4 Νοε 2019

"Μπορείς" του Έρικ Σμυρναίου


Οι σοφίτες έχουν τη δική τους ιδιαίτερη μαγεία: Είναι θεματοφύλακες αναμνήσεων που αποκρυσταλλώθηκαν σε κεχριμπαρένιες φωτογραφίες, σκονισμένα δώρα και αντικείμενα που έχασαν τη χρησιμότητά τους. Καλύπτονται από πέπλα χρυσαφένιας σκόνης και αν κάποιος σταθεί ακίνητος και σιωπηλός, αν κλείσει τα μάτια του και τις αφουγκραστεί, θ' ακούσει τους ψιθύρους των αιώνων να πλέουν γύρω του, στον στάσιμο αέρα.
Είχα εισβάλλει λάθρα σ' εκείνο το έρημο νεοκλασικό. Ως φανατικός λάτρης των αστικών εξερευνήσεων, συνήθιζα να επισκέπτομαι τις ξεχασμένες γωνιές της πόλης, έρημα εργοστάσια, εγκαταλελειμμένα σπίτια, υπόγεια καταφύγια του μεσοπολέμου που κρύβονται κάτω από χορταριασμένα ναυπηγεία. Το συγκεκριμένο σπίτι, ένα διώροφο αρχοντικό που είχε χτίσει στις αρχές του περασμένου αιώνα  κάποιος έμπορος απ' την Πόλη, έστεκε ακόμα βλοσυρό και ρημαγμένο, ανάμεσα σε απρόσωπες πολυκατοικίες με στενά μπαλκόνια και άσχημα κάγκελα. Είχε κάτι το μυστηριακό: Λεκιασμένα πρόσωπα μικρών σάτυρων από ραγισμένο γύψο περιβάλλανε σφαλιχτά παράθυρα με σάπια παντζούρια. Περίτεχνα κάγκελα σκεπασμένα με κοράλλια σκουριάς στόλιζαν ένα μικρό μπαλκόνι. Η δύρριχτη οροφή του ήταν σκεπασμένη με χορταριασμένα κεραμίδια που μοιάζανε με δρακοφολίδες. Κάτω απ' το αμβλυγώνιο τρίγωνο της στέγης του, διαγραφόταν ένα στρογγυλό παράθυρο. Το τζάμι του παρέμενε ακέραιο, στολισμένο μ' ένα σπειροειδές σχέδιο από πράσινες κόκκινες και γαλάζιες πινελιές που το έκαναν να μοιάζει με μάτι μόνιμα ανοιχτό. 

Τώρα ήμουν μόνος. Βυθισμένος στην ανάσα μια άλλης εποχής. Η σοφίτα ήταν μεγάλη, γεμισμένη μ' ετερόκλητα αντικείμενα: Σκοροφαγωμένες καρέκλες με λιονταρίσια πόδια και βελούδινα καλύμματα που κατέληγαν σε χρυσαφένια κρόσσια. Σμπαραλιασμένα λαμπατέρ, ξύλινα σεντούκια με βαριές κλειδαριές και ογκώδεις μεντεσέδες. Μια πολυθρόνα  από ραγισμένο δέρμα καπιτονέ που είχε ασπρίσει από τη σκόνη στεκόταν μπροστά από ένα μικρό, εξίσου σκονισμένο, γραφείο. Στους τοίχους κρέμονταν θολές γκραβούρες και σκίτσα από σινική μελάνι. Ένα παχύ χαλί με ασαφή σχέδια κάλυπτε το δάπεδο. Μπροστά μου έστεκε μια περίτεχνη βιβλιοθήκη, ένα κατασκεύασμα από έβενο με περίπλοκα σκαλίσματα που απλώνονταν ελικωτά ανάμεσα στα ράφια του. Επάνω τους αναπαύονταν δεκάδες βιβλία με δερμάτινες ράχες, προστατευμένα από γυάλινες πόρτες που είχαν θολώσει απ' τη σκόνη.
Αναρωτήθηκα πως είχε καταφέρει να επιβιώσει εκείνη η σοφίτα όλα αυτά τα χρόνια, ανέγγιχτη από διαρρήκτες, τοξικομανείς και λοιπούς άρπαγες. Ίσως γιατί για να μπω εκεί μέσα είχα αναγκαστεί να σκαρφαλώσω στην κουπαστή μιας ετοιμόρροπης σκάλας και να σπρώξω με όλη μου τη δύναμη μια μπλοκαρισμένη καταπακτή. Στάθηκα ακίνητος, μπροστά στη βιβλιοθήκη και κράτησα την αναπνοή μου. Ήταν μια μαγική στιγμή: Η σκιερή σοφίτα γέμισε απ' τον μακρινό αχό των αυτοκινήτων που έτρεχαν στον δρόμο, μπροστά στην πρόσοψη του έρημου σπιτιού. Το βουητό τους ανέβαινε σε αργά κύματα και ηχούσε πνιχτό και απόμακρο. Κάποια περιστέρια γουργούριζαν στα κεραμίδια της οροφής. Το στρογγυλό παράθυρο ζωγράφιζε μια πολύχρωμη δέσμη από φως που διέσχιζε ένα σύννεφο χρυσαφένιας σκόνης και έπεφτε πάνω στο χαλί, που τώρα μπορούσα να δω ότι το κάλυπταν κυκλικά, ομόκεντρα σχέδια. Γύρω μου διαγραφόταν αχνά οι σκιές του χρόνου, τα δεκάδες αντικείμενα που γέμιζαν την υπέροχη σοφίτα.
Άνοιξα τα τζαμένια φύλλα της βιβλιοθήκης υποταγμένος λες σε μια ξένη θέληση. Το ξεθωριασμένο άρωμα των παλιών βιβλίων, ένα μείγμα αρχαίου χαρτιού και αποξηραμένου δέρματος, άγγιξε τα ρουθούνια μου.  Έπιασα ένα από τα δερματόδετα βιβλία και το άνοιξα στην τύχη. Ανάμεσα στα φύλλα του βιβλίου υπήρχε ένα μάτσο φωτογραφίες. Κιτρινισμένες και εύθρυπτες, απεικόνιζαν το πρόσωπο και το μπούστο μιας όμορφης γυναίκας. Είχε υπέροχα μάτια: Μεγάλα και αμυγδαλωτά, ήταν σκοτεινά, στοχαστικά, και εξέπεμπαν μια παράξενη δύναμη, μια δίψα.  Μέτωπό πλατύ κάτω από κατάμαυρα μαλλιά, μύτη αρχαιοελληνική και στόμα όμορφο, σαρκώδες αλλά κλειστό, σφιγμένο σε μια γραμμή άκαμπτης αποφασιστικότητας. Περιεργάστηκα μια-μια όλες τις φωτογραφίες: Σε κάποιες έμοιαζε σκεπτική, σε κάποιες θυμωμένη, σε κάποιες γαλήνια αλλά σοβαρή. Σε όλες όμως υπήρχε εκείνο το σκοτεινό βλέμμα, το γεμάτο θέληση και δίψα.
 Οι σελίδες του βιβλίου περιείχαν και ένα χειρόγραφο κείμενο. Κάποιου είδους ημερολογίου υπέθεσα, Ήταν ευανάγνωστο. Διάβασα στα πεταχτά κάποιες παραγράφους και ένας σπινθήρας έκπληξης άστραψε μέσα μου. Το κείμενο δεν ήταν ημερολόγιο, ήταν μια μαγική επωδός. Μια επίκληση για αιώνια ζωή, μια απόπειρα απόδρασης από την ειμαρμένη του θανάτου. Ξανακοίταξα το πρόσωπο της όμορφης γυναίκας στις κιτρινισμένες φωτογραφίες και κατάλαβα τη φύση της δίψας που ακτινοβολούσε: Ήταν μια δίψα για ζωή.  
Ενάντια σε κάθε λογική, ευχήθηκα ξαφνικά να τα είχε καταφέρει. Τη φαντάστηκα ν' ανεβαίνει τις νύχτες σ' εκείνη τη σοφίτα, να κάθεται στο γραφείο και να γράφει την επίκλησή της. Αναρωτήθηκα πως να ηχούσαν οι παράξενες εκείνες λέξεις. Κάθισα σταυροπόδι στο κέντρο του χαλιού, μαζί με τις φωτογραφίες, μέσα στην πολύχρωμη δέσμη του φωτός που έμπαινε από το στρογγυλό παράθυρο και τη διάβασα αργά και δυνατά.  
Ύστερα έμεινα σιωπηλός και ξανακοίταξα τις φωτογραφίες. Ευχήθηκα να μπορούσα να μιλήσω με την παράξενη κοπέλα, να μάθω τα μυστικά της και να βυθίσω το βλέμμα μου μέσα σ' εκείνα τα σκοτεινά μάτια, τα τόσο στοχαστικά, τα τόσο αποφασισμένα.
Και τότε ένα απαλό χέρι με άγγιξε στον ώμο και μια βελούδινη φωνή χάιδεψε τ' αυτιά μου:
"Μπορείς". 
΄Ερικ Σμυρναίος
02.11.2019.

1 σχόλιο:

  1. Το κείμενο δεν ήταν ημερολόγιο, ήταν μια μαγική επωδός. Μια επίκληση για αιώνια ζωή, μια απόπειρα απόδρασης από την ειμαρμένη του θανάτου.

    Βυθίστηκα στην ομορφιά του αγαπητέ Έρικ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή