κατίγκω  ήταν κοντή, γεματούλα, χωρίς σχεδόν λαιμό και μαύρα κοντά μαλλιά. Είχε τα ίδια σουσούμια με τη γιαγιά της και εννοώ το όνομα. Όνομα και πράμα. Όλους τους δεχόταν στο μαγαζί με ευγένεια και τάχα χαμόγελο μα κανείς δεν ήξερε τι σκεφτόταν. Μυστήριος άνθρωπος.
Οι περισσότεροι πελάτες πήγαιναν για να μαθαίνουν τα νέα της γειτονιάς και όχι τόσο για να ψωνίσουν. Τά ‘χε και η αφιλότιμη πανάκριβα τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα.
Αλλά μιας και ‘μπαίναν έπαιρναν και τι κατιτίς τους….έτσι για να μη φανεί άσκημα αλλά και για να πληρώσουν για την πληροφορία που πήραν. Όλα κι όλα….ήταν τίμιες.
_Ίντα ‘γινε Κυρά Κατίγκω; Ρωτούσα η δεύτερη θειάδα της μόλις έμπαινε στο μαγαζί.
_Κατίνα περικαλώ, ανταπαντούσε εκείνη.
_Ναι, ναι Κατίνα μου, γελούσε η Κυρά Λεφτερία μέσα από τα δόντια της.  Έχεις φακές;
_Κατίνα σκέτο, επέμενε εκείνη.
_Ναι, ναι εντάξει, έλεγε η Κυρά Λεφτερία και πήγαινε να πάρει τις φακές από το δεύτερο ραφί ζερβά όπως την κατεύθυνε η Κατίγκω.
Όσο και να προσπαθούσε να γίνει Κυρία με Κ κεφαλαίο, δεν τα κατάφερνε. Θες λόγο του χαρακτήρα, θες λόγω του ότι δεν μπορούσε με τίποτε να απατήσει την ντοπιολαλιά της, και δεν ήθελε στην πραγματικότητα. Όσο παράξενη ήταν τόσο αγαπούσε τον τόπο της. Αυτό έχω να το λέω και να της το αναγνωρίσω.
Η Κυρά Λεφτερία λοιπόν ήθελε να μάθει για το Αννιό. Το λιγνό ξανθό κορίτσι που είχε φτάσει πρόσφατα από την Αθήνα. Έμενε δίπλα στο σπίτι της. Αλλά δεν ήθελε να δίνει στόχο και έτσι πάντα ρωτούσε την Κατίγκω για τις λεπτομέρειες της διαμονής της.  Ήρθε, λέει, με τους γονέους της γιατί ερωτεύτηκε και μελαγχόλησε. Ο νεαρός πέθανε από αρρώστια. Τέτανο είπανε, όσοι γνώριζαν.
_Και δεν μου λές….επαέ ήρθε και επουσούνισε η μάνα του Αννιού;
Γούρλωσε τις ματάρες της η Κατίγκω!
_Ίντα δουλειά μπρε συ έχει το Αννιό και η μάνα ντου στη  Νήσο μου;
Δεν τους ήθελε με τίποτε. Εστρούφιζε τη μούρη της όταν δεν την έβλεπαν και έφτυνε πίσω της όταν τους έβλεπε.
Τέτοια και άλλα πολλά γινόντουσαν καθημερινά.
Άλλοι γελούσαν μαζί της άλλοι την είχαν από κοντά για να μαθαίνουν νέα και κουτσομπολιά.
_Ίντα θα μαγερέψεις;
_Σήμερο ο Σπυρής μου (έτσι το έλεγε χαϊδευτικά…γιατί κατά βάθος τον αγαπούσε αλλά με τον δικό της τρόπο) θέλει λέει φασούλες. Άκου δα, φασούλες. Αλλά θα του τσι κάμω ανέ  έρθει ο ανεπρόκοπος ο γιος μου να βαστάξει το μαγαζί.
Που τον έχανες που τον έβρισκες το Δημητρό, έξω από το παράθυρο του Αννιού να σουλατσάρει πάνω κάτω, πάνω κάτω. Τάχα πήγαινε ψώνια στα σπίτια των γυναικών, των πλουσίων.  Έτσι βοηθούσε τους γονέους του, του άρεσε ή όχι. Πάντα όμως περνούσε από εκεί να κλέψει έστω μια ματιά της, ένα βλέμμα της.
Το Αννιό, ξανθό όπως σας είπα, ψηλό και σχεδόν είκοσι χρονών.
Με τη δροσιά της νιότης λες και σκορπούσε λουλούδια ευωδιαστά στο πέρασμά της. Εκείνη όμως δεν το καταλάβαινε αυτό. Την περισσότερη ώρα την έβλεπες να κάθεται δίπλα στο παράθυρο να κοιτάζει έξω ή να διαβάζει ή να κεντάει.
Σα ζωγραφιά ήταν με κάδρο το παραθύρι. Και από δίπλα η μεγάλη και γέρικη πια μουριά να κουνάει τα φύλλα της πότε πότε από το απαλό αεράκι που περνούσε ανάμεσά τους.
Στο δίπλα παράθυρο έβγαινε και η κυρά Λεφτερία και της φώναζε:
_Αννιό, καλημέρα. Ίντα κάνεις σήμερο;
_Καλά Κυρία Ελευθερία. Να είστε καλά. Ευχαριστώ. Να εδώ, κεντάω να περάσει η ώρα μου.
Ευγενική, καλόψυχη μα και γραμματιζούμενη για την εποχή εκείνη. Η μάνα της δεν την άφηνε και πολύ να κάμει δουλειές μιας και προτιμούσε να της δίνει χρόνο να διαβάζει. Για να ανοίξει λέει τα μάθια της. Να μπορεί να στέκεται στα πόδια της γιατί λέει τις γνώσεις δεν μπορεί κανείς να σου της κλέψει.
Μια μέρα αναγκάστηκε το Αννιό να πάει στη Νήσο. Δεν την ένοιαζε και πολύ το φέρσιμο της Κατίγκως και δε λογάριαζε τέτοιους ανθρώπους. Απλά τους δεχόταν με χαμόγελο.
_Ααααα…..καλώς το Αννιό μας, τάχα με γλύκα που έσταζε όμως φαρμάκι, η Κατίγκω.
_Γειά σας Κυρία Κατίνα, έλεγε το Αννιό και μόνο γι’αυτό τη συμπαθήσουσε η Κατίγκω. Ηξερε να μιλεί πρωτευουσιάνικα….πολλά είχε μάθει από κείνη. Να φέρεται και να μιλεί όπως εκείνους, τους άλλους, τους διαφορετικούς, γιατί ή Κατίγκω είχε και άλλο χούι. Το χούι του μεγαλοπιάσματος….του λούσου και του φτηνού πλούτου.
_Ξέρετε, η μητέρα μου θα ήθελε λίγο ρύζι για σούπα, ήξερε και τι ήθελε και τι ήταν το κάθε μαγειρικό.
_Ω, σουπίτσα σήμερο μπρε Αννιό με τόσηνα ζέστη;
_Μια μικρή ίωση έχει ο πατέρας μου, Κυρία Κατίνα….
_Περαστικά ντου, περαστικά ντου, απαντούσε η Κατίγκω.
Της έδινε το ρύζι και μόλις έφευγε το Αννιό έβγαζε μια κούκλα πάνινη από το φθαρμένο και βρώμικο γραφείο (που άμα δεν το καθάριζε πότε πότε το Δημητρό προκοπή κι αυτό δεν έβλεπε), και της έμπηγε βελόνες. Παντού. Παντού και χωρίς να βλέπει που. Με μανία, μίσος και έλεγε και κάτι παράξενα λόγια  που της τα ’χε μάθει η άλλη Κατίγκω, η γιαγιά της. Λόγια που λένε ότι με αυτά μάγευε τους ξένους για καλό η κακό.
Και το Αννιό όμως αρρώστησε. Αρρώστησε βαριά γιατί ο χαμός του νέου που αγαπούσε δεν ήταν να τον βαστάξει άνθρωπος γεννημένος.  Έμεινε στο κρεβάτι για αρκετό καιρό. Ο Δημητρός σουλάτσερνε έξω από το παραθύρι της. Για να μάθει πως πήγαινε στην υγεία της.
Μια μέρα, τυχερή να την πούμε, ανέλαβε να φωνάξει τον γιατρό γιατί το Αννιό καλά δεν γινόταν.  Πυρετός, ρίγος, ασυνάρτητα λόγια. Φοβήθηκε το Δημητρό και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Το ‘μαθε η Κατίγκω. Αυτό ήταν! Το όνειρό της θα γινόταν πραγματικότητα. Το Αννιό στο κρεβάτι…ευκαιρία. Πήγε κι αυτή με το γιατρό αφού είχε μαζευτεί κόσμος σπίτι του Αννιού να μάθει τι γίνεται.  Την κούκλα , την πάνινη την είχε στην τσέπη. Και με το χέρι της τη ζουλούσε πότε πότε. Μέσα από τα δόντια της έλεγε ακαταλαβίστικα λόγια. Όλοι οι άλλοι νόμιζαν ότι έψελνε μελωδίες της εκκλησίας για το καλό του κοριτσιού. Που τέτοια τύχη. Τόσο κακό βαλμένο σε ένα τόσο μικρό σώμα και σε μια ακόμη μικρότερη καρδιά.
Το Αννιό κοίταξε για τελευταία φορά τον Δημητρό, κύλησε ένα δάκρυ και έμεινε για πάντα ακίνητη.
Θες η Κατίγκω να φταίει, θες ότι δεν άντεξε το χαμό του έρωτά της;
Κανείς δεν έμαθε ποτέ…ή μπορεί και να το ξέρει ακόμη η Κατίγκω. Η Κυρία Κατίγκω.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου