27 Σεπ 2017

"Ένα κόκκινο δειλινό" από την Ερατώ Τριβιζά (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Ένα Κόκκινο Δειλινό (10η θέση)



Πίεσε την πλάτη του στον κατεστραμμένο τοίχο. Έσφιξε το τουφέκι στην αγκαλιά του. Ανέπνευσε μία φορά. Ανέπνευσε δεύτερη φορά. Σηκώθηκε και πυροβόλησε. Ξανά έπεσε κάτω.
Πάνε δύο χρόνια που άρχισε αυτός ο αδυσώπητος πόλεμος. Πάνε δύο χρόνια που βρίσκετε εκεί και πολεμάει. Έχουν φτάσει σε ένα χωριό τώρα. Ένα χωριό κοντά στα βουνά που κάποτε ήτανε γεμάτο γέλια και πανηγύρια. Πλέον το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ήχοι του πολέμου. Τώρα κάθεται πίσω από έναν μισογκρεμισμένο τοίχο, ενός άλλοτε ευτυχισμένου σπιτιού.
Κοίταξε τριγύρω του. Μία φωτογραφία ήταν το μόνο που είχε απομείνει στον απέναντι εξίσου γκρεμισμένο τοίχο. Ένα ζευγάρι, όχι πάνω από τα τριάντα, χαμογελαστό, σε μία καταπράσινη αυλή. Μάλλον έτσι ήταν η αυλή αυτού του σπιτιού κάποτε. Πόσο χαρούμενοι φαίνονταν. Άραγε επέζησαν από την επιδρομή; Άραγε είναι κάπου ασφαλείς ή κείτονται νεκροί μέσα στους χιλιάδες πρόχειρους τάφους στην άκρη του χωριού; Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Προσπαθούσε να έχει το μυαλό του καθαρό, αφοσιωμένο στο στόχο του.

Σηκώθηκε από την άβολη κρυψώνα του και πυροβόλησε άλλες δυο φορές. Ξανά κρύφθηκε. Έβλεπε τον ήλιο να δύει και να χρωματίζει τον ουρανό με μωβ και πορτοκαλί πινελιές. Πάντα του άρεσε να βλέπει το ηλιοβασίλεμα. Καθόταν με τις ώρες και το κοίταζε πριν. Πριν από όλη αυτήν την κτηνωδία. Πριν έπαιρνε ένα ψάθινο καλάθι. Το γέμιζε με τοστ και χυμούς, που καθόταν με τις ώρες και έστυβε, έβαζε ένα τραπεζομάντιλο και ένα γαρύφαλλο. Πόσο της άρεσαν τα γαρύφαλλα. Της έδινε κάθε φορά ένα όταν συναντιόντουσαν. Εκείνη με το κατακόκκινο φόρεμα της μια πινελιά χρώματος μέσα στην ασπρόμαυρη ζωή του. Τα γαλάζια μάτια της, δύο απέραντες θάλασσες, τον κοίταζαν σαν να ήταν ένα θαύμα. Δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει γιατί τον κοίταζε έτσι ενώ εκείνη ήταν το θαύμα στην ζωή του.
Θυμάται το χαμόγελο της την πρώτη μέρα που την πλησίασε. Σχεδόν τραύλισε καθώς της ζήταγε να πάνε στον κινηματογράφο. Δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομα της ταινίας. Ούτε την είδε καθώς σε όλη την διάρκεια της κοίταζε εκείνη. Τα γυαλιστερά της μάτια στο τέλος, όπου μάλλον είχε πεθάνει ο πρωταγωνιστής, αλλά δεν είχε σημασία δεν ήθελε να ξαναδεί θαμπά τα μάτια της. Έβαλε σκοπό εκείνη την ημέρα να την κάνει να γελάει με οποιοδήποτε τρόπο. Την έκανε να γελάει και εκείνο το βράδυ καθώς περπατούσε δίπλα της. Δεν ήθελε να χωριστούνε αλλά έπρεπε να μπει στο σπίτι της και φοβόταν λίγο τον πατέρα της. «Τα λέμε αύριο» η φωνή της ακόμα ηχεί στα αυτιά του σαν την ομορφότερη μελωδία. «Όπως διατάξετε δεσποινίς» υποκλίθηκε, έτσι όπως είχε κάνει πρόβα τόσες φορές για να φανεί κύριος, αν και στην πραγματικότητα ήταν απλά ένα φτωχόπαιδο.
Οι πυροβολισμοί ακούγονται πλέον πιο κοντά. Τους πλησιάζουν. Όλοι οι άντρες γύρω του τρέχουν πιο μέσα στο χωριό. Πρέπει να τους ακολουθήσει. Σηκώνεται από την μικρή του κρυψώνα και τρέχει όπως δεν έτρεξε ποτέ. Στο ένα χιλιόμετρο έπεσε πίσω από έναν άλλον τοίχο. Μόνο τοίχοι είχαν απομείνει σε αυτό το χωριό. Κανένα σπίτι ολάκερο.
Πολλοί έχουν σχεδόν ξεχάσει τα πρόσωπα των δικών τους, τις φωνές τους. Εκείνος δεν μπορεί να αφήσει την μελωδική της φωνή να ξεφύγει από το μυαλό του.
«Καληνύχτα»
θυμάται να του λέει λίγο πριν σκύψει και την φιλήσει στο στόμα. Ακόμα νιώθει το στομάχι του να μουδιάζει και όλο το κορμί του να μυρμηγκιάζει. Ακόμα θυμάται την γεύση κανέλας που είχαν τα χείλη της. Την παλίρροια που κατέκλεισε τα μάτια της. Την ίδια παλίρροια που κοίταζε δύο μήνες μετά καθώς ξάπλωνε δίπλα της ένα βράδυ. Το βράδυ. Το βράδυ που επιτέλους ένιωσε ευτυχισμένος γιατί ήξερε ότι ήταν δικιά του. Το πρωί που άκουσε για πρώτη φορά ‘καλημέρα’ από τα χείλη της. Τα κατακόκκινα χείλη της.
Εκρήξεις. Πυροβολισμοί. Δεν ήθελε αυτήν την ζωή. Δεν ήθελε τίποτα από αυτά. Το μόνο που ήθελε ήταν εκείνη. Ήθελε να ήταν άξιος για εκείνη. Όμως η χώρα του τον είχε ανάγκη. Εκείνος είχε ανάγκη τα χείλη της. Τα κατακόκκινα χείλη της. «Θα γυρίσω ελεύθερος» της είχε πει στο σταθμό του τρένου όπου με δάκρυα στα μάτια του έλεγε ότι τον αγαπάει. Το κόκκινο φόρεμα της ανέμιζε στον αέρα. Τα κατάμαυρα μαλλιά της μπλέκονταν με τα δάκρυα της. Μια κόκκινη πινελιά μέσα σε ένα μουντό σταθμό. Πόσο την αγαπούσε αυτήν την κόκκινη πινελιά.
Οι πυροβολισμοί είχαν σταματήσει. Μια απόκοσμη ησυχία τους αγκάλιασε. Ο ουρανός είχε γίνει πλέον κόκκινος πριν εξαφανιστεί εντελώς ο ήλιος πίσω από τα βουνά για να ξεκουραστεί. Ο μόνος που θα ξεκουραστεί απόψε.
Πλέον το φεγγάρι θα βλέπει. Το φεγγάρι θα παρακολουθεί. Εκείνος έτρεχε. «Υποχώρηση» φώναζε η βραχνή φωνή, γεμάτη γρέζι, του λοχία. Όλοι τρέχανε σαν πρόβατα που τα κυνήγαγε ο λύκος. «Υποχώρ…» κόπηκε στην μέση από έναν πυροβολισμό. Ο λοχίας έπεσε στα γόνατα πριν χτυπήσει το κεφάλι του στο χώμα. Τον κοίταξε σαστισμένος. Πήγε να τρέξει δίπλα του αλλά ένας άλλος στρατιώτης τον έπιασε από τον ώμο και τον τράβηξε. «Που πας ωρέ;». «Έπεσε κάτω… Πρέπει…» άρχισε να λέει αλλά η φωνή του καλύφθηκε από μια έκρηξη όχι αρκετά μέτρα μακριά. «Είσαι χαζός; Πάπαλα αυτός! Πάμε» φώναξε για να ακουστεί και έφυγε μπροστά. Έμεινε να τον κοιτάζει.
Άρχισε και εκείνος να τρέχει. Δεν είχε που να κρυφθεί. Άλλωστε δεν ήταν και ποτέ κρυμμένος. Δεν μπορεί κανείς να κρυφθεί από τον πόλεμο. Κάποια στιγμή θα σε βρει και θα σε ρουφήξει στην δίνη του. Ένιωσε ένα τσούξιμο στο πλευρό του. Κάτι είχε μουσκέψει την μπλούζα του. Κοίταξε ανεπαίσθητα πάνω να δει άμα έβρεχε. Το βλέμμα του σκοτείνιασε μόλις κοίταξε κάτω. Δεν σταμάτησε να τρέχει. «Όχι το υποσχέθηκα» ψέλλισε. Συνέχισε να τρέχει μέχρι να μην νιώθει τα πόδια του. Έκατσε πίσω από έναν τοίχο. Άλλον έναν τοίχο. Άλλον ένα καταραμένο τοίχο που θα έπρεπε να ήταν σπίτι. Είχε χάσει αρκετό αίμα. Κρύωνε.
«Θα γυρίσω ελεύθερος» της είχε είπε. Εκείνη έκλαιγε. «Να γυρίσεις ζωντανός» του είχε πει. «Μόνο ελεύθερος θα μπορώ να ζήσω» της είπε καθώς της σήκωνε το κεφάλι απαλά. Έσκυψε να την φιλήσει. Η γεύση της κανέλας είχε μπλεχτεί με την αλμύρα των δακρύων της. «Μην πεθάνεις» του είχε πει πιο γλυκά. «Θα γυρίσω ζωντανός για εσένα». «Μου το υπόσχεσαι;». Δεν μπορούσε να κομπιάσει τώρα. «Ναι στο υπόσχομαι» της είχε πει χωρίς να ξέρει άμα μπορούσε να κρατήσει την υπόσχεση. Η ελπίδα όμως πάντα χρειάζεται.
«Έχει χάσει πολύ αίμα» άκουσε μια φωνή. «Γάζες. Φέρτε γάζες» η ίδια φωνή σχεδόν ούρλιαζε. Εκείνος όμως έβλεπε τα μάτια της να τον κοιτάνε. Δεν μπορούσε να πεθάνει όχι τώρα. «Που στο διάβολο είναι οι γάζες» η φωνή ξανά ακούστηκε. «Συγνώμη» εκείνος ψέλλισε. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε σαστισμένη η φωνή που ζητούσε συνεχώς γάζες. ΄
«Συγνώμη που δεν θα γυρίσω σε εσένα» ξανά είπε. «Δεν πειράζει αγάπη μου» απάντησε εκείνη. Καθόταν δίπλα του και του κράταγε το χέρι. Φορούσε το κόκκινο φόρεμα της και το κόκκινο κραγιόν της. Τα μαλλιά της έπεφτα στο πρόσωπο. Έκανε κίνηση να τα παραμερίσει αλλά ο πόνος τον πλημμύρισε. «Μην κουνιέσαι χαζούλη» του χαμογέλασε. Πόσο το αγαπούσε αυτό το χαμόγελο. «Πολέμησες για τα ιδανικά σου» του είπε. Εκείνος απλά την κοίταζε. «Είσαι ελεύθερος» του ψιθύρισε. «Είμαι ελεύθερος» εκείνος φώναξε.
Σηκώθηκε και της έπιασε το χέρι. Κοντοστάθηκε και είδε το κορμί του ακόμα ξαπλωμένο πίσω από τον τοίχο. «Μην ανησυχείς θα είμαι εντάξει». Γύρισε και την κοίταξε ξαλαφρωμένος. «Το υπόσχεσαι;» της είπε. «Το υπόσχομαι» απάντησε χωρίς να κομπιάζει. Την ακολούθησε.
«Όχι… Όχι… ΟΧΙ» φώναξε η ίδια φωνή που χρειαζόταν γάζες. «Μην εγκαταλείπεις.. Σε παρακαλώ όχι άλλος» δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Προσπάθησε να συγκρατηθεί αλλά η πίεση ήταν αρκετή. «Ώρα θανάτου…. Ξέρω γω;… βράδυ.. γράψε βράδυ» το χέρι του έτρεμε καθώς άφηνε την πληγή του συναγωνιστή του. «Από πυροβολισμό…» συνέχισε. «Γιατρέ δεν χρειάζεται συνεχώς να λέμε…». «Χρειάζεται. Πάντα χρειάζεται» του έκλεισε τα μάτια. Σηκώθηκε. «Πάμε μας πλησιάζουν». Τον άφησαν εκεί.




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου