23 Σεπ 2017

"Νεραϊδοκάλεσμα" από την Έλενα Λιάτου (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Νεραϊδοκάλεσμα



Ζούσε κάπότε σε ένα μικρό χωριουδάκι, ένας όμορφος νέος αγρότης, ο Αυγερινός. Tο σπίτι του βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο αγρόκτημα δίπλα σε ένα παλιό, πέτρινο γιορύφι. Από κάτω, περνούσε ένα βαθύ, ορμητικό ποτάμι.
Οι συγχωριανοί του, φοβόντουσαν να περάσουν μόνοι τους τα βράδυα από εκεί. Έλεγαν ότι ήταν στοιχειωμένο. Πίστευαν ότι έβγαιναν νεράιδες και ξωτικά, όπου έστηναν τρελό χορό, κάτω από το φως του φεγγαριού.
Ο Αυγερινός δούλευε σκληρά μέχρι το σούρουπο, καλλιεργώντας τη γη, φυτεύοντας και μαζεύοντας τους καρπούς. Αποκαμωμένος, στεκόταν μόλις σκοτείνιαζε στην άκρη του χωραφιού, για να ξεκουραστεί λίγο πριν επιστρέψει στο σπίτι. Εκεί άρχιζε το τραγούδι του.
Πολλές φορές, άκουγε φωνές και γέλια να βγαίνουν από το ποτάμι. Δεν είχε όμως ποτέ δει κάτι, ούτε είχε φοβηθεί. Συνέχιζε το δικό του τραγούδι. Πόσο του άρεσε να τραγουδάει και να ταξιδεύει με ήχους μελωδικούς! Η ψυχή του γαλήνευε δίπλα στο ποτάμι, σαν άκουγε το νερό να κελαρύζει και ο ήχος του να ανακατεύεται με τις γλυκές νότες του.
Σιγά σιγά πήρε να σκοτεινιάζει. Ο ουρανός, από το φως των αστεριών έγινε χρυσός. Ξαφνικά, άκουσε ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Το ποτάμι άφρισε! Σείστηκε η Γη και πάνω στο πέτρινο γεφύρι, εμφανίστηκε μια νεράιδα. Ήταν τόσο όμορφη! Τα μακριά μαύρα μαλλιά της, έπεφταν στους ώμους της. Το πρόσωπο της είχε μια λάμψη εκτυφλωτική σαν το φως του φεγγαριού. Φεγγαρένια ήταν το όνομα της. Έβγαινε κάθε βράδυ και χόρευε κάτω από το χρυσοκίτρινο φως του φεγγαριού. Φορούσε ένα ολόλευκο φόρεμα. Μια δυνατή λάμψη πλημμύρισε όλο το δάσος, λούζοντας το με φως.

Στην αρχή φοβήθηκε και κρύφτηκε πίσω από τα φυτά. Στάθηκε εκεί και την παρατηρούσε σαν μαγεμένος, καθώς χόρευε στο ρυθμό που της ψιθύριζε το απαλό αεράκι. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του και τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω της, γεμάτα τρόμο. Στεκόταν εκεί κρυμμένος πίσω από το δέντρο και παρακολουθούσε κάθε της κίνηση. Τόση ομορφιά, δεν είχε δει ποτέ ξανά. Η καρδιά του χτύπησε για εκείνη δυνατά!
Ώρες πολλές έμεινε ακίνητος και άκουσε πάλι τον ίδιο εκκωφαντικό θόρυβο. Η γη σείστηκε ολόκληρη, τα δέντρα έκαναν μια βαθιά υπόκλιση και η νεράιδα, έφυγε τρέχοντας κάτω από το γεφύρι.Κατάκοπος ο Αυγερινός, με βήματα αργά από την κούραση, κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Μια βαριά, ασήκωτη στεναχώρια ένιωσε να φωλιάζει στην ψυχή του που τον πονούσε τόσο. Δεν έβγαινε από το μυαλό του. Μέσα του γεννήθηκε η λαχτάρα να την ξαναδεί.
Το επόμενο πρωί, ξεκίνησε για το χωράφι του, μόλις ο ήλιος έστειλε τις πρώτες ακτίδες. Δούλευε σκληρά μέχρι αργά το απόγευμα. Ο νους του όμως, ήταν στη νεράιδα εκείνη. Μόλις ο ήλιος έβαψε με κοραλί πινελιές τον ουρανό, ακούστηκε η ίδια βοή να έρχεται από μακριά. Η Γη σείστηκε δυνατά και κάτω από το γεφύρι, εμφανίστηκε η νεράιδα.
Αυτή τη φορά όμως, δεν κρύφτηκε ο Αυγερινός, Έμεινε εκεί, περιμένοντας την να εμφανιστεί μπροστά του. Το φεγγάρι και τα άστρα σκόρπισαν από άκρη σε άκρη το δυνατό φως τους, κάνοντας τη νύχτα μέρα. Ήταν αποφασισμένος να της μιλήσει.
Πράγματι! Σε λίγο βρισκόταν πάνω στο γιοφύρι κι είχε αρχίσει το χορό της. Ο Αυγερινός την κοιτούσε σαν μαγεμένος.
«Δεν αντέχω άλλο! Θα της μιλήσω! Θέλω τόσο πολύ να τη γνωρίσσω», σκέφτηκε και με μιας πετάχτηκε μπροστά της. Από κοντά φαινόταν ακόμη πιο όμορφη.
Της άπλωσε δειλά το χέρι και της ζήτησε ευγενικά να χορέψουν μαζί ένα χορό. Εκείνη δέχτηκε. Και η δική της καρδιά είχε χτυπήσει δυνατά. Η ομορφιά του και η τόση ευγένεια του της έκαναν εντύπωση και δεν την άφησαν να αρνηθεί.
Σε λίγο βρέθηκαν να χορεύουν μαζί, κάτω από το φως του φεγγαριού. Κατέβαιναν από ψηλά πεφταστέρια κι ένα εκτυφλωτικό φως, έλουσε τον ουρανό.
Σαν τελείωσε ο χορός, οι δυο τους περπάτησαν συζητώντας. Η νεράϊδα του είπε την ιστορία της. Ζούσε κάτω από το γιοφύρι εκείνο και τα βράδυα ανέβαινε στη Γη για τον περίπατο της. Το κτήμα του είχε γίνει σπίτι της. Πολλές φορές στεκόταν πάντα στα δέντρα για να ξαποστάσει κι άλλες φορές χόρευε ή νυχτοπερπατούσε ανάμεσα  στις φυλλωσιές. Η φωνή του την γαλήνευε, ήταν σαν κάλεσμα! Πόσο της άρεσε!
Υπήρχε όμως, ένα μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να βρουν λύση.
«Δεν θα πεις σε κανένα ότι με είδες. Αν μιλήσεις, θα σου πάρει τη φωνή η νεραϊδο-βασίλισσα μας. Έτσι συμβαίνει αν συναντηθεί νεράϊδα με άνθρωπο» του είπε κι ένα δάκρυ αργοκύλησε στα μάτια της.
«Όχι καλή μου! Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό» την εκλιπαρούσε.
«Έχω θαυμάσει την εργατικότητα σου, την ευγένεια σου, μα θαύμασα περισσότερο το τραγούδι σου. Μου κρατάει συντροφιά και με εμπνέει να λικνιστώ στο ρυθμό του, ακούγοντας τη μελωδική φωνή σου. Θα κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία» του πρότεινε. «Ό,τι μου ζητήσεις καλή μου νεράιδα. Η επιθυμία σου θα έιναι διαταγή. Πες μου!» της απάντησε, ανυπομονώντας να ακούσει την πρόταση της.
«Θα σου χαρίσω το περιδέραιο που φορώ. Πρόσεξε μην το χάσεις. Κάθε φορά που θέλω συντροφιά, θα σου στέλνω σήμα μέσα από αυτό και θα έρχεσαι να μου τραγουδάς ένα τραγούδι, μελωδικό και να μου χαρίζεις ένα χορό. Τι λες; τον ρώτησε. «Σύμφωνοι!! Πόσο χαίρομαι που θα τραγουδώ για σένα! Θέλω τόσο να σε συναντώ!» της απάντησε ενθουσιασμένος. Τα λόγιας της ηχούσαν σαν βάλσαμο στην ψυχή του. «Πρόσεξε! Αν μιλήσει σε κάποιον για τη γνωριμία μας, θα υποστούμε τις συνέπειες και οι δυο! Θα μείνεις χωρίς φωνή κι εγώ χωρίς συντροφιά, αφού δεν θα μου επιτρέπει η νεραϊδοβασίλισσα να ανεβαίνω στη Γη!
«Στο υπόσχομαι καλή μου! Δεν θα αφήσω κανέναν να χαλάσει το όνειρο που ζω! Μην ανησυχείς!» υποσχέθηκε εκείνος. Ένιωσε πραγματικά ευτυχισμένος! Ολόκληρος ο κόσμος φωτίστηκε από την ευτυχία που ένιωσε στα βάθη της ψυχής του. Την αποχαιρέτησε και κίνησε για το σπίτι του, ενώ εκείνη χάθηκε γρήγορα κάτω από το πέτρινο γιοφύρι.
Κάθε βράδυ γινόταν το ίδιο ακριβώς. Σαν έπεφτε το βράδυ και το φεγγάρι σεργιάνιζε στον ουρανό, η νεράιδα ανέβαινε στο κτήμα για τον περίπατο της. Έστελνε σήμα στον Αυγερινό κι εκείνος, ένιωθε ένα δυνατό σκύρτημα στο περιδέραιο που πάντα είχε φυλαγμένο στην τσέπη του σακακιού του. Ήταν σημάδι από εκείνη, που τον καλούσε να περάσουν ένα βράδυ συντροφιά.
Αμέσως εκείνος, άρχιζε το μελωδικό του τραγούδι, θαρρείς ντυμένο με τις πιο όμορφες νότες. Ολόκληρη η Γη σειόταν και σύντομα, εμφανιζόταν η νεράιδα να χορεύει μπροστά του. Συνέχιζαν το χορό οι δυο τους αγκαλιασμένοι κάτω από το λαμπερό φως του φεγγαριού. Σαν τελείωνε ο χορός τους, σεργιάνιζαν πιασμένοι χέρι χέρι στο κτήμα και συζητούσαν. Μιλούσαν με τα πιο όμορφα τρυφερά λόγια που έσταζαν αγάπη.
Ο Αυγερινός, δεν είχε εκμυστηρευτεί σε κανέναν την παράξενη εκείνη συνάντηση για τη ξεχωριστή του συνοδό και το χορό μαζί της, που τον έκανε να αισθάνεται υπέροχα. Σιγά σιγά άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του, να γίνεται μοναχικός χωρίς επαφή και επικοινωνία με τους συγχωριανούς του. Το μόνο που τον ενδιέφερε, ήταν το κάλεσμα της νεράιδας του. Ανυπομονούσε να την συναντήσει και να της γλυκοτραγουδήσει. Πόσο ανυπομονούσε!
Όλοι στο χωριό, νόμιζαν ότι είχε χάσει τα λογικά του. Τον έβλεπαν να δουλεύει όλη την ημέρα στο κτήμα και τα βράδυα, κοιμόταν εκεί, στη ρίζα μιας μεγάλης γέρικης ελιάς, κάτω από το φως του φεγγαριού. Κανένας δεν γνώριζε το μυστικό του. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει και να νιώσει την παράξενη εκείνη αγάπη. Κανένας δεν ήξερε!
Περνώντας τα χρόνια και η νεράιδα αισθάνεται τώρα πια, ένα παράξενο συναίσθημα για αυτόν. Αγάπη αισθάνθηκαν δυνατή ο ένας για τον άλλο, όμως δεν μπορούσαν να μείνουν μαζί γιατί εκείνος ήταν άνθρωπος κι εκείνη νεράιδα. Άνηκαν σε διαφορετικούς κόσμους.
Κάθε δειλινό, στεκόταν στην ρίζα της γέρικης ελιάς και της γλυκοτραγουδούσε!


Κι αν είμαστε από κόσμους διαφορετικούς,
η αγάπη όλα τα ενώνει!
Εγώ ζω στη γη κι εσύ ζεις αλλού,
μα άλλο πια δεν θα είμαστε μόνοι.


Έλα κράτα μου το χέρι
κι άσε με να σε οδηγώ.
Να σε πάρω απ’ τα σκοτάδια,
το φως μαζί σου εγώ να δω.

Και η νεράιδα έστελνε σήμα με το μαγικό περιδέραιο της, ότι θα είναι σύντομα κοντά του.
Μια αγάπη μοναδική, διαφορετική, αλλόκοτη μα τόσο όμορφη!
Ένα βράδυ δεν ήρθε! Άδικα την περίμενε μέχρι το ξημέρωμα. Θλίψη μπήκε στην καρδιά του κι έκλεψε τη χαρά του. Ανησυχούσε πολύ. Κρατούσε στα χέρια το περιδέραιο της και περίμενε με λαχτάρα είναι σήμα της.
«Φεγγαρένια μου, καλή μου νεραϊδούλα, γιατί δεν ήρθες; Γιατί;» αναρωτιόταν κι όσο μακριά κι αν έστελνε το βλέμμα του, δεν μπορούσε να την συναντήσει.
«Κάνε υπομονή! Η αγάπη ξέρει να περιμένει!» έλεγε στον εαυτό του και κουρασμένος αποκοιμήθηκε.
Το ίδιο συνέβαινε και στο νεραϊδόκοσμο! Η νεραϊοδοβασίλισσα είχε αρρωστήσει βαριά και την χρειαζόταν κοντά της εκείνο το βράδυ. Η Φεγγαρένια την περιποιήθηκε, της έδωσε θα πιεί φίλτρα μαγικά δυναμής και της κράτησε συντροφιά. Η καρδιά της όμως και η σκέψη της, βρισκόταν κοντά του!
Το επόμενο βράδυ, η νεραϊδοβασίλισσα χειροτέρεψε! Πονούσε πολύ κι ένιωθε εξαντλημένη. Είχε τόσο ανάγκη τη Φεγγαρένια! Η αγωνία του Αυγερινού όλο και μεγάλωνε και θέριευε και βάφτηκε με το πιο μουντό σκούρο χρώμα της.
«Τελείωσαν όλα! Δεν θα την ξαναδώ!!!» Μονολογούσε και το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στο γιοφύρι. Στάσιμα όλα εκείνο το βράδυ! Λες και πάγωσε ο χρόνος. Οι μέρες και οι νύχτες, περνούσαν άδειες, χωρίς συντροφιά, χωρίς τραγούδι, χωρίς νότες μελωδικές.
Ώσπου ένα αυγουστιάτικο βράδυ με πανσέληνο,  που το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο στον ουρανό, η Φεγγαρένεια εμφανίστηκε ξανά!
Η εμφάνιση της έγινε αμέσως αισθητή. Μια δυνατή βοή ακούστηκε να έρχεται από μακριά, το ποτάμι φούσκωσε και άφρισε. Τα δέντρα έσκυψαν, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση και το γιοφύρι άνοιξε διάπλατα στη μέση, για να περάσει εκείνη.
Ο Αυγερινός, έτρεξε αμέσως και χώθηκε στην αγκαλιά της. Επιτέλους! Ήταν και πάλι μαζί. Έμειναν εκεί ώρα πολλή αγκαλιασμένοι, να χορτάσουν την απόλυτη ευτυχία.
«Καλέ μου, δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί. Έτσι θα συνεχίσουμε. Θα σε συναντώ τις νύχτες του είπε με ένα ζεστό χαμόγελο ευτυχίας. Κράτησε τα λόγια της σαν φυλαχτό, καλά κρυμμένα στην καρδιά του. «Μου φτάνει που θα σε βλέπω έστω για λίγο. Εδώ είναι η ζωή μου, σε τούτο το κτήμα. Εδώ θα σε συναντώ και θα ανταποκρίνομαι στο κάλεσμα σου.» Της αποκρίθηκε αγκαλιάζοντας την τρυφερά.
Υπήρχαν στιγμές που του έλειπε πολύ! Η απουσία της έσταζε κάθε στιγμή θλίψη στην  καρδιά του. Για να αντέξει μακριά της, έκλεινε τα μάτια του και ταξίδευε με τη σκέψη κοντά της. Την περίμενε! Περίμενε το κάλεσμα της!!
Πράγματι έτσι κι έγινε! Έζησαν εκεί στην αγκαλιά της φύσης, ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα και τα πολύχρωμα λουλούδια. Άκουγαν το δυνατό θρόισμα του ανέμου ανάμεσα στις φυλλωσιές και το όμορφο, μελωδικό κελάηδισμα των πουλιών. Τα βράδια νυχτοπερπατούσαν κάτω από το χρυσοκίτρινο φως των αστεριών και τραγουδούσαν ένα όμορφο τραγούδι της αγάπης.

Την πιο όμορφη αγάπη
θα τη ζήσουμε μαζί,
κάθε μέρα μας που θα ‘ρθει
τώρα θα ‘ναι σαν γιορτή.

Η αγάπη τις καρδιές μας
έχει τώρα πλημμυρίσει
και σαν κάμπος η ψυχή μας,
λούλουδα έχει γεμίσει!

Ο άνεμος, έπαιρνε τις νότες του και τις ταξίδευε μακριά σε όλη τη Γη. Τι όμορφα που ηχούσε!
Έμοιαζαν πολύ ευτυχισμένοι. Η δυνατή αγάπη που ένιωθαν, κατάφερε να τους κρατήσει για πάντα μαζί κι ας ήταν ο Αυγερινός άνθρωπος κι εκείνη νεράιδα! Γιατί η δύναμη της αγάπης, όλα τα μπορεί! Ακόμη και τα πιο απίθανα, τα πιο δύσκολα, τα πιό παράξενα και αυτά που φαίνονται ακατόρθωτα. Γιατί απλά η αγάπη, είναι ΜΟΝΑΔΙΚΗ!




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου