21 Ιαν 2018

"Λογοτεχνικός Ρομαντισμός" του Νίκου Βιτωλιώτη



Στην Ευρώπη του 18ου αιώνα τα λογοτεχνικά ρεύματα δεν είναι σαφώς διακριτά. Σε πολιτικό επίπεδο κυριαρχεί ο Διαφωτισμός με βασικά χαρακτηριστικά το κριτικό πνεύμα, τη χρήση της λογικής και την κυριαρχία του εμπειρισμού. Στη λογοτεχνία παρατηρείται μια σταδιακή στροφή προς το συναίσθημα και την ευαισθησία. Το μυθιστόρημα ως είδος εξακολουθεί να αναπτύσσεται, χωρίς ν' αποτελεί ακόμα ιδιαίτερα σημαντική λογοτεχνική κατηγορία. Κυριαρχούν η αγγλική και η γαλλική γραφή με αυξανόμενη πολυφωνική θεματολογία που σχετίζεται με τις παραστάσεις της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η ανακάλυψη νέων κόσμων εκφράζεται μέσα από τα ταξιδιωτικά μυθιστορήματα ενώ δημοφιλές είναι και το βιογραφικό αφήγημα. Τα δύο αυτά είδη περιλαμβάνουν έργα που θα μπορούσαν να ενταχθούν και στο λεγόμενο «μυθιστόρημα διάπλασης» στο οποίο έχουμε την αφήγηση της διαπαιδαγώγησης - κοινωνικής και συναισθηματικής - ενός νέου ανθρώπου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα η λογοτεχνία στρέφεται προς την έκφραση του «εγώ». Νέα μυθιστορηματικά είδη ξεκινούν όπως το ελεγειακό μυθιστόρημα όπου κυριαρχεί και εξυμνείται το ερωτικό συναίσθημα. Επίσης παρατηρείται μια πιο σκοτεινή μυθιστορηματική γραφή με στοιχεία ελευθεριότητας και διαστροφής στα έργα του Ντε Σαντ και του Λακλό. Το είδος του «επιστολικού μυθιστορήματος» που αναδείχθηκε με τις Περσικές Επιστολές (1712-1720) του Μοντεσκιέ (1689-1755), μέσα από την αλληλογραφία των πρωταγωνιστών του επιτυγχάνει μιαν αληθοφάνεια ενώ η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από τους συντάκτες των επιστολών προαναγγέλει τον αυτοβιογραφικό λόγο. Χωρίς να είναι κάτι το πρωτόγνωρο, ο σύγχρονος αυτοβιογραφικός λόγος θεωρείται ότι ξεκινά με το έργο του Ρουσώ Εξομολογήσεις (1776-1778), το οποίο εξεδόθη μετά το θάνατό του. Η ελευθερία στην έκφραση που επικαλέστηκε ο Διαφωτισμός βρήκε στο μυθιστόρημα την καλύτερη εφαρμογή της. Ως είδος βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό ενώ είναι το λογοτεχνικό πεδίο όπου παρατηρούνται και γυναίκες δημιουργοί.

Walter Scott
Από το 19ο αιώνα  καθώς αναδύονται οι εθνικές συνειδήσεις, παράλληλα με τις εθνικές γλώσσες αναπτύχθηκαν και ξεχωριστές εθνικές λογοτεχνίες. Το ρεύμα της εποχής που κυριάρχησε μέχρι τα μέσα του αιώνα ήταν ο ρομαντισμός. Ξεκινώντας από τα έργα του Ρουσώ και του Γκαίτε το μυθιστόρημα επιτρέπει στο συγγραφέα να εκφράσει μέσα από τη διήγησή του την προσωπικότητά του και τα συναισθήματά του, παραμένοντας πρωταγωνιστής ακόμα και όταν δεν πρόκειται για αυτοβιογραφική διήγηση. Η θεματολογική πολυφωνία διευρύνεται καθώς εμφανίζεται το ιστορικό μυθιστόρημα, προϊόν της ανανέωσης των ιστορικών σπουδών της εποχής. Κύριος εκπρόσωπος αυτού ήταν ο Ουόλτερ Σκοτ (1771-1832) ιδιαίτερα με τον Ιβανόη (1820). Βασικό στοιχείο του είδους είναι η αναβίωση ιστορικών περιόδων όπου συμπλέκονται ιστορία και μυθοπλασία με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο ενώ οι περιπέτειες και το ερωτικό στοιχείο υπάρχουν σε δεύτερο πλάνο. Ένα ακόμα είδος που γνώρισε άνθηση ήταν το γοτθικό ή μαύρο μυθιστόρημα με ρίζες σε έργα από τα τέλη του 18ου αιώνα. Μυστήριο, φόβος (συχνά υπερφυσικός) και τελικά κάθαρση, εδραιώνουν το φανταστικό στοιχείο στη λογοτεχνία. Από το συνδυασμό ιστορικού και γοτθικού μυθιστορήματος έχουμε το λεγόμενο «λαϊκό» μυθιστόρημα το οποίο εκείνη την περίοδο γνώρισε ανάπτυξη ως εύληπτο ανάγνωσμα με αναμενόμενη πλοκή και απλουστευτική αντίθεση καλών και κακών ηρώων και κύριο στόχο την τέρψη του αναγνωστικού κοινού. Την ίδια περίοδο έχουμε νέα δείγματα εξομολογητικού και αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος κυρίως από τους γάλλους ρομαντικούς. Ο Σατωμπριάν (1768-1848) με το Ρενέ (1802) και η Σάνδη (1804-1876) με τη Λέλια (1833) αντίστοιχα, χρησιμοποιούν αυτοβιογραφικά στοιχεία για να εκφράσουν τη μελαγχολία και το κενό που αισθάνονται ή για να εξεγερθούν κατά της καθεστηκυίας κοινωνικής ηθικής που καταπιέζει συναισθήματα μέσα από συμβατικούς γάμους.
Πώς μπορούμε όμως να ορίσουμε το ρομαντισμό, το πνευματικό κίνημα που σημάδεψε την Ευρώπη όσο κανένα άλλο μετά τον Ουμανισμό της Αναγέννησης; Είναι άραγε μόνο η εγκατάλειψη του ορθολογισμού και η προβολή του συναισθήματος, της ονειροπόλησης και της φαντασίας; Πώς ξεχωρίζει από το λυρισμό που προϋπήρχε σαν έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων του δημιουργού; Ο έρωτας, η εναντίωσή του στους κοινωνικούς περιορισμούς και η απόλυτη ελευθερία στην έκφραση των συναισθημάτων είναι βασικά του στοιχεία. Η φύση και το τοπίο μέσα στο οποίο τοποθετείται η δράση είναι επίσης σημαντικά. Τάσεις για υπερβολή, πομπώδες ύφος και εξάρσεις συμπληρώνουν την εικόνα των δημιουργιών της ρομαντικής περιόδου. Όμως η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με κάθε παρόμοια έως τότε τάση είναι η αντιπαράθεση με το πρόσφατο σχετικά παρελθόν. Ο ρομαντικός δημιουργός δυσπιστεί απέναντι στις παραδεδομένες μορφές. Πιστεύει ενορατικά σε μια πρότερη κατάσταση αρμονίας, είτε αυτή είναι μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδος είτε η παιδική ηλικία. Χωρίς να παραβλέπει την έλλογη πλευρά του ανθρώπου, πιστεύει ότι η παράδοση δεν πρέπει να λειτουργεί δεσμευτικά για το μέλλον. Η ρήξη με την παράδοση αυτή έχει τελικό σκοπό την ανασυγκρότηση και την αποκατάσταση της αρχέγονης ενότητας. Ο δημιουργός, με επιλεκτική παρουσίαση παρελθοντικών γεγονότων προσπαθεί να δείξει τις αιτίες αυτής της ρήξης. Στην πρώτη του φάση ο ρομαντισμός αισιοδοξούσε για το μέλλον προβάλλοντας ένα εν δυνάμει όραμα αποκατάστασης της χαμένης αρμονίας. Στην εξέλιξή του ο ρομαντισμός είδε το όραμά του να αποτυγχάνει. Μετά το 1815 και την Παλινόρθωση, η γενιά των ρομαντικών δημιουργών πάσχει κάποτε από την «αρρώστια του αιώνα», δηλαδή την έλλειψη νέου οράματος, την απογοήτευση, την κενότητα. Υπάρχει μελαγχολία, δυσπιστία και σύγχυση, που κάνει τον άνθρωπο να νοσεί αλλά που αποτελεί συνάμα πηγή δημιουργικότητας. Κάποιοι ρομαντικοί στη Γαλλία είχαν και άμεση εμπλοκή με την πολιτική σκηνή και ο Ουγκώ θεωρεί το ρομαντισμό ως το αντίστοιχο του φιλελευθερισμού στη λογοτεχνία.
"Εξομολογήσεις" του Ζαν Ζακ Ρουσώ
Ο Ρουσώ διαπνέεται από αισιοδοξία και στις Εξομολογήσεις συναντούμε από την αρχή όλα τα χαρακτηριστικά του προδρομικού ρομαντισμού του. Προτίθεται να παρουσιάσει έναν άνθρωπο «…και ο άνθρωπος αυτός είμαι εγώ. Μόνο εγώ». Η ανάδειξη του εγώ του συγγραφέα δηλώνεται όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται με πλήρη συναίσθηση της ατομικότητας του («Κι αν δεν είμαι καλύτερος, είμαι οπωσδήποτε αλλιώτικος»). Ο Ρουσσώ χρησιμοποιώντας πομπώδες ύφος καλεί «το αμέτρητο πλήθος των συνανθρώπων του να ακούσουν τις εξομολογήσεις του, να φρίξουν με τις ατιμίες του, να ντραπούν με τα βάσανά του» δίνοντας έτσι στο έργο του και θρησκευτικό χαρακτήρα. Ξεκινά την αφήγηση της ζωής του αναφερόμενος στους γονείς του και στον έρωτά τους. Έναν έρωτα που συνάντησε κοινωνικούς περιορισμούς («η μητέρα μου [...] ήταν πιο πλούσια [...] δεν ήταν εύκολο για τον πατέρα μου να την αποκτήσει»), που όμως τελικά βρήκε τρόπο να νικήσει και να ενώσει το νεαρό ζευγάρι («Ο έρωτας τακτοποίησε τα πάντα»). Το συναίσθημα φτάνει για πρώτη φορά σε έξαρση όταν ο νεαρός Ζαν Ζακ θυμάται με τον πατέρα του τη νεκρή μητέρα του («"Ζαν Ζακ έλα να μιλήσουμε για τη μητέρα σου" [...] "εντάξει, δηλαδή να κλάψουμε". Και μ' αυτά μονάχα τα λόγια, τα μάτια του βούρκωναν»). Το συναίσθημα κυριαρχεί εξίσου στο επεισόδιο του ξυλοδαρμού του αδελφού του αλλά και όταν περιγράφει την αγάπη που βίωνε από το περιβάλλον του («οι πάντες [...] μ' αγαπούσαν και τους αγαπούσα»). Το τελευταίο κάνει το Ρουσώ να αναπολεί μια σχεδόν τέλεια παιδική ηλικία. Πρωτοαντιλαμβάνεται τον κόσμο με τα συναισθήματα («Αισθάνθηκα πριν αρχίσω να σκέφτομαι») που θεωρεί ότι τα έμαθε από τα βιβλία της μητέρας του («Δεν ήξερα τίποτα για τον κόσμο αλλά τα συναισθήματα τα ήξερα ήδη όλα»). Επίσης, η ανάγνωση υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση «του ελεύθερου και δημοκρατικού του πνεύματος» και τον συνέδεσε άμεσα με τα ιδεώδη του Διαφωτισμού ενώ υπήρξε η αφορμή για ονειροπόληση καθώς ο νεαρός Ζαν Ζακ «γινόταν αυτός για τον οποίο διάβαζε.
Alfred de Musset
Αν η ατομικότητα, το συναίσθημα, ο έρωτας και η ονειροπόληση του Ρουσώ καταλήγουν σε ένα αισιόδοξο μήνυμα, δε συμβαίνει το ίδιο με τον Αλφρέ ντε Μυσέ (1810-1857) «τον πιο σκοτεινό ίσως από τους Γάλλους ρομαντικούς». Στην Εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα (1836) η διήγηση ξεκινά αμφίσημα: «δεν είναι η δική μου [ιστορία] αυτή που αφηγούμαι εδώ» και αμέσως παρακάτω: «θα ιστορήσω όσα μου συνέβησαν εκείνα τα τρία χρόνια». Αυτή η σύγχυση είναι χαρακτηριστική της γενιάς του ντε Μυσέ και ένα από τα γνωρίσματα του ύστερου ρομαντισμού. Περιγράφει μέρες στις οποίες βρισκόταν «σε μια τόσο περίεργη ψυχική κατάσταση [...] χωρίς διάθεση...» κατά τη διάρκεια των οποίων το μυθιστορηματικό υποκείμενο Οκτάβ προσπαθεί να πληγώσει την ερωμένη του Μπριζίτ και ικανοποιείται «μόνο όταν τα ειρωνικά του αστεία είχαν καταστρέψει και δηλητηριάσει εκείνες της αναμνήσεις των ευτυχισμένων ημερών». Αυτή η συμπεριφορά παρουσιάζεται ως δείγμα ψυχής που νοσεί. Η αναφορά του στον έρωτα είναι γεμάτη περιφρόνηση: «…με διάθεση άγρια πρόσβαλλα έτσι τον έρωτα» και συνεχίζει: «Τι το καλύτερο από το […] να κάνεις έρωτα χωρίς να πιστεύεις στον έρωτα;». Πιστεύει ότι προορίζεται για να «κάνει το κακό» και θεωρεί ότι είναι έρμαιο της μοίρας («δεν ήμουν εγώ αυτός που ενεργούσε έτσι αλλά η μοίρα μου») ενώ δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον εαυτό του («ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο ανελέητος άντρας που βλασφημούσε με το στόμα μου και βασάνιζε με τα χέρια μου;»). Ο Οκτάβ ξαφνικά γυρνά στην παιδική του ηλικία και στην επαφή με τη φύση. Θυμάται τα «δάση και τα λιβάδια […] τις καθάριες πηγές […] το κρύσταλλο των νερών τους», το γέρο ζητιάνο που τον ευλογούσε χαμογελώντας για τα αποφάγια που του έδινε και τον πρωινό αέρα που γλιστρούσε στους κροτάφους του. Καταφεύγει εκεί προσπαθώντας να γλυτώσει από «την πραγματικότητα ενώπιόν του» και από τις σκέψεις του θανάτου. Σε μια παράκρουση απαισιοδοξίας τον στοιχειώνουν ερείπια και πόνος, θρήνοι και νεκροταφεία και ένα όραμα θανάτου της ερωμένης του γεμάτο από ερωτήσεις αναπάντητες: «αν αγαπούσες, γιατί δεν το έλεγες;», «αν  μείνεις, σε τι θα ελπίζεις;». Ο ντε Μυσέ-Οκτάβ τελικά βυθίζεται στην απελπισία, μετανοιωμένος που «περιφρόνησε την ευτυχία» την οποία είχε στα χέρια του αλλά έπαιξε μαζί της «όπως ένα παιδί με την κουδουνίστρα του» χωρίς να σκεφτεί «πόσο σπάνια και εύθραυστη ήταν».
Στα δύο έργα υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις. Ο Ρουσώ διατυπώνει εξ' αρχής το «αυτοβιογραφικό σύμφωνο» και δεσμεύεται ότι όλα αυτά που θα διηγηθεί είναι αληθινά ή τουλάχιστον δεν θα προσπαθήσει να ξεγελάσει τον αναγνώστη ηθελημένα. Η προσπάθειά του επικεντρώνεται στην αποκατάσταση της θιγμένης τιμής του ενώ στοχεύει και στην υστεροφημία του. Με έπαρση(;) δηλώνει ότι αυτό που κάνει είναι μοναδικό ενώ μιλά για «φυσική αλήθεια» και για τη φύση που έσπασε το καλούπι με στο οποίο τον έφτιαξε. Ο Ρουσώ φαίνεται να είναι περήφανός για τη ζωή που έζησε και που πρόκειται να διηγηθεί και η αυτοβιογραφική αφήγηση λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Οι Εξομολογήσεις και ειδικότερα τα έξι πρώτα (από τα συνολικά δώδεκα) βιβλία τους συνθέτουν όλο το ρομαντικό όραμα του δημιουργού τους. Ο χαμένος παράδεισος βρίσκεται στη γη και μπορεί να επανακτηθεί, καθώς η αδιαφάνεια και η δυσπιστία είναι δημιούργημα ανθρώπινο ή κοινωνικό. Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας και η επαφή με τη φύση είναι η απόδειξη της ύπαρξης αυτής της πρότερης κατάστασης στην οποία ο Ρουσώ προσδοκά να ξαναβρεί η ανθρωπότητα τη μελλοντική της ευτυχία.
Ο ντε Μυσέ χρησιμοποιεί την αυτοβιογραφική αφήγηση με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η εξομολόγηση έχει λυτρωτικό χαρακτήρα, ένας αμαρτωλός που ζητά τη συγχώρεση και τη γαλήνη. Το εγώ γίνεται κάποιος άλλος επειδή θεωρεί ότι η περίοδος της ζωής του που εξιστορεί είναι κάτι το άρρωστο. Την περιφέρει σε δημόσια θέα παραδειγματίζοντας αφενός τους άλλους, αφετέρου θεραπεύοντας μέσα από την εξομολόγηση τον εαυτό του. Διηγείται τη δική του ιστορία θεωρώντας την όμως ως «ένα από τα μέλη της ζωής του [που] έχει πληγωθεί και πάθει γάγγραινα από μιαν αρρώστια της ψυχής» χρησιμοποιώντας ως πρωταγωνιστή τον Οκτάβ. Ο ντε Μυσέ ακυρώνει εξ αρχής το αυτοβιογραφικό σύμφωνο. Επιπλέον το ίδιο το υποκείμενο κατά τη διάρκεια της αφήγησης βρίσκεται σε σύγχυση και διχάζεται. Το πρώτο πρόσωπο γίνεται ενίοτε δεύτερο καθώς ο Οκτάβ απευθύνεται στον εαυτό του άλλοτε μονολογώντας, άλλοτε παραμιλώντας ίσως και παραληρώντας κάποτε. Το έργο είναι ολόκληρο διαποτισμένο από το spleen. Ο ίδιος ο τίτλος του έργου δείχνει ότι συγγραφέας επιθυμεί να φτιάξει στην προσωπογραφία μιας ολόκληρης γενιάς καθώς εντάσσει τον ντε Μυσέ-Οκτάβ στο ιστορικό πλαίσιο της Παλινόρθωσης και της Ιουλιανής Μοναρχίας σε όλη την απογοήτευση και τη νωθρότητα - πνευματική και σωματική - που διακρίνει αυτή τη γενιά την χτυπημένη από την «αρρώστια του αιώνα». Όμως θεωρεί ότι αυτό το αίσθημα οδύνης και απελπισίας είναι στην πραγματικότητα «καμουφλαρισμένη κενότητα και πλήξη» και «αξόδευτη ενέργεια». Όπως ο Ρουσώ, κι αυτός θρηνεί για την απώλεια της «αγαθότητας της ψυχής του» για την οποία όμως (όπως και για την «αρρώστια του αιώνα») φταίνε οι άλλοι. Και εδώ έγκειται μια ακόμα ιδιαιτερότητα του λόγου του ντε Μυσέ. Δεν εξυμνεί την απελπισία αλλά την απεχθάνεται, όπως απεχθάνεται και αυτούς που θεωρεί ότι τον οδήγησαν σε αυτή.
Τελικά και τα δυο έργα – προπάτορας του ρομαντισμού το πρώτο και τέκνο του το δεύτερο - αν και αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικές περιόδους του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος (το πρώτο την αρχή και το δεύτερο το τέλος του) δεν παύουν να αποτελούν χαρακτηριστικά του δείγματα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου