18 Δεκ 2018

"Στα χνάρια του τρόμου" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Αδιέξοδη Συνείδηση

Ατελείωτη μοιάζει αυτή η έκταση. Δεν ξέρω πόσο πολύ περπατάω, ούτε καν που πηγαίνω. Το μυαλό μου είναι θολό. Μπορεί και νεκρό Δεν θυμάμαι τίποτα. Απλά έχω βρεθεί εδώ και περπατάω. Κοιτάζω γύρω μου σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καταλάβω τι είναι αυτό το μέρος. Ουτοπία; Άλλη διάσταση παράλληλη; Φανταστική; Μάταια. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Ίσως και να μην είμαι ζωντανή. Ίσως να έχω πεθάνει και κάπως έτσι να μοιάζει η ζωή μετά.
Από την άλλη... πεινάω. Είναι δυνατόν να έχω πεθάνει και να έχω κάποιες αισθήσεις; Άραγε έχω καιρό να φάω; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ίσως λίγο πριν ξεκινήσω να περπατάω. Τελικά πόσος καιρός μπορεί να πέρασε; Να ξεκίνησα τάχα πρωί; Βράδυ; Χθες; Την προηγούμενη εβδομάδα; Μήπως πέρασε μήνας; Αδύνατον να θυμηθώ, όσο κι αν προσπαθώ. Σε λίγο θα πιστέψω πως δεν υπήρχε το πριν, απλά με κάποιο τρόπο βρέθηκα σ' ένα δαιμονικό “τώρα”.
Κι άλλη αίσθηση. Διψάω. Διψάω πολύ. Και συνεχίζω να πεινάω. Ω, Θεέ μου πόσο πεινάω! Μα πως είμαι έτσι; Βρώμικη, εξαθλιωμένη, νηστική, διψασμένη. Νομίζω πως έχω και παραισθήσεις. Μα το χειρότερο είναι, πως είμαι χωρίς μνήμες. Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ξεκίνησα να περπατάω; Πώς βρέθηκα σε αυτή την έρημο και κυρίως γιατί; 

Συνεχίζω τα κουρασμένα μου βήματα προσπαθώντας να συγκεντρώσω με κάποιον τρόπο τις σκέψεις μου, αλλά φαντάζει αδύνατον. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα απολύτως. Γιατί όμως; Κάτι πρέπει να συνέβη και να μου έσβησε τις μνήμες. Τι μπορεί να ήταν αυτό; Όχι πως έχει σημασία τώρα πια. Είμαι εξαντλημένη.  Φοβάμαι πως δεν θ' αντέξω. Η έρημος δεν χαρίζεται. Στέκομαι για μια στιγμή και κοιτάζω. Αν μη τι άλλο, να τσεκάρω καλά το μέρος που θα σαπίσει το κουφάρι μου. Μα τι λέω; Τι να τσεκάρω; Μια αχανής έκταση καλυμμένη από κοκκινόχωμα. Ή μήπως κάνει αντανάκλαση ο κόκκινος ουρανός; Αντανάκλαση; Πάει, τα έχω παίξει. Για περίμενε... Κόκκινος ουρανός; Αλήθεια, είναι κόκκινος. Κανένας ήλιος, κανένα φεγγάρι, κανένα σύννεφο. Ένας κόκκινος ουρανός απλωμένος πάνω από την κατακόκκινη επιφάνεια της γης.
Που είμαι;;; Σε ποια γαμημένη διάσταση έχω βρεθεί;” φωνάζω απελπισμένα με όση δύναμη μου έχει απομείνει.
Ένα γέλιο. Ένα γέλιο που διαπερνάει τα τύμπανά μου.
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ;;;” ουρλιάζω τώρα με στριγκή φωνή. “Ποιος είσαι; Τι είσαι; Φανερώσου!”.
Το γέλιο ξανακούγεται. Είναι άραγε αληθινό; Ναι, μάλλον γιατί συνεχίζω να το ακούω.
ΚΟΦΤΟ!” φωνάζω και πάλι έτοιμη να βάλω τα κλάματα. “Υπάρχει κάποιος εδώ; Απαντήστε μου!”.
Σιωπή νεκρική. Ησυχία απόλυτη. Δηλητηριώδης. Τη ρουφάω, τη νιώθω μέσα στα πνευμόνια μου μολυσμένη, πνιγερή. Πεθαίνω. Όχι, δεν πεθαίνω. Τρελαίνομαι. Κοιτάζω τριγύρω. Ερημιά. Κόκκινο τοπίο, αρρωστημένο, τρελό. Σχιζοφρενικό. Αγριεύω, το νιώθω. Είμαι μόνη μου. Μόνη μου σε μια απέραντη έκταση χωρίς να υπάρχει ίχνος ζωής. Ούτε καν ένα φυτό. Ένα φύλλο. Τα μάτια μου πρέπει να έχουν πεταχτεί από τις κόγχες τους. Η λογική δραπετεύει. Με πιάνει φαγούρα. Έντονη, ενοχλητική. Ξύνομαι, ξύνομαι πολύ. Ακόμα και τα ρούχα μ' ενοχλούν. Μορφάζω, τσαντίζομαι, θέλω να τα σκίσω, δεν τ' αντέχω πάνω μου. Τα βγάζω και μένω γυμνή. Νιώθω καλύτερα. Όχι, νιώθω χειρότερα. Προσπαθώ να σκεφτώ. Δεν μπορώ. Το τοπίο είναι παράλογο, ο νους δεν το συλλαμβάνει. Οι αισθήσεις παραδίνονται σε μια τρέλα που μοιάζει παντοδύναμη, αν και άφαντη. Αλλά υπάρχει. Είναι εδώ.
Αποφασίζω να κάνω μεταβολή. Όπου και να πάω χαμένη είμαι. Να πάει στα κομμάτια λοιπόν. Θέλω να πάω από την άλλη. Περπατάω. Περπατάω. Περπατάω πιο γρήγορα. Περπατάω ακόμα πιο γρήγορα. Τρέχω. Τρέχω σαν αγρίμι. Σταματάω. Κοιτάζω. Αφουγκράζομαι. Σκατά. Τίποτα. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Όχι, δε θα τα βάλω. Πέφτω στα γόνατα. Περπατάω στα τέσσερα. Σέρνομαι. Το γυμνό μου κορμί γδέρνεται. Δε με νοιάζει. Κάτι βλέπω. Μια πέτρα. Λίγο μεγάλη. Κάτι έχει πάνω. Συνεχίζω να σέρνομαι. Είμαι πιο κοντά τώρα. Αντικρίζω τρομαγμένη ένα φ... φί... Όχι ρε πούστη μου, ΌΧΙ!!! Τα φοβάμαι τα φίδια. Τα τρέμω. Που βρέθηκε εδώ την τύχη μου; Ούτε σκουλήκι δεν κυκλοφορεί. Αυτά τουλάχιστον θα τα έτρωγα, όσο αρρωστημένο κι αν ακούγεται. Πρέπει να επιβιώσω, αν και δεν ξέρω πλέον το νόημα μιας και βρέθηκα παγιδευμένη εδώ. Όμως πρέπει. Τραβιέμαι σιγά σιγά προς τα πίσω για να απομακρυνθώ. Τρέμω στην ιδέα και μόνο πως θα ξυπνήσει. Σταματάω και πάλι. Μια τρελή σκέψη θρονιάζεται στο μυαλό μου. Λες; Όχι, όχι γαμώτο, είναι αρρωστημένο. Δεν μπορώ να το κάνω. Αρρωστημένο; Και τι είναι υγιές σε αυτό το τοπίο του τρόμου; Το ξανασκέφτομαι. Ανακατεύομαι. Ο λαιμός μου κάνει προσπάθεια να καταπιεί το στεγνό μου σάλιο. Δάκρυα επίσης στεγνά κοροϊδεύουν τα μάγουλά μου. Το αποφασίζω. Πλησιάζω αθόρυβα. Κοιμάται. Σηκώνω το χέρι μου ψηλά τεντώνοντας την παλάμη μου σε μια κοφτή λαβή. Ελπίζω και θανατηφόρα.
Τη γάμησες” του απευθύνομαι κατεβάζοντας τη λαβή μου με ταχύτητα πριν το μετανιώσω, αποκεφαλίζοντάς το. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ αν το έκανα εγώ αυτό. Το αρπάζω γρήγορα. Αρχίζω να το δαγκώνω. Ξερνάω. Το ξαναδαγκώνω. Ξερνάω και πάλι. Συνεχίζω ουρλιάζοντας, κλαίγοντας, ξερνώντας. Το γέλιο ξανακούγεται.
Σε τσάκισα!” φωνάζω υστερικά, “φανερώσου και σε τσάκισα!”.
Τίποτα δε φανερώνεται όμως. Δεν έχω επιλογές. Με το υπόλοιπο φίδι στο χέρι, συνεχίζω. Πόσο περπατάω άραγε; Το μυαλό μου, ποιο (;) δεν μπορεί να υπολογίσει τίποτα πλέον. Πολύ μακριά στο βάθος κάτι φαίνεται. Τρέχω. Τα πόδια μου έχουν πάρει φωτιά. Δε με νοιάζει τι θα συναντήσω, αρκεί να συναντήσω κάτι. Όσο κι αν τρέχω όμως, δεν μπορώ να το πλησιάσω. Μοιάζει τόσο ανέφικτο να φτάσω!
Κόβω ταχύτητα. Γονατίζω απελπισμένη. Το φίδι πάλλεται στο χέρι μου. Το πετάω μακριά τρομαγμένη και βάζω τα κλάματα. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να συναντήσω κάποιον. Όποιον να 'ναι. Να του μιλήσω, να του πω πως είμαι η... Αλήθεια, ποια είμαι; Ποια είμαι γαμώτο;
Ας με βοηθήσει κάποιος!” φωνάζω. “Θέλω να φύγω από δω! Δεν αντέχω αυτή τη γη, δεν αντέχω αυτόν τον ουρανό, δεν το μπορώ αυτό το αιματικό τοπίο! Βοηθήστε με σας παρακαλώ!”.
Τα μάτια μου τσούζουν. Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά και ατενίζω το απέραντο τοπίο. Μια περίεργη αίσθηση με διακατέχει σα να έχει αλλάξει κάτι. Ή... σα ν' αλλάζει κάτι. Νιώθω μια υγρασία που είμαι σίγουρη πως πριν δεν υπήρχε. Ξεχνάω την απελπισία μου, ξεχνάω τα πάντα. Συγκεντρώνομαι στη νέα αίσθηση και σηκώνομαι όρθια. Αρχίζω να περπατάω ξανά με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά σε κάτι αόρατο, αλλά υπαρκτό. Τα βήματά μου είναι πιο σταθερά τώρα, το μυαλό μου πιο καθαρό. Δεν βλέπω ακόμα κάτι, όμως πρέπει να επιβληθώ στην τρέλα που με απειλεί αν θέλω ν' ανακαλύψω τι διάολο συμβαίνει. Αναρωτέμαι μήπως πρέπει ν' αλλάξω κατεύθυνση και αυτή μου η σκέψη με κάνει να στραφώ προς τα πίσω προσπαθώντας να καταλάβω ποιος μπορεί να είναι ο σωστός προσανατολισμός. Όχι, ό,τι κι αν είναι αυτό που υπάρχει, βρίσκεται μπροστά. Συνεχίζω λοιπόν ενώ το κάθε βήμα μου το συνοδεύει μια αμυδρή αίσθηση υγρασίας, δίνοντάς μου την ελπίδα πως κάτι θα συναντήσω. Δεν με νοιάζει τι. Αρκεί να το συναντήσω.
Κάπου μακριά και πάλι, νομίζω πως κάτι διακρίνω. Παρόλο που το τοπίο εξακολουθεί να είναι κατακόκκινο, πιστεύω πως κάτι πρέπει να υπάρχει στον ορίζοντα. Ανοίγω το βήμα μου και το βλέμμα μου δεν φεύγει ούτε στιγμή από το κενό προν το παρόν, σημείο που έχει καρφωθεί. Ναι, πράγματι κάτι πρέπει να υπάρχει. Θέλω να βιαστώ, να τρέξω, όμως φοβάμαι μήπως και πάλι δεν το φτάσω κι έτσι συνεχίζω στον ίδιο ρυθμό. Αρχίζω να πλησιάζω και σχεδόν δεν το πιστεύω. Μέσα μου παρακαλάω να μην είναι άλλη μια παραίσθηση. Μοιάζει όμως αληθινό και είμαι αρκετά κοντά ώστε να διακρίνω... Μου έρχεται αναγούλα. Τι είναι πάλι αυτό; Πόσο πιο απόκοσμο μπορεί να γίνει το σκηνικό; Μια φιγούρα. Μια φιγούρα κόκκινη και αυτή. Ένα άλλο κόκκινο όμως, ζωντανό. Τι συμβαίνει επιτέλους; Τα πόδια μου αρνούνται να πλησιάσουν και καρφώνονται στο έδαφος.
Η φιγούρα γυρνάει και με κοιτάζει και ξερνάω. Μοιάζει γυναικεία. Τα μάτια της είναι μεγάλα και κάτασπρα, δίχως κόρη. Μόνο κατακόκκινα αγγεία που μοιάζουν με ιστό αράχνης. Ένα στρογγυλό πράγμα σαν πηγάδι μάλλον δεν μπορείς να το πεις στόμα, αλλά αυτό έχει και είναι μαύρο σαν την άβυσσο. Το κορμί της διακρίνεται γυμνό και δεν είναι απλά κόκκινο όπως νόμιζα, αλλά σχεδόν όλο γδαρμένο και ματωμένο με φρικτές πληγές. Η τρέλα κάνει κύκλους γύρω μου σφυρίζοντας ανέμελα. Θέλω να κάνω μεταβολή και να φύγω, αλλά η ερημιά από την οποία ερχόμουν φαντάζει στο μυαλό μου ακόμα πιο τρομακτική. Κοιτάζω σαστισμένη πίσω μου. Ένας αχανής ορίζοντας. Το βλέμμα μου επιστρέφει σε αυτό το ανατριχιαστικό πλάσμα και το μυαλό μου έχει σπάσει ήδη τα μούτρα του πέφτοντας με φόρα στο αδιέξοδο ξανά και ξανά. Δεν θέλω να μείνω κοντά σε αυτό το πράγμα οτιδήποτε κι αν είναι και συνεχίζω την πορεία μου κλείνοντας για λίγο τα μάτια σφιχτά. Σκέφτομαι πως είναι μια οφθαλμαπάτη η οποία θα εξαφανιστεί όταν τα ανοίξω και πάλι.
Κάνω μερικά βήματα ακόμα έτσι και τ' ανοίγω δίχως να κοιτάξω πίσω. Κάτι ακούω. Ένας ήχος υπόκωφος, πνιχτός, γνωστός μα και απροσδιόριστος. Από που ακούγεται όμως; Το τοπίο μού φαίνεται και πάλι αλλαγμένο. Συμβαίνει κάτι περίεργο και προσπαθώ να το συλλάβω. Κάνω μερικά βήματα ακόμα και άξαφνα βλέπω. Καταλαβαίνω τι ήταν αυτό που μ' ενοχλούσε, αλλά η έκπληξη με ξεπερνάει. Λίγα μέτρα μπροστά, το τοπίο σταματά. Αυτό που το κόβει είναι ένας καταρράκτης. Μόνο που δε μοιάζει μ' έναν κοινό καταρράκτη. Αυτός εδώ είναι, οποία έκπληξις! κόκκινος. Και αυτό που πέφτει με ορμή δεν μοιάζει με νερό. Είναι κάτι άλλο, κάτι πηχτό, κάτι σαν... μα είναι ποτέ δυνατόν;;;
Σωστά μάντεψες” ακούω μια φωνή πίσω μου και αναπηδώ τρομαγμένη. Γυρίζω και βλέπω το ματωμένο πλάσμα που είχα συναντήσει λίγα μέτρα πιο πίσω και μοιάζει λες και ξεπήδησε από ταινία τρόμου.
Είναι αίμα” συνεχίζει λες και διάβασε την σκέψη μου.“Είναι το αίμα ψυχών που έφτασαν ως εδώ και ψάχνουν λύτρωση”.
Εσύ τους σκοτώνεις;” ρωτάω σχεδόν έντρομη, μιας και η έκπληξη δε μου αφήνει περιθώρια για άλλα συναισθήματα.
Εγώ;” απαντά και ξεσπά σε ένα γέλιο, ειρωνικό ή απελπισμένο θα έλεγα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι μου φάνηκε.“Εγώ απλά περιμένω”.
Τι πράγμα;” ρωτάω έχοντάς τα χαμένα.
Να στερέψει ο καταρράκτης. Αν στερέψει ποτέ”.
Δεν μπορεί να συμβαίνει στ' αλήθεια αυτό. Δεν μπορεί να βρίσκομαι εδώ και να μιλάω με αυτή την ανατριχιαστική φιγούρα. Συνεχίζω όμως να ρωτάω.
Και πως θα συμβεί αυτό;”
Δεν είμαι εδώ για να δίνω απαντήσεις. Περιμένω κι εγώ την λύτρωση. Την στιγμή που θα σταματήσω να ματώνω”.
Ανάθεμά με κι αν καταλαβαίνω τίποτα απ' όλα όσα λέει. Την ακούω χωρίς να την κοιτάζω, γιατί δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από τον κατακόκκινο καταρράκτη. Τι είναι όλα αυτά; Τι σημαίνουν; Στρέφω το βλέμμα μου πάνω της.
Γιατί είσαι τόσο αποκρουστική; Γιατί ματώνεις;” ρωτάω ψάχνοντας απαντήσεις που ίσως μου δώσουν το παραμικρό στοιχείο να καταννοήσω έστω στο ελάχιστο την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Δεν μου απαντά, παρά με κοιτά έντονα. Όση απαστροφή κι αν νιώθω κοιτάζοντάς την, έχει κάτι γνώριμο πάνω της, αλλά χωρίς μνήμες είναι αδύνατον να το εντοπίσω.
Κι αφού δεν χρησιμεύεις σε τίποτα γιατί βρέθηκες μπροστά μου;”
Σχεδόν επιτίθομαι, αλλά μένει ατάραχη σα να μη με άκουσε καν. Τα λευκά της μάτια, τα τόσο τρομακτικά, παραμένουν καρφωμένα πάνω μου κάνοντάς με να ανακατεύομαι.
Εσύ βρέθηκες μπροστά μου” αποφασίζει να μου μιλήσει. “Εγώ είμαι εδώ περιμένοντας την λύτρωση”.
Κι εγώ τι δουλειά έχω εδώ; Τι είναι αυτός ο κόσμος; Ποιον εξυπηρετώ; Που στο διάολο είναι οι μνήμες μου; Ποια είμαι; Που θα βρω απαντήσεις;” ξεσπάω βγάζοντας όλη την ένταση που υπήρχε μέσα μου.
Αυτό θα το ανακαλύψεις μόνη σου. Σκέφτηκες πως ίσως βρέθηκες εδώ για να βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις;”
Τι μαλακίες μου λες; Αν δεν βρισκόμουν εδώ, δεν θα είχα καμία απορία. Δεν ξέρω καν πως βρέθηκα σε αυτή την αρρωστημένη διάσταση, γιατί ο πραγματικός κόσμος αποκλείεται να είναι!”.
Ανακάλυψε μόνη σου λοιπόν τι συμβαίνει για να στερέψει αυτός ο καταρράκτης. Άλλωστε εσύ ευθύνεσαι”.
Νιώθω την δύναμη ενός κεραυνού πάνω μου. Τι λέει; Τι δουλειά μπορεί να έχω εγώ με όλη αυτή την παράνοια; Κοιτάζω καλύτερα τον καταρράκτη. Σα να βλέπω μορφές να πέφτουν κατά την χειμαρρώδη κάθοδό του. Πλησιάζω προσπαθώντας να δω πιο καθαρά. Στο στήθος μου υπάρχει ένας κόμπος. Κάτι έρχεται, το νιώθω, τι όμως;
Φτάνω πολύ κοντά πια. Και τότε βλέπω. Φιγούρες τρομαγμένες, ματωμένες, με όψη παραμορφωμένη από τον πανικό πέφτουν ουρλιάζοντας, εκλιπαρώντας για την σωτηρία τους. Ξαφνικά ενώνονται, γίνονται μία μάζα, όχι... μία φιγούρα... ούτε, ούτε... Γίνονται ένα σώμα, μία μορφή που κάτι μου θυμίζει καθώς σχηματίζεται. Η μορφή ολοκληρώνεται και ουρλιάζω. Πέφτω στα γόνατα και κλαίω. Κοιτάζω πάλι τον καταρράκτη και ουρλιάζω ξανά.
Σηκώνομαι απελπισμένη θέλοντας να τρέξω μακριά. Έντρομη βλέπω την ανατριχιαστική φιγούρα να έχει πρόσωπο. Το αναγνωρίζω και συνεχίζω να κλαίω. Τώρα πια καταλαβαίνω. Τώρα πια θυμάμαι. Ναι, θυμάμαι καθαρά.
Ντέμπορα;” ακούω πίσω μου.
Στρέφομαι απότομα.
Ίαν;”
Μου απλώνει το χέρι.
Έλα μαζί μου. Πρέπει να φύγουμε από εδώ”.
Κοιτάζω σαστισμένη μια τη μορφή, μια τον καταρράκτη και μια τον Ίαν.
Ίαν πως βρέθηκες εδώ;”
Θα σου τα εξηγήσω όλα, όχι τώρα όμως. Πρέπει να φύγουμε γρήγορα. Δεν έχουμε χρόνο. Δώσε μου το χέρι σου”.
Είμαι δίπλα στον καταρράκτη. Κοιτάζω γύρω μου. Το τοπίο αρχίζει να μαυρίζει, το ίδιο και ο καταρράκτης. Μόνο η φιγούρα είναι ακόμα ματωμένη. Προσπαθώ να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου που έχουν αρχίσει να δραπετεύουν. Οι φωνές στον καταρράκτη με τρελαίνουν. Η φιγούρα με πλησιάζει και έχει πάλι την προηγούμενη απόκοσμη μορφή της. Έρχεται κοντά μου. Φοβάμαι πολύ.
Ντέμπορα!” ακούω τον Ίαν να μου φωνάζει.
Η φιγούρα με φτάνει και ανοίγει το κατάμαυρο στόμα της. Δεν υπάρχει σωτηρία. Βρίσκομαι μπροστά σ' ένα φρικτό αδιέξοδο. Μπροστά μου είναι ο τρομακτικός καταρράκτης, η φιγούρα απειλεί να με καταπιεί και ο Ίαν φωνάζει να τον ακολουθήσω, όμως δεν έχω τη δύναμη. Το απόκοσμο πλάσμα έχει φτάσει πλέον πολύ κοντά μου και τώρα πια βλέπω καθαρά. Είναι άραγε αργά να σωθώ;
Μέσα στη μαυρίλα ακούω τα ουρλιαχτά από τον καταρράκτη, τις φωνές του Ίαν, τη φιγούρα να είναι σε απόσταση αναπνοής και να ανοίγει το στόμα δείχνοντας την χαοτική άβυσσο που με περίμενε. Είμαι χαμένη. Όχι γαμώτο, δεν είμαι. Ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Ουρλιάζω πανικόβλητη και σπρώχνω με δύναμη τον Ίαν στον καταρράκτη. Η δύναμη του αίματος τον παρασύρει και χάνεται. Η φιγούρα δεν με πλησιάζει πια. Προσπαθώ έντρομη ακόμα να προσαρμοστώ σε όλο αυτό, να καταλάβω τι έχει συμβεί. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, έτσι νομίζω τουλάχιστον και κοιτάζω γύρω μου. Το τοπίο αρχίζει να καθαρίζει. Με ανακούφιση τα μάτια μου υποδέχονται το ζεστό γαλάζιο. Το βλέμμα μου στρέφεται στον καταρράκτη. Δεν υπάρχει πια αίμα. Καθαρό νερό πέφτει μ' έναν ήχο που φτάνει σαν γλυκιά μουσική στ' αυτιά μου, καταλήγοντας σ' ένα ξέφωτο με όμορφα πλατάνια. Αντικρίζω με αγαλλίαση όλες τις μορφές του εαυτού μου από διάφορες φάσεις της ζωής μου. Με χαιρετούν χαρούμενες. Τώρα πια δεν κινδυνεύουν. Σηκώνω το χέρι, τις χαιρετώ κι εγώ και χαμογελώ.
Στρέφομαι στην φιγούρα που δεν είναι πια ματωμένη, ούτε αποκρουστική. Αντιθέτως είναι γαλήνια και... όμορφη. Ναι, επιτέλους θεωρώ τον εαυτό μου όμορφο.
Πόσες φορές χρειάστηκε να με σκοτώσεις ικανοποιώντας τον υπερφίαλο εγωισμό του;” με ρωτά. “Πως άντεχες να ματώνεις;”
Ποτέ ξανά” δίνω υπόσχεση και το εννοώ.
Ξάφνου δυνατές φωνές μέσα στο κεφάλι μου. Το μέρος χάνεται ή μήπως εγώ χάνομαι; Ή μήπως βρίσκομαι;
Γιατρέ γρήγορα! Νομίζω πως συνέρχεται!”
Αχ, Θεέ μου! Λες να συνέλθει επιτέλους στ' αλήθεια; Ντέμπορα, ξύπνα γλυκιά μου σε παρακαλώ. Πες μου πως θα συνέλθεις! Ένας μήνας πέρασε κοριτσάκι μου!”.
Ναι μαμά, θα συνέλθω. Για πάντα. Τώρα πια ξέρω”.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου