23 Σεπ 2017

"Έχει και χειρότερα..." από τον Στέφανο Παρχαρίδη (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Έχει και χειρότερα...



Η Ηρώ πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω ακριβώς από το κοιμητήριο του χωριού. Αφού έβγαλε το αναπηρικό καροτσάκι από το πορτ-παγκάζ, βοήθησε το γιο της, το Μενέλαο, να ανέβει σε αυτό από τη θέση του συνοδηγού. Είχαν πολλά χρόνια να επισκεφτούν αυτά τα μνήματα. Ήταν το μέρος που ήταν θαμμένοι όλοι οι αγαπημένοι της συγγενείς. Όμως, η καθημερινότητα και η ζωή που είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια την είχαν απομακρύνει από εκείνο το μέρος.
            Σε εκείνο το μέρος παραλίγο να θάψει και το μοναχογιό της πριν μερικά χρόνια. Είχε μείνει ανάπηρος από ένα τροχαίο για το οποίο δεν ευθυνόταν αυτός. Ένας άλλος μεθυσμένος οδηγός τον είχε χτυπήσει μετωπικά, ενώ ο Μενέλαος γυρνούσε στο σπίτι από τη δουλειά του με το μηχανάκι. Το μοναδικό λάθος του ήταν ότι δεν είχε φορέσει το κράνος του, αλλά το κρατούσε στο δεξί του χέρι. «Έλα μωρέ, δέκα λεπτά απόσταση είναι μέχρι το σπίτι, τι θα συμβεί;» σκέφτηκε φεύγοντας από το γραφείο.
Έξι μήνες είχε μείνει σε κώμα. Έξι εφιαλτικοί μήνες για την Ηρώ, η οποία κυριολεκτικά κάθε μέρα ανεβοκατέβαινε στην κόλαση. Έβλεπε το παιδί της να είναι εκεί και ταυτόχρονα να μην είναι. Μέχρι αυτήν την ημέρα πίστευε πως δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα για ένα γονιό. Να βλέπει το παιδί του να σβήνει και να μη μπορεί να κάνει τίποτα.

Πέντε χρόνια είχαν περάσει. Όλα φάνταζαν σαν ένα κακόγουστο αστείο. Βέβαια, τα αποτελέσματα ήταν εμφανή. Ο Μενέλαος δε θα ξαναπερπατούσε ποτέ στη ζωή του, οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί σε αυτό. Παρόλα αυτά, η ζωή του συνεχίστηκε κανονικά. Δούλευε σε μια πάρα πολύ καλή εταιρία πλέον, αξιοποιώντας το πτυχίο του οικονομολόγου που είχε αποκτήσει. Είχε βρει και μια καλή κοπέλα, με την οποία μάλιστα είχαν κανονίσει να αρραβωνιαστούν κιόλας. Η Ηρώ είχε αρχίσει να αισθάνεται ξανά ευτυχισμένη για το παιδί της, μετά από πολύ καιρό και πολλά αρνητικά συναισθήματα.
Κανείς δεν την είχε προετοιμάσει για αυτό που θα βίωνε, όμως, εκείνη την ημέρα και που θα ξεπερνούσε την προσωπική τους τραγωδία. Από όλες τις ημέρες του χρόνου είχε επιλέξει εκείνο το Σάββατο του Απριλίου για να πάνε σε εκείνο το μέρος. Εκεί που ήταν θαμμένοι οι άνθρωποι, με τους οποίους ήταν συνδεδεμένες οι ομορφότερες μέρες του παρελθόντος της.
Προχώρησαν λίγο στο τσιμεντοστρωμένο δρομάκι και σταμάτησαν μπροστά από ένα τάφο που γύρω-γύρω είχε λευκά μεταλλικά κάγκελα. Τα λουλούδια που ήταν σπαρμένα στο χώμα ήταν μαραμένα. Η φωτογραφία μιας χαμογελαστής γριούλας με γκρίζα και λευκά μαλλιά την κοιτούσε μέσα από το ειδικά διαμορφωμένο γυάλινο πλαίσιο.
«Αχ, γιαγιάκα μου, κανείς δε σε περιποιείται πια;» μονολόγησε η Ηρώ. Μερικά δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους στα μάτια της, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να συνομιλεί με τη φωτογραφία της γιαγιάς της και να καθαρίζει τα χόρτα. Το έκανε πάντα αυτό. Ο Μενέλαος το γνώριζε και κάθε φορά την άφηνε να πει τις κουβέντες που ήθελε με την αγαπημένη της γιαγιά. Μπορεί ο ίδιος να μην την είχε γνωρίσει, αλλά θαύμαζε τον τρόπο που η μάνα του μιλούσε για αυτήν αλλά και σε αυτήν. Έτσι, κάθε φορά παρακολουθούσε αυτήν την περίεργη ιεροτελεστία συνεπαρμένος.
Η Ηρώ είχε σχεδόν τελειώσει με όλα αυτά που ήθελε να κάνει, όταν άκουσαν, όχι πολύ μακριά, ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει με σταθερή ταχύτητα και κόσμο πολύ να κλαίει. Το βλέμμα και των δυο στράφηκε προς την κατεύθυνση που έρχονταν αυτοί οι ήχοι. Ο Μενέλαος βρισκόταν στο δρομάκι που θα περνούσε το αυτοκίνητο, για αυτό και με τη βοήθεια της μάνας του έκανε στην άκρη και στάθηκε μπροστά από το μνήμα της προγιαγιάς του. Πίσω του η Ηρώ είχε σταυρώσει τα χέρια και είχε σκύψει ελαφρώς το κεφάλι. Είχαν ακούσει την καμπάνα της εκκλησίας του χωριού να χτυπάει πένθιμα όταν πέρασαν από εκεί, όμως δεν μπορούσαν να φανταστούν αυτό που θα ζούσαν.
Όταν πέρασε η νεκροφόρα από μπροστά τους, έκαναν και οι δύο ταυτόχρονα το σταυρό τους, σαν κουρδισμένοι, και σήκωσαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν μέσα. Για μια στιγμή ήταν μόνο, όμως αδυνατούσαν να συλλάβουν αυτό που έβλεπαν, ειδικά ο Μενέλαος που δεν είχε πάει ποτέ του σε κηδεία. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένα μικρό λευκό φέρετρο, όχι μεγαλύτερο από ένα μέτρο σε μήκος. Τρία μεγάλα λευκά λουλούδια ήταν αφημένα επάνω του, προσπαθώντας να στολίσουν το μακάβριο θέαμα. Πλήθος κόσμου ακολουθούσε, με τους σοκαρισμένους γονείς να βρίσκονται στην κορυφή της πομπής.
Δεν προχώρησαν πολύ. Το φρεσκοσκαμμένο κομμάτι γης που θα υποδεχόταν το μόλις τριών χρονών κοριτσάκι βρισκόταν λίγα μέτρα από τον τάφο της γιαγιάς της Ηρώς. Όταν σταμάτησαν, ο παπάς του χωριού άρχισε τη νεκρώσιμη ακολουθία και λίγα λεπτά μετά έδωσε το σήμα στους ανθρώπους του γραφείου κηδειών. Την ώρα που το μικρό φέρετρο κατέβαινε, η μάνα του άτυχου κοριτσιού άφησε την πιο σπαρακτική της κραυγή να βγει από μέσα της.
«ΟΧΙΙΙΙ!!!!» φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ο αδερφός και ο πατέρας της, που την κρατούσαν για να μη πέσει, χρειάστηκε να καταβάλλουν προσπάθεια για να μη τους φύγει από τα χέρια. Ήθελε να πάει μαζί με το κοριτσάκι της. Τα χάπια που την είχαν ποτίσει με το ζόρι είχαν κάνει τη δουλειά τους μέχρι εκείνη τη στιγμή, όμως το άγριο του σκηνικού την αφύπνισε στιγμιαία. Ο άντρας της δεν άντεξε να βλέπει αυτή τη σκηνή και ξέσπασε σε γοερά κλάματα.
Μόλις ολοκληρώθηκε η ακολουθία, ένας-ένας πλησίαζαν και έριχναν από ένα λευκό λουλούδι και λίγο χώμα. Δεν υπήρχε άνθρωπος σε αυτήν την κηδεία που δεν έκλαιγε. Ακόμα και ο ιερέας, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και την εμπειρία που είχε, ήταν φανερά συγκινημένος. Όταν ήρθε η ώρα να πλησιάσουν οι γονείς του κοριτσιού, όλοι ησύχασαν. Ακόμα και τα πουλιά είχαν σταματήσει το τραγούδι τους. Θαρρείς και συμμετείχαν κι αυτά στο θρήνο τους.
Η μητέρα του κοιτούσε το μικρό φέρετρο, χωμένο μέσα στο έδαφος, με άδειο βλέμμα και χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Ο σύζυγός της την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη βοήθησε να γυρίσει προς τον κόσμο. «Σας ευχαριστούμε όλους όσους ήρθατε να μας συμπαρασταθείτε σε αυτή τη δύσκολη στιγμή» είπε και κατάπιε ένα κόμπο που προσπάθησε να του κλείσει το λαιμό. «Εύχομαι σε όσους έχουν παιδιά να τους ζήσουν, να τα καμαρώσουν να μεγαλώνουν και να προκόπτουν. Ούτε στο χειρότερο εχθρό μου δεν εύχομαι αυτό που συνέβη στην οικογένειά μας. Και όσοι δεν έχετε παιδιά, εύχομαι να αποκτήσετε σύντομα και να είναι γερά». Γύρισε προς τον τάφο της κόρης του και με δάκρυα στα μάτια είπε τα παρακάτω λόγια: «Κορίτσι μου, εγώ δε θα σου ρίξω ούτε χώμα ούτε λουλούδια. Είχα υποσχεθεί στο γάμο σου να σου ρίξω πενήντα μπαλωθιές. Αφού δε έζησες για το γάμο σου, θα σου τις ρίξω εδώ».
Την επόμενη στιγμή έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του το υπηρεσιακό του όπλο και το άδειασε στον αέρα. Αρκετός κόσμος από αυτούς που δε βρίσκονταν κοντά του και δεν είχαν ακούσει τα τελευταία λόγια του τρόμαξαν. Οι περισσότεροι κουνήθηκαν από τη θέση τους, μαζί με αυτούς και η Ηρώ, αλλά η γυναίκα του, παρόλο που ήταν δίπλα του, δεν μετακινήθηκε ούτε στο ελάχιστο. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την τρομάξει ή να τη συνεφέρει εκείνη τη στιγμή. Μόλις ο άντρας της σταμάτησε να ρίχνει, έπεσε επάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και με τα μυαλά τους άδεια από σκέψεις δέχτηκαν τα συλλυπητήρια του συγκεντρωμένου πλήθους.
Η Ηρώ, παρόλο που σαν παλιά νοσοκόμα είχε ξανασυναντήσει παρόμοια περιστατικά, δεν είχε ξαναβρεθεί σε κηδεία παιδιού και ομολογουμένως είχε σοκαριστεί. Δεν άντεξε να πάει να συλλυπηθεί τους άτυχους γονείς. Πήρε το Μενέλαο, που εντωμεταξύ είχε ξεσπάσει σε κλάματα, και κατευθύνθηκαν στο αυτοκίνητο της. Τον βοήθησε να σηκωθεί από το καροτσάκι του και τον έβαλε στη θέση του συνοδηγού. Μόλις κάθισε και η ίδια μέσα στο αυτοκίνητο, συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε να κουνήσει τα χέρια της. Είχαν μαρμαρώσει και τα δύο επάνω στο τιμόνι. Το βλέμμα και των δυο ήταν σταθερά καρφωμένο στην είσοδο του νεκροταφείου.
Πρώτος μίλησε έπειτα από λίγη ώρα ο Μενέλαος.
«Τελικά, έχει και χειρότερα» είπε σκουπίζοντας τα υγρά μάτια του.
Η Ηρώ, σοκαρισμένη και από αυτό που είχανε ζήσει αλλά και από τα λόγια που μόλις είχε ακούσει, γύρισε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Πόσο δίκιο έχεις παιδί μου» είπε και του χάιδεψε το κεφάλι με το δεξί χέρι της. «Αυτό το παιδί σήμερα μου θύμισε κι εμένα τη δικιά μας ιστορία. Μόνο που εσύ γύρισες πίσω και εγώ επέστρεψα από την κόλαση»
Δεν υπήρχε λόγος να μείνουν άλλο εκεί. Η Ηρώ, αφού ζήτησε συγγνώμη από τους άλλους αγαπημένους της νεκρούς, τους οποίους δεν είχε προλάβει να επισκεφτεί, άναψε τη μίζα και ξεκίνησε για να φύγει.
«Θα ξαναέρθουμε» είπε απευθυνόμενη στο γιο της. «Και από την επόμενη φορά, θα έχουμε ακόμα μια ψυχούλα για να μνημονεύσουμε. Κι ας μην την ξέραμε. Ήμασταν μάρτυρες στην αρχή του ταξιδιού αυτής της ψυχούλας. Και οφείλουμε να τη θυμόμαστε»
Ο Μενέλαος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι καταφατικά. Ευχαρίστησε μέσα του το Θεό που δεν τον είχε πάρει κοντά του. Και τον παρακάλεσε, όταν θα ερχόταν η ώρα να πάρει κάποιον από τους δυο τους, να έπαιρνε πρώτα την Ηρώ. Ο πόνος του παιδιού που θάβει το γονιό, κάποια στιγμή ελαττώνεται. Το αντίθετο, είναι απλά ανθρωπίνως αδύνατο. 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου