2 Οκτ 2018

"Σκιές του Μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη

"Ω, ρε γαμώτο! Ποιος κάθεται να κλείσει τώρα ταμείο; Το κεφάλι μου είναι κουδούνι". Τέλος βάρδιας και όπως κάθε μέρα, τα νεύρα μου σπασμένα. Ένα κεφάλι καζάνι και οι αμυγδαλές σαν μπαλάκια του τένις από το πολύ μπούρου μπούρου με τους πελάτες. Σαν τις κατίνες της γειτονιάς. Στο διάολο.! Και δεν φτάνει που μάλλιασε η γλώσσα μου να λέω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, έχω και την κάθε αργόσχολη που έρχεται να μου πει τα νέα όλου του χωριού χωρίς καν να τη ρωτήσω. Τι κουτσομπόλες Θεέ μου! Γιατί δεν τις κρεμάνε στη μέση της πλατείας για παραδειγματισμό ήθελα να ΄ξερα. "Τι έπαθες;", με ρωτάει η διπλανή. "Πάλι νεύρα έχεις;" Λάθος ερώτηση στο λάθος άτομο. "Ναι ρε μαλάκα, νεύρα έχω. Άντε γάμησέ με κι εσύ. Κάθομαι από το πρωί εδώ πέρα και δεν έχω βάλει γλώσσα μέσα. Λες και δεν βλέπουν τι προσφορές έχουμε. Έξω αφίσες, μέσα ταμπέλες σε όλα τα ράφια και έχουν και την μαλακισμένη στο ταμείο να τους τα πρήζει. Εγώ αν ήμουν στη θέση τους, θα παρατούσα τα πράγματα, θα τους πέταγα και κανά λατινικό και θα έφευγα". Η αντίδρασή της όπως πάντα ήταν ένα κελαρυστό γέλιο. "Ναι, γέλα ηλίθια! Δεν ακούω εσένα όμως να μιλάς. Μόνο εγώ κάνω τον μαλάκα εδώ μέσα". "Αφού έχουμε πει, είσαι η καλύτερη. Το 'χεις παιδί μου, το 'χεις". "Θα σου 'λεγα τώρα τι έχω, αλλά τέλος πάντων. Άσε με να κλείσω το ταμείο γιατί θέλω να πάω στην τράπεζα. Ελπίζω να μας πλήρωσαν". Μισή ώρα αργότερα είμαι στην τράπεζα. Ευτυχώς δεν έχει κόσμο το μηχάνημα. Ένας μόνο περιμένει. Πάλι καλά. Φτάνει η σειρά μου και με ανακούφιση βλέπω πως πληρωθήκαμε. Βγαίνω έξω και υπολογίζω τις ανάγκες. Τα παιδιά θέλουν παπούτσια, το φαγητό για το δεκαπενθήμερο, βαφή για τα μαλλιά, καπνό και τα παρελκόμενα και φυσικά το νοίκι. Μπα!
Δεν φτάνουν. Κάθομαι και σκέφτομαι. Καπνό εντάξει, ας μην πάρω, άλλωστε δεν καπνίζω και πολύ, στην ανάγκη θα κάνω καμιά τράκα. Τα μαλλιά ας τα αφήσω δεκαπέντε μέρες ακόμα, αρκεί να μην τα κάνω κοτσίδα καμιά μέρα και ξεφτιλιστώ. Μας μένουν τα παπούτσια. Μάλλον μεγαλύτερη ανάγκη έχει ο Απόλλωνας που είναι λίγο σκισμένα στο πλάι. Στα άλλα ας πάρω την άλλη εβδομάδα. Ελπίζω να δείξουν κατανόηση. Διαφορετικά, θα τρώνε κάθε τρεις μέρες. Κάνω να φύγω, αλλά μια γυναίκα που στεκόταν απέναντι, μου τράβηξε την προσοχή. Γενικά δεν είμαι αδιάκριτη, αλλά θεώρησα πως αν έφευγα δεν θα ήταν λεπτότητα, παρά αγένεια. Την παρατήρησα για λίγο. Τα ρούχα της ήταν φτωχικά, αλλά αξιοπρεπή. Το πρόσωπό της έδειχνε κουρασμένο και δυστυχισμένο. Επίσης έδειχνε... κλαμμένο; Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω. Πήγα κοντά της. "Είστε καλά;" Με κοίταξε με άδειο βλέμμα. "Καλά κορίτσι μου, ευχαριστώ". "Σίγουρα; Με συγχωρείτε για την αδιακρισία μου, αλλά θα μπορούσα μήπως να βοηθήσω σε κάτι;" Στεκόμασταν σε ένα καφενείο που ήταν κλειστό και σχεδόν σωριάστηκε σε μια καρέκλα. "Να φωνάξω γιατρό;" ρώτησα με αγωνία. Κάτι μου είπε σαν "πεινάω", αλλά δεν ήμουν σίγουρη. "Τι μου είπατε, πεινάτε; Δεν σας άκουσα καλά" Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. "Τότε;" "Πεινάνε" μου είπε ξεψυχισμένα και μάτωσε η καρδιά μου καταλαβαίνοντας τι εννοούσε. "Έχετε παιδιά;" "Δύο. Είναι μικρά, πάνε στο δημοτικό. Είμαι άνεργη, δεν έχω άντρα, μας εγκατέλειψε και δεν βρίσκω πουθενά δουλειά. Δεν έχω συγγενείς. Καμιά φορά βοηθάνε οι γείτονες, αλλά δεν θέλω να ζητάω. Εγώ δεν τρώω, δεν με πειράζει, ή θα φάω ό,τι περισσέψει, αλλά δεν αντέχω άλλο. Έχουνε δύο μέρες να φάνε". Με χτύπησε κεραυνός. "Έλα μαζί μου" της είπα και την πήγα σε ένα ψητοπωλείο. Παρήγγειλα σουβλάκια και πατάτες να φάει και ένα κοτόπουλο πακέτο. "Μη φύγεις, επιστρέφω", της είπα πηγαίνοντας πάλι στο σούπερ μάρκετ. Πήρα μπόλικες προμήθειες και μερικά πράγματα για το σπίτι μου. Φρόντισα να κρατήσω λίγα για να φτιάξω τα παπούτσια του Απόλλωνα. Κάλεσα ένα ταξί και πήγα την βρήκα. Ζήτησα από τον ταξιτζή να περιμένει. Είχε φάει και με περίμενε. "Που μένεις; Εδώ ή έχεις έρθει από αλλού;" "Εδώ" απάντησε με πιο καθαρή φωνή τώρα. Αναρωτήθηκα πόσο καιρό είχε να φάει αυτή άραγε. Πήραμε το κοτόπουλο και μερικές πατάτες και πήγαμε σπίτι της. Όταν αντίκρισα τα παιδιά, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Πρόσωπα αθώα, πεινασμένα, ψυχές ταλαιπωρημένες. Είδαν τις τσάντες και κοίταζαν με λαχτάρα, δεν τόλμησαν όμως να ζητήσουν κάτι. "Ποια είναι η κυρία;" "Συνάντησα τη μαμά σας στο σούπερ μάρκετ που ψώνιζε και επειδή εγώ πήγαινα με ταξί στο σπίτι μου, ήταν στον δρόμο μου και είπα να μην τα κουβαλάει όλα αυτά". Δεν ρώτησαν που βρήκε χρήματα. Ήταν τόσο συγκινητικός ο τρόπος που προστάτευαν την κατάστασή τους! Τους χαιρέτησα και η μητέρα με ξεπροβόδισε. Ξαφνικά θυμήθηκα κάτι. Δύο μέρες πριν, ένας κύριος μεγαλούτσικος, που είχε έρθει για τα ψώνια του, με είχε ρωτήσει αν γνώριζα κάποια γυναίκα έμπιστη για να τον βοηθάει τις πρωινές ώρες στο σπίτι. Ευτυχώς μου είχε αφήσει το τηλέφωνό του. Μου είπε να την έστελνα και αύριο αν ήταν δυνατόν. Η ευγνωμοσύνη και τα δάκρυα στο πρόσωπό της, ζέσταναν την καρδιά μου. Το συναίσθημα της προσφοράς είναι ανώτερο όλων. Έκανα μια οικογένεια χαρούμενη και δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή πως θα είχα πρόβλημα αν καθυστερούσα το νοίκι άλλες δεκαπέντε μέρες.
Δεν σκέφτηκα ούτε τα παιδιά, ούτε ότι οι προμήθειες δεν έφταναν για δύο εβδομάδες ακόμα.
Έφτασα στο σπίτι με τα λιγοστά πράγματα και τα παιδιά με κοίταξαν απορημένα.
"Δεν πληρώθηκες;"
"Θα πάμε για παπούτσια;"
"Μας έφερες καμιά σοκολάτα;"
Τους έδωσα μία σοκολάτα στα τρία και ζήτησα να με ακούσουν που ήθελα να τους διηγηθώ κάτι που συνέβη. Τελειώνοντας την αφήγησή μου, δεν μιλούσαν για λίγο. Τελικά τρεις ερωτήσεις άκουσα. Μία από κάθε στόμα.
"Τους ψώνισες σίγουρα αρκετά;"
"Θα τους φτάσουν μέχρι να πληρωθεί;"
"Πεινούσανε πολύ τα παιδιά;"
Τα κοίταξα βουρκωμένη και ευτυχισμένη. Μια σκέψη, μόνο μια μου ήρθε στο μυαλό.
"Δικαίωσις".
 


Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου