13 Μαΐ 2017

"Προσμένοντας", ένα διήγημα των ΜΑΦΡΑ και Σοφίας Κραββαρίτη (Μέρος 2ο)




(Το 1ο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ!!)

Ταξίδευαν μαζί εκείνη την μέρα. Συμπτωματικά(;) είχαν διπλανές θέσεις στο αεροπλάνο, λες και τις είχε κλείσει η ίδια η μοίρα, με έναν μονάχα προορισμό... Το όνειρο... Γιατί τελικά ένα όνειρο ήταν για τον Παύλο, που έσβησε πριν προλάβει καλά καλά η αυγή να ανοίξει τα μάτια της σε μιια μέρα που έμοιαζε να έχει μονάχα χθες και κανένα αύριο...

Φτάνοντας στην Φλωρεντία, είχαν μάθει τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Την στέρηση, την έλλειψη, την μοναξιά, αλλά και την μοναχικότητα. Δεν χρειαζόταν να μάθουν τίποτα άλλο. Αυτά ήταν η ζωή τους. Αυτά ήταν...
τα πάντα τους...


Η Άγκνες ήταν μισή Ελληνίδα και ζούσε στην Ρώμη. Είχε χάσει όμως το αεροπλάνο κι έτσι αναγκάστηκε να πάρει την πτήση για Φλωρεντία. Τον ακολούθησε στην Σιένα που ήταν η δουλειά του. Δεν ήθελε να πάει σπίτι της. Κόντευε βραδάκι, η ώρα που τα όνειρα αρχίζουν την προετοιμασία για τις επισκέψεις κι αυτή τα περίμενε. Είχε ακούσει πως κρατάνε όμορφη συντροφιά και βιαζόταν να τ’ ανταμώσει. Άλλο τόσο

ανυπόμονος ήταν και ο Παύλος που είχε ξεχάσει και αυτός πως είναι να ονειρεύεσαι.
 

Μπήκαν στο σπίτι που νοίκιαζε, με την προσμονή να τους τραβάει από το χέρι χαμογελώντας τους γλυκά. Έκλεισε την πόρτα πίσω της με την ευδαιμονία να έχει ζωγραφίσει τον ωραιότερο πίνακα στο πρόσωπό της.

Πίσω από την πόρτα, η ατμόσφαιρα είχε φορέσει τα γιορτινά της περιμένοντας να ξεχυθεί παντού ένα ασίγαστο πάθος που είχε δώσει υπόσχεση ότι καταφθάνει.


Ο Παύλος και η Άγκνες αντάλλαξαν βλέμματα λατρείας και απάτητων όρκων πριν οδηγήσουν ο ένας τον άλλο σε δρόμους που ο έρωτας είχε ξεχάσει να διαβαίνει. Την πήρε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του γέμισαν από το κορμί της και η καρδιά του από την παρουσία της. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι με όλες του τις αισθήσεις μαγεμένες από το άρωμα που ανέδυδε ο έρωτας.


Το πάθος της έμοιαζε με μανιακό χείμαρο που σε παρασύρει στ’ αφρισμένα του νερά και σου ξυπνάει όλες σου τις αισθήσεις. Δεν ξέρεις που θα καταλήξεις, δεν γνωρίζεις που βρίσκεται ο ορμητικός καταρράκτης, απλά θέλεις να ζήσεις την κάθε στιγμή που η αδρεναλίνη σου ετοιμάζεται για την έξοδό της, φορώντας το κόκκινο φουστάνι της. Έρμαιο της γυαλιστερής λεπίδας του ξυραφιού της, θέλεις να νιώσεις το γλυκό της κόψιμο, να δεις το χρώμα του αίματος γευόμενος την αλμύρα του, κατακλύζοντας την ύπαρξή σου από την μοναδική αίσθηση της ζωής.


Ο έρωτάς του έφτανε στ’ αυτιά της σαν ψαλμωδία αγγέλων. Την μεθούσε, την μάγευε ο αστείρευτος ερωτισμός του, μαρτυρώντας μια βασανιστική έλλειψη που έφερνε δάκρυα σε μια ζωή που πονούσε περιμένοντας την γιατρειά... σε μια καρδιά που διψούσε προσμένοντας λίγες σταγόνες αγάπης... Τα χείλη του ακούραστα, ρουφούσαν άπληστα...βιάζονταν να κουμπώσουν με τα δικά της και να μείνουν εκεί ενωμένα, γευόμενα την ευτυχία που είχαν χάσει και μια αγάπη που είχε βιαστεί να προσπεράσει...


Η νύχτα είχε πέσει σαν ελαφρύ πέπλο πάνω τους όταν τελείωσαν μη θέλοντας να σπάσει την αγάπη που τους είχε τυλίξει. Η σιωπή κυρίαρχος στον χώρο, φύλαξε τις σκέψεις τους να μην τις κλέψουν ούτε αυτοί οι ίδιοι. Τα ιδρωμένα σεντόνια απέμειναν μάρτυρες μιας σκηνής που δεν έριχνε αυλαία. Το έργο δεν είχε τελειώσει. Δεν είχε καν αρχίσει.

Την σήκωσε στην αγκαλιά του και η Άγκνες κρεμάστηκε από τον λαιμό του. Αμίλητος κάθησε στην πολυθρόνα που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο, κρατώντας την ακόμα στα χέρια του. Το στόμα του απαιτητικό και διψασμένο την αναζήτησε ξανά. Η Άγκνες δόθηκε στο φιλί του καταθέτοντας σε αυτό όλη την ψυχή της. Τα χέρια του μέτρησαν κάθε εκατοστό του κορμιού της χαρίζοντάς της ένα γλυκό ρίγος που ένιωθε να διαπερνά κάθε κύτταρό της. Δεν μιλούσε κανείς. Ήταν η ώρα που η αγάπη μοίραζε υποσχέσεις κι αυτοί έστεκαν εκεί άγρυπνοι φρουροί των λόγων της.






Την έβαλε να καθήσει πάνω του με την πλάτη της ν’ ακουμπάει στο στήθος του και το κορμί του της ψιθύριζε τους πιο γλυκούς σκοπούς, ταξιδεύοντάς την στο πιο ερωτικό πεντάγραμμο που θα μπορούσε να ονειρευτεί. Ο ρυθμός τους έμοιαζε με κινήσεις μαριονετών που κινούσαν τα νήματα αέρινες μαγικές δυνάμεις, σ’έναν κόσμο πέρα από κάθε φαντασία. Τα δάχτυλά του έμπειρος κιθαρίστας που έκανε τις χορδές του κορμιού της να υποκλίνονται στο παίξιμό του, την οδήγησαν σε ένα μαγικό σόλο μόνο γι’ αυτόν, παραδινόμενη στο μεγαλείο του έρωτά του. 

* * *

Άρχισε να παγώνει στην άδεια αίθουσα. Ή μήπως ήταν η καρδιά του που βάδιζε στα κομμάτια πάγου που άφησε πίσω της η μεγάλη φυγή της άλλοτε αγαπημένης του; Πόσος καιρός είχε περάσει που έλιωνε μέσα στην αίθουσα του πόνου;


Μήνες; Χρόνια; Είχε χάσει πια το μέτρημα. Μόνο τους αναστεναγμούς της καρδιάς μπορούσε πια να μετρά. Τα άδεια δευτερόλεπτα που συμπλήρωναν τις βασανιστικές ώρες της μοναξιάς αρνιόταν πεισματικά να τα υπολογίζει.


Κάθε φορά εκεί. Κάθε φορά να ελπίζει... να περιμένει... Κάθε φορά να προσμένει... Μα πως μπόρεσε να εξαφανιστεί με αυτό τον τρόπο; Πως μπόρεσε να πετάξει από πάνω της τις στιγμές τόσων χρόνων, πως μπόρεσε να κόψει το νήμα της ζωής μιας μεγάλης αγάπης; Ξάφνου... μια οπτασία... μια οφθαλμαπάτη... να ‘χε γυρίσει τάχα ο

χρόνος πίσω; Ήταν δυνατόν; Η... Άγκνες εκεί μπροστά του; Όχι, όχι, δεν μπορεί... μάλλον το μυαλό του κουράστηκε από την προσμονή και του έπαιζε παιχνίδια και πάλι. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του. «Όχι», είπε από μέσα του, «δεν είσαι αληθινή. Δεν μπορεί να είσαι αληθινή». Κράτησε τα βλέφαρα κλειστά σφίγγοντάς τα, αδιαφορώντας για το τσούξιμο που ένιωθε. Δεν ήθελε να τ’ ανοίξει. Ήξερε τι θα γίνει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε. Τις τελευταίες φορές που πήγαινε έβλεπε το ίδιο έργο να παίζεται εμπρός του. Η Άγκνες εκεί, σχεδόν μπροστά του... κι αυτός έκλεινε τα μάτια σφιχτά προσπαθώντας να εμποδίσει τα δάκρυα να κυλήσουν, έμενε για λίγο έτσι κι έπειτα τ’ άνοιγε για να αντικρίσει την χλωμή αλήθεια. Δεν ήταν εκεί. Δεν θα ήταν ποτέ ξανά εκεί. Και τότε μόνο αποφάσιζε να κάνει στην άκρη για να δώσει χώρο στα δάκρυα να περάσουν.


Τον προσπερνούσαν θλιμμένα συνεχίζοντας τον δρόμο τους, ρίχνοντας που και που μια ματιά πίσω τους. Δεν άντεχε όμως να τα κοιτάζει, ντρεπόταν για την τόση θλίψη του, έτσι δεν έβλεπαν παρά την γυρισμένη πλάτη του.




«Να μην ξαναβγούμε», έλεγαν κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι. «Δεν ωφελεί».


Συνέχιζαν όμως την υγρή πορεία τους μέχρι να τα στεγνώσει ο κρύος αέρας της καρδιάς.

Ένιωσε την ανάγκη να κάνει ένα τσιγάρο. Βγήκε έξω και ένας κρύος αέρας τον διαπέρασε. Μειδίασε.

«Δε θέλεις να δεις τι κάνει μέσα μου», σκέφτηκε με θλίψη.

Κοίταξε λίγο το τσιγάρο πριν το ακουμπήσει στα χείλη του. Πήγαιναν χρόνια που το ‘χε κόψει.

«Δε βαριέσαι», είπε από μέσα του, «από τον καημό μου μπορεί να πάω, από σένα όχι».


Τράβηξε μια γενναία ρουφηξιά νιώθοντας να του καίγονται τα πνευμόνια. Το ήθελε όμως, το είχε ανάγκη. Μια οποιαδήποτε συντροφιά στην άγρια μοναξιά του. Έβγαλε τον καπνό στέλνοντάς τον ψηλά σαν σύννεφο, λες και θα μπορούσε να μεταφέρει πάνω σε αυτό τον καημό του μακριά, να τον χωρίσει από τον πόνο, να σπάσει το δίδυμο που χρόνια τώρα τον είχε σημαδέψει. Τον παρακολουθούσε να διαλύεται μόλις μια αναπνοή μακριά του και κοίταζε με τόση προσήλωση, σα να ήταν εφικτό μέσα σε μια ανάσα καπνού να δει τον πόνο να ασφυκτιά και να τον λυτρώσει.


Το τσιγάρο τελείωσε. Ο καημός εκεί. Η ελπίδα έφυγε. Η δύναμη τον εγκατέλειψε. Μια κουρασμένη θέληση έσερνε τα βήματά του.

Έφτασε στο σπίτι. Στο άδειο σπίτι. Ήταν καιρός πια που είχε χωρίσει με την γυναίκα του. Δεν μπορούσε άλλο να συνεχίσει το ψέμα. Δεν της είχε πει όλη την αλήθεια. Δεν της είχε πει ούτε ψέματα. Απλά ότι δεν άντεχε άλλο. Δεν μπορούσαν πια να ζουν έτσι. Το είχε δεχτεί με ανακούφιση θα έλεγες. Με την ίδια ανακούφιση που είχε νιώσει και αυτός. Της παραχώρησε το σπίτι. Βρήκε ένα άλλο μικρότερο σε μια άλλη επαρχιακή πόλη και εγκαταστάθηκε εκεί. Περίμενε την Άγκνες να έρθει να της το πει. Είχε πάει στο αεροδρόμιο να την πάρει. Δεν ήρθε. Ούτε με την επόμενη πτήση. Δεν φάνηκε ποτέ. Κι ας είχαν περάσει πέντε χρόνια. Η Άγκνες δεν ήρθε ποτέ...


Πλησίασε στο μικρό μπαρ και πήρε ένα μπουκάλι κρασί. Έριξε μια απελπισμένη ματιά στον άδειο χώρο.

«Που είσαι;» φώναξε η ματωμένη του καρδιά, «γιατί δεν έρχεσαι;»

Το βλέμμα του συνέχισε την άσκοπη περιπλάνηση στο δωμάτιο πέφτοντας πάνω στο παλιό γραμμόφωνο. Το είχε φέρει μαζί του από την Σιένα. Γέμισε ένα ποτήρι κρασί και το πλησίασε με κουρασμένα βήματα. Το έβαλε να παίζει και η νοσταλγία έδωσε εντολή να ξεχυθούν οι στοίχοι στους δρόμους της παλιάς αγάπης.


«Σ’ αναζητώ, μες την πόλη τριγυρνώ, σκοτάδι πυκνό ντύνομαι τον ουρανό...», σχημάτιζαν οι νότες τις λέξεις, ενώ ο ίδιος φορώντας την ανάγκη του κι αφήνοντας ένα άδειο από συναισθήματα κορμί, ακολούθησε την καρδιά του στους δρόμους των αναμνήσεων...


Έψαχνε, έψαχνε απεγνωσμένα... Μα... αλίμονο! Γι’ άλλη μία φορά περπατούσε μόνος στο κρύο με την καρδιά πιο παγωμένη απ’ όσο μπορούσε ν’ αντέξει. Πόση θλίψη γύρω του! Πόσος πόνος μέσα του!
 


«Γύρω πόρτες κλειστές ίδιες όπως χτες και προχτές, ώρες άδειες, μόνες, φρικτές κι όμως σ’ αναζητώ...», το γραμμόφωνο συνόδευε τα κουρασμένα του βήματα σε αυτή την άχαρη διαδρομή που ακολουθούσε χρόνια τώρα αναζητώντας μια χαμένη ευτυχία. Μια ευτυχία που ούτε τώρα έμελλε να βρει. Αναρωτήθηκε ποια σκληρή μοίρα τον βάφτισε.



«Σ’ αναζητώ μες το πλήθος να σε βρω...», εφιαλτική συντροφιά το παλιό τραγούδι, αμείλικτος δήμιος γι’ άλλη μία φορά, εκτελεστής της νεογέννητης ελπίδας του.




Περπατούσε ανάμεσα σε σκιές, ή μήπως αυτός ήταν η σκιά; Ήθελε να φωνάξει τον πόνο του, όμως καμιά φωνή δεν τόλμησε να βγει. Και που να πήγαινε άραγε αν έβγαινε; Σάμπως θα μπορούσε να συναγωνιστεί το βουβό κλάμα της απελπισίας; Κρυμένες λοιπόν οι φωνές, έρμαιο μιας βαριάς θλίψης που σήκωνε κιόλας το κύπελλο της νίκης της.




«Κι αργά περπατώ να σ’ αγγίξω δεν μπορώ, σε φωνάζω δειλά, πρόσωπα σβησμένα, θολά...», βούλιαξε στην πολυθρόνα γυρνώντας από τους δρόμους της σιωπής, χαμένος γι’ άλλη μία φορά στις οδυνηρές αναμνήσεις με μόνη συντροφιά τα δάκρυα των ματιών του που γίνονταν ποτάμια παρασύροντας στα νερά τους το σάπιο κουφάρι της νεκρής του πια ψυχής.




«Ποιος σωπαίνει, ποιος μου μιλά, θα ‘ρθεις, σ’ αναζητώ...», το τραγούδι έσβηνε, όχι όμως και οι ματωμένες θύμησες που έστεκαν εκεί ψυχοραγώντας...

ΤΕΛΟΣ 2ου ΜΕΡΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου