23 Δεκ 2018

"Αχ Αγάπη" από την Αγάπη Ντόκα

Ο κουραμπιές



Οι συνταγές έλεγαν: φρέσκο βούτυρο, ζάχαρη, αυγό, καρύδια, αλεύρι, άχνη, σπορέλαιο, μπίρα, σόδα, κονιάκ, χυμό και ξύσμα πορτοκαλιού, κανέλα και γαρύφαλλα, μπέικιν, μέλι. Κοίταξε μέσα στον ντουλάπι τι υπήρχε, σημείωσε σ’ ένα χαρτί τι χρειαζόταν και πήγε στο σούπερ μάρκετ για προμήθειες.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, αυτός έφτιαχνε τα γλυκά στο σπίτι. Από μικρός είχε μανία με τη ζαχαροπλαστική και χωνόταν στα πόδια της μάνας του κάθε φορά που έβγαζε στη φόρα φόρμες, ταψιά και λαδόκολες. Εκείνη χαιρόταν με την περιέργειά του αυτή, μοναχογιός βλέπεις. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια κι έμενε ανύπαντρος, απ’ τη μια στεναχωριόταν που δεν θα ’βλεπε εγγόνια κι απ’ την άλλη χαιρόταν που θα την γηροκομούσε. Αυτός κι αυτή, οι δυο μαζί, από τότε που ο μικρός ήταν στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού κι εκείνη δεν άντεξε τον καταπιεστικό σύζυγο και τον χώρισε.

Γύρισε με φορτωμένες τις τσάντες που είχε πάρει απ’ το σπίτι – η μαμά δεν τον άφηνε να αγοράζει νάιλον σακούλες. Έβγαλε τα παπούτσια στο χολ και καθάρισε τις σόλες μ’ ένα βρεμένο πανί – η μαμά είχε μανία με την καθαριότητα. Κρέμασε στην ντουλάπα τα ρούχα του – η μαμά δεν ήθελε να φαίνονται ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί. Πιάστηκε να τακτοποιεί τα ψώνια – η μαμά έλεγε ότι εκείνος έπρεπε να τα βάζει στα ντουλάπια.
Εκείνη μαγείρευε το μεσημεριανό τους, κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Στο νεροχύτη είχαν μαζευτεί τα σκεύη που είχε χρησιμοποιήσει, έβαλε μια ποδιά – η μαμά είχε μπόλικες για να μην λερώνονται τα ρούχα – κι έπιασε να τα πλένει. Οι δυο τους δούλευαν σαν ένας, δεν χρειαζόταν να του πει τι έπρεπε να κάνει, τον είχε εκπαιδεύσει καλά.
Αφού καθάρισε και γυάλισε τον πάγκο, έπιασε τη ζύμη για τα μελομακάρονα, τα φούρνισε και όση ώρα ψήνονταν εκείνα, έπλασε και τους κουραμπιέδες. Τους έψησε κι εκείνους, τους πασπάλισε με μπόλικη άχνη και μέλωσε τα μελομακάρονα. Όλα μπήκαν σε πιατέλες πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, να μοσχοβολάει το σπίτι και να κερνιούνται οι επισκέπτες.
Έφαγαν το μεσημεριανό τους, η μαμά πήγε να ξαπλώσει κι εκείνος ανέλαβε να τακτοποιήσει την κουζίνα. Φυτεύτηκε στην τηλεόραση όλο το μεσημέρι και βγήκε μία βόλτα για καφέ το απόγευμα.
«Μην αργήσεις», του φώναξε καθώς έβγαινε απ’ την πόρτα.
«Όχι, θα είμαι πίσω για το βραδινό», της απάντησε.
Μόλις οι δείκτες έδειξαν εννιά, έμπαινε στο σπίτι. Εκείνη είχε ετοιμάσει τραχανόσουπα που ήταν ό,τι έπρεπε για το κρύο. Τη ρούφηξαν, γυάλισαν τα πιάτα τους με το ψωμί και η μαμά αποσύρθηκε στο σαλόνι, να δει το αγαπημένο της πρόγραμμα. Εκείνος, αφού έπλυνε, σκούπισε και τακτοποίησε τα πιάτα, σφουγγάρισε την κουζίνα και πήγε να καθίσει δίπλα της.
Η μαμά ζήτησε τσάι κι εκείνος σκίστηκε να φτιάξει και για τους δυο τους από ένα φλιτζάνι. Την ώρα που το έπιναν, του ήρθε επιθυμία για έναν κουραμπιέ. Σηκώθηκε, πήρε έναν στο χέρι, τον δάγκωσε και ήρθε η φωνή: «Χαρτοπετσέτα πήρες;»

Αυτός που καταπιέζεται, όταν του δοθεί η ευκαιρία, γίνεται καταπιεστής;
Πόσο αντέχει κάποιος να αντιστέκεται και πότε γίνεται πειθήνιο όργανο;
Αχ, καταπιεστική αγάπη…
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου