24 Ιουλ 2016

"O άγνωστος άνδρας" (4ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από τον Ζόρπα


  Πάντα κρυβόταν από όλους και από όλα! Μόνο στο σκοτάδι μπορούσε να κινηθεί και να εμπιστευτεί! Τη μέρα ήταν κλεισμένος στο φτωχικό του και τη νύκτα ξεκινούσε ξανά το «έργο» του. Απομονωμένος εδώ και πολλά χρόνια με ότι μπορούσε να τον συνδέει με μια φυσιολογική ζωή, ζούσε τη ζωή της νύκτας. Όλοι τον αποκαλούσαν ο «μπεκρής» δακτυλοδείχνοντάς τον. Κανείς  δεν ήξερε το όνομά του. Για όλους ήταν ένας ξεγραμμένος αλκοολικός,  πιθανόν χωρίς δουλειά και οικογένεια. Μόνη του δουλειά ήταν να γυρνά τα βράδια από μπαράκι σε μπαράκι! Οικογένεια του ήταν οι υπόλοιποι θαμώνες που συναντούσε εκεί! Σχεδόν πάντα ήταν ατημέλητος απεριποίητος με γενειάδα και απεριποίητο μαλλί. Πάντα συντροφιά του το αλκοόλ και τα τσιγάρα! Κανείς δεν ήξερε κάτι περισσότερο για τη ζωή του «μπεκρή» όπως χαρακτηριστικά τον είχαν βαφτίσει! Κανείς δεν τον πλησίαζε δεν τον προσέγγιζε για να συνομιλήσει μαζί του. Ούτε καλημέρα δεν του έλεγαν! Άλλοτε τον κοιτούσαν με ένα υποτιμητικό και ειρωνικό ύφος και άλλοτε τον προσπερνούσαν επιδεικτικά με γοργά βήματα.

     Το μόνο που έβλεπαν και ήξεραν ήταν ότι κάθε πρωί πηγαίνοντας πίσω στο φτωχικό του, ένα παλιό μισογκρεμισμένο σπίτι στην άκρη του χωριού, περνούσε πάντοτε από το μικρό και ερημωμένο παρεκκλήσι του Αϊ Γιώργη, άναβε ένα κερί, έκανε την προσευχή του, και φιλούσε την εικόνα! Ακόμη κάποιοι έλεγαν ότι τον άκουγαν τακτικά είτε στο εκκλησάκι είτε στο δρόμο να ψάλλει διάφορους θρησκευτικούς ύμνους, σχολιάζοντας ειρωνικά πώς είναι δυνατό ένας άνθρωπος ο οποίος ξενυχτά στα διάφορα μπαράκια όλη νύκτα κάνοντας μια τέτοια ζωή να προσποιείται ότι είναι ευλαβής χριστιανός και θρησκευόμενους  και πρόσθεταν ότι ο Θεός βλέποντας όλη αυτή την υποκρισία στο τέλος θα τους τιμωρήσει όλους! Κάποιοι οι οποίοι έτυχε να συναντηθούν μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο στο εκκλησάκι έλεγαν ότι τα μάτια του ήταν κόκκινα  και βουρκωμένα, ενώ κάποιοι άλλοι πρόσθεταν ότι τον είχαν δει μέχρι και εργασίες να κάνει στην αυλή της εκκλησίας να σκαλίζει, να ποτίζει και να περιποιέται το προαύλιό της. Ποιο υποκριτή άνθρωπο δεν συναντήσαμε στην ζωή μας έλεγαν και ξανάλεγαν!

     Ποιος τέλος πάντων ήταν αυτός ο άγνωστος μεσήλικας άντρας που βρέθηκε ξαφνικά από το πουθενά στην περιοχή τους και με τον τρόπο και τη συμπεριφορά του αναστάτωνε το χωριό  χωρίς να τον ξέρει κάποιος επιλέγοντας να ζει σαν ερημίτης, να κρύβεται την μέρα και τα βράδια να γυρίζει τα διάφορα μπαράκια και στέκια τις τουριστικής περιοχής που ζούσαν; Πως μπορεί όλη αυτή η εικόνα να είναι συνδεδεμένη με την εκκλησία και τη θρησκεία; Αυτά ήταν τα βασανιστικά ερωτήματα που πλανιόντουσαν στο μυαλό αρκετών χωρικών. Η φαντασία και τα σενάρια για τον άγνωστο «αλκοολικό» άντρα με την γενειάδα και το μακρύ μαλλί, που ζούσε τη ζωή του μόνο τη νύκτα όλο και δυνάμωνε. Κάποιοι πίστευαν ότι ήταν ένας αλκοολικός, αποτυχημένος άντρας, άλλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για κόπανο που σίγουρα κάτι κακό είχε κάνει στη ζωή του. Αν και αποτάθηκαν στην αστυνομία μέσω του κοινοτάρχη για να μάθουν περισσότερα στοιχεία αυτό δεν κατέστη εφικτό. Το χωριό είχε βρεθεί σε μια έντονη αναστάτωση. Από στόμα σε στόμα είχε δημιουργηθεί ένα αρνητικό κλίμα εναντίον του. Η αστυνομία δεν μπορούσε να δράσει, να τους βοηθήσει, να κάνει κάτι αφού και αυτή δεν είχε κάτι χειροπιαστό εναντίον του. Σκέφτηκαν ότι έπρεπε να πάρουν οι ίδιοι το νόμο στα χέρια τους για να απομακρύνουν, να διώξουν, ή καλύτερα να τιμωρήσουν τον άγνωστο άντρα που βρέθηκε ξαφνικά να περιπλανιέται στο δικό τους περιβάλλον. 

     Έτσι αποφάσισαν ένα βράδυ που ο ίδιος θα γυρνούσε στα μπαράκια  καταναλώνοντας αλκοόλ να κάψουν την καλύβι του και να θεωρηθεί ως ατύχημα, έτσι πλέoν χωρίς σπίτι θα ήταν εύκολο να τον ξεφορτωθούν!  Έτσι ξεκίνησαν να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους. Με έκπληξή τους μπαίνοντας στο φτωχικό του διαπίστωσαν ότι υπήρχαν διάφορες εικόνες με μορφές αγίων και μια φωτογραφία που απεικόνιζε πολύ πιθανό τον ίδιο μαζί με μια γυναίκα και ένα παιδί. Επίσης με έκπληξη διαπίστωσαν ότι υπήρχαν ράσα ιερέα και καλιμάφια. Προχωρώντας λίγο πιο μέσα στο τραπέζι βρήκαν ένα σημείωμα που έγραφε  «Πριν σκεφτείτε να κάνετε αυτό που σκέφτεστε γνωρίστε με» ενώ ποιο κάτω υπήρχαν γραμμένες η λέξεις πάτερ Αγάπιος. Όλοι έμειναν με ανοικτό το στόμα να κοιτάζει ο ένας τον άλλο. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα του φτωχικού του και μπήκε μέσα ο μέχρι τώρα άγνωστος άντρας, ο πάτερ Αγάπιος  για την ακρίβεια. Αφού τους είπε ευγενικά να καθίσουν, τους φίλεψε με τσιγάρο και τους είπε: «ονομάζομαι πάτερ Αγάπιος» και παίρνοντας τη φωτογραφία που ήταν στο τραπέζι πρόσθεσε «κάποτε είχα και εγώ τη δική μου οικογένεια, αυτή που κρατώ τώρα στα χέρια μου! Αυτός είναι ο μακαριστός γιος μου μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά και εγώ ενώ έτρεχα να σώσω ζωές δεν αντιλήφθηκα έγκαιρα την κραυγή του ίδιου μου του παιδιού» Τα μάτια του είχαν είδη κοκκινίσει! Η φωνή του έβγαινε με δυσκολία!  Οι υπόλοιποι έμειναν να τον κοιτούν  ενώ τους πρόσθεσε «η γυναίκα μου μη μπορώντας να αντέξει το χαμό του μονάκριβού μας γιου το έριξε στο αλκοόλ και τα φάρμακα για να ξεχνά, με αποτέλεσμα μια μέρα, ένα πρωί για την ακρίβεια την ώρα που ετοιμαζόμουνα να πάω εκκλησία για να αρχίσω τη λειτουργία να την βρω νεκρή.» Είχαν μείνει όλοι ξεροί να τον κοιτάζουν με απορία ενώ ο ίδιος συνέχισε «έκτοτε τακτικά και προσπαθώ να αγωνίζομαι να σώζω ζωές! Έτσι γυρνάω διάφορους χώρους και στέκια όπου συχνάζουν κυρίως νεαρά άτομα τα βράδια και προσπαθώ να τους κρατήσω μακριά από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Το έργο μου το έχω ολοκληρώσει στην περιοχή σας, αύριο φεύγω για άλλα μέρη.»Τότε ένας από αυτούς του είπε ότι έχει ακούσει και διαβάσει για μια παρόμια ιστορία με ένα ιερέα που περιφέρεται από περιοχή σε περιοχή τα βράδια προσπαθώντας να σώσει νεαρούς κυρίως ανθρώπους από το βούρκο των ναρκωτικών και του αλκοόλ. «Ακριβώς» τους απάντησε παίρνοντας και ανάβοντας ακόμη ένα τσιγάρο «ούτε εγώ είμαι τέλειος έχω και εγώ να πολεμήσω τις δικές μου εξαρτήσεις» τους πρόσθεσε. «Και ποιες είναι αυτές;» τον ρώτησαν όλο απορία . Τότε μέσα στο μισοσκόταδο του φτωχικού του πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα στα χέρια του, τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά με απόλαυση και τους ρώτησε «υπάρχει άνθρωπος χωρίς εξαρτήσεις και ατέλειες στην ζωή του;» Σηκώθηκε από την καρέκλα του φίλησε την εικόνα που ήταν απέναντι του, και συμπλήρωσε «είναι για αυτές που πρέπει να αγωνιζόμαστε μια ολόκληρη ζωή» τέλος τράβηξε με μεγαλύτερο πάθος ακόμη μια ρουφηξιά από το είδη μισοκαμένο του τσιγάρο!!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου