18 Φεβ 2018

¨Firemagination" από τον Κωνσταντίνο Ντεκουμέ

Μέρος 7ο: Εκδίκηση



Δεν της απαντώ απευθείας και η Ελφάμπα με κοιτάζει.. « Δεν είσαι και πολύ ομιλητική έτσι ;;» με ρωτάει γεμάτη ειρωνεία. « Σου έκανα μια ερώτηση.. Δεν σκότωσες την αδελφή μου και σε πιστεύω σε αυτό, αλλά.. Είσαι μια καλή μάγισσα ή μια κακιά μάγισσα ;; Μην αγχώνεσαι, δεν υπάρχει λάθος απάντηση σε αυτό το ερώτημα.. Το πρόβλημα είναι... Πως δεν υπάρχει ούτε σωστή..» συνεχίζει και με κοιτάζει.  Προσπαθώ να πω κάτι μα η φωνή μου κολλάει στον λαιμό μου, πράγμα περίεργο γιατί ελάχιστες φορές αγχώνομαι. « Μίλα πιο δυνατά ! Δεν μπορώ να σε καταλάβω !!!» αυξάνει τον τόνο της φωνής της αιφνιδιαστικά και τρομάζω.
« Δεν ξέρω !!» λέω τελικά μετά απο μια σύντομη τρομάρα. « Δεν ξέρω αν είμαι καλή ή κακιά μάγισσα, δεν ξέρω αν είμαι καλή ή κακιά άνθρωπος, Δεν ξέρω γιατί στον διάολο βρέθηκα εδώ, το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω να επιστρέψω σπίτι μου και να δω ξανά τον πατέρα μου..» τελειώνω τον λόγο μου και με μια κίνηση της η Ελφάμπα με σηκώνει ξανά όρθια. Με φέρνει προς το μέρος της ξανά, σαν να με τραβάει με αόρατα σχοινιά και εφόσον αγγίζει το πρόσωπο μου με τα νύχια της και το χέρι της μου λέει « Τον πατέρα σου.. Πού το ξέρεις ότι δεν σε έχει ήδη ξεχάσει, ότι δεν σε έχει ήδη εγκαταλείψει όπως οι ίδιοι μου οι γονείς εγκατέλειψαν εμένα ;;» την βλέπω να δακρύζει και καταλαβαίνει την έκπληξη στο πρόσωπο μου.

Με ρίχνει στο πάτωμα και μου κλείνει το στόμα με τα χέρια της. « Θεωρούσα την Γκλίντα αδελφή μου.. Η Νεσσαρόζα, η μάγισσα που σκότωσε, η αδελφή μου ήταν το μοναδικό άτομο που με αγάπησε ποτέ.. Το μοναδικό άτομο σε ολόκληρο το Οζ που μου είχε απομείνει !!!! Είμαι ένα άτομο το οποίο είναι απίθανο να αγαπήσει κανείς.. Και εσύ αγγελιοφόρε κακών ειδήσεων μου έφερες το νέο ότι χάθηκε !!!! Θα βρω τρόπο και θα σε στείλω πίσω στο σπίτι σου αν με βοηθήσεις να βρω το άτομο που ευθύνεται για τον θάνατο της και να το σκοτώσω... Και εφόσον η Γκλίντα πεθάνει και στείλω τα κομμάτια της Ντόροθι πίσω στον ουρανό , ελπίζω να γυρίσεις σπίτι και να αποδειχθεί ότι εγώ είμαι το μόνο καταραμένο άτομο σε ολόκληρο το σύμπαν !!» λέει και σχεδόν βλέπω ότι είναι έτοιμη να κλάψει. Δεν μιλάω διότι ξέρω ότι είναι οργισμένη.
Τελικά όμως αποφασίζω να πω τις σκέψεις μου. « Δεν είσαι καταραμένη.. Είσαι διαφορετική. Στον κόσμο μου οι άνθρωποι φοβούνται το οτιδήποτε δεν μπορούν να καταλάβουν , προσπαθούν να το καταστρέψουν επειδή είναι παράξενο και ασυνήθιστο.Ο πατέρας μου πάντα πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι καλοί και αν τους δώσεις την ευκαιρία αργά ή γρήγορα θα σε αποδεχθούν και θα σε αγαπήσουν.  Έκανε όμως λάθος. Οι άνθρωποι ποτέ δεν αγαπούν ότι τους παραξενεύει αληθινά. Άμα τους προστατεύει το αγαπάνε αλλά μόνο και μόνο επειδή τους συμφέρει και όχι αληθινά επειδή νοιάζονται για αυτόν τον προστάτη τους !!» λέω και η Ελφάμπα με κοιτάζει. « Στον Όζ άμα μιλάς τόσο αληθινά σε αποκαλούν Μοχθηρή όπως έκαναν και με εμένα..» λέει και εγώ με ένα χαμόγελο, σίγουρη πως μάλλον αρχίζω να κερδίζω την συμπάθεια της λέω « Και ποιο το κακό να είσαι Μοχθηρή πότε-πότε ;;»
Η Ελφάμπα με σηκώνει στα δυο μου πόδια βοηθώντας με με το χέρι της και έπειτα με κοιτάζει « Εφόσον θέλουν μοχθηρία ας τους δείξουμε Αληθινή Μοχθηρία !!» λέει και με κάνει να την ακολουθήσω. « Πρώτα όμως θα αλλάξεις ρούχα.. Δεν μπορώ να κυκλοφορώ με κάποια που φοράει τέτοια κουρέλια..» σχολιάζει με ειρωνεία και κοιτάζω τα ρούχα μου. Φοράω μυστηριωδώς τα ρούχα του στρατιώτη απο τότε που με μάζεψε ο Θάνατος και όντως μοιάζουν με κουρέλια πάνω μου.Με οδηγεί ως μια τεράστια αίθουσα που μοιάζει με ένα δωμάτιο θρόνου μόνο που ο θρόνος έχει σχεδόν καταστραφεί ,το δωμάτιο μοιάζει σχεδόν σαν να κάηκε ενώ καμένες και σκισμένες σημαίες με ένα χρυσό Ο και ένα χρυσό Ζ μέσα στον κύκλο στολίζουν το πάτωμα με αίμα πάνω στα γράμματα. « Τι έγινε εδώ ;» ρωτάω την Ελφάμπα και εκείνη απαντά « Ο Μάγος έγινε. Αυτό το κάστρο ανήκε στον βασιλιά Πάστωρ του Όζ αλλά ο Μάγος επιτέθηκε και έσφαξε τον βασιλιά μαζί με την βασίλισσα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν μια κόρη, την Όζμα η οποία εκείνη την εποχή ήταν βρέφος. Λένε ότι ο Μάγος την βρήκε και είπε στην Μαντάμ Σπαίσια το θυρόσκυλο του να σφάξει το βρέφος και ότι έτσι εξάλειψε όλα τα άτομα που δικαιωματικά τους ανήκει η ηγεσία του Όζ. Μένουν ελάχιστοι πλέον που είναι ακόμα πιστοί στον βασιλιά, όλοι οι υπόλοιποι δολοφονήθηκαν απο τον Μάγο..» λέει η Ελφάμπα και ακουμπά με πόνο μια εικόνα που βρίσκεται πάνω στον θρόνο λερωμένη και σχεδόν σκισμένη, μια εικόνα που δείχνει μάλλον την βασιλική οικογένεια.
« Νόμιζα ότι ο Μάγος ήταν ένας ήρωας για το Οζ.. Και πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά ;;» την ρωτάω μιας που δεν φαίνεται τόσο μεγάλη ώστε να τα έχει ζήσει. « Ο κόσμος μισεί τους ιστορικούς που φέρνουν στο φως την αλήθεια. Ο Μάγος έκοψε τα αυτιά, έκαψε την γλώσσα και πέταξε στο ποτάμι τα μάτια όλων των ιστορικών του Οζ που δεν περιέγραφαν τον βασιλιά ως ένα ανίερο καθίκι. Ο Μάγος δεν είναι ήρωας, είναι τύραννος. Το ξέρω επειδή έχω διαβάσει την ιστορία του Οζ, μπόρεσα να βρω τα κείμενα αυτών των ιστορικών. Έσφαξε τα παιδιά τους και έκαψε τις συζύγους τους. Και η Μαντάμ Σπαίσια, τον ακολούθησε  και δηλητηρίασεε τα μυαλά και τις καρδιές των Μαγισσών που τον ακολουθούσαν, έγινε το σκυλάκι του και έλεγε ψέμματα καλύπτωντας τις βρωμοδουλειές του . Σκότωσε, πλήρωσε, πάτησαν επι πτωμάτων για να μπορέσουν να κρύψουν τα εγκλήματα τους !!!! Μίλησα ειλικρινά, είπα την αλήθεια που όλοι οι υπόλοιποι έκρυβαν, προσπάθησα να αντιμετωπίσω το μίσος τους και να ελευθερώσω το Όζ .. Ο δάσκαλος μου πέθανε στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει το μίσος τους, η αδελφή μου δολοφονήθηκε για να με κάνουν να σωπάσω.
Η Γκλίντα βοήθησε στο να συλληφθεί και να εκτελεστεί ο μόνος άντρας που αγάπησα ποτέ.. Με αποκαλούν « Μοχθηρή Μάγισσα της Δύσης.» Δεν είμαι μοχθηρή, αναγκάστηκα όμως να γίνω για να τους αντιμετωπίσω !!!» απαντά εκείνη και εγώ την κοιτάζω με σοβαρότητα. « Ελφάμπα..» σκέφτομαι  και την κοιτάζω ενώ προχωράει προς μια πόρτα αριστερά του θρόνου. Πόσα θα πρέπει να πέρασε για να έγινε αυτό το τέρας που όλοι την αποκαλούν πως είναι ;;; Την ακολουθώ ενώ ανοίγει την πόρτα και μπροστά μου βλέπω μια τεράστια αίθουσα με καθρέφτες και πολλά φορέματα με ασορτί παπούτσια κρεμασμένα στους τοίχους. Υπάρχουν και αρκετά καπέλα σαν το καπέλο μάγισσας της Ελφάμπα. Κοιτάζω τριγύρω και σφυρίζω μόλις το βλέπω. « Όλα αυτά είναι δικά σου ;;» την ρωτάω. Η Ελφάμπα με κοιτάζει και λέει « Είναι απο Μάγισσες. Υπολογίζω καταλαβαίνεις τι τους συνέβη..» κοιτάζω αλλού μόλις το λέει. « Διάλεξε τα ρούχα σου και μόλις τα βάλεις έλα να με βρεις στην αίθουσα του θρόνου. Ήρθε η ώρα να δώσουμε ένα δυνατό χτύπημα στον Μάγο και μάλιστα στην ίδια του την έδρα, στην Σμαραγδένια Πόλη !!!» συνεχίζει. « Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι στα γρήγορα πρώτα ;;» της λέω και εκείνη με κοιτάζει « Ναι..» απαντά και εγώ την ρωτάω σε ποιον ανήκαν τα κεφάλια και το αίμα που είδα μόλις μπήκα μέσα στο κάστρο της. « Δεν κάηκαν ούτε πνίγηκαν όλες οι Μάγισσες του Οζ.. Οι πιο δυνατές απο εμάς κατάφεραν και έκλεισαν όλη τους την δύναμη στα κεφάλια τους ..Προκειμένου να μπορέσω να σώσω αρκετές αναγκάστηκα να τους κόψω τα κεφάλια για να τα σώσω μαζί με την ενέργεια τους...»  
Πιάνω ενστικτωδώς τον λαιμό μου. « Κατανοητό..Συγγνώμη εσείς οι Μάγισσες , όλες από το Highlander βγήκατε ;;;» την ρωτάω αλλά με κοιτάζει μην καταλαβαίνοντας την αναφορά μου. « Δεν κατάλαβες τι εννοώ ; Αθάνατοι πολεμιστές ; Ξιφομάχοι Σκωτσέζοι ;; Μπορεί να υπάρξει μόνο ένας ;; Queen ;;; Τίποτα απο αυτά ;;» της μιλάω και ελπίζω να πιάσει έστω μια αναφορά μα δεν καταλαβαίνει τίποτα. « Μμμμ... ΟΚ..» ξεφυσάω απογοητευμένη. « Να ξέρεις τα φορέματα δεν είναι πολύ του στυλ μου αλλά θα καταφέρω κάπως να το φτιάξω.. Σε λίγο θα είμαι έτοιμη !!» χαμογελώ και η Ελφάμπα μου λέει αφήνοντας να φανούν τα κοφτερά δόντια της « Ωραία.. Θα σε περιμένω έξω, στον θρόνο.. Άμα έχεις στο μυαλό σου να σκίσεις τα φορέματα ή με τον οποιονδήποτε τρόπο να τα αλλάξεις θα έχεις πεθάνει πριν καλά –καλά τα αγγίξεις !!» με απειλεί και εφόσον βγαίνει απο το δωμάτιο κλείνει την πόρτα πίσω της.
Της βγάζω γλώσσα με το που κλείνει την πόρτα κοροϊδεύοντας τον τρόπο ομιλίας της αλλά φοβάμαι οτι θα πραγματοποιήσει την απειλή της. Αρχίζω να κοιτάζω τριγύρω στα φορέματα των αποκεφαλισμένων πλέον Μαγισσών αλλά δεν βρίσκω κανένα που να μου κάνει όντως κλικ. Τα περισσότερα είναι μαύρα και μακριά, κλειστά ,εκτός απο κανά δυο που είναι ανοιχτά στην περιοχή του στήθους,  και χωρίς μανίκια. Ένα άλλο είναι κόκκινο και δίχως πλάτη σαν τα φορέματα που φόραγε η μητέρα μου στις φωτογραφίες με τον πατέρα μου, ή όταν πήγαιναν για χορό, ή σε κάποιο πολυτελές εστιατόριο. Σκέφτομαι να βάλω αυτό αλλά αυτό.. Δεν θα είμαι εγώ, θα είναι η μητέρα μου και δεν θέλω να ζω στην σκιά της όσο και να την αγαπώ. Συνεχίζω να ψάχνω και αναρωτιέμαι πόσην ώρα έχει περάσει, που έμπλεξα , γιατί η Θάνατος με έστειλε εδώ εφόσον ήθελα να πάω σπίτι μου και σιγά-σιγά βυθίζομαι στην απελπισία. Αν αρχίσω να σκέφτομαι μέχρι και τα λάθη που έκανα στο τεστ Ιστορίας την προηγούμενη Παρασκευή θα έχω χάσει το μυαλό μου τελείως !!!!
Τελικά βρίσκω αυτό που έψαχνα.. Είναι ένα μαύρο φόρεμα, λες και είναι φτιαγμένο απο στάχτη. Πάνω σε αυτό υπάρχουν αρκετά φτερά , κατάμαυρα απο κοράκι.Η πλάτη πίσω είναι ανοιχτή σε ένα σημείο μόνο και ο λαιμός είναι τελείως ελεύθερος. Τα μανίκια είναι υπερβολικά κοντά και τα γάντια είναι επίσης μαύρα και μεταξωτά, ενώ στα δάχτυλα είναι φτιαγμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να μοιάζουν με τις φτερούγες και το κεφάλι ενός κορακιού. Μου αρέσει πάρα πολύ !! Το βάζω και ψάχνοντας σε κάποια συρτάρια κοντά στον μοναδικό, ολόσωμο καθρέφτη βρίσκω μαύρη σκιά. «Δεν ήξερα ότι στο Όζ είχαν σκιές για τα μάτια.» σκέφτομαι αλλά την χρησιμοποιώ. Την παίρνω λοιπόν και βάζω λίγη στα μάτια μου ώστε να μοιάζουν σαν φτερά. Τα παπούτσια είναι μαύρα με τακούνι, ευτυχώς όμως είναι βολικά και όχι πολύ ψηλά. « Σιχαίνομαι τα τακούνια !!» μονολογώ διότι όπως λέω πάντα « Δεν είναι παπούτσια, είναι παγίδες για τα πόδια !!»  Μόλις τα βάζω και είμαι έτοιμη προχωράω απο έξω.
Η Ελφάμπα με βλέπει και ανασηκώνεται. « Πώς σου φαίνομαι ;» την ρωτάω. « Πάρα πολύ όμορφο !! Ξέρεις , πιστεύω πως άμα φόραγες μόνιμα ένα φόρεμα θα ήταν υπέροχο πάνω σου... Το έχεις δοκιμάσει ;;» λέει και με κοιτάζει. Μου αρέσει που μου συμπεριφέρεται σαν να είμαστε παλιές φίλες ενώ στιγμές πριν θα μου έβγαζε το κεφάλι χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. « Μπααα !!! Τα φορέματα δεν είναι του στυλ μου !» σχολιάζω και δένω το μαλλί μου σε έναν ψηλό κότσο ώστε να ταιριάζει με το λουκ. « Επόμενη στάση η Σμαραγδένια Πόλη... Η Γκλίντα πρέπει να πληρώσει και για έναν ακόμα λόγο.. Τον θάνατο ενός ακόμα Ιπτάμενου Πιθήκου μου.. Κατάλαβε τον ανεμοστρόβιλο, πέταγε και καταλάθος , φοβισμένος όπως ήταν, καρφώθηκε με το στήθος πάνω σε ένα απο τα αγκαθωτά δέντρα στην πύλη του κάστρου και πέθανε..» ομολογεί η Ελφάμπα και προσωπικά αφήνω έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Άμα γνώριζε ότι εγώ ευθύνομαι για τον θάνατο αυτού του Πιθήκου επειδή έπεσα πάνω του και παλέψαμε δεν θέλω να ξέρω τι μοίρα θα με περίμενε.. Αλλά αυτό το οποίο δεν ξέρει δεν θα την πληγώσει σωστά ;; Ελπίζω...Την ακολουθώ καθώς εκείνη αρχίζει να προχωρά πάλι και σύντομα με οδηγεί στο μπαλκόνι του κάστρου.. Κοιτάζω τριγύρω και βλέπω τους Ιπτάμενους Πιθήκους της να κάθονται πάνω στα κλαδιά των δέντρων, σαν πέτρινοι φύλακες αριστερά και δεξιά ακίνητοι, ενώ ένας μεγαλόσωμος με πολεμικό κράνος και πανοπλία απο μαύρο χρυσό κάθεται απο πάνω μας αγκαλιάζοντας κάτι που μοιάζει με έναν ανθρώπινο σκελετό.
Η Ελφάμπα απλώνει το χέρι της και απευθείας εμφανίζεται μπροστά της, στο κενό μια σκούπα σαν αυτές των μαγισσών στα παραμύθια.Την τραβάει με το χέρι της και εφόσον την τοποθετεί στο σωστό σημείο την καβαλάει και την βλέπω να υψώνεται πάνω απο το έδαφος. « Ε, δεν νομίζω να μας χωράει και τις δύο..» την κοιτάζω. « Δεν μας χωράει..» λέει εκείνη καταλαβαίνοντας την ανησυχία μου και τον λόγο για τον οποίο το είπα. Βάζει δυο δάχτυλα  της στο στόμα της ,σφυρίζει μόνο μια φορά και ο Πίθηκος που αγκάλιαζε τον σκελετό πετάει κάτω, ανάμεσα μας, Τα φτερά του είναι μαύρα και μεγαλοπρεπή, ενώ μια ζώνη κρέμεται γύρω απο την πανοπλία του στην άκρη της οποίας βρίσκεται ένα θηκάρι με ένα σπαθί. « Ατρόσιτους. Φτιάξε μια μικρή ομάδα και πάρε την καλεσμένη μας στις φτερούγες σου Πηγαίνουμε στην Σμαραγδένια Πόλη... Η ώρα έχει φτάσει..» χαμογελά εκείνη και ο Ατρόσιτους υποκλίνεται βάζοντας το ένα του χέρι στο στήθος του. Εφόσον η Ελφάμπα πετάει στον ουρανό εκείνος καλεί μερικούς ακόμα Πιθήκους με μια κραυγή του. Οι Πίθηκοι ανυψώνονται και χτυπάνε ρυθμικά τις άσπρες ή μαύρες φτερούγες τους μα ο Ατρόσιτους γονατίζοντας μου δείχνει σε ποια σημεία να βάλω τα πόδια μου και απο που να κρατηθώ έτσι ώστε να μην τον ενοχλώ την στιγμή που θα πετάμε.
Εφόσον είμαι σίγουρη οτι δεν θα πέσω και κρατιέμαι καλά οι πίθηκοι αρχίζουν να πετάνε και ο Ατρόσιτους με μια δυνατή κραυγή τους κάνει να τον ακολουθήσουν. Όλοι μαζί ξεκινάνε να πετάνε σε σχηματισμό πίσω απο την Ελφάμπα και μαζί βγάζουν κραυγές ή μικρές στριγκιές που μοιάζουν με χαχανητά. Καταλαβαίνω πως αυτό το περίμεναν για πάρα πολύ καιρό και γυρνάω λίγο το κεφάλι μου προκειμένου να τους δω.. Είναι μια υπέροχη εικόνα αν και λίγο τρομακτική, αν όχι ειρωνική.Οι Άνθρωποι πάντα ήθελαν να πετάνε μα σε αυτόν τον κόσμο το κατάφεραν οι πιο μακρινοί τους πρόγονοι.. Κοιτάζω λίγο κάτω ενώ πετάμε μα το έδαφος δεν φαίνεται καθόλου. Το ύψος με κάνει απο την μια να νιώθω αναγούλα και απο την άλλη να νιώθω σχεδόν έτοιμη να πέσω οπότε κοιτάζω ξανά μπροστά, κρατώντας πιο σφιχτά τον λαιμό του Ατρόσιτους. Ο ουρανός είναι γαλανός και τα σύννεφα είναι λευκά, μπορώ να δω μερικά περιστέρια τα οποία πετάνε κοντά μας. Σύντομα η Ελφάμπα χωρίς καμία προειδοποίηση κάνει μια απότομη κάθετη κίνηση με την σκούπα της με αποτέλεσμα να χαθεί απο τον ορίζοντα.
Την ακολουθούν τόσο γρήγορα που νιώθω τα μάτια μου να δακρύζουν, κρυώνω και ουρλιάζω φοβισμένη. Σύντομα , εφόσον αυτήν η τρομακτική αλλαγή έχει περάσει και πετάμε πάλι φυσιολογικά βλέπω οτι το έδαφος απο κάτω μας δεν υπάρχει, υπάρχουν όμως τεράστιοι πράσινοι, κόκκινοι και χρυσοί κρύσταλλοι ή χαλαζίες που λάμπουν στο φως του ήλιου με λουλούδια να τους στολίζουν αριστερά και δεξιά μας. Με προσοχή ακουμπάω μερικούς απο αυτούς με το χέρι μου και το χρώμα τους αλλάζει.Είναι τόσο όμορφο.. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μας μια τεράστια διάφανη επιφάνεια σαν γυαλί , αλλά καταλαβαίνω οτι είναι μια φούσκα. « Τι είναι αυτό ;» φωνάζω στην Ελφάμπα. « Η είσοδος για την Σμαραγδένια Πόλη, ξόρκι της Αιώνιας Μητέρας των Μαγισσών του όζ, της πρώτης Μάγισσας του Νότου.Μόνο οι αγαθοί στην καρδιά μπορούν να περάσουν απο μέσα της..» λέει και άφοβα πετάει προς εκεί. « Θα πεθάνουμε !!!» ουρλιάζω και κλείνω τα μάτια μου ελπίζοντας να μην γίνω κομμάτια... Όταν όμως τα ανοίγω πάλι μονολογώντας πως είμαι νεκρή,νεκρή,νεκρή βλέπω πως η Ελφάμπα έχει ρίξει μια μπάλα φωτιάς στην φούσκα αυτήν και η φούσκα έχει σπάσει σε ένα σημείο. Οπότε η Μοχθηρή Μάγισσα και οι ακόλουθοι της μπαίνουμε εκεί μέσα απο αυτό το κενό που δημιουργήθηκε..
Μόλις μπαίνουμε οι Πίθηκοι προσγειώνονται μαζί με την μάγισσα και έχω την ευκαιρία να κατέβω απο τον Ατρόσιτους. Κατεβαίνω και κοιτάζω τριγύρω.. Οι κάτοικοι της πόλης είναι όλοι τους μικρόσωμοι, έχουν το ύψος μικρών παιδιών, είναι ντυμμένοι σαν μικροί καλικάντζαροι και το χρώμα τους είναι λευκό με μερικών να γίνεται λίγο πιο καφέ ή πορτοκαλί. Οι περισσότεροι άντρες έχουν λευκά γένια και μαύρα μάτια ενώ φοράνε κόκκινους σκούφους, οι γυναίκες έχουν μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια ενώ φοράνε μαντήλια στα κεφάλια. Έχουν μάλλον κάποιο παζάρι επειδή τριγύρω μπορώ να δω μάσκες, δέρματα, χαλιά, τυριά και μικρά ζώα σε κλουβιά πάνω σε ξύλινους πάγκους ή σε κάρα έτοιμα για πώληση. Μόλις βλέπουν την Ελφάμπα λένε όλα μαζί με φόβο « Η Μοχθηρή Μάγισσα !!» Η Ελφάμπα με μια κίνηση του χεριού της σηκώνει τον πιο κοντινό σε αυτήν άντρα και σχολιάζει « Νομίζετε οτι είμαι Μοχθηρή ;; Όχι, είμαι κάτι πολύ χειρότερο ..» χαμογελά και με μια κίνηση του άλλου χεριού της βγάζει το σπαθί του Ατρόσιτους απο το θηκάρι, το σηκώνει στο ύψος του άντρα και απειλεί να του κόψει τον λαιμό. Τελικά όμως τον αφήνει πετώντας τον μέσα σε ένα βαρέλι με ψάρια. « Η αδελφή μου.. Είναι νεκρή... Κάποιος ευθύνεται για αυτό και δεν πρόκειται να φύγω απο εδώ αν δεν βρω ποιος..» λέει και με ένα χτύπημα των δαχτύλων της οι Ιπτάμενοι Πίθηκοι αρχίζουν να πετάνε τριγύρω και να σπάνε εύκολα το οτιδήποτε μπορούν να βρουν στο πέρασμα τους.. Βλέπω τον φόβο στα μάτια των κατοίκων και σκέφτομαι να κάνω μια κίνηση για να σταματήσω την Ελφάμπα.
Στο βλέμμα της όμως καταλαβαίνω οτι βρίσκεται έστω λίγη ντροπή για αυτό που κάνει. Δεν ευθύνονται οι κάτοικοι, απλά καθοδηγούνται και μισούν οτιδήποτε δεν καταλαβαίνουν. Αρχίζω λοιπόν και εγώ να παίρνω μέρος καταστρέφοντας οτιδήποτε βρίσκω μπροστά μου. Έχω καιρό να σπάσω πράγματα και μου έχει λείψει οπότε το κάνω με ευχαρίστηση. Τριγύρω μας πολλοί προσπαθούν να τρέξουν στα σπίτια τους και να κλειδώσουν τις πόρτες, να κρυφτούν μα κανένας δεν προλαβαίνει. Εγώ και οι Πίθηκοι τους πιάνουμε και τους μαζεύουμε πίσω στην κεντρική πλατεία. Τα κίτρινα τούβλα του δρόμου κάτω απο τα πόδια μας έχουν γεμίσει με ψαροκέφαλα, σπασμένα ξύλα, βαρέλια, πατημένα πορτοκάλια, βρώμικα κομμάτια τυριού. « Πού είναι ο μάγος σας τώρα ;;» φωνάζω εγώ και η Ελφάμπα χαμογελώντας έρχεται κοντά μου. « Είναι δειλός..Δεν θα μας επιτεθεί, μας φοβάται...» λέει και πηγαίνει κοντά σε έναν δαυλό. Κοιτάζει τριγύρω τα σπίτια και καρφώνει με το βλέμμα της ένα συγκεκριμένο σπίτι βαμμένο λευκό. « Τι είναι αυτό το σπίτι ;;» ρωτάω αν και την προσοχή μου τραβάει περισσότερο το κάστρο του μάγου, το οποίο αχνοφαίνεται στον ορίζοντα και είναι ολόκληρο φτιαγμένο απο σμαράγδι.
Κανένας δεν μου απαντά οπότε πιάνω με οργή το πρώτο άτομο που βρίσκω και το φέρνω κοντά στον δαυλό. Το σηκώνω και βάζω το πρόσωπο του κοντά στις φλόγες έτσι ώστε να του γλείφουν το πρόσωπο οι φλόγες αλλά να μην του το καίνε. « Μίλα αλλιώς θα σου κάψω ολόκληρο το πρόσωπο και δεν είναι μόνο απειλή αυτό...» του λέω δυνατά και ο άντρας με δύναμη ουρλιάζει όταν οι φλόγες αγγίζουν τα γένια του « Το βρεφοκομείο μας !!!! Το βρεφοκομείο της πόλης !!!» Εγώ ακούγοντας το αυτό τον αφήνω να φύγει « Βλέπεις ;; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο σωστά ;;» Η Ελφάμπα με το που ακούει τον λόγο του άντρα σηκώνει το χέρι της, λυγίζει την πόρτα του βρεφοκομείου με τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορεί κανένας να μπει ή να βγει αλλά ούτε και να την μετακινήσει, λυγίζει τα παράθυρα τόσο όσο την πόρτα και εφόσον ακόμα και το παραμικρό κομμάτι γυαλιού έχει γίνει θρύψαλα βγάζει τον δαυλό και προχωρά προς το βρεφοκομείο. Καταλαβαίνω τι πάει να κάνει και προσπαθώ να την σταματήσω αλλά δεν προλαβαίνω διότι οι πίθηκοι με κρατάνε γερά .Εγώ παλεύω αλλά με κρατάνε σαν με σιδερένια δεσμά. Βάζει φωτιά στο βρεφοκομείο και βλέπει όλους τους κατοίκους να ουρλιάζουν και να κλαίνε για τα παιδιά τους.
« Ελάτε μικρά παιδάκια
Θα σας πάρω μακριά
Σε μία χώρα Μαγείας
Ελάτε μικρά παιδάκια
Η  ώρα ήρθε για να παίξουμε
Εδώ στον κήπο των σκιών μου !!
Ακολουθήστε γλυκά παιδάκια
Θα σας δείξω τον δρόμο
Μέσα απο τον πόνο και τις λύπες
Μην δακρύζετε φτωχά παιδάκια
Γιατί έτσι είναι η Ζωή
Δολοφονεί την ομορφιά και τα πάθη !» αρχίζει να τραγουδά η Ελφάμπα χορεύοντας ανάμεσα στις φλόγες.
Καταφέρνω και ξεφεύγω απο τους πιθήκους, ορμάω τρέχοντας σε εκείνη και της δίνω ένα χαστούκι. « Τι κάνεις ;; Είναι απλά βρέφη, δεν φταίνε σε τίποτα !!!!» την ρωτάω και πέφτουμε πάνω σε κάποιες λάσπες. Αρχίζω να την χτυπάω και να την βρίζω μα εκείνη παραμένει ήσυχη, οι πίθηκοι της θα έπρεπε κανονικά να με έχουν ξεκάνει κάνοντας με κομμάτια. « Σκότωσε την και θα γίνεις μια ηρωίδα του Όζ... Το αξίζει !!» ακούω δύο φωνές και κοιτάζω προς τα εκεί που ακούω αυτές τις φωνές. Μια άμαξα με τρεις στρατιώτες και έναν κουκουλοφόρο αμαξά που κρατά ένα μαστίγιο, μια γριά γυναίκα με άσχημο λευκό πρόσωπο, ένα ανοιχτό ροζ φόρεμα και όμορφα παπούτσια που έχει έναν φιόγκο σαν ασβό στο κεφάλι της και ένας άντρας δίπλα της με μια ολοστρόγγυλη πλάτη σαν καβούκι, άσχημο πρόσωπο και μακρύ , λεπτό λαιμό. « Χελωνόκαρδε, Μαντάμ Σπαίσια..» λέει με την ίδια απλότητα και ηρεμία η Ελφάμπα αν και βρίσκεται απο κάτω μου. Κάνω στην άκρη και εκείνη σηκώνεται. « Μμμ.. Λυπάμαι που βλέπω ότι η Πίθηκος του Όζ έγινε τελικά γουρούνι. Το πέταγμα για εσένα ήταν μια κάποια πρόοδος αλλά τελικά ανήκεις στις λάσπες εκεί όπου γεννήθηκες !!» γελά η γυναίκα που φαίνεται να είναι η Μαντάμ Σπαίσια και ο άντρας της γελά επίσης.
« Σε συλλαμβάνουμε για εγκλήματα κατά του Όζ και την πυρά των βρεφών της Σμαραγδένιας Πόλης !!» λέει ο ένας απο τους στρατιώτες και πάει να κατευθυνθεί προς την Ελφάμπα για να την συλλάβει μα πριν προλάβει να το κάνει ένας πίθηκος κοντά στον Ατρόσιτους του έχει ήδη σπάσει τον λαιμό με τα χοντρά του χέρια. Η Ελφάμπα κάνει μια κίνηση στον Ατρόσιτους και εκείνος με μια κλωτσιά σπάει ένα ξύλινο σπίτι το οποίο είχε μείνει άφικτο καθόλη την διάρκεια της καταστροφής. Εκεί βρίσκονται ολοζώντανα, σώα, αβλαβή και κοιμισμένα όλα τα βρέφη της Σμαραγδένιας Πόλης μαζί με την γυναίκα που τα φρόντιζε. « Ήθελα μόνο να τραβήξω την προσοχή σας... Ποτέ δεν θα πείραζα μωρά, είναι αθώα και ανυπεράσπιστα , σε αντίθεση με εσάς που σφάξατε την αδελφή μου και την πριγκίπισσα Όζμα !! Θα πληρώσετε !!» λέει και ευθύς πετάει μια μπάλα φωτιάς στον δεύτερο στρατιώτη. Πέφτει νεκρός και ο Ατρόσιτους κόβει τον λαιμό του τελευταίου στρατιώτη. Ο κουκουλοφόρος αμαξάς με το μαστίγιο του αρχίζει να ρίχνει βουρδουλιές σε όποιον πίθηκο έρθει κοντά του και στην Ελφάμπα. Η ξαφνική κίνηση του Ατρόσιτους να τον πιάσει μου δίνει την ευκαιρία να πηδήξω πάνω στον αμαξά, να τον ρίξω απο την άμαξα και να αρχίζω να τον χτυπάω συνεχόμενα στο πρόσωπο με μια πέτρα. Μόλις καταλαβαίνω οτι είναι νεκρός κοιτάζω μέσα στην άμαξα και βλέπω τα φοβισμένα πρόσωπα πολλών ακόμα φυλακισμένων. Βγάζω τα τακούνια μου επειδή αρχίζουν να με πονάνε και τρέχω προς την είσοδο της άμαξας. Με την βοήθεια του Ατρόσιτους την ανοίγω και ελευθερώνουμε τους φυλακισμένους.
« Ο Μάγος σας φυλάκισε, σας βασάνισε, σας κατηγόρησε και σας μίσησε !! Χάσατε τα πάντα εξαιτίας του μα πάνω απο όλα την ελευθερία σας !!! Όχι πια !! Ήρθε ο καιρός ο Μάγος να πληρώσει για τα εγκλήματα του και αυτό θα αρχίσει με ένα παράδειγμα...» λέει η Ελφάμπα και ενώ ο Χελωνόκαρδος μαζί με την Μαντάμ Σπαίσια προσπαθούν να διαφύγουν καβάλα σε δύο άλογα η Ελφάμπα στέλνει έναν απο τους πιθήκους της να τους σταματήσει. Ο πίθηκος πετάει μπροστά απο το άλογο του Χελωνόκαρδου και τρομαγμένο απο τον  κυνηγό σκοντάφτει σε μια πέτρα και πέφτει  σπάζοντας τα πόδια του Χελωνόκαρδου. Χτυπά  το πόδι του και πηγαίνω να το δω όμως καταλαβαίνω  ότι άμα το φροντίσουμε αρκετά και το προσέχουμε θα γίνει καλά. Βοηθάω το άλογο να σηκωθεί ενώ ο πίθηκος αρχίζει να κυνηγά την Μαντάμ Σπαίσια. Μια ρίπη όμως μοβ ενέργεας τον χτυπάει στο στήθος τρυπώντας την πανοπλία του και τον σκοτώνει.Προήλθε απο το χέρι της Μαντάμ Σπαίσιας ! Αφήνω το άλογο να ξεκουραστεί και πηγαίνω στον Ατρόσιτους. Ανεβαίνω στην πλάτη του και αρχίζουμε να καταδιώκουμε και εμείς την Μαντάμ Σπαίσια. Μοβ ριπές ενέργειας πετάγονται απο τα χέρια της και χτυπάνε τους πιθήκους της Ελφάμπα με αποτέλεσμα ένας ακόμα να χάσει την ζωή του απο την ρίπη, δύο να χάσουν τα χέρια αλλά και τις φτερούγες τους με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πετάξουν σωστά και ένας ακόμα να χάνει το κεφάλι του εφόσον η ρίπη τον πέτυχε στον λαιμό.
« Θα ακολουθήσουμε το σχέδιο της Ελφάμπα..» ψιθυρίζω στο αυτί του Ατρόσιτους και σαν να με καταλαβαίνει την στιγμή που πετάμε τόσο ψηλά ώστε να μην μας καταλαβαίνει η Μαντάμ Σπαίσια κατεβαίνουμε με ορμή προς τα πάνω της με αποτέλεσμα να χάσει με φόβο τον έλεγχο του αλόγου και να πέσει. Πηδάω στο έδαφος εφόσον ο Ατρόσιτους πετάει σε χαμηλό ύψος και πηγαίνω κοντά της. Πριν προλάβει να κάνει το οτιδήποτε πιάνω το σπαθί ενός νεκρού πιθήκου και της καρφώνω τα χέρια. Εφόσον το κάνω της δένουμε τα χέρια πίσω απο την πλάτη και προχωράμε στην Ελφάμπα. Μόλις την βρίσκουμε έχει μπροστά της γονατιστό τον Χελωνόκαρδο. « Ήσουν ο πατέρας της..» του λέει και με δύναμη την βλέπω να ξεριζώνει μαγικά το κρανίο του άντρα απο το σώμα του. Εφόσον το κάνει κόβει τις φλέβες του και χρησιμοποιώντας τα νεύρα του χεριού του σαν σχοινιά τον σηκώνει σαν να ήταν μαριονέτα και τον βάζει πάνω σε ένα ξύλο.Τον αφήνει εκεί σαν σταυρωμένο και κάτω απο τα πόδια του χαράζει μια χελώνα.
Έπειτα πηγαίνει κοντά στην Μαντάμ Σπαίσια. Την χτυπά όσο πιο δυνατά μπορεί με τα νύχια της στο πρόσωπο, στο σώμα, στα μαλλιά, στα χέρια , όπου μπορεί πριν τελικά πει « Πού είναι η Γκλίντα ;» Δεν απαντά οπότε η Ελφάμπα την χτυπάει πάλι. « Πού είναι η Γκλίντα ;;; Πού είναι ;;» Εφόσον δεν απαντά η Ελφάμπα έχει τελειώσει και γυρίζει την πλάτη της. Μπορώ να καταλάβω ότι πονάει. « Δεν ξέρω που βρίσκεται αλλά ξέρω για τον αγαπημένο σου, τον Φιγιέρο. Αχ, τον βασανίσαμε ώσπου να τον σκοτώσουμε.. Τόσο αίμα, τόσος πόνος.. Άντεξε τόσα βασανιστήρια !! Η τελευταία του λέξη ήταν το όνομα σου... Ελφάμπα !!!! Πετάξαμε το σώμα του στον Λάκκο των Εξόριστων και είδα τους φυλακισμένους Εξόριστους να ξεσκίζουν το πτώμα του... Ήταν... Διασκεδαστικό !!!!» αρχίζει να γελάει η Μαντάμ Σπαίσια.. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η Ελφάμπα με ένα ουρλιαχτό και μια κίνηση να γυρίσει και να σκίσει το μάγουλο της Μαντάμ Σπαίσιας. Ενώ το αίμα βάφει τα νύχια της και το δέρμα της κόκκινο παίρνει την άχρηστη αυτήν, την δένει στο ξύλο που έδεσε και τον Χελωνοκέφαλο και πιάνει έναν δαυλό.
Ενώ καίγονται και οι δύο πιάνει την σκούπα της και ξεκινάει να φύγει χωρίς να μιλήσει καθόλου. Ενώ πετάμε απο πίσω της μαζί με τον Ατρόσιτους καταλαβαίνω κάτι. « Κανένας μας δεν γεννιέται Μοχθηρός. Γινόμαστε επειδή κάποιοι άλλοι μας ανάγκασαν να γίνουμε..»
Επέστρεψα αγάπες μου μετά απο αρκετό καιρό απουσίας !!! Τα λέμε την άλλη Κυριακή με νέο μέρος !!! Ελπίζω να το απολαύσετε !!!



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου