16 Ιουν 2018

"Ο Πρώτος από τους Καταραμένους" του Νίκου Βιτωλιώτη


Όλοι θα έχουμε ακούσει να μιλούν κάποια φορά, για τους λεγόμενους καταραμένους ποιητές. Σαν όρος, ομολογώ ότι πάντα με ιντριγκάριζε και μου γεννούσε μια περιέργεια: ήθελα να ψάξω να βρω τι ήταν αυτό το κακό που έκαναν αυτοί οι ποιητές, ώστε να τους καταραστεί κάποιος. Μήπως είχαν γράψει κάτι που ενοχλούσε; Μήπως οι στίχοι τους αποκάλυπταν κάποια μυστικά, που έπρεπε να παραμείνουν στο σκοτάδι; Ποια ακριβώς κατάρα τους βάραινε; Τελικά, τα πράγματα δεν ήταν τόσο μυστηριώδη. Καταραμένοι, χαρακτηρίστηκαν οι ποιητές που υιοθέτησαν ακραίες συμπεριφορές και που έζησαν μέσα στις καταχρήσεις, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, την ομοφυλοφιλία, τη βία, την παραβατικότητα γενικότερα. Και πάνω απ’ όλα, πέθαναν νέοι, αφήνοντας σχετικά μικρό, αλλά αξιόλογο έργο.
          
Καταραμένοι ποιητές
 
Ο όρος αναφέρεται κυρίως σε κάποιους δημιουργούς του 19ου αιώνα, όπως ο Μπωντλαίρ ή ο Ρεμπώ. Κατά τη γνώμη μου, θα ταίριαζε άψογα και στον τεράστιο Ουίλιαμ Μπλέηκ, που δεν συμπεριλαμβάνεται συνήθως στην κατηγορία. Όμως, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, το ότι ο πρώτος από τους ποιητές που μπορεί να φέρει επάξια τον τίτλο του καταραμένου, ήταν ένας σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα δημιουργός του 15ου αιώνα, ο Φρανσουά Βιγιόν, ο οποίος θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και στην ευρύτερη κατηγορία των λυρικών ποιητών. Νέο ερώτημα τώρα: τι είναι αυτή η λυρική ποίηση; Ας τα πάρουμε λοιπόν, ένα-ένα από την αρχή.

              Η λυρική ποίηση, που ως είδος αναφέρεται στη δημιουργία, που επικεντρώνεται στην έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων του δημιουργού της, γνώρισε άνθιση τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στη Ρώμη. Στην Ευρώπη των μεσαιωνικών χρόνων, αυτή η κληρονομιά ήταν γνωστή. Κάποιες απόπειρες μίμησης παλαιότερων έργων, γραμμένες στις λόγιες γλώσσες, είναι άνευ ουσιαστικής λογοτεχνικής αξίας, με εξαίρεση το επίγραμμα.[1] Από τα τέλη του 11ου αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται στη Δ. Ευρώπη μορφές λυρικής ποίησης, γραμμένης στις δημώδεις γλώσσες, που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με το πολιτιστικό περιβάλλον, που είχε διαμορφωθεί στις αυλές των φεουδαρχών της εποχής. Τα σημαντικότερα δείγματα της ποίησης αυτής, γράφτηκαν στην εξαφανισμένη σήμερα γλώσσα του oc (langue doc, ρωμανική διάλεκτος που ομιλούνταν στη Ν. Γαλλία, στη Β. Ισπανία και στη Β. Ιταλία).
Francois Villon
Από εκείνη τη χρονική περίοδο, αλλά κυρίως από το 12ο αιώνα, η λυρική ποίηση συνδέθηκε με τους τροβαδούρους. Οι δημιουργοί που αποκαλούνταν τροβαδούροι, έγραφαν τα ποίηματα, συνέθεταν τη μουσική που τα συνόδευε και επίσης, τραγουδούσαν τη δημιουργία τους. Συνήθως, ήταν προστατευόμενοι των τοπικών φεουδαρχών ή αρχόντων και γενικότερα, ανήκαν στους κύκλους των αυλών τους. Χρησιμοποίησαν διάφορες στιχουργικές τεχνικές και τεχνικές ρίμας, συχνά απαιτητικές, ενώ δεν έλλειπαν στοιχεία σκωπτικά ή σατιρικά. Η θεματική της ποίησής τους, είχε να κάνει με τον έρωτα, κυρίως τον λεγόμενο ευγενή και ανεκπλήρωτο, αλλά και με ρεαλιστικές προσεγγίσεις της ζωής, με έμφαση στην προσωπική περιπέτεια και τη δράση. Το γεγονός αυτό, σηματοδοτούσε μια ένταση μεταξύ εξιδανίκευσης και ρεαλισμού, καθώς οι τροβαδούροι μιλούσαν και για την πιο σύνθετη εικόνα της καθημερινότητας, σε αντιδιαστολή με το απόλυτα υψηλό ύφος του έπους, που απομακρύνονταν από αυτή. Κατά το 13ο αιώνα, οι ποιητικές πραγματείες που έκαναν την εμφάνισή τους στη Δ. Ευρώπη, συνέδεσαν την ποίηση των τροβαδούρων, κυρίως με τον έρωτα. Οι τροβαδούροι δημιούργησαν μια νέα εικόνα για τον ποιητή, αλλοτε πιο λόγια, άλλοτε πιο μποέμ και έγιναν αντικείμενο ιστοριογραφίας, κατά τα πρότυπα των βίων των αγίων που προϋπήρξαν ως λογοτεχνικά κείμενα, από την ύστερη αρχαιότητα και τον πρώιμο μεσαίωνα (η Espresso της εποχής…) . Αν και αυτό το είδος της λυρικής ποίησης έφθινε, χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τους λυρικούς ποιητές του 13ου αιώνα (π.χ. Φόγκελβάιντε και Καβαλκάντι).
Πετράρχης
Από τα τέλη του 13ου αιώνα, ο νέος λυρισμός αναπτύσσεται στις πόλεις της Τοσκάνης. Αν και στηρίζεται στην ποίηση των τροβαδούρων, οι κλασικοί έλληνες και λατίνοι ποιητές ξαναδιαβάζονται και ο νέος λυρισμός οδηγείται σε νέα ρυθμικά και στιχουργικά πρότυπα. Ο έρωτας εξακολουθεί να παραμένει το κυρίαρχο θέμα. Το dolce stil nuovo, περνά από το στυλ των τροβαδούρων, σε μια εντονότερη μορφή του εξιδανικευμένου έρωτα. Ο Δάντης (1265-1321), είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας τάσης. Εκτός από την Ιταλία, μορφές λυρικής ποίησης συναντούμε από τα τέλη 13ου αιώνα και ύστερα στην Ιβηρική χερσόνησο, στα πορτογαλικά, τα καστιγιάνικα και τα γαλικιανά, στη Γερμανία (minnesang και meistersang) αλλά και στις - θρησκευτικής κυρίως έμπνευσης - μπαλάντες των Κάτω Χωρών. Με την εμφάνιση της ιταλικής Αναγέννησης το 14ο αιώνα, ο Πετράρχης (1304-1374) έδωσε νέα ώθηση στη λυρική ποίηση και την οδήγησε σε νέους δρόμους. Αναπτύσεται το πετραρχικό σονέτο, νέα στιχουργική μορφή, της οποίας η σημασία και η επιρροή είναι τόσο μεγάλη, έτσι ώστε ο πετραρχισμός αποτέλεσε σημείο αναφοράς, τουλάχιστον μέχρι το 16ο αιώνα. Το πετραρχικό βλέμμα, εναλλάσσεται μεταξύ του υλισμού και του ιδεατού, όσον αφορά στην εικόνα της Λάουρας, της γυναίκας για την οποία ο Πετράρχης έγραψε συνολικά τριακόσια εξήντα έξι (366) σονέτα (αυτός είναι έρωτας…). Ο Πετράρχης συγχρόνως, στοχάζεται και χρησιμοποιεί ιδιαίτερα σχήματα λόγου όπως η μεταφορά, το παράδοξο, το οξύμωρο και η υπερβολή, δημιουργώντας λυρικά πρότυπα με παρούσα την ένταση μεταξύ ρεαλισμού και ιδεατού.
Στη Γαλλία, η παλιά ποίηση των τροβαδούρων είχε σβήσει από τα τέλη του 13ου αιώνα. Στα μέσα του 14ου αιώνα εμφανιστηκε μια νέα λυρική ποίηση, με τα έργα του Ντε Μασώ (1300-1377), του Μορέλ και της Ντε Πιζάν, στις αρχές του 15ου αιώνα και του δούκα Κάρολου της Ορλεάνης λίγο αργότερα. Η σχολή αυτή, καλλιέργησε την απαιτητική από τεχνικής άποψης μπαλάντα και την ανέπτυξε με κύριο θέμα τον έρωτα, αν και η φόρμα της ταιριάζει σε κάθε είδος ποίησης (σατιρική, διδακτική κτλ). Ο Σαρτιέ (1385-1440), ποιητής που κυριάρχησε στη Γαλλία το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, δημιούργησε έργα στα οποία ο λυρισμός αναμειγνύεται με τη διδαχή, τη χαριτολογία και το σοβαρό ύφος και τελειοποίησε την οκτασύλλαβη, οχτάστιχη φόρμα, που χρησιμοποίησε κυρίως η μπαλάντα.
(Πάμε τώρα στα δικά μας)
Ο ποιητής που σηματοδότησε το πέρασμα της γαλλικής ποίησης στη νέα εποχή της Αναγέννησης, ήταν ο Φρανσουά Βιγιόν (1431-1463). Στην ποίησή του αντανακλάται ο αστικός τρόπος της ζωής του, ενώ η εικόνα του ιδίου απέχει πολύ από τη λογιοσύνη και πλησιάζει στο μετέπειτα πρότυπο του καταραμένου ποιητή. Ο Βιγιόν έγραψε μπαλάντες τριών στροφών, οκτώ έως δώδεκα στίχων ανά στροφή, πλέον του στάλσιμου (κάτι σαν αποφώνηση) των τεσσάρων έως έξι στίχων. Ο έρωτας υπάρχει στη θεματολογία του, αλλά είναι πεζός. Η ποίησή του καλύπτει μεγάλο εύρος θεμάτων (ζωή, θάνατος, απομόνωση, διασκέδαση κτλ) και ο τόνος εναλλάσεται, μεταξύ άλλων, ανάμεσα στην ευθυμία και τη μελαγχολία, τη σεμνότητα και την προκλητικότητα.
Για τη ζωή του Βιγιόν, τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα, όσον αφορά στη γέννηση και στο θάνατό του. Αλλά και στο ενδιάμεσο, οι πληροφορίες που έχουν φτάσει έως τις μέρες μας είναι αποσπασματικές. Γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή, μαχαίρωσε και σκότωσε κάποιον ιερωμένο, ότι τη γλίτωσε τελικά, καθώς του απονεμήθηκε χάρη από τον βασιλιά της Γαλλίας, ότι ενεπλάκη σε διαρρήξεις, ληστείες και σε συμπλοκές και ότι καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που τελικά μετατράπηκε σε εξορία, το 1463. Από τότε, τα ίχνη του χάθηκαν μυστηριωδώς, μας άφησε όμως αρκετές από τις δημιουργίες του. Ο λόγος για τον οποίο διάλεξε να κάνει αυτή τη ζωή παραμένει άγνωστος και συντελεί στη δημιουργία μιας εικόνας που τον ανακηρύσσει ως τον Πατριάρχη των καταραμένων ποιητών. (δεν έχει πολύ ενδιαφέρον;)
Η εικόνα που έχει ο Βιγιόν για τον εαυτό του, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή και την καθημερινότητα, φαίνεται από δυο χαρακτηριστικά έργα του. Το πρώτο είναι η Μπαλάντα των Μικρών Στοχασμών,[2] στην οποία το ποιητικό υποκείμενο ειρωνεύεται συνεχώς τον εαυτό του. Το ποίημα ξεκινά με τον πλήρη αυτοσαρκασμό: δηλώνει ότι νιώθει «μύγες στο γάλα μου να ιδώ», δηλαδή ότι ξεχωρίζει το άσπρο από το μαύρο. Σιγά-σιγά αναπτύσσει το λόγο του και αναφέρεται σε πράγματα και καταστάσεις όπως οι πόρνες στην ταβέρνα («νιώθω ποια είναι η Μπεατρίς και ποια η Ιζαμπώ») ή οι απατεώνες τζογαδόροι («νιώθω τον αγιογδύτη από τη ζαριά»), δίνοντας μας την εντύπωση, ότι η γνώση του πηγάζει από προσωπική εμπειρία. Γνωρίζει και ξεχωρίζει πολλά και διάφορα όπως μας λέει, από την ποιότητα των ανθρώπων, ανάλογα με την ενδυμασία τους («νιώθω κάθε άνθρωπο από τη φορεσιά»), μέχρι τους αυλοκόλακες γελοτοποιούς («νιώθω γελοία κορμιά καλοθρεμμένα»). Φαίνεται ότι πρόκειται περί ατόμου, που έχει ζήσει την καθημερινότητα σε όλες τις τις εκφάνσεις, όμως φαίνεται ότι είναι εκλεπτυσμένος, ότι έχει καλό γνωστικό υπόβαθρο, αφού μας λέει ότι νιώθει «των Μποέμ την αίρεση καλά». Η ειρωνεία είναι διάχυτη στο ποίημα, όπου ανάμεσα σε αυτά που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει, συμπεριλαμβάνεται η διάκριση μεταξύ καλού και κακού καιρού («νιώθω τον αίθριο από τον κακό καιρό»), η διάκριση μεταξύ αλόγου και μουλαριού («νιώθω μουλάρι απ’ τ’ άλογο να βρω») ή το ποιος είναι κληρικός και ποιος λαϊκός («νιώθω απ’ το ράσο κάθε κληρικό» και «νιώθω απ΄ το πέπλο κάθε καλογριά»). Καθώς όλα αυτά, δεν απαιτούν ιδιαίτερες γνώσεις ή διορατικότητα, προκύπτει ότι ο δημιουργός αυτοσαρκάζεται και αυτοειρωνεύεται. Αλλά εκεί που πάντα καταλήγει, κλείνοντας κάθε στροφή, είναι ότι τελικά δεν έχει καμιά γνώση για τον ίδιο του τον εαυτό: δηλώνει ότι νιώθει «το καθετί  οξ’ από μένα». Αυτή η δήλωση, είναι και η κορύφωση της ειρωνείας, κάποιος που έχει εμπειρίες και γνώσεις, που έχει ζήσει καταστάσεις, που όμως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το ποιος είναι. Στο στάλσιμο, ξεκινά πάλι ειρωνευόμενος εμφανώς, δηλώνοντας ότι γνωρίζει τα πάντα («Πρίγκιπα, όλα τα νιώθω γενικά»), όμως, εδώ πλέον διακρίνεται και η απαισιοδοξία, γίνεται σαφές ότι το ποιητικό υποκείμενο (ο πρωταγωνιστής-αφηγητής του ποιήματος, που μάλλον μπορεί να ταυτιστεί με τον ποιητή), έχει πλήρη επίγνωση της φθαρτότητας και του προσωρινού της ανθρώπινης φύσης («νιώθω το Χάρο που μας καρτερά»). Καλώς ή κακώς, ο θάνατος είναι μέρος της ύπαρξης, αυτό στο οποίο καταλήγουν όλοι και ο Βιγιόν το θέτει εδώ, όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται, ειρωνευόμενος συνάμα και τη δύναμη της εξουσίας. (πώς σας φάνηκε η πρώτη επαφή με έναν καταραμένο;)

 Η μπαλάντα του ποιητικού διαγωνισμού του Μπλουά, Θάνος Μικρούτσικος

Αντίστοιχα, στη Μπαλάντα του διαγωνισμού του Μπλουά[3], ο Βιγιόν παρουσιάζει ένα υποκείμενο που παλεύει με την καθημερινότητα και που ενώ προσπαθεί, δεν τα καταφέρνει. Μιλά για πράγματα καθημερινά, όπως ότι δεν μπορεί να ζεσταθεί αν και είναι κοντά στη φωτιά («κοντά στη στιά τα δόντια κουρταλώ»), ότι δεν μπορεί να κρατήσει πάνω του όσα χρήματα κι αν βρει και όλο είναι αδέκαρος («είμαι πλούσιος και όλο έχω αδεκαριές»), ή ότι δεν μπορεί να αισθανθεί καλά, ούτε στον τόπο του («στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος»). Ο Βιγιόν χρησιμοποιεί σε όλο το ποιήμα το σχήμα του παράδοξου, συνδέοντας μεταξύ τους έννοιες τελείως αντίθετες και αντιφατικές. Για τον ποιητή, φαίνεται ότι αυτή είναι η πραγματική ζωή, μακρυά από τις εξιδανικευμένες καταστάσεις του μεσαιωνικού λυρισμού. Και αυτή την πραγματικότητα, κάποιες στιγμές την αντιμετωπίζει με ειρωνική διάθεση («όταν χαράζει λέω: ‘καλή νυχτιά!’») και άλλες φορές με δυσπιστία («απ’ όσους με παινάνε προσβαλμένος»). Φαίνεται να θέλει, αλλά να μην μπορεί να τα βγάλει πέρα με τη ζωή και τελικά, καταλήγει διωγμένος με το χειρότερο τρόπο, από εκεί που αρχικά ήταν καλοδεχούμενος («καλόδεχτος, διωγμένος με κλωτσιές»).
Ο Βιγιόν, δημιούργησε την εποχή κατά την οποία ο Ουμανισμός κυριαχούσε ως ρεύμα στις τέχνες και στα γράμματα. Με πρότυπα από την κλασική αρχαιότητα (ελληνική και ρωμαϊκή), ο Ουμανισμός έθεσε τον άνθρωπο στο κέντρο του σύμπαντος, σε αντίθεση με το θεοκεντρισμό του Μεσαίωνα. Έδωσε αξία στην καθημερινή, επίγεια ζωή και έμφαση στην πολιτική και κοινωνική διάσταση του ανθρώπου. Εμπιστευόταν την ανθρώπινη ύπαρξη και πίστευε ότι συνθήκες της ζωής μπορούσαν να βελτιώνονται διαρκώς των, ενώ πίστευε και στην αξιοποίηση των πνευματικών και υλικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Το μέσο για την επίτευξη αυτών των στόχων, ήταν η ουμανιστική παιδεία και η ενασχόληση με τις τέχνες, τα γράμματα και τις επιστήμες. Ο Βιγιόν ωστόσο, φαίνεται να συμβαδίζει με τον Ουμανισμό, μόνο όσον αφορά στο ρεαλισμό της ποίησής του και τον ανθρωποκεντρισμό της. Από το έργο του, δεν προκύπτει κάποιας μορφής αισιοδοξία για την καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής, το αντίθετο μάλιστα. Ειδικά στη Μπαλάντα του διαγωνισμού του Μπλουά, το υποκείμενο δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση να καταφέρνει να πλησιάσει το ουμανιστικό πρότυπο. Η λογιοσύνη στην οποία οδηγούν τα κλασικά πρότυπα του Ουμανισμού, απέχει από την εικόνα που παρουσιάζεται στις πιο πάνω μπαλάντες. Όμως, επειδή ο Έρασμος,  κορυφαίος εκπρόσωπος του ρεύματος,  άσκησε οξεία κριτική στην ανθρώπινη διάθεση για εξεύρεση αυθεντιών, μπορούμε να δεχτούμε ότι ο Βιγιόν με τα έργα του αυτά, υποσκάπτει αυτή ακριβώς την τάση και συμβαδίζει με τον Ολλανδό λόγιο. Αμφισβητεί και χλευάζει το ουμανιστικό κλέος μέσω ευφυολογημάτων αλλά και ευθέως, τόσο στο ρεφραίν της Μπαλάντας των Μικρών Στοχασμών, όσο και στον τελευταίο στίχο της Μπαλάντας του διαγωνισμού του Μπλουά. Τελικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Βιγιόν είναι μερικά ουμανιστής, ανταποκρινόμενος σε κάποια από τα ουμανιστικά πρότυπα και ειρωνευόμενος κυρίως τον εαυτό του.

Σημ. Αρκετά ποιήματα του Βιγιόν, έχουν μελοποιηθεί από τον Θ. Μικρούτσικο.
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βάρσος Γιώργος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α΄, Πάτρα 2008

Σκιαδαρέσης Σπύρος, François Villon, Οι μπαλάντες κι άλλα ποιήματα,  Γαβριηλίδης, Αθήνα (1947) 1988


[1] Έργο σύντομο, έως τέσσερεις στίχους, όμως ιδιαίτερα εκφραστικό, άλλοτε εγκωμιαστικό, άλλοτε θρηνητικό, άλλοτε δοξαστικό.
[2] Φρανσουά Βιγιόν, «Μπαλάντα των μικρών στοχασμών», μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης.
[3] Φρανσουά Βιγιόν, «Μπαλάντα του ποιητικού διαγωνισμού του Μπλουά», στο François Villon, Οι μπαλάντες κι άλλα ποιήματα, μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου