27 Μαρ 2018

"Σκιές του μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη

Το μάτι του ταξίδεψε στο άπειρο μπλε. Εκείνο το βαθύ μπλε που ένιωθε να του αγκαλιάζει τις αισθήσεις. Ο ουρανός κρεμόταν από πάνω του μέσα στη συννεφιασμένη του φορεσιά. Μια κατά τ` άλλα, υπέροχη μέρα. Κι αυτός μοναχικός ταξιδευτής πάνω στο μικρό του πλοιάριο να μη ζει για τίποτα άλλο, παρά μόνο για την επιθυμία, την τόσο καλά κρυμμένη μέσα του όλα τα χρόνια της ζωής του. Η θάλασσα τού τραγουδούσε τον γλυκό της σκοπό, στέλνοντας τις μελωδίες της στον μπλε σύντροφό της που την καμάρωνε από ψηλά. Κι αυτός, οργισμένος πειρατής τραβούσε για το μικρό νησί που όσο πλησίαζε, ένιωθε να κατευθύνεται πάνω του. Ήταν βραχώδες και με την πρώτη ματιά έμοιαζε αφιλόξενο. Μόνο που εκείνος ήξερε καλά πως δεν έμοιαζε, αλλά ήταν πράγματι αφιλόξενο. Ο σκοπός του ήταν να το κουρσέψει, να το λεηλατήσει, να το διαλύσει ολόκληρο αν χρειαζόταν, αρκεί να έπαιρνε πίσω αυτό που του στέρησε όλη του τη ζωή. Τον πατέρα του. Μάταια οι άλλοι προσπαθούσαν να τον πείσουν πως ίσως χάθηκε στη θάλασσα. Αυτός ήξερε. Τον θυμόταν να του αφηγείται πάντα διαφορετικές ιστορίες από τα συνηθισμένα παραμύθια. Μέσα σε αυτές ήταν και ο θρύλος "του νησιού της κατάρας" όπως το αποκαλούσαν. Μόνο που κανείς δεν πίστευε πως είναι απλά ένας θρύλος. Κανείς δεν πλησίαζε, κανείς δεν ήξερε τι συμβαίνει, αλλά και κανείς δεν ήθελε να μάθει. Ο πατέρας του όμως γνώριζε. Αμέτρητα βράδια τον άκουγε να φυλλομετρεί και να μουρμουρίζει. Κάποιες νύχτες μάλιστα, τον είχε ακούσει να μονολογεί "η απειλή, έρχεται η απειλή. Πρέπει να προλάβω". Δεν καταλάβαινε τότε, αν και φοβόταν λίγο. 

Πιο πολύ όμως φοβόταν τις νύχτες που η ατμόσφαιρα τους τύλιγε πνιγηρή και απειλητική, σα να προσπαθούσε να τους κλέψει και την τελευταία τους πνοή. Όλοι τρόμαζαν τότε και κλειδώνονταν στα σπίτια τους. Ένα τέτοιο βράδυ ήταν που έφυγε ο πατέρας του, αλλά αυτός δεν πρόλαβε ν` αντιδράσει. Το ζεστό φιλί στο μάγουλο, τού φάνηκε περισσότερο σαν όνειρο, παρά σαν αλήθεια. Από εκείνη τη μέρα που ξημέρωσε και μετά, τα παιδικά του μάτια δε σταμάτησαν ν` αγναντεύουν από το παράθυρο τη θάλασσα, καρτερώντας τον γυρισμό που ποτέ δεν έφτανε. Η αθώα του ψυχή θύμωσε τότε και πείσμωσε πολύ. Ήταν σίγουρος πως αυτό το καταραμένο νησί έκλεψε τον πατέρα του. Ορκίστηκε πως θα τον βρει, ακόμα κι αν γινόταν σκοπός της ζωής του. Άρχισε να διαβάζει μανιωδώς τα βιβλία του πατέρα του και όχι μόνο. Αμέτρητες ήταν οι ώρες που περνούσε και στη βιβλιοθήκη, στοιβάζοντας τόνους πληροφοριών μέσα στο μυαλό του. Επίσης ξεκίνησε να διδάσκεται πολεμικές τέχνες. Έκανε ακόμα και διαλογισμό, αδιαφορώντας για την ανησυχία της μάνας του. Το καθήκον του ήταν να βρει τον πατέρα του και για να το πετύχαινε αυτό, έπρεπε να γίνει ισχυρός και σε γνώση και σε δύναμη. Μεγαλώνοντας, τα βιβλία άρχισαν να του φανερώνουν πράγματα που ως τότε έμοιαζαν ακατανόητα. Ενα χάραμα τινάχτηκε από την καρέκλα του σαν ζεματισμένος. Κοίταξε και πάλι εμβρόντητος το βιβλίο. Το μυστικό ήταν εκεί μπροστά του, οι λέξεις χόρευαν στις παλιές κιτρινισμένες σελίδες. Αυτό να ήταν άραγε που είχε ανακαλύψει και ο πατέρας του; Στην ιδέα της αποκάλυψης δεν ένιωσε καμία ανακούφιση, το αντίθετο θα έλεγες. Η αμφιβολία του τσίμπησε την καρδιά. Πλησίασε το παράθυρο και άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει μακριά.
"Υπάρχει άραγε ελπίδα;" αναρωτήθηκε.
Δύο δάκρυα που κύλησαν, χάιδεψαν τα μάγουλά του, προσπαθώντας να του δώσουν δύναμη και κουράγιο.
Και τώρα βρισκόταν εδώ, μία μόλις ανάσα πριν το νησί που του στέρησε τον αγαπημένο του πατέρα τόσα χρόνια. Ξαφνικά ο ουρανός άρχισε να μαυρίζει. Η μέρα δεν ήταν πια ηλιόλουστη και τα νερά έχασαν το γοητευτικό τους βαθύ μπλε. Ομίχλη άρχισε να πέφτει παντού τριγύρω. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το νησί τον περίμενε..

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου