Στην Πύλη του Θανάτου
Καθώς
πέφτω από τον γκρεμό προς το ποτάμι που κυλάει ορμητικό
και παγωμένο πολλά μέτρα πιο κάτω από εμένα βλέπω το χιόνι να βάφεται κόκκινο
από το αίμα μου. Ο πούστης ο Οζυμάντιας με κάρφωσε πολύ δυνατά με το στιλέτο
και το αίμα μου χύνεται ζεστό. Μπορώ και βλέπω τις σταγόνες να βάφουν κόκκινο
το χέρι μου, όπως ακριβώς και την μπλούζα μου μαζί με ορισμένα πετρώματα και
ξηρά χορτάρια τα οποία προεξέχουν από τα βράχια του γκρεμού.
Πού
στο διάολο βρίσκομαι ;; Βασικά ποιος νοιάζεται για αυτό ;;; Όσο πιο κοντά
έρχομαι στο να συγκρουστώ με το νερό τόσο πιο πολύ φοβάμαι ότι η πτώση αυτήν θα
είναι ικανή για να με σκοτώσει. Άμα δεν έχω πεθάνει εννοείται από την έλλειψη
του αίματος μου πρώτα. Σφίγγω τα δόντια καθώς προσπαθώ να βρω από κάπου να
κρατηθώ στα πετρώματα, κάποιο κλαδί, κάποια ρίζα, κάτι !! Τζίφος. Το μόνο το
οποίο καταφέρνω είναι να κοπώ λίγο στο δέρμα δημιουργώντας μου μερικές μικρές
πληγές στα χέρια . Πονάω και φοβάμαι. Δεν γίνεται, δεν θέλω να πεθάνω έτσι !!!!
Όχι ακόμα ! Οι σκέψεις μου τρέχουν σε όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τον πατέρα
μου, την κολλητή μου, το αγόρι μου, τους φίλους μου. Στην οικογένεια μου, αλλά
η πιο βασική σκέψη που αυτήν την στιγμή κυριαρχεί στο μυαλό μου είναι η εξής :
Η σύγκρουση του δέρματος μου με το νερό άμα δεν με σκοτώσει πόσο πολύ παίζει να
τσούζει ;;;
Η
απάντηση έρχεται πάρα πολύ γρήγορα καθώς το σώμα μου συγκρούεται με το νερό. Τα
δάχτυλα μου έχουν παγώσει τόσο που νομίζω πως θα σπάσουν, το σώμα μου είναι
τόσο παγωμένο που νομίζω θα βυθιστώ και θα αφήσω την τελευταία μου πνοή στα
βάθη ενώ τα μάτια μου είναι σφιγμένα κλειστά. Έχω δαγκώσει με δύναμη τα χείλη
μου , τόσο πολύ που ματώνουν, προσπαθώντας να μην ουρλιάξω. Η σύγκρουση τσούζει
σαν διάβολος σε όλο μου το κορμί και εκτός αυτού, η ανοιχτή πληγή μου που βάφει
το νερό κόκκινο δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Και όμως σαν εκ θαύματος αν και
βυθίζομαι στον ποταμό κάτι με σηκώνει πάλι και αφήνομαι στα νερά. Επιπλέω, αυτό
είναι το μόνο σίγουρο. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο από κάπου να πιαστώ όσο το
ποτάμι με παρασέρνει αλλά είμαι τόσο αδύναμη που δεν μπορώ να κρατηθώ από
τίποτα !! Κοιτάζω στον ουρανό, το φεγγάρι είναι γεμάτο και τα άστρα λάμπουν
σήμερα. Λατρεύω την νύχτα. Προσπαθώ να πιαστώ από έναν βράχο από τον οποίο
περνάω ξυστά αλλά δεν καταφέρνω να πιαστώ .
Είμαι
κουρασμένη, είμαι πληγωμένη, τα χέρια μου είναι αδύναμα και σχεδόν τρύπια, δεν
νιώθω τα δάχτυλα, τα χέρια, τα πόδια μου. Διάολε, δεν νιώθω την μύτη, το
πρόσωπο μου. Ούτε καν τα μάτια μου δεν θα ένιωθα άμα δεν ένιωθα αυτήν την
στιγμή τα βλέφαρα μου βαριά. Αυτό μας έλειπε τώρα. «Πρέπει να παραμείνεις
ξύπνια Αλίνα !! Έλα !!» αυτό φωνάζω στον εαυτό μου μέσα στο κεφάλι μου αλλά δεν
καταφέρνω τίποτα. Κλείνω τα μάτια και αφήνομαι.. Ποιος ξέρει ;;; Ίσως αυτό
όντως να είναι το τέλος.
Νιώθω
περίεργα.. Σαν κάποιος να με τσιμπάει και να προσπαθεί να πάρει κάτι με την βία
από πάνω μου.. Ακούω περίεργους ήχους σαν κρωξίματα, τον ήχο των φτερών που
χτυπάνε μεταξύ τους. Το έδαφος.. Δεν είναι τόσο κρύο, φαίνεται ζεστό.. Είναι
μια ανακούφιση και αυτό.. Και αν και είμαι ακόμα βρεγμένη μπορώ να κουνήσω τα
δάχτυλα μου και τα μάτια μου. Αυτό είναι καλό, πρέπει όμως να βρω ζεστασιά. Ανοίγω
τα μάτια μου και... Βλέπω από πάνω μου κοράκια τα οποία προσπαθούν να φάνε τις
σάρκες μου, μερικά ήδη τσιμπάνε τα χέρια μου ! Κουνώντας με ταχύτητα το χέρι
μου, ξεχνώντας και το κρύο και τον πάγο και όλα πιάνω ένα ξύλο ,αρκετά μεγάλο στο μέγεθος, το οποίο
βρίσκεται δίπλα μου. Με αυτό χτυπάω όσα κοράκια έχουν ανέβει πάνω μου και
προσπαθούν να με φάνε ουρλιάζοντας « Γαμημένα πτωματοφάγα πτηνά !! Είμαι
ζωντανή ακόμα !!!» Τα περισσότερα από τα κοράκια πετάνε τρομοκρατημένα
κράζοντας μακριά και είμαι σίγουρη ότι μόλις σκότωσα ένα κοράκι. Πάνω στο ξύλο
υπάρχουν σταγόνες από ζεστό αίμα. Παραπατάω λίγο διότι ο πόνος από την πληγή
στο στήθος μου είναι ακόμα εκεί και με σουβλίζει !!!
Κοιτάζω
που βρίσκομαι.. Μοιάζει με μέρος στο οποίο στρατοπέδευσε μια περίεργη στρατιά.
40 με 50 άντρες από ότι καταλαβαίνω. Πώς το καταλαβαίνω ;;; Τα όπλα τους, οι
πανοπλίες τους, τα ρούχα, τα υπάρχοντα, οι σκηνές, τα χρήματα τους είναι ακόμα
εδώ. Και εκτός αυτών εδώ είναι και.. Τα πτώματα τους. Μερικά θαμμένα κάτω από
το έδαφος , μερικά άλλα άταφα και με νομίσματα στα μάτια τους για τον αιώνιο
βαρκάρη. Αν και , δεν θα τους βοήθησαν και πολύ τα νομίσματα, τα πτώματα τους
είναι πεσμένα κάτω, βρωμερά και ματωμένα, φαγωμένα από τα κοράκια ή από άλλα πτωματοφάγα
πλάσματα. Στα περισσότερα πτώματα λείπουν χέρια ή πόδια ενώ σε άλλα που μάλλον
φαγώθηκαν από τα κοράκια ή από τα ζώα λείπουν τα στήθη, οι πνεύμονες, τα μάτια,
διάολε μέχρι και ολόκληρα κομμάτια από τα πλευρά. Προσπαθώ να μην ξεράσω από
την δυσωδία των πτωμάτων και το πόσο ανατριχιαστικά φαίνονται. Μοιάζουν με
στρατιώτες παλαιοτέρων εποχών. Κάποιοι άλλοι φαίνονται σαν να πέθαναν από
αρρώστιες και κακουχίες όπως φαίνεται από το δέρμα τους, τα σάπια δόντια τους
και τα χαμένα κομμάτια σάρκας από τα πρόσωπα τους.
Ευτυχώς
κοντά στα πτώματα, ανάμεσα από τις σκηνές , υπάρχει μια φωτιά. Μια αναμμένη
φωτιά. Σέρνω το κουρασμένο μου σώμα προς αυτήν και προσπαθώ να ζεσταθώ όσο
περισσότερο γίνεται. Κλέβω τα ρούχα ενός από τους στρατιώτες και εφόσον
ντύνομαι αρκετά ζεστά εγώ βγάζω τα ρούχα μου και τα βάζω κοντά στην φωτιά ώστε
να στεγνώσουν. Έτσι θα αντιμετωπίσω το κρύο. Δεν κάθομαι να σκεφτώ ποιος ή
γιατί την άναψε, νιώθω καλύτερα εδώ , δίπλα στην φωτιά. Ζεστή και ήρεμη. Τώρα
αρχίζει το δύσκολο κομμάτι. Αυτοί οι άντρες φαίνονται να είναι Ιππότες, οπότε
ψάχνω να βρω άμα έχουν κάποιο σπαθί που να μπορώ να χρησιμοποιήσω. Όλα όμως
είναι μουχλιασμένα και σκουριασμένα. Βλαστημάω μέχρι που βλέπω μόνο ένα σπαθί
ανάμεσα σε κάποια χορτάρια. « Ποιος στον πούτσο το άφησε εκεί ;;; Δεν ήταν εκεί
πριν από λίγο !! Καλά γάμα το !!» σκέφτομαι και το πιάνω στο χέρι μου. Το
ελέγχω και βλέπω πως η λεπίδα του είναι καθαρή, το σπαθί μοιάζει έτοιμο και σαν
καινούργιο. Κάθομαι κοντά στην φωτιά και σηκώνω την νέα μου μπλούζα. Πιάνω ένα ξύλο
κοντά στην φωτιά, ευτυχώς δεν είναι αναμμένο , και το βάζω ανάμεσα στα χείλη
μου έτσι ώστε να το δαγκώνω.
Στρέφω
την λεπίδα του σπαθιού προς την φωτιά και κρατάω την λεπίδα εκεί για αρκετή
ώρα, αρκετή ώστε να αποκτήσει ένα
σχετικά πορτοκαλί χρώμα και να είναι αρκετά ζεστή. Μόλις το κάνω και παρατηρώ
την λεπίδα ξέρω πως θα κάνει την δουλειά του. Δηλαδή, θα καυτηριάσει την πληγή
μου ώστε να μπορέσω να ζήσω λίγο ακόμα. Δαγκώνοντας όσο πιο δυνατά μπορώ το
ξύλο φέρνω την λεπίδα κοντά στην πληγή μου και την αγγίζω με αυτό. Καυτηριάζω
την πληγή όσο μπορώ και να πάρει ο διάλος πονάω !!!! Δακρύζω από τον πόνο,
είναι αφόρητο και αβάσταχτο μαρτύριο αλλά το οτιδήποτε σε θεραπεύει σε πονάει.
Αυτό έχω μάθει.. Μόλις καταλαβαίνω πως έχω τσουρουφλίσει αρκετά τον εαυτό μου
πετάω το σπαθί και βγάζω το ξύλο από τα δόντια μου.. Πέφτω στο έδαφος και νιώθω
τα χορτάρια κάτω από τα δάχτυλα και στα μαλλιά μου. Και εδώ δεν έχει χιόνι..
Ευτυχώς... Κάποια στιγμή όμως ακούω κάτι το οποίο με κάνει να ανατριχιάσω.Ακούω
την βαριά ανάσα μιας κουκουβάγιας.
«
Όταν αναπνέει μια κουκουβάγια κάποιος θα πεθάνει.» συνηθίζει να λέει η νονά μου
, η Μαλέφισεντ. Ενθυμούμενη αυτό που μόλις ήρθε ξανά στο μυαλό μου πιάνω μια
πέτρα από το έδαφος και θυμωμένη την πετάω προς το σημείο που ακούω την κουκουβάγια.
« Άντε στο διάολο και εσύ !!!» Πρέπει να φάω κάτι.. Ελέγχω τους σάκους των
στρατιωτών αν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο , τίποτα που να μην έχει σαπίσει ή
στερέψει. Και όμως, το φαγητό τους ή έχει τελειώσει ή έχει χαλάσει. Το μοναδικό
κρέας που καταφέρνω να βρω έχει σαπίσει.
Μην έχοντας άλλη επιλογή βλέπω το πτώμα του κορακιού που σκότωσα όταν
ξύπνησα. Παίρνοντας το στα χέρια μου
σκέφτομαι αν θα πρέπει να το ψήσω λίγο πρώτα και να το καθαρίσω ή να το φάω
έτσι.. Το καημένο το ζώο έχει ακόμα ένα πονεμένο βλέμμα στο πρόσωπο του, το ένα
του μάτι λείπει από την δύναμη με το οποίο το χτύπησα και το ράμφος του
φαίνεται να έχει σπάσει.. Νιώθω άσχημα για εκείνο και ξέρω πως έτσι είναι η
φύση, πρέπει να φάει το καημένο για να επιβιώσει..
Όμως
το ίδιο πρέπει να κάνω και εγώ . Με δύναμη λοιπόν, δάκρυα στα μάτια και
απερίγραπτη, σχεδόν ζωώδης πείνα αφήνω τα ένατικτα μου, πρωτόγονα και άγρια να
πάρουν τον έλεγχο. Βυθίζω τα δόντια μου όσο πιο βαθιά μπορώ μέσα στην σάρκα και
στις πτερούγες του κορακιού και τρώω ότι μπορώ να βρω φαγώσιμο. Με μανία
ξεσκίζω με τα δόντια μου τις σάρκες του, διαλύω τα μικρά του κόκκαλα και νιώθω
το αίμα του να λερώνει το πρόσωπο μου, τα δόντια μου. Τρώω, τρώω όσο μπορώ
περισσότερο και φτύνω τα κομμάτια που είναι πολύ σκληρά, μαζί με ορισμένα πούπουλα.
Μόλις τελειώνω με το κοράκι συνειδητοποιώ τι έκανα. Δεν θα με κρατήσει, αυτό
είναι σίγουρο. Αλλά είναι μόνο το ότι μπορώ να φάω τώρα, άμα δεν ξεράσω από τον
τρόπο με τον οποίο το κατακρεούργησα. Πηγαίνω κοντά στην φωτιά και κάθομαι
κοντά της. Κλείνω για λίγο τα μάτια μου και καλύπτομαι με την κουβέρτα ενός
στρατιώτη, θα επιζήσω. Βέβαια πριν το κάνω προνόησα και άπλωσα ένα σχοινί
μπροστά μου για να προφυλαχθώ από τα φίδια. Κάτι ήξερα που ήθελα να πηγαίνω
διακοπές μικρή στα δάση μαζί με τον μπαμπά μου.
Κοιμάμαι
για αρκετή ώρα, ονειρεύομαι το σπίτι μου, τον πατέρα μου, την οικογένεια μου.
Όλο και κάποιος τρόπος θα υπάρχει προκειμένου να επιστρέψω πίσω σε αυτούς. Όπου
και να με έφερε αυτός ο πούστης ο Οζυμάντιας θα υπάρχει τρόπος να φύγω. Από τις
σκέψεις μου και τον ύπνο μου με βγάζει μια απαλή φωνή. Μια γυναικεία απαλή φωνή
που τραγουδάει έναν κλασσικό ρυθμό. Είναι το κομμάτι « Perfect Day” από τον Lou Reed.
“
Just a perfect day
Drink
sangria in the park
And
then later, when it gets dark
We go home..”
ακούω να τραγουδάει η κοπέλα. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω μια πασίγνωστη
φιγούρα. Έχει μακρύ μαύρο μαλλί, καστανά προς μαύρα μάτια, στο ένα της μάτι
έχει ένα τατουάζ, κατάμαυρα χείλη, κρατάει μια μαύρη ομπρέλα , έχει κατάλευκο
δέρμα και κατάμαυρα νύχια, φοράει ένα καπέλο με ένα τριαντάφυλλο πιασμένο με
μια μαύρη κορδέλα , ένα κατάμαυρο μακρύ φόρεμα και γάντια με κομμένα δάχτυλα
στα χέρια ενώ φοράει και κατάμαυρα μποτάκια. « Καλησπέρα Αλίνα, ωραία νύχτα
έτσι ;;; Λατρεύω το φεγγάρι απόψε, μου θυμίζει τον αδελφό μου..» ξεκινάει να
λέει. « Τον αδελφό σου.. Μάλιστα.. Ποιον αδελφό σου ;;; Και ποια στο διάολο
είσαι ;;;» ξεκινάω εγώ να ρωτάω όπου η κοπέλα με έναν πάρα πολύ ήρεμο τόνο με
κοιτάζει και χαμογελά.
«
Ναι, το ξέχασα ότι αυτήν είναι η πρώτη ερώτηση που κάνουν πάρα πολύ συχνά όταν
με βλέπουν οι άνθρωποι. Όλοι σας με
ξέρετε και όλοι σας θα με μάθετε αλλά οι περισσότεροι από εσάς δεν με
γνωρίζουν. Σας γνωρίζω όμως όλους σας εγώ.» χαμογελά εκείνη και έπειτα
βγάζοντας το καπέλο της κάνει μια ελαφριά υπόκλιση . Συνεχίζει λέγοντας « Εγώ
καλή μου Αλίνα Ντράγκονιντ μιλάω για τον αδελφό μου την Ζωή. Και...» κλείνει
για λίγο τα μάτια της μα μετά από λίγα δευτερόλεπτα τα ξανανοίγει και λέει
« Εγώ.. Είμαι ο Θάνατος.» με κοιτάζει και μένω ακίνητη να την κοιτάζω. « Ψέμμα.»
καταφέρνω τελικά να πω. « Αλήθεια. Τι δεν σε πείθει ;;; Το στυλ ;; Θέλεις να
γίνω ένας σκελετός που κρατάει δρεπάνι, έχει φλόγες στα μάτια του κρανίου, δύο σκοτεινά φτερά που
αιμορραγούν και πάνω από όλα αυτά ένα σκοτεινό πέπλο που τον καλύπτει και τον
κάνει να φαίνεται ακόμη πιο τρομακτικός ;; Ω να πάρει ! Ξέχασα την κλεψύδρα ε ;
Μην ανησυχείς, μπορώ να το κάνω !!!» λέει και ευθύς οι σάρκες με τα ρούχα της
αρχίζουν να λιώνουν για να αποκαλύψουν τα κόκκαλα της. « Όχι, όχι δεν
χρειάζεται !! Σε πιστεύω ότι είσαι ο Θάνατος. Αλλά γιατί ήρθες σε εμένα ; Γιατί
τώρα ;; Και γιατί είσαι γυναίκα ;;;» ρωτάω εγώ.
«Πωπω,
πολλές ερωτήσεις κάνεις χρυσή μου. Τι λες, να παίξουμε ένα παιχνίδι ;;; Των 12
ερωτήσεων ;; Έχεις κάνει ήδη .. 5 ερωτήσεις !! Σου μένουν άλλες 7 !! Λοιπόν..
Ήρθα σε εσένα για τον απλούστατο λόγο ότι... Πέθανες . Η πληγή στο στήθος σου
από το στιλέτο του Οζυμάντιας ;;; Ναι, αποδείχτηκε θανατηφόρα. Έτσι πιστεύω
απάντησα και στην ερώτηση σου την γιατί τώρα. Πίστεψε με, δεν ήθελα και το
σχέδιο δεν ήταν να έρθω τώρα. Το σχέδιο έλεγε ότι θα πεθάνεις 11 χρόνια
αργότερα στα 28 σου. Και είμαι γυναίκα επειδή.. Τι να σου πω από τότε που
θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι γυναίκα. Βέβαια, υπάρχει το σκεπτικό ότι όταν
κοιμάσαι, όταν δηλαδή σε κάνει να ονειρεύεσαι ο αδελφός μου , το Όνειρο, όταν
το γραπτό σου είναι να πεθάνεις στον ύπνο σου συνήθως σου έρχεται ένα θηλυκό
πρόσωπο στο μυαλό, όπως της αδελφής ή της μητέρας σου.» λέει και το πρόσωπο της
αλλάζει στο πρόσωπο της μητέρας μου. « Τώρα , γιατί η Ζωή είναι άντρας και εγώ
είμαι γυναίκα θα σου πω απλά ένα παλιό ρητό ότι μέσα από τον Θάνατο γεννιέται η
Ζωή. Καμιά άλλη ερώτηση ;;» ρωτάει εκείνη βλέποντας με να έχω παγώσει στην θέση
μου. Το πρόσωπο της επιστρέφει στην αρχική του μορφή.
«
Ναι.. Τι στον διάβολο εννοείς ότι πέθανα ;;; Δεν γίνεται αυτό, δεν συμβαίνει !!
Όχι σε εμένα , δολοφονήθηκα !! Σε παρακαλώ Θάνατε, δείξε λίγη συμπόνοια,
βοήθησε με να ξεφύγω από αυτό και μόλις έρθει πάλι η ώρα μου θα έρθω μαζί σου
σαν να είσαι μια απλιά μου φίλη !!!» την κοιτάζω με τρομαγμένο βλέμμα και την
ταρακουνάω πιάνοντας την δυνατά. « Αυτό
δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για εμένα Αλίνα . Θεούς, Μεσσίες, Αρχαγγέλους,
Δαίμονες, πρωθυπουργούς, αλχημιστές και μάρτυρες, σας μαζεύω όλους. Υπήρχαν
πολλοί που προσπάθησαν να μου δώσουν όσο πλούτο μπορούσαν να ονειρευτούν, όσο
χαμό μπορούσε να αντέξει η σάπια καρδιά τους, όσο ασήμι και όσο χρυσάφι
μπορούσαν να δεχθούν αλλά τίποτα από αυτά δεν με ικανοποίησε παρά μόνο η ψυχή
τους. Είσαι νεκρή Αλίνα Ντράγκονιντ, πολλοί έχουν δολοφονηθεί και όλοι με
ακολούθησαν. Όταν έρχεται η ώρα σου, είτε έρχεται αργά είτε νωρίς, έρχεται και
πρέπει να ακούσεις το τέλος. Έχω πάρει μαζί μου φίλες, φίλους, εραστές και
μαγκούφηδες. Έχω πάρει σοφούς και ανόητους, όλα αυτά που λένε ότι σε βοηθάνε να
αντιμετωπίσεις την επίσκεψη μου είναι μόνο και μόνο βοηθοί για να μην πας
αδιάβαστος.» λέει και την κοιτάζω τρομαγμένη. « Μην με κοιτάζεις έτσι. Γνωρίζω τον πόνο του να πρέπει να πάρεις κάποιον
που να μην του αξίζει και τελικά όταν έρχεται η ώρα εκείνος ή εκείνη να είναι τόσο
νέος, τόσο όμορφος, τόσο ευγενικός και ήρεμος, τόσο αγνός που να αρνείσαι..
Αλλά τελικά αναγκάζεσαι να το κάνεις. Έλα μαζί μου...Και μην σκεφτείς να
τρέξεις μακριά ή να με ρίξεις αναίσθητη.» λέει και εκεί που το βλέμμα της
μοιάζει πονεμένο, κενό, λυπημένο και χαμένο στο παρελθόν γίνεται ορμητικό και
άγριο. Κρατάει ένα δρεπάνι με κοφτερή λεπίδα κοντά στον λαιμό μου. Το φέρνει
τόσο κοντά που σχεδόν νιώθω την λεπίδα στον λαιμό μου. Προχωράει και την
ακολουθώ.
Ενώ
την ακολουθώ χαμένη στις σκέψεις μου για το πως μπορώ να την σκαπουλάρω από τον
Θάνατο και την αιώνια ησυχία ή την αιώνια καταδίκη δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω
κάτι. Προχωρώ δίπλα της και..Το σκοτάδι σηκώνεται από την ψυχή μου.Προχωρώ μαζί
της και ακούω τον απαλό ήχο δυνατών φτερών. « Θάνατε..» κάνω μια ερώτηση
κοιτάζοντας την. « Μμμ ;;» με κοιτάζει εκείνη. « Υπάρχει άραγε τρόπος για μια
ψυχή να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών ;; Μπορώ εγώ με κάποιον τρόπο να
επιστρέψω στον κόσμο των ζωντανών ;;» την ρωτάω εγώ με άγχος στην φωνή μου.
Θέλω να γυρίσω πίσω στον κόσμο μου, δεν μπορεί να είμαι νεκρή, δεν μπορεί να
έπεσα έτσι. Ο Θάνατος με κοιτάζει και χαμογελά με το κατάλευκο χαμόγελο της.
Έπειτα απαντά « Γιατί να θέλεις να
γυρίσεις εκεί πάνω ενώ όλοι πεθαίνουν να έρθουν εδώ κάτω ;» και βλέπω το
έδαφος τριγύρω μας να ραγίζει λες και καθόμαστε πάνω σε προσελάνη. Πέφτουμε ενώ
μαζί με εμάς πέφτουν και ορισμένα κομμάτια του εδάφους. Πέτρες, ρίζες ,
χορτάρια πέφτουν ακολουθώντας μας σε μια πτώση δίχως προηγούμενο. Νιώθω μια
ξαφνική θερμότητα, σαν να πέφτουμε στην ίδια την Κόλαση.
Και
όμως βλέπω ότι πέφτουμε μπροστά στην είσοδο ενός τεράστιου μαύρου κάστρου που η
πόρτα του συμβολίζει ένα ανθρώπινο κρανίο
με δύο πέτρινα κέρατα, από τις πολεμίστρες του κάστρου κρέμονται από
αλυσίδες φανάρια και πιάτα με λάδι που πάνω τους λάμπουν κεριά με
γαλαζοπράσινες φλόγες, ενώ κάτω από το κρανίο βρίσκονται απεικονίσεις
σκελετωμένων ανθρωπίνων σωμάτων δεμένων με κόκκινες θερμές αλυσίδες σε σταυρικό
σχήμα, σαν άλλοι Εσταυρωμένοι. Δίπλα από
το κρανίο βρίσκεται αλυσοδεμένος ένας γέρος φτιαγμένος από μαύρο χρυσό που στο
ένα του χέρι κρατάει έναν σταυρό και στο άλλο ένα στιλέτο. Τα μάτια του είναι
ανοιχτά και τρομαγμένα ενώ το στόμα του είναι ανοιχτό και πάνω στην γλώσσα του
υπάρχει ένα νόμισμα. « Τρομακτικό..» σχολιάζω και ο Θάνατος χαμογελά. « Καλωσόρισες στην πύλη του Θανάτου.
Ακολούθησε με..» λέει και την ακολουθώ . Στο κάθε βήμα που κάνω νιώθω την
καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά, τόσο δυνατά φτάνει να χτυπάει που σχεδόν την
ακούω στο κρανίο μου. Μπορώ να ακούσω μέχρι και τον ήχο που κάνει το αίμα μου
ενώ ρέει στις φλέβες μου. « Και προσοχή στους Αγγέλους. Μην τους κοιτάξεις, δεν
τους αρέσει να τους κοιτάνε..» λέει εκείνη και προχωράει μπροστά. Μου δείχνει
μόνο με το δάχτυλο της αριστερά μου και βλέπω μόνο την διεστραμμένη καρικατούρα
ενός Αγγέλου να τρώει κάτι που μοιάζει με σάρκα νεκρού μωρού.
Έχει
ένα σύμβολο σαν σταυρό στο μέτωπο κάτω από ένα φωτοστέφανο που μοιάζει να έχει
καρφωθεί στο κεφάλι του, στο πίσω μέρος του κεφαλιού του φαίνεται να υπάρχει
κάτι σαν μισοφέγγαρο και μια πεντάλφα χαραγμένα με πυρώμενο σίδερο. Τα φτερά
του είναι μεγάλα και χρυσά, φαίνονται όμως σαν κοφτερές λεπίδες , τα μάτια του
είναι σαν ματωμένα κόκκινα μάτια μύγας ή μέλισσας, τα χέρια του σαν τα χέρια
αρπακτικών με κοφτερά νύχια γερακιών και τα πόδια του σαν πόδια αράχνης . Προσπαθώντας να μην ουρλιάξω από τον Άγγελο
αυτόν , που το πρόσωπο του είναι σαν ενός αλόγου της Παναγίας, ακολουθώ τον
Θάνατο μέσα στο βασίλειο του. Παντού δίπλα μας νεκρές ψυχές, μερικές πνιγμένες,
άλλες με αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια, άλλες βασανισμένες και άλλες
χαρούμενες , μερικές κατακρεουργημένες και μερικές άλλες φωτεινές. « Όλες αυτές οι ψυχές είναι οι ψυχές των
ανθρώπων που αν και πέθαναν κανένας δεν τις γνώρισε αληθινά με αποτέλεσμα ακόμα
και στον Θάνατο να τις ξεχάσουν όλοι. Οπότε μένουν εδώ, καταδικασμένες να μην
γνωρίσουν ποτέ την αιώνια λύτρωση.» εξηγεί ο Θάνατος. Βλέπω πολλές παιδικές
ψυχές να κλαίνε και να ζητάνε την μαμά τους αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Ο
Θάνατος με σταματά από το να το προσπαθήσω.
Σύντομα
φτάνουμε μπροστά από μια τεράστια πύλη, μαύρη και σιδερένια με δύο σκελετούς
αλυσοδεμένους πάνω σε αυτήν. Σκελετούς ανθρώπινους φτιαγμένους από αληθινά
κόκκαλα. Ο Θάνατος ανοίγει την πύλη και περνάει μέσα, την ακολουθώ με φόβο. Και
μπροστά μου βλέπω πολλά κεριά , αμέτρητα κεριά όλα αναμμένα, μερικά με
υπερβολικά πολύ λάδι και λαμπρή φλόγα, άλλα σχεδόν έτοιμα να λιώσουν και έτοιμα
να σβήσουν. Η φλόγα τους ήδη τρεμοπαίζει !! « Θάνατε, τι είναι αυτά ;;» ρωτάω.
« Αυτά τα κεριά συμβολίζουν τις ψυχές
όλων των ανθρώπων που ζουν αυτήν την στιγμή στον κόσμο. Όσο ένα κερί είναι αναμμένο
αυτός ο άνθρωπος ακόμα ζει, είναι βρέφος, παιδί, έφηβος, ενήλικας ή γέρος. Όταν
όμως το λάδι των κεριών τελειώσει και η φλόγα σβήσει τότε είναι η στιγμή που θα
με γνωρίσει γιατί ο Θάνατος θα τον μαζέψει. Κοίτα εκεί..» λέει και μου
δείχνει ένα κερί το οποίο πρόσφατα έσβησε, δεν θα έχουν περάσει δύο ώρες από
τότε που έσβησε. « Σε ποιον κακομοίρη ή ποια κακομοίρα ανήκει αυτό το κερί ;;»
ρωτάω και ο Θάνατος με κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο ειρωνεία. Καταλαβαίνω πως
κοιτάζω στο δικό μου κερί !!! « Έσβησε.. Δεν μπορούμε να το ανάψουμε πάλι ;;;
Αχ σε παρακαλώ !! Θα φέρω έναν αναπτήρα ή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο
κερί !!» κοιτάζω τον Θάνατο και ο Θάνατος ανταποκρίνεται :
« Για τελευταία φορά Αλίνα. Άκουσε
αυτό που θα σου πω και άκουσε το καλά γιατί θα σου το πω μόνο μία φορά. Για
άλλους ο Θάνατος είναι μια ανακούφιση, ένα δώρο,για άλλους είναι μια ασθένεια
που πρέπει να καταπολεμηθεί. Είμαι για όλους τους εκεί και κανένας δεν
ξεφύγει.Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με φοβάστε όλοι ! Όλοι σας αναπνέετε, ελάχιστοι
όμως ζείτε !! Και η ζωή, δεν είμαι η πρώτη που κάνει αυτήν την σύγκριση, είναι
μια ασθένεια. Μεταδίδεται σεξουαλικά και είναι ασύγκριτα και δίχως προηγούμενο,
θανατηφόρα. Δεν νοιάζομαι για κανέναν σας, δεν νοιάζομαι για εσένα , τον πατέρα
ή το αγόρι σου, δεν είστε δική μου δουλειά. Νοιάζομαι μόνο να μεταφέρω τις
ψυχές σας εκεί που πρέπει.
Στην Νότια Αφρική , ένα μικρό χωριό
σφάζεται, κατακρεουργείται ολόκληρο απο μισθοφόρους πληρωμένους από την ίδια
την κυβέρνηση τους. Είμαι εκεί, μαζί τους, τους παίρνω όλους από το χέρι και
τους φέρνω εδώ. Στα πιο μακρινά σύνορα της άκρης του πιο μακρινού κόσμου που
μπορείς να φανταστείς ένας πολιτισμός καταστρέφεται ολοκληρωτικά από το
κολασμένο άγχος που κατατρώει τους κατοίκους. Ο πολιτισμός αυτός ήταν το σπίτι
πολλών κρυστάλλινων, αθώων πλασμάτων, ήσυχων, όμορφων και καλοπροαίρετων. Είμαι
εκεί στην τελευταία τους πνοή , μαζί τους. Δεν είμαι ούτε ευλογημένη, ούτε
δείχνω έλεος.Είμαι απλά εγώ, έχω μια δουλειά να κάνω και την κάνω. Ακόμα και
τώρα που μιλάμε είμαι εκεί, για γέρους και νέους, αθώους και ενόχους, για
αυτούς που πεθαίνουν μαζί και για αυτούς που πεθαίνουν ολομόναχοι.» τελειώνει
εκείνη την φράση της. « Πώς είναι για τον Θάνατο να έχει ως αδελφό την Ζωή ;»
ρωτάω εγώ σε μια τελευταία ανέλπιδη προσπάθεια. Ο Θάνατος χαλαρώνει το σκληρό
του πρόσωπο και απαντά « Ξέρεις κανένας
δεν με έχει ρωτήσει ποτέ ξανά αυτό το πράγμα. Η Ζωή για εμένα, είναι.. Είναι
κάτι το υπέροχο. Είναι απίθανη , είναι γεμάτη με ευκαιρίες, ελπίδα, χαρά,
αναζητήσεις, επιθυμίες, απολαύσεις, μπορείς να κάνεις πράγματα που ονιερεύεσαι
μόνο αρκεί σαφώς να το κυνηγήσεις και να αντιμετωπίσεις όλες τις προκλήσεις
της. Χάρη σε αυτές τις προκλήσεις της έχει ενδιαφέρον και πλάκα να ζεις Όμως
παράλληλα η Ζωή για εμένα είναι ένα παιχνίδι. Είναι , ένα άσχημο αστείο. Είναι
μια παράσταση, ένα θέατρο που εγώ είμαι ο κομπάρσος και απλά περιμένω στο
καμαρίνι για να έρθει η ώρα μου. Όλοι οι υπόλοιποι όμως, αυτοί που ζουν μπορούν
απλά να δουν ότι είναι ζωντανοί ! Να ανοίξουν τα μάτια
τους, να δουν πως η Ζωή είναι ωραία και απλά να καθίσουν αναπαυτικά και να
απολαύσουν την παράσταση !!»
χαμογελά εκείνη και γελά λίγο.
« Ααααχ.. Εντάξει Αλίνα, κέρδισες.
Ίσως να υπάρχει ένας τρόπος να κερδίσεις πίσω την ζωή σου ή έστω λίγο χρόνο
ακόμα στον κόσμο των ζωντανών. Όμως για να το καταφέρεις αυτό πρέπει να περάσεις από μια
δοκιμασία. Μια δοκιμασία που θα κρίνουν οι υποτακτικοί ή καλύτερα οι εαυτοί μου
σε καθένα από τους κόσμους αυτού του σύμπαντος.» χαμογελά εκείνη. «
Πρόκληση ;;» χαμογελώ εγώ και νιώθω έτοιμη . « Είμαι μέσα. Τι πρόκληση ;;»
συνεχίζω.
« Το Δικαστήριο των Ψυχών.»
« Το Δικαστήριο των Ψυχών.»
Τα λέμε την επόμενη Κυριακή γλυκά
μου με την συγκλονιστική συνέχεια !!!! Θα καταφέρω άραγε να βγω από τον Κάτω
Κόσμο ;;; Ελπίζω ναι !!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου