Το
πορτάκι στο ξεχαρβαλωμένο ρολόι του παλιού σπιτιού, άνοιξε με έναν
ανατριχιαστικό ήχο και ο θλιβερός κούκος έκανε την εμφάνισή του. Ένα
ασθενές, σχεδόν ξεψυχισμένο "κούκου" ήταν η απελπισμένη του προσπάθεια
να σημάνει μεσάνυχτα και αμέσως μετά να κρεμαστεί άψυχα από το
σκουριασμένο του ελατήριο. Ήταν ένα ακόμα βράδυ μέσα στο σπίτι του
τρόμου, που και τα αντικείμενα πέθαιναν βασανιστικά και ας μην είχαν ζωή. Απλά πέθαιναν. Γιατί το σπίτι αυτό ήξερε να σκοτώνει.
Κάπου πιο μακριά από το ρολόι σ' ένα άλλο δωμάτιο, υπήρχε μια καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο. Ή μήπως στον κάτω κόσμο; Κάθε βράδυ όμως, αυτή την ίδια ώρα που ο κούκος ξεψυχούσε, οδηγούσε στο πάνω μέρος του σπιτιού. Ίσως και στον πάνω κόσμο.
Ένα αδύναμο φως που έστελνε κοροϊδευτικά το φεγγάρι κρυμμένο πίσω από ένα σύννεφο, προσπαθούσε να ξεγελάσει την σκοτεινιά που κυριαρχούσε στο δωμάτιο.
Η καταπακτή άρχισε ν' ανοίγει σιγά σιγά τρίζοντας διαπεραστικά, στέλνοντας σήμα θαρρείς για την ανατριχίλα που πλησίαζε. Ένα αποστεωμένο χέρι έκανε την εμφάνισή του και στη συνέχεια φάνηκε κάτι που ίσως και να έμοιαζε με ανθρώπινο κορμί. Σύρθηκε έξω έρποντας και η καταπακτή έκλεισε πίσω του. Αυτή τη φορά θα έβγαινε από το σπίτι. Δεν θα έμενε άλλο φυλακισμένη. Το σώμα της ήταν γυμνό και ταλαιπωρημένο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της ήταν αραχνοστολισμένα. Έμοιαζε σαν κάποιος να είχε ρουφήξει όλη τη ζωή από μέσα της, αλλά ήταν αποφασισμένη απόψε να τα καταφέρει. Αυτό το σπίτι δεν θα την κρατούσε άλλο δέσμια στα έγκατά του. Θέλησε να ρίξει κάτι πάνω στο γυμνό της κορμί. Προσπέρασε το αμέσως διπλανό δωμάτιο. Αυτή τη φορά θα έμπαινε σε άλλο.
Το σπίτι ήταν τεράστιο και οι πόρτες ατελείωτες. Διάλεξε μία στην τύχη και την άνοιξε. Το λιγοστό φως μαρτυρούσε πως επρόκειτο για μία κρεβατοκάμαρα. Πήρε το σεντόνι που ήταν στρωμένο στο κρεβάτι και το τύλιξε γύρω της. Μέσα στην νεκρική σιγή της νύχτας, άκουσε πόρτες ν' ανοίγουν τρίζοντας και κάτι σαν κρώξιμο ίσως; Δεν μπορούσε να καταλάβει και δεν ήθελε κιόλας να σταθεί άλλο εκεί.
Έφτασε σχεδόν τρέχοντας στη σάλα που οδηγούσε στην έξοδο του σπιτιού. Προσπάθησε ν' ανοίξει την βαριά πόρτα. Ήταν όλο και πιο δύσκολο κάθε βράδυ. Συνέχισε την προσπάθεια κλαίγοντας βουβά και παρακαλώντας από μέσα της να τα καταφέρει απόψε. Μια μικρή, μια ελάχιστη μετακίνηση της πόρτας, αναπτέρωσε το ηθικό της και συνέχισε να τραβά με δύναμη πιο επίμονα. Όταν την είδε ν' ανοίγει σιγά σιγά, τα έχασε από την έκπληξη και σχεδόν δεν το πίστευε. Κόντεψε να ξεσπάσει σε λυγμούς όταν κατάφερε να την ανοίξει διάπλατα. Ήθελε να φωνάξει πως ήταν επιτέλους ελεύθερη, αντί αυτού όμως ένα γρύλισμα βγήκε από το λαρύγγι της. Άλλωστε είχαν περάσει χρόνια που δεν είχε μιλήσει με κανέναν κλεισμένη στα έγκατα του υπογείου ή της γης, δεν ήξερε.
Βγήκε έξω από το σπίτι τρομαγμένη και ανακουφισμένη μαζί. Δεν μπορούσε φυσικά να δει το σατανικό πρόσωπο στο κάδρο που κρεμόταν στη σάλα και χαμογελούσε χαιρέκακα. Ήθελε απλά να φύγει μακριά κι ας μην είχε ιδέα που θα πάει. Αρκεί ν' απομακρυνόταν από εκεί.
Καθώς περπατούσε, τα μαλλιά της μπλέχτηκαν στα κλαδιά του δέντρου που βρισκόταν έξω από το σπίτι. Προσπαθώντας να τα ξεμπλέξει, συνειδητοποίησε πως το είχε αφήσει πίσω της κάποια μέτρα. Δεν πρόλαβε ν' αναρωτηθεί τι συνέβαινε, γιατί κάτι τράβηξε το σεντόνι από πάνω της και άρχισε να μαστιγώνει το κορμί της. Είδε έντρομη τα κλαδιά να έχουν πάρει ζωή και να κινούνται απειλητικά γύρω της, εμποδίζοντάς της τον δρόμο. Στην προσπάθειά της να ξεφύγει, πήρε πάλι την κατεύθυνση προς το σπίτι που την περίμενε με ανοιχτή ακόμα την πόρτα. Ένα τελευταίο μαστίγωμα, αποτύπωσε πάνω στην γυμνή της σάρκα το σχεδιάγραμμα του δέντρου και την έριξε κάτω.
Μπήκε και πάλι μέσα στο σπίτι έρποντας. Τώρα το γέλιο του κάδρου αντήχησε δυνατό στο χώρο. Συνέχισε να σέρνεται ώσπου έφτασε στην καταπακτή. Την άνοιξε και κατέβηκε και αυτή τη νύχτα στο υπόγειο. Ή μήπως στον κάτω κόσμο; Το ρολόι δεν χτύπησε τώρα. Ο κούκος δεν είχε να σημάνει κάτι.
Έξω από το σπίτι, το δέντρο στεκόταν ήσυχο στη θέση του. Το φεγγάρι δεν κρυβόταν άλλο πίσω από τα σύννεφα. Έστελνε το φως του παντού, ακόμα και στα κλαδιά του δέντρου που υψώνονταν στον ουρανό φανερώνοντας έναν άτυχο επισκέπτη που κρεμόταν άψυχος. Ήταν ένα πουλί. Θα μπορούσες να πεις πως έμοιαζε και με κούκο...
Σ.Κραββαρίτη
Κάπου πιο μακριά από το ρολόι σ' ένα άλλο δωμάτιο, υπήρχε μια καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο. Ή μήπως στον κάτω κόσμο; Κάθε βράδυ όμως, αυτή την ίδια ώρα που ο κούκος ξεψυχούσε, οδηγούσε στο πάνω μέρος του σπιτιού. Ίσως και στον πάνω κόσμο.
Ένα αδύναμο φως που έστελνε κοροϊδευτικά το φεγγάρι κρυμμένο πίσω από ένα σύννεφο, προσπαθούσε να ξεγελάσει την σκοτεινιά που κυριαρχούσε στο δωμάτιο.
Η καταπακτή άρχισε ν' ανοίγει σιγά σιγά τρίζοντας διαπεραστικά, στέλνοντας σήμα θαρρείς για την ανατριχίλα που πλησίαζε. Ένα αποστεωμένο χέρι έκανε την εμφάνισή του και στη συνέχεια φάνηκε κάτι που ίσως και να έμοιαζε με ανθρώπινο κορμί. Σύρθηκε έξω έρποντας και η καταπακτή έκλεισε πίσω του. Αυτή τη φορά θα έβγαινε από το σπίτι. Δεν θα έμενε άλλο φυλακισμένη. Το σώμα της ήταν γυμνό και ταλαιπωρημένο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της ήταν αραχνοστολισμένα. Έμοιαζε σαν κάποιος να είχε ρουφήξει όλη τη ζωή από μέσα της, αλλά ήταν αποφασισμένη απόψε να τα καταφέρει. Αυτό το σπίτι δεν θα την κρατούσε άλλο δέσμια στα έγκατά του. Θέλησε να ρίξει κάτι πάνω στο γυμνό της κορμί. Προσπέρασε το αμέσως διπλανό δωμάτιο. Αυτή τη φορά θα έμπαινε σε άλλο.
Το σπίτι ήταν τεράστιο και οι πόρτες ατελείωτες. Διάλεξε μία στην τύχη και την άνοιξε. Το λιγοστό φως μαρτυρούσε πως επρόκειτο για μία κρεβατοκάμαρα. Πήρε το σεντόνι που ήταν στρωμένο στο κρεβάτι και το τύλιξε γύρω της. Μέσα στην νεκρική σιγή της νύχτας, άκουσε πόρτες ν' ανοίγουν τρίζοντας και κάτι σαν κρώξιμο ίσως; Δεν μπορούσε να καταλάβει και δεν ήθελε κιόλας να σταθεί άλλο εκεί.
Έφτασε σχεδόν τρέχοντας στη σάλα που οδηγούσε στην έξοδο του σπιτιού. Προσπάθησε ν' ανοίξει την βαριά πόρτα. Ήταν όλο και πιο δύσκολο κάθε βράδυ. Συνέχισε την προσπάθεια κλαίγοντας βουβά και παρακαλώντας από μέσα της να τα καταφέρει απόψε. Μια μικρή, μια ελάχιστη μετακίνηση της πόρτας, αναπτέρωσε το ηθικό της και συνέχισε να τραβά με δύναμη πιο επίμονα. Όταν την είδε ν' ανοίγει σιγά σιγά, τα έχασε από την έκπληξη και σχεδόν δεν το πίστευε. Κόντεψε να ξεσπάσει σε λυγμούς όταν κατάφερε να την ανοίξει διάπλατα. Ήθελε να φωνάξει πως ήταν επιτέλους ελεύθερη, αντί αυτού όμως ένα γρύλισμα βγήκε από το λαρύγγι της. Άλλωστε είχαν περάσει χρόνια που δεν είχε μιλήσει με κανέναν κλεισμένη στα έγκατα του υπογείου ή της γης, δεν ήξερε.
Βγήκε έξω από το σπίτι τρομαγμένη και ανακουφισμένη μαζί. Δεν μπορούσε φυσικά να δει το σατανικό πρόσωπο στο κάδρο που κρεμόταν στη σάλα και χαμογελούσε χαιρέκακα. Ήθελε απλά να φύγει μακριά κι ας μην είχε ιδέα που θα πάει. Αρκεί ν' απομακρυνόταν από εκεί.
Καθώς περπατούσε, τα μαλλιά της μπλέχτηκαν στα κλαδιά του δέντρου που βρισκόταν έξω από το σπίτι. Προσπαθώντας να τα ξεμπλέξει, συνειδητοποίησε πως το είχε αφήσει πίσω της κάποια μέτρα. Δεν πρόλαβε ν' αναρωτηθεί τι συνέβαινε, γιατί κάτι τράβηξε το σεντόνι από πάνω της και άρχισε να μαστιγώνει το κορμί της. Είδε έντρομη τα κλαδιά να έχουν πάρει ζωή και να κινούνται απειλητικά γύρω της, εμποδίζοντάς της τον δρόμο. Στην προσπάθειά της να ξεφύγει, πήρε πάλι την κατεύθυνση προς το σπίτι που την περίμενε με ανοιχτή ακόμα την πόρτα. Ένα τελευταίο μαστίγωμα, αποτύπωσε πάνω στην γυμνή της σάρκα το σχεδιάγραμμα του δέντρου και την έριξε κάτω.
Μπήκε και πάλι μέσα στο σπίτι έρποντας. Τώρα το γέλιο του κάδρου αντήχησε δυνατό στο χώρο. Συνέχισε να σέρνεται ώσπου έφτασε στην καταπακτή. Την άνοιξε και κατέβηκε και αυτή τη νύχτα στο υπόγειο. Ή μήπως στον κάτω κόσμο; Το ρολόι δεν χτύπησε τώρα. Ο κούκος δεν είχε να σημάνει κάτι.
Έξω από το σπίτι, το δέντρο στεκόταν ήσυχο στη θέση του. Το φεγγάρι δεν κρυβόταν άλλο πίσω από τα σύννεφα. Έστελνε το φως του παντού, ακόμα και στα κλαδιά του δέντρου που υψώνονταν στον ουρανό φανερώνοντας έναν άτυχο επισκέπτη που κρεμόταν άψυχος. Ήταν ένα πουλί. Θα μπορούσες να πεις πως έμοιαζε και με κούκο...
Σ.Κραββαρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου