9 Μαΐ 2017

"Προσμένοντας", ένα διήγημα των ΜΑΦΡΑ και Σοφία Κραββαρίτη (Μέρος 1ο)




Η συνεργάτης του blog συγγραφέας Σοφία Κραββαρίτη, συνεργάζεται με τον συγγραφέα - σκιτσογράφο ΜΑΦΡΑ και μας χαρίζουν ένα ερωτικό και ταξιδιάρικο διήγημα που μπορείτε να απολαύσετε σε 4 μέρη. Ακολουθήστε τους ήρωες στο ταξίδι τους και βαδίστε στα χνάρια τους στη μαγευτική Φλωρεντία της Αναγέννησης, σταθείτε κι εσείς στην αίθουσα αναμονής... προσμένοντας... 
Εξώφυλλο: ΜΑΦΡΑ 
 Τίτλοι: Κωνσταντίνος Βαρδής


(Από ΜΑΦΡΑ)


Το μεγάλο αεροπλάνο τροχοδρόμησε στο βάθος του διαδρόμου. Από μακριά τα δέντρα που σημάδευαν το σύνορο του αεροδρομίου, χαιρέταγαν υποκλινόμενα ταπεινά και με τις ταλαιπωρημένες κορφές τους, ανήμπορο έρμαιο στον προορισμό τους. Το βλέμμα του προσπαθούσε απεγνωσμένα να διακρίνει τα χαρακτηριστικά των νεοφερμένων. Ήξερε βέβαια ότι αυτό ήταν αδύνατο, αλλά το έκανε κάθε φορά που το αεροπλάνο της συγκεκριμένης διαδρομής έφτανε στον τόπο του. 

Ήπιε ακόμη μία γουλιά από τον καφέ του και το βλέμμα του βάλθηκε να διαπεράσει την φθινοπωρινή ομίχλη που είχε ήδη αγκαλιάσει την περιοχή, αδιαφορώντας για οτιδήποτε. Το αεροπλάνο στο βάθος είχε πια σταματήσει και τα λεωφορεία που θα μετέφεραν τους κουρασμένους επιβάτες στον σταθμό, περίμεναν υπομονετικά μεσ’ την βροχή. 

Η πόρτα άνοιξε και ένας ένας οι επιβάτες, άρχισαν να κατεβαίνουν την σκάλα που θα τους έφερνε ακόμη πιο κοντά στο ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι. Η βροχή όμως ήταν αυτή που υποδείκνυε τις κινήσεις τους. Ήταν η ίδια βροχή που έκανε αισθητή την παρουσία της στα μεγάλα σκονισμένα τζάμια της αίθουσας αναμονής.

Το ήξερε ότι κορόιδευε τον εαυτό του, όπως βαθιά μέσα του ήξερε ότι ποτέ δεν θα την ξανάβλεπε. Ήθελε όμως να πιαστεί από κάπου, να ‘χει κάτι να περιμένει. Αρνιόταν να πιστέψει ότι εκείνος ο μεγάλος έρωτας δεν θα ξαναζούσε ποτέ. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να πείσει τον εαυτό του πως ήταν μόνο μια ανάπαυλα και ότι όλα μετά θα έπαιρναν τον δρόμο τους, σαν το Φθινόπωρο που βίωνε αλλά που πάντα ξαναρχόταν...στο ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι.

(Από Σοφία Κραββαρίτη)


Εκείνο όμως που τον τρόμαζε πιο πολύ, δεν ήταν ο χιονιάς που κάλπαζε πια εναντίον του, αλλά η παγωνιά του χειμώνα της καρδιάς του. Πολύ το κρύο, βαριά η χειμωνιά... Δεν ήθελε πολύ να ζεσταθεί, να... μια τόση δα φλογίτσα... Μα, αλίμονο! Που να βρεθεί έστω κι η σπίθα; Κι αυτή η βροχή! Πως του ταλαιπωρούσε την καρδιά... ποια φωτιά τάχα μπορούσε να ανάψει όταν καιροφυλακτούσαν αδίστακτες οι βρόχινες ριπές να μαστιγώσουν ανελέητα την μοναχική ψυχή του; «Ας είναι... σβήστε μου τουλάχιστον την φλόγα. Η ελπίδα μου όμως θα κολυμπάει στα νερά σας», ήταν η σκέψη που έκανε.

Το βλέμμα του δεν το τράβηξε ούτε μια στιγμή από το αεροπλάνο. Ούτε τώρα θα την έβλεπε, το ήξερε. Ούτε μια στιγμή όμως δεν διανοήθηκε να μην την περιμένει... Να μην ελπίζει ότι θα την δει! Κι αν λοιπόν ερχόταν; Πως ήταν δυνατόν να λείπει; «Άτιμη ματαιότητα! Πότε πρόλαβες να κυριαρχήσεις στην ζωή μου; Τι να την κάνω την δύναμη όταν απλά την έχω μόνο για να αντέχω την απουσία της;», συνέχισαν οι σκέψεις το ανελέητο σφυροκόπημά τους. 

Το αεροπλάνο άδειασε. Μαζί και η ψυχή του. Μονάχα ένα χλωμό τοπίο αντίκριζε τώρα πια πέρα από το τζάμι και τον λυπημένο χορό μιας στεγνής βροχής. Στεγνή από παρουσίες, στεγνή από συναισθήματα. «Κοίτα μέσα μου να σου δείξω πως είναι η βροχή», την προκάλεσε.

«Κοίτα πως είναι να σου τρυπούν την μοναξιά οι σταγόνες και να σου διαβρώνουν την ψυχή. Έλα να σου δώσω ζωή. Να έχεις λόγο να πέφτεις». Και η βροχή ντράπηκε τον πόνο του και κόπασε σιγά σιγά... 
Η αίθουσα αναμονής γέμισε χαρούμενες φωνές, αγκαλιές και φιλιά. Και η δική του αναμονή πλημμύρισε από την μοναξιά... Καμία αγκαλιά γι’ αυτόν, κανένα ζεστό χαμόγελο, καμία γλυκιά προσμονή από εκείνες που ξεχειλίζουν από λαχτάρα και αγάπη. 

Αδειάζοντας η αίθουσα σιγά σιγά πάλι έμεινε μόνος του συντροφιά μ’ έναν κουρασμένο πόνο γι’ άλλη μία φορά. Κοίταξε ξανά έξω, πέρα από το τζάμι. Η βροχή είχε κοπάσει εντελώς πια, όχι όμως και στα μάτια του που μία ακόμα φορά τα δάκρυα έκαναν το προκαθορισμένο τους δρομολόγιο. 

«Πως γίνεται να μην έρχεσαι πια;» αναρωτήθηκε η πληγωμένη του καρδιά. «Πως γίνεται να ξεχνάς;»

Βασανιστικές μνήμες σκαρφάλωσαν το βουνό των αναμνήσεων και κατακτώντας την κορυφή, ατένισαν το απέραντο της θλίψης. Το άπειρο μιας παλιάς αγάπης.

* * *

Την είχε πρωτοδεί εκεί. Στην ίδια αίθουσα αναμονής. Στεκόταν και περίμενε το αεροπλάνο και η καρδιά του είχε πάρει τον δρόμο του πόνου ψάχνοντας να βρει την έξοδο που θα τον οδηγούσε έστω σ’ ένα μονοπάτι ευτυχίας. Αναλογίστηκε τον γάμο του. Τι είχε πάει στραβά; Τι σημασία είχε πια; Ό,τι κι αν ήταν αυτό, τους είχε οδηγήσει εδώ. Σε αυτό που κανείς δεν τολμούσε να μαρτυρήσει πρώτος. Στην απόλυτη αποξένωση.

Μόνη του διέξοδος η δουλειά του. Ή μήπως η αιτία; Ναι, δούλευε πολύ. Στην αρχή για να έχουν μια άνετη ζωή. Στην συνέχεια, επειδή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Και τώρα; Τώρα πια για να... για να γεμίζει το κενό της ερημωμένης του ζωής. Το γέμιζε; Όχι, το ήξερε. Αυτό που δεν ήξερε ήταν γιατί συνέχιζε. 

Μια ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και διέκοψε τις σκέψεις του κοιτώντας έξω από το τζάμι. Ένα αεροπλάνο προσγειώθηκε και χάζευε την κίνησή του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε μισή ώρα ακόμα. Ένα ισχυρό ένστικτο ξεκόλλησε την ματιά του από το τζάμι και τον παρέσυρε με δύναμη στην πόρτα της αίθουσας.

Και τότε... την είδε. 

Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έφταναν σχεδόν ως την μέση της, ενώ ένα μαύρο μακρύ φόρεμα κάλυπτε το καλλίγραμμο κορμί της. Μέσα από το τελείωμα του φορέματος, ξεπρόβαλλαν ένα ζευγάρι κομψές μαύρες μπότες με ψηλά τακούνια και το όμορφο σύνολο συμπλήρωνε μια πλεκτή γκρι ζακέτα που αγκάλιαζε το σώμα της από τους ώμους ως τους αστραγάλους της. Το βλέμμα του τράβηξαν ένα μεγάλο ασημένιο δαχτυλίδι στον λεπτό δείκτη του αριστερού της χεριού κι ένα εντυπωσιακό επίσης ασημένιο μενταγιόν που έπεφτε πάνω στην αρχή του στήθους της. 

Την στιγμή που αναρωτιόταν πόση ώρα άραγε την κοιτούσε, τα καταπράσινα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, στέλνοντάς του μια ζεστασιά που πλημμύρισε το κάθε κύτταρό του. Και τότε το ένιωσε.
Ήταν η στιγμή.
Ήταν αυτό το κάτι.
Ήταν η ανάγκη.
Ήταν η αγάπη.  

Όλες οι αισθήσεις ξύπνησαν και πετάχτηκαν απότομα. Ήταν βιαστικές, είχαν αργήσει πολύ. 
Μια καρδιά τις περίμενε ανυπόμονη. 
Πλησίασε προς το μέρος του διστακτικά στην αρχή και μετά πιο θαρρετά. Του άπλωσε το χέρι. 
«Είμαι η Άγκνες», συστήθηκε. 
«Είσαι η αγάπη», σκέφτηκε. «Είμαι ο Παύλος», ψιθύρισε. 
Και κάπως έτσι άρχισαν όλα και μια ατέρμονη μοναξιά σταμάτησε την ακατάπαυστη κίνησή της και στάθηκε να πάρει μια ανάσα.

ΤΕΛΟΣ 1ου ΜΕΡΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου