28 Οκτ 2018

"Rawson, Ο Αρχάγγελος του Θανάτου", A Firemagination Story του Κωνσταντίνου Ντεκουμέ

Θεία Λίλιθ


Εφόσον ο Χιούγκο Ρώσον οδήγησε με το αμάξι του για αρκετή ώρα σταμάτησε σε ένα σοκάκι, έσφιξε κοντά του την καφετιά καπαρντίνα του και βγήκε από το αμάξι κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα. Κλείδωσε το αμάξι και προχώρησε για λίγη ώρα. Σκέφτηκε να ανάψει τσιγάρο μα βλαστήμησε, γνωρίζοντας ότι τα τσιγάρα του είχαν τελειώσει και δεν είχε πάει σε κάποιο περίπτερο για να αγοράσει και άλλα.
Σύντομα, τα βήματα του τον έφεραν σε ένα παλιό , κακόφημο μπαρ το οποίο φωτιζόταν μόνο από μερικά άσχημα κοκκινωπά νεόν φώτα και μερικές χαλασμένες λάμπες του δρόμου. Ο Χιούγκο γνώριζε τον ιδιοκτήτη του μπαρ, τον γνώριζε πάρα πολύ καλά. Παλιά είχαν μια σχεδόν αδελφική σχέση, ο Χιούγκο παρά των γεγονότων δεν τον είδε ποτέ σαν αδε λφό του. Ο άνδρας που ο Χιούγκο έψαχνε ονομάζοταν Έις Λόκερ και ήταν ένας έμπορος πρέζας. Ο Χιούγκο γνώριζε πολύ καλά ότι ο Έις είχε ταλέντο στο τραγούδι και του είχε συστήσει πολλές φορές να γίνει τραγουδιστής μα ο Έις αρνιότανε. Του άρεσε όπως έλεγε ο κίνδυνος του εμπορίου. Ο Βρετανός ξανθός άντρας κοίταξε αιφνιδιασμένος την είσοδο του μπαρ όπου μια γυμνή, καστανομάλλα πόρνη με κόκκινα τακούνια έτρεχε στην έξοδο ενώ την ακολουθούσε ένας σκληρός μηχανόβιος με μαχαίρι.

Ο Χιούγκο κατάλαβε ότι ο άντρας δεν ήταν ένας πελάτης. Προχώρησε λοιπόν με σφιγμένες γροθιές προς το μέρος του άντρα. Πολλοί μηχανόβιοι σαν και αυτόν που τώρα κυνηγούσε την κοπέλα , χρειάζονταν μερικές γροθιές και κλωτσιές για να λειτουργήσουν τα μυαλά τους και να φύγουν μακριά, μερικοί άλλοι έπρεπε να πάνε στο νοσοκομείο και μερικοί άλλοι, σαν και αυτόν τώρα, χρειαζόταν απλά να δουν τον Χιούγκο προτού τρέξουν μακριά , σε μια γλυκιά, απεγνωσμένη προσπάθεια να σώσουν την αξιολύπητη ζωή τους. Ο ντετέκτιβ θρηνούσε για την ανούσια ύπαρξη τους και οικτούσε τον ανθρώπινο κόσμο που έπρεπε να δέχεται μερικούς τέτοιους ηλιθίους. Η κοπέλα κοίταξε τον ντετέκτιβ και τον ευχαρίστησε προσπαθώντας να καλύψει την γύμνια της. « Έχεις τσιγάρο ;» την ρώτησε ο άντρας και η κοπέλα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. « Που ;» συνέχισε και η γυναίκα απάντησε « Στο δωμάτιο μου.» Ο άντρας χαμογέλασε και της είπε « Θα πάμε και θα μου δώσεις μερικά. Έπειτα, θέλω να πω μια-δυο κουβεντούλες με το αφεντικό σου.» την κοίταξε και η κοπέλα προσπάθησε να προχωρήσει προς την είσοδο καλύπτοντας την γύμνια της. Ο Χιούγκο έβγαλε την καπαρντίνα του και την σκέπασε με εκείνη.
Η κοπέλα τον ευχαρίστησε και τον οδήγησε μέσα στο μπαρ. Πόρνες, μηχανόβιοι, ναρκομανείς,έμποροι όπλων, όλοι μαζί βρίσκονταν μέσα και κοιτούσαν με αγριεμένα βλέμματα τον Χιούγκο και την πόρνη. Δεν αναρωτήθηκε τον λόγο που τον κοίταζαν έτσι, πολλών τα αδέλφια ή οι φίλοι σάπιζαν στην φυλακή ή κάτω από το χώμα εξαιτίας του.Εκείνος απλά προσπάθησε να μην δίνει σημασία διότι ήξερε πως θα κατέληγε αυτό. Ένα τεράστιο λουτρό αίματος εφόσον πρώτα ολόκληρο το μπαρ είχε μετατραπεί σε αρένα. Χωρίς να το καταλάβει έφτασαν κοντά σε κάποιες σκάλες όπου μια κοκκινομάλλα με κοντό μαλλί και ένας νεαρός άντρας με σκουλαρίκι και ξυρισμένο κεφάλι έκαναν ηρωϊνη. Ο νεαρός θα ήταν κάπου στα 26 του, η κοπέλα θα ήταν γύρω στα 19. « Διάλεξε την ζωή σου λένε μετά.» σκέφτηκε ο Χιούγκο καθώς ανέβαιναν τις σκάλες και περνούσαν δίπλα από το νεαρό ζευγάρι. Μόλις έφτασαν στο δωμάτιο της κοπέλας η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα πρώτη. Σπέρμα στους τοίχους, στο πάτωμα, ένας δονητής με σάλια και υγρά πεταμένος λίγο πιο δίπλα, ένα μαστίγιο με κάτι χειροπέδες στο κρεβάτι και ολόκληρο το δωμάτιο βαμμένο κόκκινο.
Ο άντρας άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί προς την άσπρη ντουλάπα της γυναίκας καθώς η κοπέλα έβγαζε την καπαρντίνα του και του την έδινε πίσω. Έπειτα πήρε ένα μαύρο μεταξωτό στριγκάκι το φόρεσε και κάλυψε τα στήθη της με ένα μαύρο επίσης δαντελωτό σουτιέν. Η κοπέλα είχε παραξενευτεί πως ο Χιούγκο δεν της είχε ορμήσει ή πως δεν της είχε ζητήσει να την πηδήξει ακόμη, οι περισσότεροι άντρες δεν αντιστέκονταν στο κορμί της. « Έχεις όνομα ;» τον ρώτησε ενώ άνοιγε ένα συρτάρι κοντά στο κομοδίνο του μονόκλινου κρεβατιού της και έβγαζε ένα πακέτο με τσιγάρα. Του έδωσε μερικά και έπειτα πήρε εκείνη ένα τσιγάρο. « Ναι.» της απάντησε και η γυναίκα χαμογέλασε « Εμένα με λένε Ρεβέκκα. Ήθελα να ξέρω το όνομα του τύπου που με έσωσε. Αλλά έχεις δίκιο, μάλλον δεν έχει σημασία να το μάθω. Δεν θα συναντηθούμε ξανά.» προσπάθησε να ανάψει το τσιγάρο της με τον αναπτήρα της αλλά ο αναπτήρας δεν δούλευε. Τον πέταξε θυμωμένη και ο Χιούγκο της άναψε το τσιγάρο με τον δικό του αναπτήρα. Έπειτα προχώρησε στο να ανάψει και το δικό του τσιγάρο.
« Ευχαριστώ, το χρειαζόμουν.» σχολίασε εκείνη και ο Χιούγκο απλώς έγνεψε. Έπειτα την ευχαρίστησε για τα τσιγάρα και ρώτησε που μπορούσε να βρει το αφεντικό της. Η κοπέλα του έδωσε ακριβείς οδηγίες και την άφησε να καπνίσει.Ενώ προχωρούσε προς το γραφείο του Έις Λόκερ ο Χιούγκο έφερε στο μυαλό του αυτόν τον άντρα. Η οικογένεια του Έις Λόκερ τον είχε υιοθετήσει και τον είχε περιθάλψει λίγα χρόνια εφόσον ο Χιούγκο έφυγε από το σπίτι της θείας και του θείου του. Ο Έις λοιπόν για κάποιο διάστημα ήταν αδελφός του Χιούγκο. Αλλά οι δυο τους δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί. Βέβαια, ναι υπήρχαν και οι χαρούμενες στιγμές, αλλά και οι λυπητερές. Ο Έις είχε παίξει τόσο ενεργό ρόλο στην ζωή του Χιούγκο όσο σχεδόν κανένας άλλος. Ο Έις είχε σμιλεύσει έτσι τις ιδέες του Χιούγκο ώστε να γίνει στα νεαρά του χρόνια αναρχικός, ο Έις τον είχε σπρώξει να κάνει την πρώτη του παρανομία και το πρώτο του τσιγάρο, ο Έις τον είχε κάνει φανατικό θαυμαστή της Liverpool FC , εκείνος του είχε δώσει την πρώτη του δόση ηρωίνης και είχε μαζέψει αρκετούς φίλους του κάτω από την φτερούγα του και φυσικά την πρώτη φορά που ο Χιούγκο είχε μπει φυλακή για έξι μήνες είχε μπει εξαιτίας του Έις.
Έφτασε μπροστά από το δωμάτιο του Έις και χτύπησε την πόρτα. Ο Έις είπε με βραχνή φωνή « Ανοιχτά είναι φίλε.» Ο Χιούγκο άνοιξε την πόρτα και βρήκε τον Έις με ένα ανοιχτό πουκάμισο, τα μακριά του καστανόξανθα μαλλιά πιασμένα σε έναν κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, τα γένια του γεμάτα με ουίσκι και τα πράσινα μάτια του μισόκλειστα ενώ στο ένα του χέρι κρατούσε ένα αναμμένο τσιγάρο. « Χιούγκο ;;» τον αναγνώρισε ο Έις. « Έις .» σχολίασε ο Χιούγκο και τον κοίταξε. Ο Έις σηκώθηκε και προχώρησε κοντά του. Κοντά του βρισκόταν ένα μικρό μπαρ γεμάτο με γυάλινα ποτήρια, ένα μπιλιάρδο και μερικά γυάλινα παράθυρα. « Λοιπόν, τι νέα ;; Με τι ασχολείσαι ;;; Αυτά τα τελευταία 23 χρόνια !!» σχολίασε ο Έις και προχώρησε προς το μπιλιάρδο. Πήρε μια στέκα στα χέρια του εφόσον άφησε το ποτήρι με το ουίσκι και έστησε τις μπάλες πριν τις χτυπήσει και τις σκορπίσει πάλι σε ολόκληρο το μπιλιάρδο.
« Μπήκα στην αστυνομία. Για λίγα χρόνια ήμουν αστυνομικός μέχρι που μου έγινε πρόταση να δουλέψω για το FBI. Αρνήθηκα και έτσι πλέον δουλεύω ως ιδιωτικός ντετέκτιβ. Έχω και μια νεαρή συνεργάτιδα πλέον. Εσύ ;; Παντρεύτηκες άκουσα.» απάντησε ο Χιούγκο και έκατσε με την πλάτη κοντά στον πάγκο του μπαρ ενώ άφησε το τσιγάρο του σε ένα τασάκι. « Ναι, παντρεύτηκα. Μια κοπέλα, Ολλανδέζα. Κάναμε και παιδιά. Δύο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τα βαφτίσαμε κιόλας . Τζάκ και Τζίλ για να θυμίζουν το ποιηματάκι που λέγαμε μικρά, θυμάμαι ότι το ήξερες.» άρχισε ο Έις και εφόσον ήπιε λίγο ακόμα από το ουίσκι του σημάδευσε λίγο καλύτερα με την στέκα του. Ο Χιούγκο κάπνισε και ήξερε ότι ο Έις ήθελε να πει κάτι παραπάνω. « Βέβαια , χωρίσαμε με την Γκρέτα. Οπότε πήρε τα παιδιά και πήγε στο Λονδίνο , η παλιοπουτάνα. Σπάνια βλέπω τα παιδιά. Μια φορά περίπου κάθε 10 χρόνια.» σχολίασε ο Έις και ο Χιούγκο παρατήρησε ότι σκέφτηκε καλά πριν πει τον αριθμό των χρόνων. Ο Έις κρατώντας ακόμα την στέκα παράτησε το παιχνίδι και προχώρησε προς το μέρος του Χιούγκο, χωρίς όμως να απομακρυνθεί από το τραπέζι του μπιλιάρδου.
« Από τότε που σε θυμάμαι πάντως κάθαρμα ήθελες να γίνεις αστυνομικός. Κοίτα να δεις που το κατάφερες τελικά. Μπράβο, Χιούγκο, χαίρομαι για εσένα.» συνέχισε ο Έις και ο Χιούγκο σχολίασε « Και εσύ από ότι βλέπω κληρονόμησες το μπαρ της μάνας σου, της Νάταλι ε ;; Στις τουαλέτες αυτού του μπαρ δεν έχασες την παρθενιά σου ;;» τον ρώτησε και ο Έις ανταποκρίθηκε « Ναι. Δεν παραπονιέμαι βέβαια. Το έφτιαξα κατάλληλα, μαζεύω αρκετούς πελάτες, το εμπόριο πάει καλά. Και ευτυχώς τα κορίτσια μου μαζεύουν πολλούς πελάτες.» Με μια κίνηση που ο Χιούγκο δεν περίμενε ο Έις τον χτύπησε με την στέκα του μπιλιάρδου μια φορά στο πίσω μέρος του κεφαλιού και μια στην πλάτη. Όσο ο Χιούγκο προσπαθούσε να προφυλαχθεί ο Έις τον χτυπούσε ξανά και ξανά με οργή, τον χτύπησε ακόμα μια φορά στην πλάτη και τέλος τον χτύπησε στην κοιλιά.
Ο Χιούγκο έπεσε πιάνοντας την κοιλιά του στο πάτωμα και προσπάθησε να συρθεί, ψάχνοντας για κάποιο όπλο ο Έις βρήκε την ευκαιρία και τον χτύπησε με την στέκα δύο φορές στην πλάτη. Ο Χιούγκο σηκώθηκε γρήγορα και έπιασε ένα σκαμπό κοντά στο μπαρ. Το σήκωσε για να προφυλαχθεί ενώ ο Έις έσπαγε την στέκα πάνω στο σκαμπό. Ο Έις ήταν οργισμένος. Είχε να δει αυτόν τον τύπο 23 γαμημένα χρόνια, 23 χρόνια και ο Χιούγκο που γνώριζε είχε δώσει την θέση του σε αυτό το γαμημένο κουστουμαρισμένο γουρούνι , σε αυτόν τον μπάσταρδο πρώην μπάτσο !! Ήταν αδελφός του και αυτά τα 23 χρόνια δεν τον είχε αναζητήσει καν ! « Μπάσταρδε !!» τον έβρισε ο Έις σπρώχνοντας το σκαμπό με δύναμη προς τον Χιούγκο. Φαινόταν μεθυσμένος αλλά ακόμα είχε την δύναμη του. « Εγώ μπάσταρδος ;; Τα σχέδια σου με έβαλαν φυλακή !!» φώναξε ο Χιούγκο και με μια κίνηση έσπρωξε μακριά τον Έις κρατώντας ακόμα δυνατά το σκαμπό σαν ασπίδα. « Με έβαλαν φυλακή και με έκαναν να σκοτώσω έναν αθώο άνθρωπο. Ένα 21χρονο ξανθό αγόρι σε μια φυλακή της Γλασκώβης , ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν αυτό ;;;» βόγγηξε ο Χιούγκο και με οργή τον έσπρωξε άλλη μια φορά δυνατά. Με μια κίνηση του Έις οι δυο άντρες έριξαν την ίδια στιγμή μακριά το σκαμπό και υψώνοντας τις γροθιές τους χτύπησαν ο ένας τον άλλο με δύναμη στο πρόσωπο. Έπεσαν ταυτόχρονα προς τα πίσω μα σηκώθηκαν ξανά απότομα και ο ένας έτρεξε πάνω στον άλλον.
Άρχισαν να παλεύουν σώμα με σώμα σε ολόκληρο το δωμάτιο ώσπου έπεσαν πάνω στο μπιλιάρδο. Ο Χιούγκο έριξε τον Έις πάνω στην τσόχα του μπιλιάρδου και άρχισε να χτυπάει τον πρώην αδελφό του στο πρόσωπο λέγοντας του « Πες μου, τι σε θυμώνει περισσότερο ;; Το ότι έχω τόσο καιρό να μιλήσω μαζί σου και να ενδιαφερθώ για εσένα ή ότι πολλά από τα λεφτά που βγάζεις έχουν μειωθεί εξαιτίας των συλλήψεων μου ;;; Ε ;;» Ο Έις προσπαθούσε να τον διώξει από πάνω του μέχρι που ο Χιούγκο τον σήκωσε ξανά και τον χτύπησε πάνω στο μπαρ  με την πλάτη. Προσπαθούσε να ανακτήσει την ανάσα του πριν ο Χιούγκο αρχίσει πάλι να τον σφυροκοπάει με τις γροθιές του. Κατάφερε όμως και βρήκε κάτι που τον έσωσε, μια μικρή αντλία με μπύρα την οποία χρησιμοποιούσε όταν τα μηχανήματα είχαν πρόβλημα. Την έπιασε με δύναμη και άρχισε να ρίχνει όση περισσότερη μπύρα μπορούσε με ορμή πάνω στο πρόσωπο του Χιούγκο.
Ο Χιούγκο πετάχτηκε πίσω με δύναμη και ο Έις σηκώθηκε. Στον πάγκο του μπαρ είχε συνήθως ένα μεταλλικό κουδούνι σε μορφή μικρής καμπάνας το οποίο χρησιμοποιούσε κυρίως όταν είχε πόρνες στο δωμάτιο του και τις έβαζε να του φέρνονται σαν καμαριέρες. Οπότε άρπαξε το κουδούνι και με ορμή επιτέθηκε στον Χιούγκο. Τον χτύπησε στον ώμο και στην πλάτη και εφόσον τον χτύπησε αρκετά το κουδούνι έσπασε εφόσον καταλάθος το χτύπησε και πάνω σε έναν τοίχο. Έπιασε ένα μπουκάλι με βότκα και εφόσον το έσπασε προσπάθησε να επιτεθεί στον Χιούγκο. Όμως δεν πρόσεχε πως το έσπαγε και ένα κομμάτι γυαλί καρφώθηκε στο χέρι του. Βλαστήμησε και ο Χιούγκο βρήκε την ευκαιρία να του πετάξει ένα γυάλινο ποτήρι. Τον πέτυχε στο στήθος και ο Έις πετάχτηκε πίσω ενώ βλαστημούσε. Τα μαλλιά του είχαν λυθεί από τον κότσο και οργισμένος κυνήγησε τον Χιούγκο. Οι δύο άντρες έψαχναν με την αγωνία χαραγμένη στα πρόσωπα τους όπλα για να συνεχίσουν την μάχη τους. Ο Έις έτρεξε με δύναμη προς το μέρος του Χιούγκο με αποτέλεσμα η γροθιά του Χιούγκο να βρεθεί στο στήθος του Έις και ο Έις να ρίξει μια γροθιά με δύναμη στο πλευρό του Χιούγκο.
Με δύναμη οι δυο άντρες έπεσαν πάνω στον καναπέ του Έις και πάλευαν . Η μύτη του Έις είχε ανοίξει όπως και η μύτη του Χιούγκο. Ο Έις έδωσε μια γροθιά στον Χιούγκο και του μαύρισε το μάτι ώσπου ο Βρετανός έπιασε με δύναμη τον Αμερικάνο από τον λαιμό και εφόσον τον κλείδωσε καλά με ένα σιδερένιο κεφαλοκλείδωμα έτρεξε προς ένα παράθυρο έχοντας το κεφάλι του Έις σαν πολιορκητικό κριό.Τον χτύπησε με δύναμη εκεί και γυαλιά έπεσαν τριγύρω τους. Τα μάτια του Έις κλείσανε και έπεσε αναίσθητος. Ο Χιούγκο νίκησε και το ήξερε όμως τα χτυπήματα τα οποία είχε δεχθεί και αυτός ήταν σκληρά. Οπότε χωρίς να το καταλάβει έπεσε αναίσθητος κοντά στο μπιλιάρδο που πριν από λίγο πλάκωνε στα μπουνίδια τον αδελφό του. Αναμνήσεις ήρθαν στο μυαλό και τα όνειρα και των 2 , αναμνήσεις πριν από την ευκαιρία, πριν από την πρέζα, πριν από το σχέδιο, τον φόνο και την φυλακή.
Ήταν νεαροί ακόμα, φίλοι και αδελφοί, φανατικοί οπαδοί της Liverpool FC , είχαν έρθει σε αυτό το μπαρ, το μπαρ της τότε μητέρας του Χιούγκο. Είχαν καθίσει με όλους τους υπόλοιπους οπαδούς της Liverpool και περίμεναν να δουν πως η αγαπημένη τους ομάδα θα « ξέσκιζαν τα μουνιά, τους ξεπουλημένους μπάσταρδους» της Manchester United. Δεν είχαν καταφέρει να βρουν εισητήρια και όμως η ατμόσφαιρα που επικρατούσε μέσα στο μπαρ ήταν σαν ενός γηπέδου. Ο Χιούγκο, ο Έις και οι υπόλοιποι είχαν βαφτεί με τα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας , εκεί βρίσκονταν οι κολλητοί του Έις. Έπιναν μπύρες, ζητωκραύγαζαν, πανηγύριζαν, έβριζαν , έλεγαν συνθήματα και το αίμα τους έβραζε από το παιχνίδι. Κοντά τους βρίσκονταν , βέβαια σε διπλανά τραπέζια οπαδοί της Manchester United.
Ο Χιούγκο θυμήθηκε πόσο ζωντανός ένιωσε όταν ο αγώνας κρίθηκε στα πέναλντι, η Liverpool νίκησε την Manchester και εκείνος για να περηφανευτεί πήγε κοντά στους οπαδούς της Manchester μαζί με τον αδελφό του και τραγούδησαν παρέα τον ύμνο της Liverpool
«When you walk through a storm
hold your head up high
And don’t be afraid of the dark.
At the end of a storm is a golden sky
And the sweet silver song of a lark.”
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μερικοί από τους οπαδούς της Manchester να θυμώσουν και να ορμήσουν εναντίον του Χιούγκο, του Έις και των κολλητών τους. Εκείνη την εποχή ο Χιούγκο έμπλεκε συχνά σε μπελάδες και το απολάμβανε να μπλέκει σε καβγάδες, ένιωθε ζωντανός. Πόσα ρουθούνια έσπασε τότε με τα επιδέξια κροσέ του, πόσα μπουκάλια έσπασε σε κεφάλια αγνώστων και με πόσους πολλούς πλακώθηκε , πόσες γροθιές έφαγε και εκείνος ο τύπος που προσπάθησε να τον μαχαιρώσει. Αναμνήσεις, τόσο γλυκές αναμνήσεις. Και τότε, ενώ ταξίδευε μέσα στις υπέροχες αναμνήσεις του ο Χιούγκο άνοιξε τα μάτια του και ανακάλυψε πως βρισκόταν πάλι πίσω στο μπαρ. Στο μπαρ της Νάταλι , που τώρα ανήκε στον Έις. Ήταν χτυπημένος και πόναγε, η μύτη του είχε ματώσει και το μάτι του είχε μαυρίσει. Γνώριζε πως ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα του μπαρ, κοντά στο μπιλιάρδο του προσωπικού δωματίου του Έις. Στα αυτιά του έπαιζε μια ακουστική έκδοση, μόνο η μουσική και όχι τα λόγια από το « Perfect Day” του Lou Reed. Ο Χιούγκο αγαπούσε αυτό το κομμάτι.
Και τότε ένιωσε δύο χέρια . Δύο χέρια να τον ακουμπάνε αριστερά και δεξιά στο κεφάλι του, πάνω από τα αυτιά του. Γυναικεία χέρια, μια μυρωδιά σαν τουλίπα, που ανήκαν σε μια πανέμορφη κοπέλα με μακριά καστανά προς μαύρα μαλλιά, καφετιά μάτια και γλυκό πρόσωπο. Ο Χιούγκο αναγνώρισε την κοπέλα. Μόνο εκείνη μύριζε τόσο έντονα σαν τουλίπα. Ενώ τα χέρια της τον χάϊδευαν εκείνος κοίταζε τα μάτια της και μύριζε την ευωδία των χεριών και των δαχτύλων, του σώματος της. Η κοπέλα τον κοίταξε και του χαμογέλασε « Ωραία, άνοιξες τα μάτια σου. Είσαι εντάξει ;; Πονάς ακόμα ;;» τον ρώτησε με μια τόσο υπέροχη φωνή. Εκείνος προσπάθησε να μιλήσει αλλά η φωνή του είχε πετρώσει στο στόμα του και δεν μπορούσε να βγει. Η κοπέλα γέλασε, ένα τόσο γλυκό και όμορφο γέλιο, τόσο απαλό και ήσυχο που κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα έμοιαζε ανάρμοστο. Έπειτα τον χάιδευσε για λίγο ακόμα στα μαλλιά και στο κεφάλι , μετά κατέβασε λίγο το πρόσωπο της πιο κοντά στο πρόσωπο του. Με μια μικρή, αθώα κίνηση κατέβασε το πρόσωπο της προς το δικό του και τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του.
Τον φίλησε και η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της. « Σε αγαπώ.» του ψιθύρισε και ο άντρας έκλεισε τα μάτια του ενώ την φίλησε ακόμα μια φορά. Αυτές οι δύο λέξεις τον έκαναν ευτυχισμένο. Φιλήθηκαν και ο άντρας επανέλαβε τις λέξεις στην κοπέλα « Σε αγαπώ.» Ο άντρας μπορούσε να γευτεί την γεύση των χειλιών της.  Έμοιαζε σαν φράουλες με μέλι και σαν γιασεμί με τριαντάφυλλο. Τόσο γλυκιά γεύση και τόση ομορφιά σε ένα τέτοιο πλάσμα. Ο Χιούγκο αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να γεννηθεί ένας τέτοιος Άγγελος. Άνοιξε τα μάτια του και η κοπέλα είχε εξαφανιστεί, αλλά εκείνος ακόμα βρισκόταν στο μπαρ του Έις. Θυμόταν ποια ήταν η κοπέλα. Θυμόταν ποια κοπέλα ονειρεύτηκε και ποια κοπέλα κατάφερε να τον ξυπνήσει. Ήταν η Λούσυ. Ο Χιούγκο σηκώθηκε με κούραση και περιέργεια από το πάτωμα και είδε τον Έις να έχει κάτσει πληγωμένος πάνω στον καναπέ του δωματίου του, με έναν επίδεσμο στο χέρι, μια χαρτοπετσέτα στην μύτη του και ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι του με τον επίδεσμο. « Α, ξύπνησες επιτέλους. Αποφάσισα να μην σε σκοτώσω σήμερα. Σου έσωσε την ζωή η μεγαλοψυχία μου. Ξύπνησα πολύ πριν από εσένα, μιλούσες στον ύπνο σου για μια κοπέλα, έλεγες το όνομα της. Άκουγα το όνομα Λούσυ. Τέλος πάντων. Για να είσαι εδώ , Χιούγκο Ρώσον, κάτι θα θέλεις. Τι θέλεις λοιπόν ;;» τον ρώτησε.
« Θυμάσαι όταν η Liverpool νίκησε την Manchester ;;; 4-2. Είχαμε δει μαζί τον αγώνα. Ήμασταν νέοι ακόμα, 23 χρόνια πριν. Ήταν μια τέλεια ημέρα, με βροχή. Το θυμάσαι ;;; Πλακωθήκαμε με κάποιους μπάσταρδους φαν της Manchester μετά τον αγώνα. Εκείνη την χρονιά είχες σχέση με μια κοπέλα, την Λίζα. Και εγώ είχα σχέση με μια κοπέλα , την Κορίνα. Θυμάμαι ότι πολλές φορές ερχόμουν σε ένα διαμέρισμα στο οποίο έμενες με την Λίζα και σας παρακολουθούσα με τις ώρες να κάνετε πρέζα και να χάνεστε στο ντελίριο της ηρωίνης. Για λίγο καιρό με είχες κολλήσει και εμένα εκεί. Την πρώτη φορά που έκανα με πήγες για fish nchips , ένιωθα να ανακατεύομαι, ένιωθα αλμύρα και μια γεύση σαν να είχε στεγνώσει ο λαιμός μου. Με πρόσεχες και θυμάμαι ότι η Λίζα και εγώ σε φωνάζαμε κάθε φορά « Ανώτατη Μητέρα .» λόγω της προσοχής σου όταν κάναμε.
Μια φορά είχε κάνει και η Κορίνα θυμάσαι ;; Και την πήγαμε στο νοσοκομείο, τότε που η Νάταλι σε έδιωξε από το σπίτι και μέναμε για λίγο στο σπίτι της πρέζας.» σχολίασε αστειευόμενος την τελευταία λεπτομέρεια ο Χιούγκο. Ο Έις έκανε πως δεν ήξερε τι εννοούσε ο παλιός του φίλος αλλά μέσα του χαιρόταν που ο Χιούγκο τα θυμόταν όλα. Με ένα χαμόγελο λοιπόν , κρυφό, και με μια γουλιά από το ουίσκι του ξεκίνησε να λέει με χαρωπό τρόπο τον ύμνο της ομάδας που τους ένωσε τόσα χρόνια πριν.
«When you walk through a storm
hold your head up high
And don’t be afraid of the dark.
At the end of a storm is a golden sky
And the sweet silver song of a lark.”
Ο Χιούγκο το τραγούδησε μαζί του και έπειτα τον κοίταξε « Χρειάζομαι την βοήθεια σου Έις. Για την δουλειά μου.» του μίλησε και ο Έις τον κοίταξε « Φίλε , εγώ με μπάτσους, νυν και πρώην , δεν μιλάω. Αλλά έχω καιρό να πλακωθώ τόσο καλά εδώ και πολύ καιρό, οπότε θα κάνω μια εξαίρεση. Ποιον ψάχνεις ;;» τον ρώτησε. « Λέγεται Τζάκ Κράμπ. Έμπορος σάρκας.» του μίλησε ο Χιούγκο και ο Έις χαμογέλασε. « Τον ξέρω τον μπάσταρδο. Θα τον βρεις απόψε στο μπαρ, λίγο πιο μετά κατά τις 4.00. Κάνε μου μια χάρη, άμα σχεδιάζεις να τον σκοτώσεις φέρε μου τα 5 χιλιάρικα που μου χρωστάει πρώτα. Και, θυμίσου έχει μαύρα κοντά μαλλιά, χρυσή αλυσίδα στον λαιμό και φοράει μαύρα γυαλιά ενώ έχει ένα πουκάμισο τύπου Έλβις.» είπε και έπειτα σηκώθηκε, παραμέρισε τον Χιούγκο και έβγαλε από ένα συρτάρι του μπαρ ένα μικρό μεταλλικό πιάτο. Έπειτα, προχώρησε και βρήκε ένα φακελάκι, μικρό και χάρτινο, δεμένο με ένα λαστιχάκι. Το άνοιξε και ηρωίνη σε σκόνη άρχισε να τρέχει πάνω στο πιάτο και να απλώνεται. Ο Έις πήρε ένα μικρό ξυλάκι, το έφερε κοντά στην μύτη του και εφόσον διαχώρισε την ηρωίνη σε μικρές λευκές γραμμές πάνω στο πιάτο εισέπνευσε την σκόνη στην μύτη του.
Έριξε το κεφάλι του λίγο πίσω και χαμογέλασε από την πρέζα. Ο Χιούγκο τον παρατήρησε και ο Έις το κατάλαβε. « Θέλεις να κάνεις μια αδελφέ ;;; Το καταλαβαίνω στο βλέμμα σου, έκανες ξανά και μάλιστα πρόσφατα.» Ο Χιούγκο προσπάθησε να το αρνηθεί. « Όχι, από τότε που πέθανε ο Σάμι δεν έχω κάνει καθόλου ναρκωτικά. Τα έκοψα φίλε. Τα έκοψα όλα, από τα 19 μου.» ανταποκρίθηκε. « Όλα ;» τον ρώτησε με δυσπιστία ο Έις. « Όλα. Εκτός από αυτό.» είπε ο Χιούγκο και με μια κίνηση τράβηξε από μια εσωτερική τσέπη της καπαρντίνας του ένα τσιγάρο. Το έβαλε στο στόμα του και εφόσον το άναψε έκανε μια τζούρα. Έπειτα το κράτησε αναμμένο στο χέρι του και είπε « Όλα τα υπόλοιπα τα έκοψα και μπόρεσα να απαγκιστρωθώ. Όλα εκτός από αυτό, αυτό το διαβολεμένο το τσιγάρο.» είπε και ο Έις γελώντας είπε κάτι που η μητέρα τους συνήθιζε να λέει « Τα ναρκωτικά φέρνουν τον θάνατο.» και ο Χιούγκο πρόσθεσε « Και τα τσιγάρα φέρνουν τον καρκίνο.»
Ο Έις έκανε την ηρωίνη του και ο Χιούγκο τον κοίταξε ξανά με τον ίδιο τρόπο που τον κοίταζε πολλά χρόνια πριν κάθε φορά που ο Έις δηλητηρίαζε τον εαυτό του. Με απορία του γιατί το έκανε. Κάποια στιγμή έπρεπε να κάνει στον εαυτό του την ερώτηση του γιατί κάπνιζε, εφόσον του φαινόταν υποκριτικό να ρωτάει μόνο τον λόγο που ο Έις μαστούρωνε. Κάθισαν μαζί και ο Χιούγκο έβαλε στον εαυτό του ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Χωρίς να το καταλάβει όμως, κάτι υπήρχε στο βλέμμα του, κάτι που έκανε τον Έις να σηκωθεί από την νιρβάνα του και να έρθει κοντά του. Τον κοίταξε και με μια φωνή σαν να τον μάλωνε ξανά τον ρώτησε « Ρε μπάσταρδε, τι παπαριές μου λες ότι τα έκοψες ;; Και καλά δεν κάνεις ναρκωτικά ;; Σε εμένα ψέμματα δεν θα λες !!» του είπε και ερχόμενος κοντά του τον ανάγκασε να σηκώσει το ένα του μανίκι. Και το ότι είδε τον έκανε να ρίξει ακόμα μια γροθιά στον Χιούγκο. Δεν είχε δύναμη αλλά προσπάθησε να του ρίξει μία.
Υπήρχε ένας άσπρος επίδεσμος, σαν αυτόν που έχουμε στα νοσοκομεία, λεπτός σαν κορδέλα, σφιχτά δεμένος γύρω από ένα μέρος του χεριού  του Χιούγκο. Ο Έις έλυσε τον επίδεσμο και τον πέταξε μακριά. Και ευθύς είδε το σημάδι από την σύριγγα της ηρωίνης που χρησιμοποιούσε ο Χιούγκο. « Μαλάκα. Δεν μπορείς να το κόψεις , έτσι δεν είναι ;;; Προσπάθησες αλλά δεν μπορείς !!» χαμογέλασε ο Έις. « Έχεις δίκιο. Εδώ και αρκετό καιρό ήμουν καθαρός όμως, η σκέψη πως δεν θα πιάσω ποτέ τον Μπάμπαντουκ και η σκέψη ότι θα χάσω με οδήγησαν στο να κάνω πάλι .» συνέχισε ο Χιούγκο και ο Έις έριξε λίγη άσπρη σκόνη σε ένα κουτάλι. Την ανακάτεψε με ένα υγρό και μόλις βεβαιώθηκε πως ήταν έτοιμη έδωσε την σύριγγα στον Χιούγκο. « Και τώρα προχωράμε στην θανατηφόρα εισχώρηση ναρκωτικών στον οργανισμό μας !» γέλασε ο Έις. « Bon appétit Χιούγκο !!» συνέχισε και εφόσον ο Χιούγκο πήρε στα χέρια του την σύριγγα χτύπησε δύο φορές με το χέρι του τον ώμο του. Έπειτα εισχώρησε την σύριγγα και φυσικά τα ναρκωτικά στον οργανισμό του. Εφόσον το έκανε, πήρε μια βαθιά ανάσα και αφέθηκε.
Το κεφάλι του χτύπησε το σκληρό πάτωμα ενώ η σύριγγα έφυγε από τα χέρια του. Χρώματα, μυρωδιές, ο αέρας που περνούσε μέσα από τα χόρτα και έναν ανεμόμυλο, η Λούσυ να χορεύει ξυπόλυτη και γυμνή ανάμεσα στις τουλίπες και να τον καλεί γυμνή μέσα σε μια θάλασσα από πέταλα τριανταφύλλων , εικόνες φαντασμαγορικές με χρυσόψαρα να πετάνε στον γαλάζιο ουρανό περνούσαν μπροστά από τα μάτια του. Στα αυτιά του έπαιζαν οι πρώτοι στίχοι του « Lust For Life” ξανά . Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε να απολαύσει την εκδρομή , όσο ψεύτικη και σύντομη και να ήταν. Όταν τελείωσε και συνήλθε ένιωθε την έντονη δίψα πάλι και την πείνα. Οπότε, σηκώθηκε και μαζί με τον Έις έφαγαν μερικά fish and chips που είχε ο Έις εδώ και λίγες ημέρες στην κατάψυξη ενώ παράλληλα έπιναν μπύρες.  Οι δύο άντρες χαμογέλασαν, θυμόνταν επιτέλους τα παλιά.
Η ώρα επιτέλους έφτασε 4.00 . Ο Χιούγκο σηκώθηκε, καθαρίστηκε και εφόσον κατάλαβε πως έμοιαζε καθαρός και πλυμμένος, εφόσον βεβαιώθηκε πως ο οργανισμός του είχε καταφέρει να χαλαρώσει από τα ναρκωτικά , όταν ήταν εντελώς σίγουρος πως είχε ανακτήσει τον έλεγχο του οργανισμού του αποφάσισε να τελειώνει το έργο του κυνηγώντας τον Τζάκ Κράμπ. Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να μαζέψει τα κομμάτια του και να κατέβει τις σκάλες που τον οδήγησαν στον αδελφό του εξ’αρχής. Βρήκε τον Τζάκ γρήγορα και τον αναγνώρισε από το πουκάμισο του και την χρυσή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του. Τα κοντά μαύρα μαλλιά του βοήθησαν επίσης. Καθόταν και έπινε ουίσκι, οπότε ο Χιούγκο έκατσε κοντά του περνώντας ανάμεσα από πρεζόνια τα οποία κοιμόνταν στο πάτωμα, πόρνες που έκαναν σεξ στους καναπέδες και στις καρέκλες και μερικούς μεθυσμένους που τσακώνονταν πετώντας καρέκλες και μπουκάλια από εδώ και από εκεί.
Μόλις ο μπαρμαν τον ρώτησε « Τι να σου βάλω ;» ο Χιούγκο απάντησε « Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.» στο οποίο ο Τζάκ σχολίασε « Ε, να σου πω όμορφε. Βλέπω ότι πίνεις κόκκινο κρασί, μήπως θέλεις να σου βρω κάτι όμορφο ;; Μια αφέντρα ίσως με έναν μεγάλο, μαύρο πούτσο ;;             Πάω στοίχημα ότι κάτι τέτοιο γουστάρεις , ε ξανθόπουστρα ;;» ρώτησε ο Τζάκ και γέλασε. Ο Χιούγκο είχε ανάψει τσιγάρο και ο μπάσταρδος τον είχε θυμώσει. Μπροστά του είχε ένα γυάλινο τασάκι, οπότε εφόσον κάπνισε και έβγαλε ένα κυκλάκι από σύννεφο καπνού περίμενε ο μπαρμαν να γυρίσει την πλάτη του. Δεν ήθελε να ριψοκινδυνέψει να φάει μια σφαίρα από καραμπίνα στο πρόσωπο και να πέσει νεκρός στο πάτωμα με το αίμα από τα χυμένα στο πάτωμα μυαλά του να λερώνει τα πλακάκια. Ήξερε ότι οι μπαρμαν σε κάποια τέτοιου είδους μπαρ είχαν συχνά καραμπίνες κάτω από τον πάγκο με τα ποτά. Μόλις λοιπόν ο μπαρμαν γύρισε την πλάτη του ο Χιούγκο έσβησε το τσιγάρο του και με αστραπιαία ταχύτητα έσπασε το γυάλινο τασάκι στο πρόσωπο του Τζάκ χτυπώντας τον με δύναμη.
Το πρόσωπο του Τζάκ μάτωσε διότι κάποια θραύσματα από γυαλί του είχαν κόψει το μέτωπο. « Αο ! Μπάσταρδε !!» φώναξε στον Χιούγκο και ο Χιούγκο του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο. Έπειτα τον άρπαξε και τον χτύπησε στο μπαρ από το πίσω μέρος του κεφαλιού με το πρόσωπο. Σταμάτησε τις κινήσεις του γρήγορα μόλις είδε τον μπαρμαν να τον σημαδεύει με την ήδη γεμάτη καραμπίνα στο πρόσωπο. « Θα με σκοτώσεις ;;» ρώτησε ο Χιούγκο κοιτώντας τον μιας που ο μπαρμαν είχε ήδη βγάλει την ασφάλεια και τα δάχτυλα του φλέρταραν επικίνδυνα με την σκανδάλη. « Μπα. Το αξίζει ότι και να πάθει. Θα προσποιηθώ απλά ότι είσαι μπάτσος.» είπε ο μπάρμαν και του έδωσε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί. Ο Χιούγκο χαμογέλασε και εφόσον ήπιε το κρασί του έλεγξε τις τσέπες του πουκαμίσου του Τζάκ για το πορτοφόλι του. Το βρήκε και μαζί βρήκε έναν χάρτινο φάκελο. Τον άνοιξε , ο μπάσταρδος το έκρυβε κάτω από το μανίκι του, για αυτό καθόταν περίεργα. Άνοιξε τον φάκελο και μέσα ήταν τα 5 χιλιάρικα που χρώσταγε ο Τζάκ στον Έις. Τα έδωσε στον μπαρμαν και είπε « Αυτά είναι για το αφεντικό σου.» χαμογέλασε. Ο μπαρμαν ήταν ένας μεσήλικος  μαύρος άντρας , μυώδης και με λευκά γένια. « Θα του τα δώσω με τους χαιρετισμούς σου.» Ο Χιούγκο άνοιξε το πορτοφόλι του και είδε ότι ο άντρας είχε άλλα 10 χιλιάρικα σε χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι του !! Ο πειρασμός να τα κρατήσει ήταν τεράστιος όμως, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.
« Πώς σε λένε ;» ρώτησε τον μπαρμαν και ο άντρας απάντησε « Έντι.» Ο Χιούγκο με ένα χαμόγελο του έδωσε τα πρώτα 5 χιλιάρικα και τον χτύπησε απαλά στον ώμο. « Αυτά για εσένα. Να κάνεις μια όμορφη ζωή για εσένα και την σύζυγο ή τα παιδιά σου. Και, ξέρεις μια πόρνη ;; Δουλεύει εδώ. Την λένε Ρεβέκκα.» τον ρώτησε. « Ναι, την ξέρω. Φτωχό κορίτσι .» απάντησε ο Έντι και ο Χιούγκο του έδωσε τα άλλα 5 χιλιάρικα. « Φρόντισε να τα πάρει. Να κάνει και εκείνη μια καινούργια ζωή, μακριά από όλα αυτά.» χαμογέλασε και βεβαιώθηκε ότι κανένας άλλος δεν είδε το τι ακριβώς έγινε ανάμεσα τους. « Ο Θεός να σε έχει καλά !! Περίμενε, πώς σε λένε ;;» ρώτησε ο Έντι και ο Χιούγκο χαμογέλασε « Έχει σημασία ;; Πάρε τα λεφτά , δώσε τα στο αφεντικό σου και στην Ρεβέκκα και να έχεις μια καλή ζωή φίλε. Και μην σκεφτείς να τα κλέψεις, δεν θέλεις να μπλέξεις μαζί μου.» σχολίασε ο Χιούγκο με ένα χαμόγελο. « Και δεν σκοπεύω.» είπε και ο Χιούγκο εφόσον σήκωσε τον πεσμένο στο πάτωμα Τζάκ τον πήγε κουβαλώντας τον στην πλάτη μέχρι το αμάξι του. Άνοιξε την πόρτα και τον έβαλε μέσα στην θέση του συνοδηγού εφόσον πρώτα του καθάρισε το αίμα. Έπειτα του έσπασε στα χέρια σε περίπτωση που ξυπνήσει να μην μπορεί να του επιτεθεί.
Οδήγησε για αρκετή ώρα, οδήγησε μέσα από σκοτεινά σοκάκια και αρρωστιάρικες λάμπες γαλαζωπού νεόν . Ήταν τόσο όμορφη και λαμπερή που σχεδόν έμοιαζε σαν να χωρίζει τη νύχτα και να φέρνει το φως. Ο Χιούγκο θυμήθηκε το τραγούδι από τον Simon και τον Garfunkel , το « Sound Of Silence». Ειλικρινά ένιωθε σαν να ακουγόταν αυτό το κομμάτι από κάπου μακριά διότι το μόνο που ακουγόταν εκτός από την ανάσα του Χιούγκο και το αμάξι του που βρισκόταν ασταμάτητα εν κινήσει ήταν η σιωπή. Και το φως της λάμπας έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να αγγίξει τον ήχο της σιωπής. Σύντομα οι σκέψεις του σταμάτησαν επειδή έφτασε εκεί που ήθελε. Ένα πασίγνωστο, παλιό, πλακόστρωτο δρομάκι , αρκετά στενό και περιέργως ακόμα καθαρό. Καμιά βρωμερή ψυχή δεν το είχε αμαυρίσει, κανένα σκουπίδι δεν βρισκόταν πεσμένο αριστερά και δεξιά του, καμιά δυσωδία δεν απελευθερωνόταν από την υπέροχη αισθητική του.
Ο Χιούγκο είχε περπατήσει πολλές φορές αυτό το δρομάκι, το περπατούσε πολλές φορές. Και σήμερα θα το περπατούσε άλλη μια φορά. Εφόσον σταμάτησε λοιπόν το αμάξι και έσυρε πάλι τον Τζάκ στο πλακόστρωτο δρομάκι έφτασε ως ένα παλιό, μικρό ξύλινο σπίτι . Το ξεκλείδωσε χάρη σε κάποια κλειδιά που είχε στην καπαρντίνα του και εφόσον έβαλε μέσα τον Τζάκ, μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα. Έδεσε τον Τζάκ με κάποια παλιά σχοινιά αφημένα σε έναν πάγκο πάνω σε μια καρέκλα και έπειτα άνοιξε ένα συρτάρι. Έβγαλε κάποια μαύρα γάντια, τα φόρεσε και έβαλε στον εαυτό του ένα ποτήρι κόκκινο κρασί από την προσωπική του συλλογή κόκκινων κρασιών. Πάντα είχε ένα μπουκάλι αφημένο σε μια ειδική θέση σε αυτό το σπίτι. Ο Τζάκ αργούσε να ξυπνήσει, μάλλον ο Χιούγκο τον είχε χτυπήσει πολύ πιο δυνατά από ότι περίμενε. Γέμισε έναν κουβά με βρώμικο νερό από μια βρύση μέσα στο σπίτι και του το πέταξε.
Ο Τζάκ πετάχτηκε ξύπνιος και κοίταξε ενστικτωδώς τριγύρω. « Πού είμαι ;;» ούρλιαξε. « Γιατί δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου ;;» ρώτησε και έντρομος κοίταξε ξανά τριγύρω. Εικόνες Αγίων στους τοίχους με αίματα στα ενδύματα τους και στα γένια τους, ένας σταυρός πολύ ψηλά σαν να βρισκόταν σε εκκλησία, το βλέμμα των αγίων σαν να τον καταδικάζει και ένα κόκκινο υγρό να έχει στεγνώσει στους τοίχους. Δεν χρειάστηκε πολύ προσοχή για να καταλάβει ότι ήταν αίμα. Προσπάθησε να μην ουρλιάξει.Ορισμένα κομμάτια από τον τοίχο είχαν ξεθωριάσει και πέσει, ορισμένα άλλα έστεκαν και μια ξύλινη ετοιμόρροπη πόρτα βρισκόταν κάπου αριστερά του. Δεξιά του , πάνω σε έναν τοίχο βρισκόταν το κεφάλι ενός ταράνδου, βαλσαμωμένο και με βλέμμα σαν να τον κοίταζε και να λυπόταν για την μοίρα του.
Ο Τζάκ σαν να φοβόταν θα ορκιζόταν σχεδόν ότι τα μάτια του ταράνδου βλεφάριζαν. Δεν ήξερε τι να κάνει , σκέφτηκε να ουρλιάξει. Και τότε, πάνω σε ένα ξύλινο σκαμπό είδε τον Χιούγκο Ρώσον με μια ιατρική φόρμα, ένα στιλέτο και μάυρα γάντια να τον κοιτάζει. Πριν προλάβει να μιλήσει ο Χιούγκο χαμογέλασε, ήρθε κοντά του και τον χτύπησε στο πρόσωπο με την ανάποδη μεριά του χεριού του. Το βλέμμα του Τζάκ περιπλανήθηκε από το χτύπημα και είδε πάνω σε έναν τοίχο ένα πορτραίτο σαν ενός Αγγέλου με ματωμένα φτερά. « Τζάκ. Με θυμάσαι ρε πούστη ;;; Είμαι ο άνθρωπος που είπες πούστη στο μπαρ του Έις Λόκερ. Ναι, σίγουρα με θυμάσαι. Αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος που έχω ξανά μπροστά μου την σκατόφατσα σου. Βλέπεις, χρειάζομαι την βοήθεια σου, την συνεργασία σου, ας το πούμε καλύτερα.» σχολίασε ο Χιούγκο με φωνή πιο ήρεμη και από του σφαγέα στον αμνό. « Στο υπόσχομαι πούστρα , μόλις λυθώ από εδώ θα σε γαμήσω !!!» φώναξε αγριεμένος ο Τζάκ και ο Χιούγκο γέλασε. Προχώρησε προς τον τοίχο και πήρε μια βαριοπούλα, την οποία είχε αφημένη κοντά στην πόρτα. Έπειτα, κρατώντας την βαριοπούλα στα χέρια του έφτασε μπροστά στα μάτια του Τζάκ.
Με μια κίνηση ύψωσε την βαριοπούλα και τον χτύπησε με δύναμη στο αριστερό του πόδι καταστρέφοντας τα περισσότερα από τα κόκαλα του. « Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Τώρα θα βγάλεις τον σκασμό και θα μιλάς μόνο όταν σε ρωτάω. Αλλιώς θα σε πονέσω περισσότερο.» είπε με ήρεμη φωνή ο Χιούγκο παρά των ουρλιαχτών του Τζάκ. Όταν επιτέλους ο πόνος μειώθηκε ο Χιούγκο άρπαξε το πρόσωπο του Τζάκ και ρώτησε « Πες μου. Έχεις δει ποτέ αυτό το σύμβολο ;;» ρώτησε και του έδειξε το σύμβολο του Μπάμπαντουκ , βγάζοντας μια φωτογραφία από μια τσέπη της καπαρντίνας του. Η φιγούρα που χρησιμοποιούσε ο Μπάμπαντουκ βρισκόταν αποτυπωμένη πάνω σε ένα από τα φορτηγά που χρησιμοποιούσε ο Τζάκ. Ο Τζάκ είπε « Όχι, δεν το έχω δει ποτέ.» Ο Χιούγκο τον κοίταξε και είπε « Θεωρώ τον εαυτό μου ήρεμο άνθρωπο. Δύσκολο το να με εκνευρίσει ή ακόμα περισσότερο να με θυμώσει ποτέ κανείς. Όμως το ψέμα δεν το ανέχομαι.» είπε και με μια κίνηση του έκοψε το ένα αυτί.
Ο Τζάκ ούρλιαξε και παρατήρησε ότι ο Χιούγκο κρατούσε ένα στιλέτο στο ένα του χέρι. « Πρώτα θα σου κόψω τα αυτιά και έπειτα θα προχωρήσω στα δάχτυλα σου. Άμα δεν απαντάς θα σου σπάσω το πόδι και έπειτα θα προχωρήσω στην μύτη και στα μάτια σου. Διαλέγεις. Θα μιλήσεις ή τα χάνεις όλα.» χαμογέλασε ο Χιούγκο και ο Τζάκ είπε « Ναι, ναι το έχω δει. Όλοι οι εγκληματίες το έχουμε φίλε, ο Μπάμπαντουκ είναι τεράστιος, ελέγχει τα πάντα. Ναρκωτικά, μπουρδέλα, δολοφονίες, ληστείες, αστυνομία, πολιτικούς.» άρχισε να τα ξερνάει όλα. « Τον έχεις δει ποτέ ;» ρώτησε ο Χιούγκο και ο Τζάκ δεν απάντησε. Προτού προλάβει να απαντήσει ο Χιούγκο του έκοψε το μικρό του δάχτυλο, στο δεξί του χέρι. « Γιατί να κρατήσω μια συγκεκριμένη σειρά ;;»χαμογέλασε ο Χιούγκο και έκανε πάλι την ίδια ερώτηση. « Όχι !! Όχι, δεν τον έχω δει ποτέ. Μας αναγκάζει να του πληρώνουμε φόρο και προστασία για να μας κρατάει μακριά από τους μπάτσους αλλά ποτέ δεν έρχεται ο ίδιος για να μαζέψει τα λεφτά. Συχνά στέλνει έναν από τους άντρες του για να τα μαζέψει και να του τα πάει !!!» φώναξε και ο Χιούγκο ρώτησε απαλά « Ποιον ;;» . Επειδή αργούσε να του απαντήσει ο Χιούγκο του έκοψε ένα ακόμα δάχτυλο. « Ααααα !!!!!! Ένα φρικιό με κουκούλα, κίτρινα χοντρά γυαλιά και μια μάσκα σαν χαμογελαστό πρόσωπο στα χείλη.» ούρλιαξε εκείνος και ο Χιούγκο σοβάρεψε επικίνδυνα. « Ο Ticci Toby. Πότε περιμένει την επόμενη προστασία  ;; Και πού ;;» φώναξε ο Χιούγκο πιάνοντας τον από τον λαιμό. « Σε λίγους μήνες, στην Τζώρτζια.» είπε τα όλα όσα ήξερε ο Τζάκ. Ο άντρας έκλαιγε, ο Χιούγκο ήταν σίγουρος πως τώρα έκλαιγε όπως τόσες πολλές γυναίκες έκλαιγαν τώρα, γυναίκες που είχε βιάσει, είχε μαχαιρώσει και είχε πουλήσει σκλάβες.
Τον άφησε να κλείσει για λίγο τα μάτια του και θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει στον φάκελο του Τζάκ πριν αρκετούς μήνες. Είχε δύο ανιψιές, ανιψιές μικρές και ανήλικες, ανιψιές τις οποίες βίασε και τις οποίες είχε σκοπό να πουλήσει μα επειδή κανένας δεν δεχόταν να τις αγοράσει δεν μπορούσε ούτε να τις πουλήσει , ούτε να τις αφήσει ελεύθερες. Άμα έλεγαν τίποτα στους γονείς τους, στον αδελφό του , τι θα γινόταν ο Τζάκ ;;; Ο Τζάκ ήθελε να επιβιώσει, έπρεπε να επιβιώσει. Οπότε τις έσυρε ως ένα παλιό μέρος, το μέρος όπου τις είχε βιάσει, ένα παλιό πάρκο το οποίο ονόμαζε « Πύργο» και εκεί με μίσος στην καρδιά τις έσφαξε.Ο Χιούγκο θυμήθηκε διαβάζοντας αυτό το γεγονός το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ « Ριχάρδος ο 3ος» , στην σκηνή που ο Ριχάρδος αποφασισμένος να καταστρέψει τον κόμη του Ρίτσμοντ πήγε με τον στρατό του στο Σάλσμπουρι και πριν την παραμονή της μεγάλης μάχης αποκοιμήθηκε με αποτέλεσμα να τον επισκεφτούν στον ύπνο του , σαν φαντάσματα, όλοι όσοι είχε σκοτώσει μέχρι εκείνη την στιγμή, συμπεριλαμβανομένων των δύο ανιψιών του που έβαλε να σκοτώσουν στον πύργο του Λονδίνου ενώ κοιμόνταν στην προσπάθεια του να πάρει τον θρόνο.
Θυμήθηκε ότι τα φαντάσματα έλεγαν στον Ριχάρδο την ώρα που κοιμόταν
« Tomorrow in the battle think of me
Despair and Die !!”
Το οποίο μεταφράζεται σε
« Αύριο στην μάχη να με σκέφτεσαι
Απελπίσου και πέθανε !!»
Όταν λοιπόν τον επισκέφτηκαν τα ανίψια του του είπαν
« Ονειρέψου τα δυο ανίψια σου
Που έσφαξες στον Πύργο !!
Απελπίσου και πέθανε !!» Αυτούς ακριβώς τους στίχους σχολίασε ο Χιούγκο στο όνομα των ανιψιών του Τζάκ που είχε έρθει η ώρα να πάρουν την εκδίκηση τους.Πήγε κοντά του και τον χαστούκισε με δύναμη. Ο Τζάκ πετάχτηκε ξύπνιος. « Θυμάσαι τις δύο ανιψιές σου, τις ανιψιές σου που έσφαξες στον Πύργο ;; Στο πάρκο που εσύ ο ίδιος ονόμαζες Πύργο ;;» τον ρώτησε ο Χιούγκο και ο Τζάκ τον κοίταξε στα μάτια. « Ναι, τις θυμάμαι. Η Μαίρη και η Άντζι. Έπρεπε να προστατευτώ, τις έκανα γυναίκες αλλά δεν έπρεπε να το μάθει κανείς. Οπότε τις σκότωσα. Έπρεπε να προφυλαχθώ. Ήμουν ή εγώ ή εκείνες , το κατάλαβες ;;; Εγώ ή εκείνες !!!!» ούρλιαξε το τέρας και ο Χιούγκο αηδίασε.
« Ξέρεις, λένε πως όταν μια ψυχή φεύγει άδικα από αυτόν τον κόσμο και ο υπαίτιος για την φυγή της είναι ακόμα ζωντανός τότε ο υπαίτιος θα πρέπει να πεθάνει. Όμως, ο μπάσταρδος χρωστάει σε αυτήν την ψυχή ένα θάνατο και ένα τραγούδι.» σχολίασε ο Χιούγκο ενώ κοίταζε κάτω, προς το στήθος του Τζάκ. Το πρόσωπο του ήταν σκοτεινό από μια έκφραση λύπης και πόνου όμως άξαφνα φωτίστηκε από μια λάμψη εκδίκησης, τιμωρίας, θείας δίκης. Χαμογέλασε και τα λαμπρά γαλάζια μάτια του κάρφωσαν τον Τζάκ στην ίδια την ψυχή του. « Ας τραγουδήσουμε για την Μαίρη και την Άντζι, τι λες ;;» είπε και εφόσον πήρε ένα μαχαίρι από ένα ξύλινο τραπέζι κοντά του κατευθύνθηκε προς τον Τζάκ.
Του έσκισε την μπλούζα με το μαχαίρι και η κρύα, γυμνή ,μεταλλική λεπίδα του μαχαιριού άγγιξε την ιδρωμένη γυμνή σάρκα του Τζάκ. Ο Χιούγκο κάρφωσε την λεπίδα στο στήθος του Τζάκ αρκετά ώστε να τραβήξει αίμα , αλλά όχι αρκετό ώστε να τον σκοτώσει. Ξεκίνησε να λέει ένα τραγούδι που είχε ακούσει πριν πολλά χρόνια στην Αγγλία, το « Three Blind Mice” « Τρία Τυφλά Ποντίκια» ενώ τραβούσε την λεπίδα προς τον αφαλό του Τζάκ περνώντας από το στήθος του.
«Three Blind Mice. Three Blind Mice.
See how they run. See how they run.
They all ran after the farmer’s wife,
Who cut off their tails with a carving knife,
Did you ever see such a sight in your life,
As three blind mice ?”
Τον πίεσε να πουν μαζί το κομμάτι και ενώ το έλεγαν του έκοβε και από ένα κομμάτι στην σάρκα κάνοντας όλο και περισσότερο αίμα να χυθεί. Ο Χιούγκο χαμογέλασε και τον κοίταξε ενώ αίμα έτρεχε από το στήθος του και ενώ εκείνος προσπαθούσε να αναπνεύσει κανονικά. « Έχεις βρεθεί ποτέ στην Γερμανία, Τζάκ ;; Ω μα και βέβαια έχεις βρεθεί. Οικογενειακές διακοπές με τον αδελφό και τις ανιψιές σου. Άρεσε πολύ στην Άντζι ε ;; Καταφέραμε να στείλουμε στο Παράδεισο την Μαίρη, τι λες να βοηθήσουμε και την Άντζι μμ ;; Έλα, τραγούδα μαζί μου.» σχολίασε ο Χιούγκο και με την λεπίδα άγγιξε τον λαιμό του Τζάκ. Ξεκίνησαν να τραγουδάνε μαζί όσο ο Χιούγκο έκανε τον λαιμό του Τζάκ να ματώσει ένα παλιό γερμανικό κομμάτι, το "Ein Männlein Steht Im Walde" (“Ένας Μικρός Άνδρας Στέκεται Στο Δάσος»). Όσο περισσότερο τραγουδούσαν τόσο πιο βαθιά έμπηγε στον λαιμό του ο Χιούγκο το μαχαίρι ώσπου του έκοψε τελείως τον λαιμό και τον σκότωσε. Ο Χιούγκο έγλειψε το αίμα από το μαχαίρι και εφόσον μάζεψε αρκετό αίμα μέσα σε ένα γυάλινο μπουκάλι ξεφορτώθηκε το πτώμα σε έναν κλίβανο μέσα στο σπίτι.
Ενώ οι φλόγες κάλυπταν το σώμα του νεκρού πλέον Τζάκ ο Χιούγκο τραγουδούσε το κομμάτι πάλι παρακολουθώντας τις φλόγες στο μακάβριο τούτο έργο τους.
“Ein Männlein steht im Walde ganz still und stumm,
Es hat von lauter Purpur ein Mäntlein um.
Sagt, wer mag das Männlein sein,
Das da steht im Wald allein
Mit dem purpurroten Mäntelein.

Das Männlein steht im Walde auf einem Bein
Und hat auf seinem Haupte schwarz Käpplein klein,
Sagt, wer mag das Männlein sein,
Das da steht im Wald allein
Mit dem kleinen schwarzen Käppelein?” που σημαίνει
«Ένας Μικρός Άνδρας στέκεται στο δάσος, χωρίς να λέει τίποτα, μένοντας ακίνητος,
Φοράει έναν μοβ μανδύα.
Πες μου. Ποιος είναι αυτός ο μικρός άνδρας, που στέκεται σιωπηλός στο δάσος, με τον μοβ μανδύα του ;
Ο μικρός άνδρας στέκεται στο δάσος στο ένα του πόδι,
Έχει στο κεφάλι του ένα μικρό καπέλο,
Πες μου, ποιος είναι αυτός ο μικρός άνδρας, που στέκεται στο ένα του πόδι, με το μικρό του μαύρο καπέλο ::»
Επειδή ήθελε να αφήσει ένα μήνυμα προς όλους τους εγκληματίες που ήταν πιστοί μέχρι εκείνη την στιγμής τον Μπάμπαντουκ, σε όλους αυτούς που ακολουθούσαν το μονοπάτι του Τζάκ ο Χιούγκο είχε σιγουρευτεί πως είχε κόψει το κεφάλι του εγκληματία πριν πετάξει το σώμα του στο κλίβανο. Με το ίδιο μαχαίρι που του είχε κόψει τον λαιμό χάραξε στην γλώσσα του κεφαλιού το όνομα « ΣΑΜΑΗΛ» και τοποθέτησε πιο κάτω από την γραφή , στην άκρη της γλώσσας , ένα χάρτινο μικροσκοπικό ομοίωμα ενός Αρχαγγέλου του Θανάτου σαν οριγκάμι. Έπειτα πήρε το κεφάλι και το έδεσε σε μια κολόνα σε έναν πολυσύχναστο εγκληματικό δρόμο.
Μόλις βεβαιώθηκε πως το έργο του τελείωσε επέστρεψε στο σπίτι του. Η Λούσυ ακόμα κοιμόταν οπότε και εκείνος μόλις γδύθηκε και βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε αίμα στα ρούχα του ή ίχνη από την παράνομη δραστηριότητα του ξάπλωσε στο κρεβάτι του γυμνός από την μέση και άνω και αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του έβλεπε εκείνη, μόνο εκείνη. Στο πίσω μέρος όμως του μυαλού του ήξερε πως έπρεπε να συναντήσει ένα από τα πιο σημαντικά, αν όχι το σημαντικότερο άτομο στην ζωή του. Την γυναίκα που τον οδήγησε να γίνει αυτός που ήταν, ένα κτήνος, ένας τιμωρός, ένας Αρχάγγελος του Θανάτου, αν όχι της τιμωρίας. Αυτήν που τον έμαθε να τιμωρεί τους εγκληματίες σκοτώνοντας τους. Την θεία του, την Λίλιθ Ρώσον. Μια μεγάλη γυναίκα σε ηλικία και όχι μόνο. Το μυαλό της ήταν κοφτερό σαν ξυράφι, μπορούσε να καταλάβει τον ανιψιό της καλύτερα από όλους ενώ πολλές φορές περηφανευόταν πως ήταν η καλύτερη ψυχολόγος που θα μπορούσε να έχει ποτέ ο Χιούγκο. Επίσης ήταν δυναμική , σκληρή και όποτε ο κόσμος το χρειαζόταν αδίστακτη. Παρά όλα αυτά ο Χιούγκο της είχε εμπιστοσύνη, γνώριζε το μυστικό του και ποτέ δεν τον είχε προδώσει.
Άμα γινόταν αυτό ο Χιούγκο θα την σκότωνε χωρίς δεύτερη σκέψη, εκείνη του το είχε μάθει αυτό. Αυτήν την τιμωρία άξιζαν οι προδότες. Ο ύπνος τον πήρε γρήγορα και ο Χιούγκο αποκοιμήθηκε με το κεφάλι στο μαξιλάρι του. Το επόμενο πρωινό μόλις ξύπνησε, σηκώθηκε , έπλυνε το πρόσωπο και τα μαλλιά του , ντύθηκε με ένα απαλό λευκό πουκάμισο και ένα παντελόνι ,χτενίστηκε και κατέβηκε για να φάει το πρωινό και να πιει τον καφέ του. Η Λούσυ ήταν ήδη εκεί. Τα μαλλιά της ήταν αφημένα και στόλιζαν τον υπέροχο λαιμό της, τα μάτια της έλαμπαν και η μυρωδιά σαν από τουλίπα αναδύονταν τόσο τέλεια από το πλυμμένο σώμα και τα βρεγμένα ακόμη , σε μερικά τουλάχιστον σημεία μαλλιά της. Ήταν ξυπόλυτη ενώ φόραγε ένα μακρύ μαύρο παντελόνι, το οποίο αναδείκνυε τις καμπύλες της, μια ζώνη καφετιά και ένα απαλό καφέ πουκάμισο με κουμπιά. Καθόταν ήδη και έπινε τον καφέ της.
« Έχει μείνει καθόλου καφές ;;» την ρώτησε και εκείνη απάντησε καταφατικά. « Ναι, έχει λίγο. Πώς τον πίνεις ;;» τον κοίταξε η συνάδελφος του και ο Χιούγκο της χαμογέλασε. « Γιατί ;; Λες να μου βάλεις ;;» την κοίταξε ενώ εκείνη σηκωνόταν και έπιανε μια κούπα. « Είπα να είμαι ευγενική στον συνεργάτη μου.» χαμογέλασε εκείνη με την σειρά της. « Σκέτο. Με λίγο γάλα μόνο.» της απάντησε ο Χιούγκο και εφόσον έκατσε άρχισε να μουρμουράει τους πρώτους στίχους από το γερμανικό κομμάτι χτες. Αυτό φυσικά δεν ξέφυγε από το προπονημένο στο να ακούει χαμηλούς ήχους αυτί της Λούσυ. « Χιούγκο.» είπε το όνομα του εκείνη. « Αυτό που τραγουδάς. Ή πιο σωστά μουρμουρίζεις. Είναι το κομμάτι «"Ein Männlein Steht Im Walde" ;;;» ρώτησε η κοπέλα και απευθείας κέρδισε το γεμάτο . με περιέργεια βλέμμα του Χιούγκο. « Πώς το ξέρω ε ;;; Όταν ήμουν μικρή σε μια εκδρομή με το σχολείο μας πήγαν στην Γερμανία για λίγες ημέρες και εκεί, σε μια διάλεξη για την τέχνη, παρακολουθήσαμε μια όπερα για το « Χάνσελ και Γκρέτελ». Στην δεύτερη πράξη υπήρχε αυτό το κομμάτι.» απάντησε η κοπέλα. Ο Χιούγκο σφύριξε επιδοκιμαστικά, θαυμάζοντας τις γνώσεις της κοπέλας και την καλή της μνήμη. Ώσπου η Λούσυ τον κοίταξε καλύτερα και είδε το μαυρισμένο του μάτι.
« Χριστός και Παναγία, Χιούγκο !! Τι έπαθε το μάτι σου ;;» ρώτησε εκείνη και ο Χιούγκο την κοίταξε. Βλαστήμησε την παρατηρητικότητα της προτού προσθέσει « Δεν μου κόλλαγε ύπνος χτες και έτσι έκανα μια βόλτα χτες στην πόλη με το αυτοκινητό μου. Κάποιος προσπάθησε να μου κλέψει το πορτοφόλι οπότε πλακωθήκαμε και μου μαύρισε το μάτι, όμως του έσπασα το χέρι.» χαμογέλασε ο άντρας λέγοντας της ψέμματα για την χτεσινή του βόλτα. Η κοπέλα έλεγξε το μάτι του. « Και πάλι όμως έπρεπε να μου το είχες πει !! Πονάς ;;» τον ρώτησε και μόλις εκείνος της απάντησε οτι δεν πονούσε η κοπέλα σηκώθηκε από την θέση της και κάθισε κοντά του. « Ωραία. Τώρα, συγχώρεσε με σε παρακαλώ πολύ για αυτό που θα κάνω.» ομολόγησε και ο Χιούγκο την κοίταξε παραξενεμένος.
Η κοπέλα του έδωσε μια ανάποδη με το χέρι της στο μάγουλο και τον έβρισε. « Έχεις αμάξι και δύο μέρες τώρα με έχεις κάνει τον σωφέρ σου ;;; Ντροπή σου Χιούγκο !! Ανάμεσα σε συνεργάτες πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια , τι σκατά ειλικρίνεια είναι αυτήν ;;» τον ρώτησε και ο Χιούγκο απάντησε « Κατά ένα μέρος μου άξιζε. Όμως, ας σοβαρευτούμε Λούσυ. Δεν σου είπα ψέμματα επειδή ποτέ δεν ειπώθηκε η συζήτηση άμα όντως έχω ή δεν έχω αυτοκίνητο. Άμα με ρώταγες « Ρε Χιούγκο, έχεις αμάξι ;» και σου έλεγα « Όχι.» τότε ναι θα ήμουν ψεύτης όμως εφόσον κάτι τέτοιο δεν έγινε υπάρχει ακόμα ειλικρίνεια ανάμεσα μας. Είμαι σωστός δεν νομίζεις ;;» την ρώτησε και χαμογέλασε. Η κοπέλα σκέφτηκε μέσα σε ένα σύντομο διάστημα εφτά δευτερολέπτων να τον πιτσιλίσει με τον καφέ, να τον χαστουκίσει και να του πει ένα « Άι στο Διάολο !!» , να του τα κάνει όλα μαζί ή να μην του κάνει τίποτα. Σκέφτηκε επίσης να σηκωθεί να φύγει , όμως τελικά το μόνο που έκανε ήταν να του δώσει θυμωμένη τον καφέ, να του κρατήσει μούτρα σαν παιδάκι και εφόσον του έβγαλε γλώσσα πήγε και κάθισε στο σαλόνι για να πιει εκεί τον καφέ της διαβάζοντας ένα βιβλίο.
Ο Χιούγκο χαμογέλασε και εφόσον σηκώθηκε πήρε τον καφέ του και κάθισε κοντά της. Ήπιε τον καφέ του και έπειτα πήγε στην βιβλιοθήκη του, πήρε ένα βιβλίο και ξεκίνησε να διαβάζει. Εφόσον το έφτασε σε μια σελίδα έβαλε έναν σελιδοδείκτη στην σελίδα που το σταμάτησε ,άφησε το βιβλίο σε ένα ξύλινο τραπεζάκι και έπειτα προχώρησε προς το γραφείο του. Εκεί μελέτησε άλλη μια φορά την υπόθεση του Μπάμπαντουκ αλλά και του Δημιουργού Μασκών. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να πει στην Λούσυ τώρα ή λίγο αργότερα τα όλα όσα είχε μάθει από τον Τζάκ για τα λεφτά, την προστασία και τον Ticci Toby , έναν από τους πιο σκληρούς άντρες ή καλύτερα μισθοφόρους του Μπάμπαντουκ.
Ο Χιούγκο τον είχε αντιμετωπίσει παλαιότερα, το θυμόταν καλά αυτό. Το αίμα, ο γάντζος, η οργή, το τσιγάρο, η θέληση για τιμωρία και εκδίκηση. Πίστεψε πως τον είχε σκοτώσει τότε αλλά μάλλον είχε κάνει λάθος. Δεν πειράζει, θα τον σκότωνε σύντομα. Υπομονή χρειαζόταν μοναχά, υπομονή και πληροφορίες. Οι ώρες περνούσαν και η Λούσυ σκεφτόταν εκείνον. Σκεφτόταν τον Χιούγκο. Ήταν περίεργο. Κοντά του ένιωθε πιο δυνατή, πιο δυναμική, πιο έξυπνη, πιο σίγουρη. Παράλληλα όμως τον φοβόταν, ένιωθε αγχωμένη και ένιωθε σαν αυτός ο άντρας να μπορούσε να την ελέγξει ώστε να κάνει ότι εκείνος ήθελε. Η Λούσυ δεν ήταν ένα από εκείνα τα αδύναμα γυναικάκια, ήταν δυνατή και μπορούσε να αγωνιστεί για τον εαυτό της μα ο Χιούγκο είχε μια περίεργη δύναμη πάνω της. Τα μάτια του, το χαμόγελο του, ακόμα και αυτήν η εκνευριστική ειρωνεία του.
«Ήταν τόσο όμορφος πριν λίγα λεπτά που καθόταν κοντά μου και διαβάζε. Φαινόταν τόσο ήρεμος και γαλήνιος, τόσο όμορφος και ευγενικός, τόσο έξυπνος . Και όταν καπνίζει βγάζει κάτι το τόσο αρρενωπό  !!!» σκέφτηκε εκείνη παίρνοντας μόνο για λίγα λεπτά το βλέμμα της από το βιβλίο για να κοιτάξει προς την κατεύθυνση του γραφείου του Χιούγκο. Έπειτα ξεφύσηξε και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο, όμως ήταν τόσο δύσκολο. Το βιβλίο ήταν μια ερωτική ιστορία και έτσι, όπως καταλαβαίνετε , ήταν δύσκολο για την Λούσυ να διαβάσει χωρίς να τον σκέφτεται. Όταν διάβαζε για το άγγιγμα και τα χάδια ή τα φιλιά του άνδρα της έρχονταν στο μυαλό το άγγιγμα και τα χάδια του Χιούγκο ενώ στο μυαλό της στριφογύριζε το πόσο καλός θα έπρεπε να ήταν στα φιλιά.
Ο Χιούγκο κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να βάλει και άλλο καφέ και ενώ το έκανε η Λούσυ τον κοίταξε με ερωτευμένη ματιά. Δάγκωσε τα χείλη της από επιδοκιμασία και από την προσπάθεια της να μην καταλάβει εκείνος την γλυκιά της αμηχανία. Όταν εκείνος την κοίταξε η Λούσυ έκρυψε πάλι το βλέμμα της στις γραμμένες σελίδες. Το κείμενο περιέγραφε μια ερωτική σκηνή που ανάμεσα στα φιλιά, στα χάδια και στην ένωση των δύο εραστών υπήρχαν αποσπάσματα από την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου και συγκεκριμένα ένα από τα πιο όμορφα και ρομαντικά κείμενα όλων των εποχών.  Τον « Ύμνο Προς την Αγάπη.»
Θυμόταν όταν το είχε ακούσει για πρώτη φορά στην ταινία « Μπλε» του Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι, την πρώτη ταινία  στην τριλογία του ίδιου σκηνοθέτη με την ονομασία « Χρώματα.» Με την χρήση αυτού του ύμνου ο Κισλόφσκι ήθελε να καταδείξει ότι η αγάπη ως συναίσθημα μπορεί να σκλαβώσει τους ανθρώπους με τα δεσμά της αλλά ταυτόχρονα να τους ελευθερώσει. . Η Λούσυ αναρωτήθηκε γιατί ενώ τον γνώριζε μόνο λίγες ημέρες ένιωθε τόσο έντονα και δυνατά συναισθήματα για εκείνον. Δεν μπορεί να ερωτευόταν κάποιον σαν τον Χιούγκο, κάποιον που γνώριζε ελάχιστα !! Μπορούσε ;; Συνέχισε να διαβάζει ενώ προσπαθούσε να διώξει από το μυαλό της αυτές τις σκέψεις.
«Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει ή σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους κρότους του. Και αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως.

Και αν πουλήσω όλη την περιουσία μου για να χορτάσω με ψωμί όλους τους φτωχούς, και αv παραδώσω το σώμα μου για να καεί, αλλά αγάπη δεν έχω, τότε σε τίποτε δεν ωφελούμαι.

Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη  δεν καυχιέται, δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει

Αν υπάρχουν ακόμα προφητείες, θα έλθει μέρα που και αυτές θα καταργηθούν αν υπάρχουν χαρίσματα γλωσσών και αυτά θα σταματήσουν αν υπάρχει γνώση και αυτή θα καταργηθεί. Γιατί τώρα έχουμε μερική και όχι τέλεια γνώση και προφητεία· όταν όμως έλθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, μιλούσα ως νήπιο, σκεφτόμουν ως νήπιο, έκρινα ως νήπιο. Όταν έγινα άνδρας, κατάργησα τη συμπεριφορά του νηπίου. Τώρα βλέπουμε σαν σε καθρέπτη και μάλιστα θαμπά, τότε όμως θα βλέπουμε το ένα πρόσωπο το άλλο πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος από την αλήθεια, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώση, όπως ακριβώς γνωρίζει και εμένα ο Θεός. Ώστε τώρα μας απομένουν τρία πράγματα: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Πιο μεγάλη όμως από αυτά είναι η αγάπη.» (Μετάφραση του « Ύμνου της Αγάπης.» 1-13)
Εφόσον είδε ότι δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τον Χιούγκο άφησε κάτω το βιβλίο και πήγε στο δωμάτιο της. Εκεί ξάπλωσε και εφόσον άγγιξε για λίγο τον εαυτό της φαντασιώμενη εκείνον έπεσε να κοιμηθεί. Δεν θα του το έλεγε ποτέ αλλά ίσως να ένιωθε πολλά περισσότερα πράγματα για εκείνον. Άφησε για λίγο το μυαλό της να ταξιδέψει ενώ ξάπλωνε γυμνή από την μέση και κάτω και εξουθενωμένη, ενώ σκεφτόταν « Άμα τα πράγματα ήταν διαφορετικά, άμα εγώ και εκείνος είχαμε συναντηθεί κάτω από διαφορετικές συνθήκες . άμα ήμουν εγώ σερβιτόρα σε ένα μπαρ ή μια καθαρίστρια ή οτιδήποτε άλλο και εκείνος ένας απλός άντρας , κάτι άλλο γενικά από ότι είναι ,τότε, θα μπορούσαμε εγώ και αυτός ;» έδιωξε την σκέψη από το μυαλό της μιας που κυριάρχησε η λογική μέσα της.
« ΟΚ σταμάτα, τον ξέρεις ελάχιστα,δεν τον αγαπάς !! Δεν γίνεται να ερωτευτείς κάποιον μέσα σε λίγες ημέρες Λούσυ και το ξέρεις καλά αυτό. Το πιο πιθανόν κιόλας είναι να μην νιώθει και τίποτα για εσένα. Ναι, τίποτα. Τίποτα.» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της προτού την πάρει ο ύπνος και κλείσει τα κουρασμένα βλέφαρα της. Παρά όλα αυτά ένα μέρος του εαυτού της συνέχισε ακόμα να ελπίζει πως ο Χιούγκο την αγαπούσε και ένα ακόμα μέρος της συνέχιζε να σκέφτεται το τι θα γινόταν άμα τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Όμως, το μυαλό της δεν θα την άφηνε να ησυχάσει. Όχι τόσο απλά.
Μόλις ένιωσε να κοιμάται κοίταξε ψηλά, στην οροφή του δωματίου και νόμιζε πως είδε μια γυναίκα, την κοπέλα από τον φόνο στο πάρκο πιο νωρίς. Φόραγε ένα λευκό φόρεμα και τα χείλια της είχαν ένα αρρωστημένο μαύρο χρώμα, το δέρμα της ήταν λευκό και χλωμό, τα νύχια της μακριά, μαύρα και κοφτερά. Τα μαλλιά της είχαν αποκτήσει ένα αρρωστημένο λευκό , ή καλύτερα γκρίζο χρώμα και φαινόταν σαν φάντασμα. Στα χέρια της κράταγε ένα μωρό . Ένα μωρό το οποίο κοιμόταν και του οποίου τον λαιμό έσπασε με μια κίνηση των χεριών της. Η Λούσυ προσπάθησε να ουρλιάξει μα δεν μπορούσε. Τι εφιάλτης ήταν αυτός !!!! Η γυναίκα άνοιξε το στόμα της και από τα μαύρα μάτια της έβγαιναν δάκρυα από αίμα. Από το στόμα της σκορπιοί και από τα σημάδια από σχοινιά στον λαιμό της κατσαρίδες. Τα έντομα και οι σκορπιοί περικύκλωσαν την Λούσυ. Η κοπέλα πάλεψε να διώξει τα έντομα και τους σκορπιούς μακριά μα δεν μπορούσε. Την είχαν κάνει δική τους, την είχαν ακινητοποιήσει. Ούρλιαξε μα κανένας δεν μπορούσε να την ακούσει. Δεν άκουγε ούτε τον εαυτό της.
Προσπάθησε να ξυπνήσει μα δεν μπορούσε. Ευχήθηκε ο εφιάλτης να τελείωνε τότε. Ένιωθε να ιδρώνει. Ίσως ήταν ακόμα ζωντανή . Τότε, τα πράγματα ησύχασαν για λίγο. Έβλεπε μια όμορφη εικόνα. Μια υπέροχη θάλασσα και έναν υπέροχο, γαλάζια ουρανό με κατάλευκα σύννεφα σαν περιστέρια. Στον ουρανό φαίνονταν να πετάνε ψάρια, τραπουλόχαρτα και περιστέρια. Η Λούσυ άφησε τον εαυτό της να πέσει πίσω πάνω σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε. Ήταν τόσο όμορφα, τόσο γαλήνια. Άφησε τον εαυτό της να αναπαυθεί για λίγο. Είδε μια περίεργη εικόνα όσο ήταν ξαπλωμένη και άφηνε τον εαυτό της να αναπαυθεί στο λιβάδι. Ήταν ξαπλωμένη και είδε κάπου μακριά, σε ένα δασάκι έναν άντρα με υπέροχα λευκά φτερά, έναν Άγγελο, με κοντά ξανθά μαλλιά, πουκάμισο και γαλάζια μάτια, τα χαρακτηριστικά του Χιούγκο, να προχωράει ενώ μπροστά του βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του ένα αναπηρικό καροτσάκι.
Πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι βρισκόταν μια κοπέλα με μακριά καφετιά προς μαύρα μαλλιά, υπέροχο γλυκό πρόσωπο, που φορούσε μια λευκή μπλούζα, ένα μαύρο πουκάμισο-μπλούζα από πάνω, μια κόκκινη φούστα καρώ, μαύρο καλσόν και μαύρα μποτάκια. Η Λούσυ την αναγνώρισε, ήταν ο εαυτός της !!! Τι γύρευε εκεί ;;; Δεν φαινόταν να έχει πρόβλημα να περπατάει, περισσότερο φαινόταν να έχει τρελαθεί !! Η Λούσυ σηκώθηκε και κρυμμένη πίσω από μερικούς θάμνους ακολούθησε τον Άγγελο και την κοπέλα. Ενώ τους ακολουθούσε κάποια στιγμή η κοπέλα σταμάτησε και το ίδιο έκαναν και ο Άγγελος με το αντίγραφο. Και ο Άγγελος κάλυψε αστραπιαία το πρόσωπο και τα ρούχα του με τα φτερά του επειδή το αντίγραφο της Λούσυ είχε σηκώσει το κεφάλι του ψηλά, είχε αφήσει τον λαιμό του εκτεθειμένο και με ένα κομμάτι γυαλί είχε κόψει τον λαιμό του !!!
Αίμα πετάχτηκε ψηλά και έβαψε τα φτερά του Αγγέλου, το πρόσωπο του αντιγράφου και το έδαφος τριγύρω τους κατακόκκινα. Το αίμα έρεε σαν συντριβάνι και οι ήχοι που έκανε η κοπέλα ενώ έκοβε τον λαιμό της έκανε την Λούσυ να κλείσει τα μάτια της και να κλάψει. Κάλυψε τα αυτιά της και προσπάθησε να μην βλέπει, ούτε να ακούει. Δεν μπόρεσε όμως να αντισταθεί και κοίταξε. Το είδωλο της που τώρα στεκόταν νεκρό και με κομμένο τον λαιμό της , το είδωλο που είχε αυτοκτονήσει, βρισκόταν πάνω στο αιματοβαμμένο αναπηρικό καροτσάκι. Και το είδωλο έπιασε από μόνο του φωτιά μπροστά στα τρομαγμένα μάτια της Λούσυ.
Η Λούσυ πετάχτηκε τρομαγμένη από τον εφιάλτη της μόνο και μόνο για να αντιληφθεί πως βρισκόταν στο πάτωμα, είχε πέσει από το κρεβάτι της. Άγγιξε το μέτωπο και τα μαλλιά της, είχε ιδρώσει. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το παράθυρο, το άνοιξε, ήταν απόγευμα. Ξεφύσηξε ανακουφισμένη που δεν βρισκόταν μέσα σε ένα όνειρο. Σηκώθηκε και έτρεξε προς το μπάνιο. Κοίταξε τον λαιμό της για πιθανά ίχνη από μαχαιριές, τα χέρια της σε περίπτωση που είχαν βαφτεί εμ το ίδιο της το αίμα. Δεν είδε τίποτα. Ο λαιμός της ήταν μια χαρά, η επιδερμίδα, τα χέρια , το πρόσωπο της πεντακάθαρα ,ούτε μια σταγόνα αίμα. « Ήταν μόνο ένας εφιάλτης. Γιατί όμως τον ένιωσα τόσο αληθινό ;;; Φοβάμαι.» σκεφτόταν η κοπέλα.
Θυμόταν ότι μια φίλη της, φαρμακοποιός, της είχε γράψει κάποια χάπια για τους πονοκεφάλους, επειδή συχνά όταν πονούσε το κεφάλι της το μυαλό της έφτιαχνε τέτοιες φρικιαστικές εικόνες. Είχε βάλει μερικά σε ένα μικρό , χάρτινο κουτάκι στην βαλίτσα της. Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο της και έλεγξε τις θήκες της βαλίτσας ώσπου τελικά βρήκε τα πολυπόθητα χάπια. Άνοιξε το κουτάκι και τα κοίταξε, έμοιαζαν με μικρές καραμελίτσες, στρογγυλές. Ήταν πικρά αλλά όχι αρκετά. Οπότε, έριξε μερικά στην χούφτα της και από εκεί τα έριξε στο στόμα της. Τα κατάπιε και έκλεισε τα μάτια της για λίγο μιας που η πικρή γεύση την βασάνιζε. « Δεν γαμιέται, άμα πονάει σε θεραπεύει.» σκέφτηκε εκείνη και έπειτα αποφάσισε να πάει στο σαλόνι.
Στον δρόμο βρήκε τον Χιούγκο να είναι στο δωμάτιο του και να προσπαθεί να δέσει μια γραβάτα. « Γαμώτο !» τον άκουσε να λέει. « Δυσκολεύεσαι να την δέσεις ;» τον ρώτησε εκείνη ακουμπώντας με την πλάτη της πάνω στην πόρτα. « Μάλλον ξέχασα πως να δένω μια γραβάτα. Δυστυχώς συμβαίνει και στους καλύτερους από εμάς. Μπορείς να με βοηθήσεις ;» την κοίταξε. « Βεβαίως.» σχολίασε εκείνη και πήγε κοντά του. Ενώ το έδενε την γραβάτα εκείνη τον κοίταξε « Προετοιμαζόμαστε για ραντεβουδάκι Χιούγκο ;;» τον πείραξε εκείνη. Γέλασε και ο Χιούγκο την κοίταξε. « Όχι, Λούσυ δεν έχω ραντεβού. Πρέπει να πάω να δω την θεία μου την Λίλιθ. Από τότε που πέθανε ο θείος μου της έχω υποσχεθεί πως μια φορά κάθε μήνα θα πηγαίνω να την βλέπω και να τρώμε μαζί δείπνο  οπότε δεν μπορώ, όπως καταλαβαίνεις, να λείψω. Βλέπω να αργώ οπότε σε πειράζει να μείνεις μόνη σου ;;; Εκτός βέβαια και αν έχεις σχέδια για απόψε που τότε απλά θυμήσου να κλειδώσεις.» της χαμογέλασε. Εκείνη του έδεσε την γραβάτα.
« Δεν έχω σχέδια για σήμερα. Θα κάτσω να ακούσω λίγη μουσική, να μαγειρέψω, να διαβάσω ή να κοιμηθώ λίγο. Ίσως πάλι φτιάξω κανά καφέ ή λίγο ποπ-κορν και δω καμιά ταινία. Αλλά , Χιούγκο. Πώς να κλειδώσω, δεν έχω κλειδιά !!» τον κοίταξε εκείνη. Ο Χιούγκο έψαξε λίγο στην τσέπη της καπαρντίνας του και έβγαλε ένα ζευγάρι αντικλείδια. « Ξέχασα να στα δώσω.» της χαμογέλασε και εκείνη τον κοίταξε « Σε ευχαριστώ.» Ενώ κοίταζε μια τελευταία φορά τον εαυτό του στον καθρέφτη την ρώτησε « Πότε έμαθες να δένεις τόσο καλά γραβάτες ;; Έβαζες συχνά πουκάμισα ;» την ρώτησε και η κοπέλα χαμογέλασε λίγο. « Ε, τα συνηθισμένα μωρέ. Όταν οι γονείς μου ήταν να πάνε σε κάποιο συγκεκριμένο δείπνο και ο πατέρας μου αναγκαζόταν να φορέσει γραβάτα η μητέρα μου του την έδενε επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε καθόλου.  Βλέποντας την ήθελα να το κάνω και εγώ, οπότε έκανα προπόνηση σε διάφορα αρκουδάκια ή κουκλάκια που είχα. Από τα 11 μου έδενα την γραβάτα εγώ στον πατέρα μου ή στον αδελφό μου όταν ήταν να πάνε σε κάποιο εστιατόριο ή σε κάποιον χορό για τον αδελφό μου.» Μιλώντας για τον αδελφό της ο Χιούγκο παρατήρησε πως η κοπέλα είχε μια λυπημένη έκφραση στο πρόσωπο της. Παρά όλα αυτά η κοπέλα δεν έμεινε σοβαρή και πάλι με ένα χαμόγελο συνέχισε « Ε, εφόσον έπιασα δουλειά και μετά είχα αυστηρό ντύσιμο στον εαυτό μου οπότε σχεδόν κάθε μέρα έβαζα πουκάμισο με γραβάτα.» Ο Χιούγκο την κοίταξε και εφόσον έβαλε λίγο άρωμα είπε « Ωραία. Λοιπόν , εγώ φεύγω. Α, νομίζω έχει μείνει λίγο ακόμα φαγητό στο ψυγείο και άμα θελήσεις κρασί θα βρεις στο ντουλάπι μέσα στην κουζίνα. Ότι άλλο ποτό μπορείς να θέλεις είναι στο ντουλάπι κοντά στην βιβλιοθήκη. Άμα θελήσεις να δεις κάποια ταινία έχω την συλλογή από τα DVD μου στην βιβλιοθήκη , κάτω από τα βιβλία.»
Προχώρησε και η Λούσυ τον συνόδευσε ως την πόρτα. Προτού ο άντρας  φύγει βάζοντας το σακάκι του η κοπέλα τον ρώτησε « Και τα βιβλία ;;Άμα θέλω ας πούμε κάτι λογοτεχνικό ;;» είπε με απαλή φωνή, γεμάτη περιέργεια και ο Χιούγκο απάντησε « Τρίτο ράφι , κοντά στα Θρησκευτικά βιβλία, μετά το Κοράνι και την Βίβλο.» Εκείνη τον ευχαρίστησε για την κατατόπιση του και ο άντρας κατέβηκε στην έξοδο. Η σπιτονοικόκυρα του τον έβρισε την στιγμή που κατέβαινε τις σκάλες μα ο άντρας αποφάσισε να μην της πει κάτι. Αντιθέτως άνοιξε την εξώπορτα, βγήκε από το σπίτι και βρήκε το αμάξι του παρκαρισμένο ακριβώς μπροστά από το σπίτι του . Θυμήθηκε πως το είχε αφήσει εκεί χτες οπότε ξεκλείδωσε το αμάξι, έβαλε μπρος την μηχανή και ξεκίνησε να οδηγάει.
Οδήγησε για κανά δίωρο γεμάτο ώσπου έφτασε μπροστά από την βίλα της θείας του, της Λίλιθ Ρώσον. Η θεία Λίλιθ και ο θείος Κρίστοφερ είχαν μια παλιά επιχείρηση από παιχνίδια η οποία τους είχε επιφέρει πολλά κέρδη οπότε, είχαν βίλες και στην Αμερική και στην Αγγλία. Μετά τον θάνατο του θείου Κρίστοφερ η θεία Λίλιθ είχε μετακομίσει στην βίλα τους στην Αμερική. Ήταν ολόκληρη βαμμένη με μαύρο χρώμα, είχε μπροστά της μια πύλη κατάμαυρη και μεταλλική με κάγκελα που ήταν ψηλά και κοφτερά στις άκρες, έμοιαζαν με βέλη. Είχε αρκετά δωμάτια και παράθυρα, μια ψηλή ξύλινη πόρτα από μαύρο ξύλο και πολλές πέτρινες καμινάδες ενώ πάνω στην ψηλότερη σκεπή υπήρχε ένας σταυρός σαν σε εκκλησία.
Αριστερά και δεξιά διασκορπισμένα στους κήπους της βίλας υπήρχαν αγάλματα Αγγέλων και ένα άγαλμα που ο Χιούγκο πάντα θαύμαζε. Ένα άγαλμα του Κάιν να σκοτώνει τον Άβελ. Στην βίλα, αριστερά και δεξιά, κάτω από την σκεπή μα αρκετά κοντά σε αυτήν βρίσκονταν τα πέτρινα κεφάλια αρκετών όμορφων πέτρινων τεράτων , των Gargoyles, σε γοτθικό ρυθμό. Τα αγάλματα ήταν έτσι φτιαγμένα ώστε το νερό της βροχής  να τρέχει στην αρχή από τα μάτια τους και να καταλήγει ενώ κυλάει στα στόματα των υπολοίπων τεράτων όπως συνέβαινε σε αρκετές εκκλησίες γοτθικού ρυθμού , αλλά σήμερα κάτι φαινόταν διαφορετικό. Ο Χιούγκο πολλές φορές είχε δει το άγαλμα να κλαίει, μεταφορικά, με αυτόν τον τρόπο τα δάκρυα του όμως τώρα το νερό που έρρεε τώρα από τα μάτια του τέρατος έμοιαζε με αίμα.
Ο Χιούγκο πήγε κοντά στην πόρτα και με μια ελαφριά σπρωξιά την άνοιξε. Όταν ήταν μικρός ο ήχος της καγκελόπορτας τον έκανε να ανατριχιάζει, όχι πια όμως. Ενώ άνοιγε την καγκελόπορτα είδε αριστερά και δεξιά στην πύλη τις όμορφες καλλιτεχνίες που είχε φτιάξει ένας τεχνίτης στην πόρτα πολλούς αιώνες πριν. Η οικογένεια του Ρώσον έφτανε μέχρι και την Αρχαία Ρώμη όσον αφορούσε τους προγόνους. Στην μια άκρη της πόρτας υπήρχε το κεφάλι ενός δαίμονα με ορθάνοιχτο το στόμα σαν να ούρλιαζε και μακριά , κοφτερά δόντια ενώ στην άλλη άκρη της υπήρχε το σύμβολο της οικογένειας του. Το σύμβολο των Ρώσον.
Ήταν ένα αντρικό στέμμα από το οποίο έτρεχαν μερικές σταγόνες αίμα οι οποίες με την σειρά τους έπεφταν μέσα σε ένα αναποδογυρισμένο γυναικείο στέμμα. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο σε σταυρωτή θέση , όπως τα κόκκαλα στις πειρατικές σημαίες υπήρχαν δύο σημαντικά αντικείμενα. Η ράβδος του αυτοκράτορα που σήμαινε ότι η οικογένεια των Ρώσον είχε την αυτοκρατορική εύνοια και ένα στιλέτο το οποίο είχε βγει από το θηκάρι του και η λεπίδα έσταζε ζεστό, κόκκινο αίμα. Η λαβή του στιλέτου έμοιαζε με χέρι σκελετού και η βάση της λαβής του έμοιαζε με ένα ανθρώπινο κρανίο. Από κάτω ήταν γραμμένο με χρυσά κεφαλαία γράμματα σε τρείς γλώσσες , τα ελληνικά , τα σαξονικά και τα λατινικά  το επώνυμο της αρχαίας οικογένειας του.
« RAWSON” και « ΡΩΣΟΝ»
Μόλις έφτασε στην είσοδο του σπιτιού περνώντας το συντριβάνι, το οποίο έμοιαζε με ένα Αγγελουδάκι το οποίο κράταγε ένα δοχείο στα χέρια του , μέσα από το οποίο έβγαινε το νερό έπιασε το ρόπτρο με τα χέρια του και άρχισε να το χτυπάει . Το κουδούνι της θείας του είχε χαλάσει και δεν ακουγόταν, όπως τουλάχιστον του είχε πει η ίδια. Το ρόπτρο έμοιαζε με κεφάλι λιονταριού που κρατούσε στο στόμα του έναν μεταλλικό κρίκο. Εφόσον ο Χιούγκο χτύπησε αρκετές φορές περίμενε να του ανοίξει η θεία του την πόρτα. Εφόσον τα λεπτά περνούσαν και η θεία του δεν άνοιγε ο Χιούγκο διάλεξε να κάτσει για λίγο στα σκαλιά και να περιμένει. Αυτό θα του έδινε επιτέλους την ευκαιρία να καπνίσει πάλι. Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε σε ένα από τα σκαλιά . Το σακάκι του ήταν μαύρο, το πουκάμισο του ήταν λευκό και φορούσε μια μπλε γραβάτα. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι και τα παπούτσια του ήταν καφετιά. Στο σακάκι του, στο πέτο είχε ένα λευκό μαντήλι.  Ο οποιοσδήποτε μπορούσε να πει το οτιδήποτε ήθελε για τον Χιούγκο Ρώσον αλλά κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι αυτός ο άντρας ήξερε να ντύνεται όμορφα.
Σύντομα άνοιξε την πόρτα η θεία του. Ο Χιούγκο σηκώθηκε και έσβησε το τσιγάρο στο σκαλοπάτι στο οποίο καθόταν. Η θεία του επέτρεπε το κάπνισμα αλλά όχι μέσα στο σπίτι της. Άμα τον έβλεπε να καπνίζει εκεί μέσα θα τον πυροβολούσε χωρίς δεύτερη σκέψη με το 45αρι που κάθε φορά κουβαλούσε πάνω της. Και ο Χιούγκο το γνώριζε πάρα πολύ καλά αυτό. Την είχε δει να το κάνει παλαιότερα και έπειτα εκείνη ήταν που του είχε μάθει πως να πυροβολεί για πρώτη φορά. Βέβαια ο Χιούγκο εκμεταλλευόταν αυτήν την γνώση για να πυροβολεί τους πισινούς άσχημων σκυλιών στα πάρκα και να τα βλέπει να επιτείθονται εξαγριωμένα στους ιδιοκτήτες τους ,όταν βρισκόταν στο πάρκο μαζί με τους φίλους του, κρατώντας μια γεμάτη καραμπίνα στο ένα χέρι και ένα κουτάκι μπύρας στο άλλο. Πυροβολούσαν πάντα με άσφαιρα βέβαια αλλά ο πόνος ήταν αρκετός για να τρελάνει το οποιοδήποτε σκυλί.
Η θεία του είχε γέρικο λευκό δέρμα, ήταν γύρω στα 71 της, είχε όμορφα γαλανά μάτια και είχε σχετικά μακρύ ξανθό, το οποίο βέβαια μετά από τόσα χρόνια έμοιαζε με γκρίζο, μαλλί. Ήταν υπερβολικά όμορφη για την ηλικία της και ο Χιούγκο χαμογελούσε κάθε φορά που θυμόταν πως περηφανευόταν για την νεανική ομορφιά της. Δεν είχε λόγο να μην χαίρεται, ούτε είχε λόγο να μην περηφανεύεται. Όταν ήταν νέα είχε ταξιδέψει στην Ιταλία και είχε μείνει για λίγο καιρό εκεί. Ο νεκρός πλέον σύζυγος της, ο θείος του Χιούγκο, ο Κρίστοφερ είχε βρεθεί στην Ιταλία λίγους μήνες προτού τελειώσει με την στρατιωτική του θητεία. Την είχε βρει να δουλεύει σε ένα καφενείο.
« Θα μπεις καμιά φορά μέσα ή θα με αναγκάσεις να σε διώξω ;;» είπε η θεία του στον Χιούγκο και ο Χιούγκο πήγε κοντά της και την αγκάλιασε. « Δεν έχεις αλλάξει καθόλου θεία.» σχολίασε με ένα χαμόγελο ο Χιούγκο και η Λίλιθ γελώντας είπε « Χαχα, κόλακας όπως ο θείος σου. Έλα εδλω και δώσε στην θεία σου ένα φιλί. Μαγείρεψα σήμερα.» είπε και ο Χιούγκο την ασπάστηκε δίνοντας της δύο φιλιά στα μάγουλα. Έπειτα μπήκαν μέσα στο σπίτι και εφόσον μπήκαν ο Χιούγκο κοίταξε τριγύρω. Ένα κόκκινο και ταυτοχρόνως λίγο μαύρο υγρό έτρεχε από την κουζίνα και λέρωνε ελάχιστα το πάτωμα. Ο Χιούγκο δεν χρειάστηκε να το μυρίσει ή να το γλείψει προκειμένου να μπορέσει να καταλάβει τι είναι. « Δίψασες θεία ;;» την ρώτησε και την κοίταξε. « Άμα μπορείς να περιμένεις λίγο έχω μερικά μπουκάλια κρασί στο αμάξι , μπορώ να τα φέρω και να ανοίξουμε το ένα.» της χαμογέλασε με νόημα. « Και δεν το έλεγες πιο νωρίς ;;; Άντε χρυσό μου, πήγαινε φέρε τα. Αχ, να γιατί είσαι ο αγαπημένος μου ανιψιός !» χαμογέλασε η θεία του. « Μόνο βγάλε το σακάκι σου.» τον σταμάτησε και πριν εκείνος προλάβει να ρωτήσει το γιατί να το βγάλει η Λίλιθ του απάντησε « Έχει τσαλακωθεί.» Ο Χιούγκο υπάκουσε και κατευθύνθηκε στο αμάξι του.
Άνοιξε την πόρτα για τα πίσω καθίσματα και εφόσον έβγαλε μια σακούλα με αρκετά μπουκάλια επέστρεψε στο σπίτι της θείας του. Εκείνη πήρε την σακούλα και άφησε μόνο ένα μπουκάλι. « Βάλε μας λίγο κρασί όσο εγώ θα σερβίρω το φαγητό. Έχω ετοιμάσει πολύ νόστιμες μπριζόλες για τον αγαπημένο μου ανιψιό.» χαμογέλασε η θεία του και ο Χιούγκο με ένα χαμόγελο ξεκίνησε να βάζει κρασί στα γυάλινα ποτήρια αριστερά και δεξιά από τα πιάτα τους. Έπειτα άναψε δύο κόκκινα κεριά ανάμεσα τους. « Χαίρομαι που μαγείρεψες. Είτε το θέλω, είτε όχι μου έλειψαν οι γαστρονομικές σου ιδιότητες. Είναι ασύγκριτες.» χαμογέλασε και η θεία του προσπάθησε να μην κοκκινίσει. Φαινόταν ότι της είχαν λείψει τα κοπλιμέντα.
Ενώ κάθονταν και έτρωγαν τις μπριζόλες που είχε ετοιμάσει η θεία του με αριστοκρατεία και δύο χαρτοπετσέτες , μία στον λαιμό τους και μια στα γόνατα τους για το κάθε τυχόν συμβάν με λεκέδες , η θεία του του είπε για χιλιοστή φορά την ιστορία για το πως γνώρισε τον θείο του. « Ήμουν ένα νεαρό κορίτσι στην Ιταλία. Ο Κρίστοφερ ήταν ένας νεαρός φαντάρος. Όλοι με φώναζαν στην Ιταλία « Bella, Bella, Bella !!” που σημαίνει « Όμορφη !» Ο θείος σου σχεδόν πίστεψε πως ήταν το αληθινό μου όνομα.
Ήταν πολύ ντροπαλός, ώσπου βρήκε το θάρρος και με ρώτησε το όνομα μου. Εγώ του το είπα και εκείνος με ρώτησε άμα θα μπορούσε όσο έλειπε με τον στρατό στα πεδία των μαχών να μου στέλνει γράμματα , διότι δεν είχε κορίτσι. Δέχτηκα, διότι ήταν τόσο όμορφος και ένιωσα από την πρώτη φορά που τον είδα ερωτευμένη μαζί του. Δούλευα στο καφέ και έρχονταν συνέχεια μηνύματα από πεδία μαχών παντού στον κόσμο. Γερμανία, Αμερική, Ιράν, Ιράκ, Βιετνάμ ,Ιαπωνία. Μου έστελνε μηνύματα και έλεγε πως κάθε φορά με κουβαλούσε μαζί του. Όλοι μου έλεγαν πως δεν έπρεπε να δώσω την αγάπη μου σε έναν φαντάρο. Οι μισοί μου έλεγαν πως δεν θα  επέστρεφε ποτέ από την μάχη, άλλοι μου έλεγαν πως θα πέθαινε στον πόλεμο ενώ κάποιοι άλλοι ακόμα έλεγαν πως αν επέστρεφε θα επέστρεφε σακάτης ή ανάπηρος και πως δεν θα ήμουν ποτέ ευτυχισμένη.» σταμάτησε για μια στιγμή για να πιει λίγο κρασί και να σκουπίσει λίγο τα δάκρυα της.
Ο Χιούγκο την παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. « Μια φορά λοιπόν που πήγα σε έναν αγώνα  μαζί με την οικογένεια μου , ακούσαμε έναν ιερέα να λέει « Παιδιά, μπορείτε σας παρακαλώ να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για μερικούς από τους πεσμένους στρατιώτες , στο Κιότο ;» Και διαβάστηκε μόνο ένα όνομα « Κρίστοφερ Ρώσον.» Ήθελα να πεθάνω, ήταν ένα μαρτύριο. Με έπιασαν τα κλάμματα και έτρεξα έξω από το στάδιο εκεί που τον είχα πρωτοσυναντήσει. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν , ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Και τότε, τον βρήκα. Καθόταν στο ίδιο τραπέζι στο οποίο τον είχα πρωτοσερβίρει με έναν επίδεσμο στο κεφάλι και πατερίτσες. Δεν ήταν νεκρός, ούτε σακάτης. Ζούσε, μόνο που είχε χτυπήσει το κεφάλι του και είχε φάει μια σφαίρα στο πόδι. Θυμάσαι ότι τόσα πολλά χρόνια που ήταν ζωντανός, κούτσαινε. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο κούτσαινε. Όλοι είχαν κάνει λάθος.» χαμογέλασε εκείνη και προσπάθησε να μην δείξει στον Χιούγκο το ότι δάκρυζε. « Τέλος πάντων.» σχολίασε εκείνη. « Πες μου εσύ τα νέα σου. Από τότε που έγινες ντετέκτιβ και μένεις μόνος σου σε βλέπω σπάνια.» συνέχισε και ο Χιούγκο ήπιε μια δυνατή γουλιά κόκκινο κρασί.
« Τι να πω ;;; Ασχολούμαι ακόμα με την υπόθεση του Μπάμπαντουκ. Και αληθινά πιστεύω πως είμαι ακόμα ένα βήμα πιο κοντά στο να τον πιάσω τον μπάσταρδο αυτήν την φορά. Δεν θα μου την γλιτώσει. Ήδη σκότωσα έναν από τους εμπόρους σάρκας του. Έχω επιτέλους έναν τρόπο να τον βρω, να τον καταδιώξω , να τον πιάσω και θα το ακολουθήσω.» σχολίασε ο Χιούγκο και χαμογέλασε. « Δεν σκοπεύεις να το αφήσεις στην άκρη , ε ;; Έκανες τουλάχιστον κάποιον φίλο ;; Ή βρήκες κάποια κοπέλα να αγαπήσεις ;; Χιούγκο , θέλω ανιψάκια. Πρέπει κάποια στιγμή να νοικοκυρευτείς και να αφήσεις την υπόθεση να φύγει. Ναι, και εγώ μισώ τον Μπάμπαντουκ. Η Ελίζαμπεθ ήταν η αδελφή μου και ο Μπάμπαντουκ τον σκότωσε, θέλω το κεφάλι του. Αλλά υπάρχουν και άλλα πράγματα στην ζωή, Χιούγκο.» σχολίασε η θεία του. « Εκτός του Λουκ δύσκολα κάνω φιλίες. Βέβαια , ακόμα είμαι φίλος με τον Τζώνι και την Λήδα αν και αμφιβάλλω πολλοί να θέλουν να γίνουν φίλοι ενός ντετέκτιβ σαν και του λόγου μου.  Βέβαια τις τελευταίες ημέρες έχω γνωρίσει κάποια.
Είναι μια κοπέλα , μια ψυχολόγος με την οποία δουλεύουμε μαζί. Είναι τόσο γλυκιά και δυναμική και έξυπνη και μικρή και συγκρατημένη, μα παράλληλα ασυγκράτητη. Τόσο αστεία και παράλληλα φοβισμένη,  τόσο γενναία και τόσο προβληματισμένη. Έχει αστείρευτη εξυπνάδα και φαντασία, ο φόβος της είναι αποτέλεσμα της φαντασίας της όμως όλο αυτό βοηθάει απλά στο να κάνει ακόμα πιο απίθανη την μοναδικότητα της. Και είναι τόσο μα τόσο όμορφη, είναι απίθανη. Θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι και , γιατί όχι ;; Αν τα πράγματα πάνε καλά θα μπορούσαμε να γίνουμε κάτι μεγαλύτερο. Έχουμε διαφορετικές οπτικές  γύρω από τον κόσμο, διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικά όνειρα. Μα δεν τα παρατάει και φαίνεται ότι δεν θα αφήσει ποτέ την ελπίδα να πεθάνει, ακόμα και αν φαίνεται ότι όλη η ελπίδα έχει χαθεί. Σκέφτομαι να της ζητήσω να γίνει φίλη μου.» χαμογέλασε μιλώντας για εκείνη ο Χιούγκο και δεν το κατάλαβε μα το πρόσωπο του έλαμψε, τα μάτια του γυάλισαν και το χαμόγελο του έδωσε μια λίγο πιο φωτεινή και γλυκιά έκφραση εφόσον έφερε στο μυαλό του εκείνη.
Η Λίλιθ χαμογέλασε. Ο Χιούγκο ήταν ντροπαλός και κλειστός σαν άνθρωπος, οπότε το να σκέφτεται να ζητήσει από κάποια και μάλιστα μια κοπέλα να γίνει φίλη του ήταν τεράστιο βήμα. Ο Χιούγκο συνήθως είχε ένα τεράστιο καβούκι δίπλα του, ένα τείχος το οποίο δύσκολα έσπαγε. Ήταν χαρούμενη που κάποια είχε καταφέρει να δηιουργήσει μερικές μικρές ρωγμές στο απόρθητο αυτό κτίριο που ονομαζόταν « Χιούγκο Ρώσον.» Όμως όντας σαν μητέρα του από τότε που δολοφονήθηκε η αδελφή της έπρεπε να προστατεύσει τον Χιούγκο από τον κάθε κίνδυνο και κυρίως, την κάθε κοπέλα που μπορεί να τον πλήγωνε. Μπορεί ο Χιούγκο να μην ήταν πλέον παιδί αλλά πάντα ήταν παιδί για εκείνη. Με απαλή φωνή λοιπόν ξεκίνησε να τραγουδά
«Hush now, baby, baby, don't you cry
Mama's gonna check out all your girlfriends for you
Mama won't let anyone dirty get through
Mama's gonna wait up till you get in
Mama will always find out where you've been
Mamma's gonna keep baby healthy and clean» από το κομμάτι « Μητέρα» ( «Mother» ) των Pink Floyd.
(“ Ησύχασε μωρό μου, μωρό μην κλαις,
Η μαμά θα ελέγξει όλες σου τις φιλενάδες για εσένα
Η μαμά δεν θα αφήσει καμιά βρώμικη να μπει μέσα
Η μαμά θα σε περιμένει μέχρι να μπεις
Η Μαμά θα βρίσκει πάντα που έχεις πάει
Η μαμά θα κρατήσει το μωρό της υγιές και καθαρό.» )
Αυτό έκανε τον Χιούγκο να χαμογελάσει και να σχολιάσει « Και πίστευα ότι με το « Mother» των Pink Floyd δεν θα κατάφερνα τίποτα. Την κοίταξε και σχολίασε « Κάποια στιγμή πρέπει να την γνωρίσεις. Γιατί αλλιώς πως θα καταλάβεις αν είναι ενάρετη ;; Αν είναι αρκετά καλή για εμένα ή αν θα μου σπάσει την καρδιά ;;» την ρώτησε και φανερά αστειευόταν. Ο Χιούγκο ήξερε πολλά για τις κοπέλες και ήταν φανερό ότι θα μπορούσε να καταλάβει αν η Λούσυ θα άξιζε ή όχι την προσοχή ή την αγάπη του. Άξιζε και τα δύο περισσότερο από το κάθε τι.  Χαμογελαστοί συνέχισαν το δείπνο τους και έφαγαν το γλυκό που είχε ετοιμάσει η θεία του. Μια τούρτα κρέμα με σαντιγί, κρέμα , φράουλες και κόκκινο σιρόπι από πικρά, άγρια μούρα στην κορυφή. Η θεία του ήξερε ποια ήταν τα κατάλληλα ώστε να πάει και να τα αγοράσει, παλαιότερα τα έβρισκε μονάχη της και τα έφτιαχνε για την τούρτα.  Κοντά στις φράουλες είχε τοποθετήσει μικρά κομματάκια από σοκολατένια μπισκότα.
Καθώς θεία και ανιψιός έτρωγαν δεν υπήρχαν τα χαμόγελα, τα αστειάκια και φυσικά οι συζητήσεις γύρω από τον Χιούγκο. « Σκοπεύεις να της αποκαλύψεις το μυστικό μας ;» ρώτησε τελικά η Λίλιθ τον Χιούγκο με απόλυτη σοβαρότητα. Ο Χιούγκο κάθισε για λίγα δευτερόλεπτα προκειμένου να το σκεφτεί και την σταμάτησε προτού μιλήσει πάλι. « Δεν σκοπεύω να της αποκαλύψω τίποτα. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Σκοπεύω παρ’ όλα αυτά να την αλλάξω , όπως με άλλαξες εσύ πριν τόσα χρόνια. Πού ξέρεις ;;; Ίσως τελικά να της αρέσει.» σταμάτησε τον λόγο του ο Χιούγκο και κλείνοντας τα μάτια του ήπιε λίγο κόκκινο κρασί. Επικράτησε σιωπή λίγων δευτερολέπτων ενώ ο Χιούγκο έπινε το κρασί, έλεγχε την απίθανη ,πικρή , λίγο μεταλλική γεύση και ενώ το περιεχόμενο του γυάλινου ποτηριού που κρατούσε στο χέρι του μειωνόταν και άδειαζε ο Χιούγκο μύριζε το άρωμα του κρασιού και έκλεινε τα μάτια του. Άφησε τον εαυτό του να παγιδευτεί για λίγο στην ορμή της ευωδίας του κρασιού.
« Χιούγκο, απλά και μόνο επειδή εσύ άλλαξες , και σου άρεε δεν πάει να πει ότι άμα αλλάξει θα αρέσει και σε εκείνη.» σχολίασε η θεία του και έδωσε ιδιαίτερη ένταση στο άμα. Η Λούσυ έπρεπε να περάσει υπερβολικά πολλά για να φτάσει εκεί όπου είχε φτάσει ο Χιούγκο μετά από τόσο καιρό. Έπρεπε να αγκαλιάσει την τρέλα της, να ξεδιψάσει με τον φόβο της και τέλος να βεβαιωθεί ότι το σκοτάδι μέσα της έκρυβε πάρα πολύ καλά το φως. Ο Χιούγκο κοίταξε αλλού και η θεία του ακολούθησε το βλέμμα του. Μετά από λίγα αμήχανα  δευτερόλεπτα ο Χιούγκο συνάντησε το βλέμμα της θείας του, αυτό το σαν αρπακτικό βλέμμα της, σαν γεράκι που ετοιμαζόταν να αρπάξει την λεία του. « Πρέπει να προσέχεις . Όταν ξεκλειδώνεις την πόρτα προς το μυαλό κάποιου και εισβάλλεις μέσα στο μυαλό του πρέπει να προσέχεις τι θα κάνεις όταν εισβάλλεις μέσα. Μην την αφήσεις να γίνει όλες οι αμαρτίες και όλα τα πράγματα που φοβάσαι εσύ να γίνεις , διότι τότε θα σε έχει νικήσει και ότι σκοπεύεις να κάνεις θα καταστραφεί.» μίλησε παράξενα η θεία του.
Λίγο προτού ο Χιούγκο φύγει βάζοντας πάλι το σακάκι του η θεία του του ψιθύρισε στο αυτί , ενώ την βοηθούσε να πάρει μερικά κομμάτια τούρτα για την Λούσυ, όπου θα τον περίμενε στο σπίτι τους. « Μην χάσεις τον προσανατολισμό σου στα μονοπάτια της αρετής. Κάποιες φορές δεν χρειάζεσαι αρετή μα κακία. Και η κακία, όπως όλοι ξέρουμε, είναι ένα δώρο που η ανθρωπότητα έκανε στον εαυτό της.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου