10 Νοε 2017

"Σκιές του Μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη

Κάπου στο μεσαίωνα...

Το μεγαλύτερο πειρατικό καράβι ήταν γεγονός. Σάλπαρε επιβλητικό στα ανοιχτά, αρκετά μακριά από το βασίλειο της Ασαμάν. Οι φρουροί ψηλά στα τείχη το είδαν και κάποιος έτρεξε να ειδοποιήσει τον βασιλιά, ο οποίος δεν θορυβήθηκε.
"Έχετε το νου σας κι αν πλησιάσει το βασίλειο, θ' αμυνθούμε" ήταν η απάντησή του.
Δεν ήξερε κανείς πως ο καπετάνιος και αρχηγός του πληρώματος, ο τρομερός πειρατής Σάμπαθορ που αποτελούσε τον απόλυτο φόβο των θαλασσών, ήταν ο έμπιστος αλχημιστής του βασιλιά της Ασαμάν. Ο ίδιος ο βασιλιάς τον είχε βοηθήσει μυστικά φυσικά, να κατασκευάσει το πλοίο. Ο Σάμπαθορ του είχε τάξει να του φέρει χρυσάφι και οτιδήποτε άλλο συναντούσε στον δρόμο του, κάνοντας έτσι το βασίλειο της Ασαμάν το πλουσιότερο. Στο πλήρωμα δεν ήταν κανείς από το βασίλειο για να μην υπάρξουν υποψίες. Όσο για την απουσία του Σάμπαθορ δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αλχημιστής έλειπε σε κάποιο ταξίδι. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι γνωριμίες του ήταν πολλές και 'χρήσιμες'. Το καράβι ονομάστηκε "TREMOR" στα λατινικά, ένας τίτλος που ο καθένας θα καταλάβαινε πως του ταίριαζε απόλυτα. Όταν ήταν όλα έτοιμα, πήρε τους κατάλληλους άντρες μαζί και την μοναχοκόρη του Ταλένια και ξεκίνησαν το ταξίδι τους ένα απόγευμα που ο ήλιος είχε βάψει κόκκινη την θάλασσα.
Η Ταλένια αγαπούσε πολύ τον πατέρα της, αλλά είχε στενοχωρηθεί με αυτό το ταξίδι, γιατί ήταν ερωτευμένη μ' έναν στρατιώτη στο βασίλειο. Όταν του είπε ότι φεύγει, της ορκίστηκε πως αμέσως όταν γυρίσει θα ζητήσει το χέρι της από τον πατέρα της. Άλλωστε υπήρχε σοβαρός λόγος, μιας και είχαν υποψίες πως ήταν έγκυος. Αλίμονο αν δεν προλάβαιναν! Θα έπρεπε να το σκάσουν από το βασίλειο, αλλιώς θα τους σκότωναν και τους δύο.

Αυτά σκεφτόταν το πρώτο κιόλας βράδυ που σάλπαραν, ενώ στεκόταν στη γέφυρα του καραβιού. Σύντομα όμως η θάλασσα άρχισε να χαλάει και οι άντρες έτρεχαν για τα πανιά.
"Δεσποινίς Ταλένια μπείτε μέσα, θα πέσουμε σε φουρτούνα" άκουσε κάποιον να της φωνάζει.
Υπάκουσε και ξεκίνησε για το εσωτερικό του καραβιού, όταν ένα απότομo πλάγιασμα από ένα δυνατό κύμα, αλλά και μια ζαλάδα δική της την έριξαν στη θάλασσα. Τις φωνές της δεν τις άκουσε κανείς. Όταν μπόρεσαν να ελέγξουν την κατάσταση, ο πατέρας της άρχισε να την ψάχνει σαν τρελός. Κανείς δεν την βρήκε.
Με το πρώτο φως της μέρας, όργωσε όλη την θάλασσα. Μάταια. Κανένα ίχνος της. Απελπισμένος αποφάσισε να ψάξει στα νησιά που θα συναντούσε. Ένας καπνός από κάπου μακριά, τον έκανε να πάρει αυτή την κατεύθυνση. Είχε πλησιάσει αρκετά για να δει πως επρόκειτο για ένα κομμάτι στεριάς και συνέχισε την πορεία του. Το άλλο πλοίο πίσω από τα βράχια, δεν το είδε κανείς. Η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στην στεριά με την ελπίδα να βρουν την κόρη του αλχημιστή και καπετάνιου τους. Το πειρατικό εμβολίστηκε πριν προλάβει να καταλάβει κανείς τίποτα. Ο Σάμπαθορ δεν πρόφτασε να φτάσει στο μικρό νησί και να δει την κόρη του να καίγεται στην πυρά. Το κύμα την ξέβρασε εκεί. Δε θυμόταν τίποτα και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να μάθει. Η Ταλένια κάηκε και ο πατέρας της βρέθηκε στον πάτο της θάλασσας.
Κάπου το 1990...
Η ψαριά είχε πάει πολύ καλά για τον Τζέισον. Ήταν πια ώρα να γυρίσει. Εκείνη η κόκκινη θαλάσσια οδός όμως, είχε μαγνητίσει το βλέμμα του και τον είχε συνεπάρει. Από το μυαλό του πέρασε ξαφνικά ένας μύθος που είχε ακούσει παλιά για ένα καράβι που...
Γούρλωσε τα μάτια του και παρέλυσε ολόκληρος από τον φόβο του. Ένα σχεδόν σπασμένο, πειρατικό καράβι αναδύθηκε μπροστά στα μάτια του. Ένας γέρος -πόσο να ήταν άραγε; Χιλίων, δύο χιλιάδων χρόνων;- ξεπρόβαλε απότομα και έριξε κάτι πάνω του. Ένα δίχτυ-παγίδα τον τύλιξε και βρέθηκε πάνω στο καράβι.
"Θα με βοηθήσεις να βρω την Ταλένια" έκρωξε σχεδόν μια γέρικη φωνή και τον οδήγησε με το ζόρι στο μέσα μέρος του καραβιού.
Ο Τζέισον κοίταξε πανικόβλητος γύρω του όλους τους σκελετούς έχοντάς τα χαμένα.
"Δεν μπορεί" μουρμούρισε έντρομος, "είναι μύθος".
Δεν θα γυρνούσε ποτέ πίσω για να αποκαλύψει σε όλους πως δεν ήταν μύθος. Ήταν αλήθεια και είχε ως εξής:
Κάθε φορά που ο ήλιος στη δύση του, ζωγράφιζε τον κόκκινο δρόμο στη θάλασσα, ένα σάπιο πειρατικό αναδυόταν και ακολουθούσε αυτή τη γραμμή ώσπου να δύσει ο ήλιος και να καταδυθεί και πάλι στα σκοτεινά νερά, στα οποία ο Σάμπαθορ δεν σταμάτησε ποτέ να ψάχνει την κόρη του...

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου