16 Ιουλ 2016

"Ζωντανά συναισθήματα" (4ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από την Σεσίλ Ζολά



Πάει καιρός από την τελευταία φορά που είδα αρσενικό να χαμογελάει μιλώντας στο κινητό και ζήλεψα. Εγώ, σταματημένη στο απέναντι πεζοδρόμιο με alarm κι εκείνος να χασκογελάει σα χάνος. Κι απορημένη, να λέω στον εαυτό μου: 

-"Καλά, εγώ τώρα τι κάνω εδώ πέρα; Δεν με είδε; Αφού με είδε και μου έκανε νόημα, γιατί δεν παίρνει τα πόδια του να έρθει εδώ; Μιλάει με άλλη! Κι εγώ, τι ρόλο βαράω;"

Για δευτερόλεπτα χτυπούσα τα χέρια μου νευρικά στο εξωτερικό μέρος του κατεβασμένου παραθύρου της πόρτας μου σε ένα ακανόνιστο σκοπό. Άνοιξη πια και ο ήλιος έλουζε με γλύκα ετούτο το καταμεσήμερο. Και μ' είχε πάρει τηλέφωνο κιόλας, να μου πει ότι με περιμένει στην Αγία Σοφία! Σιγά μη με περίμενε! Μια χαρά περνούσε ο κύριος στην αναμονή του!

Διέσχισε το δρόμο περνώντας απρόσεκτα, ακουμπώντας στα διερχόμενα αυτοκίνητα και πλησίασε στο παράθυρό μου.

-"Θα παρκάρεις πίσω ή να μπω μέσα να πάμε παρακάτω;"

-"Κάθισε δίπλα μου, πίσω απαγορεύεται.", είπα κοφτά και κατάλαβε ότι ήμουνα κάπως αρπαγμένη. 

Μπήκε στο αυτοκίνητο και με ρώτησε με το μόρτικο υφάκι του: 

-"Όλα καλά μωράκι;" 

Δύο εβδομάδων γνωριμία και κάθε φορά που συναντούσα τον κύριο τοξότη ερχόμουν αντιμέτωπη με νέες εσωτερικές συγκρούσεις. Από τη μία, όλο αυτό το σκηνικό της αναμονής και της ζήλειας ήταν εντελώς έξω από τα νερά μου, αλλά, από την άλλη, αυτό το αλήτικο αγόρι απευθύνονταν σε εμένα... Μεγάλο πράγμα να ξυπνάει κάποιος το "μέσα σου"  από το λήθαργο.

-"Νεύρα από τη δουλειά μανάρι μου.", είπα και δεν κρατήθηκα συνεχίζοντας με καυστικό υφάκι : "Όλα καλά με το κορίτσι σου; Τα είπατε ωραία στο τηλέφωνο;". 

-"Μα τι λες τώρα; Δες το κινητό μου. Δεν πρόλαβα να σβήσω τις κλήσεις.", ήταν η πρώτη αντίδραση του ιπτάμενου κλέφτη μου.

-"Δεν έχω να δω τίποτα. Άσε να πάμε να βρούμε παρκινγκ." Μάταια επέμεινε ο κύριος αλήτης μου, προβάλλοντας την οθόνη του κινητού του μπρος στα μάτια μου. Αρπαγμένη από την εικόνα του γέλιου στο κινητό και τη ζήλια της φρεσκοερωτοχτυπημένης, συνέχισα με προσοχή την πορεία μου. Λίγο πιο κάτω βρήκα θέση για το αυτοκίνητο. Κατεβήκαμε και άνοιξα την πίσω πόρτα για να σκύψω αδιάφορη να πάρω το ροζ ζακετάκι μου. Αισθανόμουν τα μάτια του να καρφώνουν κάθε πτυχή του κορμιού μου και να σταματούν στο γυμνό δέρμα των ποδιών μου, εκεί ακριβώς που έδεναν τα δύο λουράκια των παπουτσιών μου τους αστραγάλους μου.

Πήρα άτσαλα το ζακετάκι μου, το πέρασα νευρικά πίσω από τους ώμους και με ταχύτατες κινήσεις το φόρεσα, με έναν άγριο τόνο. Ο ιπτάμενος περίμενε να τον πλησιάσω και ξεκίνησε το βάδισμά του, λέγοντας νευρικά : 

-"Που με πας με τη στολή μωρό;".

Στην προσπάθεια αναζήτησης της καλής μου αύρας, τον καθησύχασα, λέγοντας του ότι είναι μια χαρά, αν και τον αδικεί λίγο το πλατύ παντελονάκι του. Βαδίσαμε για λίγα μέτρα, ώσπου φτάσαμε σε ένα άγνωστο για μένα μαγαζάκι, αλλά γνωστό στέκι επώνυμων θαμώνων. Ήθελε να με πάει στα καλύτερα μέρη το "μωρό".

-"Θα πιεις ένα Moscato d' Asti μωρό;"

Τι να πεις στον ιπτάμενο πολιορκητή; Παρόλο που δεν συνηθίζω να πίνω, δεν μπορούσα να αρνηθώ. Άλλωστε, το προτεινόμενο κρασί, είχε ιδιαίτερα ευχάριστη γεύση για τον ουρανίσκο μου και τελικά έγνεψα καταφατικά στο "μωρό".
Καθισμένοι αντικριστά σε δύο ψηλά σκαμπό, άρχισε να χαϊδεύει τα δάχτυλα των χεριών μου.

"Μ' αρέσουν τα δάχτυλά σου", μου είπε, κοιτάζοντας τα με ένα ανεξήγητο πάθος. 

Κάρφωσα το βλέμμα μου στα μάτια του και έσφιξα το χέρι του. Ούτε ήξερα πού ήμασταν, πόσοι ήταν τριγύρω, αν τυχόν μας παρατηρούσε ο διπλανός μας. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα. Ένιωθα έναν άνθρωπο να με θέλει, να με ποθεί, να με περιποιείται, να με νιώθει.

Ακούμπησα τα πέλματα των ποδιών μου στο σκαμπό του και χάιδεψα ελαφρά τον καλογυμνασμένο μηρό του. Ξαφνικά, μούδιασαν τα χείλη μου, σπάζοντας ένα χαμόγελο κι αστραπιαία έπιασα αμέσως το χέρι του. 

"Μ΄ αρέσει που είμαστε εδώ τώρα. Μαζί.", είπε ο κύριος τοξότης. Τοξότης του μυαλού μου, αλλά και των λησμονημένων συναισθημάτων μου.

Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια, χωρίς να βγάλω λέξη. Πρώτη φορά δεν μιλούσα. Απολάμβανα τη στιγμή. Ζούσα τη στιγμή επιστρέφοντας στην αθωότητα των 16 μου χρόνων, τότε που ο έρωτας ήταν η μόνη τροφή της εφηβικής ψυχής μου. Απολάμβανα να τον ακούω να μου μιλάει για το πάθος που ένιωθε κάθε φορά που έμπαινε η μορφή μου στη σκέψη του. Για την αναστάτωση που τον πλημμύριζε κάθε φορά που άκουγε τη φωνή μου.

-"Γιατί με κοιτάς έτσι;", με ρώτησε σφίγγοντάς μου τα δάχτυλα που τους είχε τόση αδυναμία. Θεώρησα τόσο χαζή την ερώτηση του, που αμέσως του απάντησα : 

-"Γιατί τώρα σε έχω εδώ και τώρα μπορώ να σε κοιτάζω." Κι ήταν η αλήθεια. Έστω κι αν αντικειμενικά εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου έβλεπαν δυο μάτια κάτω από ένα πρόωρα ρυτιδιασμένο κούτελο, ήταν τόσο όμορφο το ξύπνημα των συναισθημάτων μου που ειλικρινά αυτό που ήθελα είναι έχοντάς τον απλά να τον κοιτάζω. Ήθελα να τον βλέπω στα μάτια και να ζω τη στιγμή, να ζουν τα συναισθήματά μου... 

Εγώ και ο ιπτάμενος τοξότης. Σε δυο σκαμπό, ένα Μαρτιάτικο μεσημέρι.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου