17 Ιουλ 2016

"Ο άγνωστος στρατιώτης" (4ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από την Μαριανίνα



Ποιος  θα πίστευε πως ο θάνατος είναι τόσο άδικος; Ναι, άδικος, καλά ακούσατε. Στέκομαι μόνος, γονατισμένος ανάμεσα σε χιλιάδες αποκεφαλισμένα πτώματα που δεν υπέφεραν καθόλου πριν πεθάνουν, ήταν όλα γρήγορα και αβίαστα, ενώ εγώ είμαι βουτηγμένος στο αίμα με μια πληγή βαθιά όσο η λαβή ενός στιλέτου στο στέρνο μου και ένα δηλητήριο κυλάει στις φλέβες μου κάνοντάς με να συσπάσομε διαρκώς από τον πόνο και την προσπάθεια που καταβάλω να μην ουρλιάξω. Δεν είναι άδικο αυτό; 

 Βέβαια, τι είναι δίκαιο σε αυτήν την αναθεματισμένη ζωή που ζούμε όλοι μας; Μας έσυραν με το ζόρι στον πόλεμο για να σφαχτούμε μεταξύ μας σαν ζώα, χωρίς να μας έχουν πει τον λόγο. Άφησαν την οικογένειά μας να ζει ένα ψέμα, λέγοντάς της πως δουλεύουμε σε στρατόπεδα εργασίας και κάποτε θα επιστρέψουμε. Μας είπαν πως θα πεθάνουμε για την τιμή και την πατρίδα μας και θα γίνουμε θρύλοι, θα φτιάξουν ναούς πάνω από τα μνήματά μας, μα στην πραγματικότητα αφήνουν τα πτώματά μας στο έλεος των όρνιων, αδιαφορώντας για την αξιοπρέπειά μας. 

 Το σπαθί μου γλιστράει αργά από το χέρι μου, η δύναμή μου δεν είναι αρκετή για να το κρατήσει. Προσπαθώ να κρατήσω το κεφάλι ψηλά μέχρι να δράσει το δηλητήριο. Δεν είναι εύκολο. Είναι όμως εύκολο να δω την απογοήτευση στα μάτια του πατέρα μου βλέποντας τον γιο του να δειλιάζει και να κλαψουρίζει μπρος στον θάνατο. Όχι, δεν θα τον απογοητεύσω.

 Βλέπω κάπου μακριά στρατιώτες να περπατάνε επιθεωρώντας τους νεκρούς. Ίσως για να δουν ποιοι ζουν ακόμη, ίσως για να αναγνωρίσουν τους δικούς τους από τους υπόλοιπους. Δεν ξέρω με ποιανού μέρος είναι αυτοί οι άντρες. Προφανώς δεν έχει σημασία τώρα ποια. Ο ένας στρατιώτης σηκώνει το κεφάλι του από την μακάβρια δουλειά του και νιώθω το βλέμμα του να με καρφώνει για μια στιγμή. 

 «Ζωντανός!» φωνάζει δείχνοντας προς το μέρος μου, μα δεν είμαι σίγουρος πως αναφέρεται σε εμένα. 

 Τρεις άντρες με πλησιάζουν. Ο ένας με σπρώχνει απαλά πίσω στα χέρια του δεύτερου και ο τρίτος  μεγαλώνει το σκίσιμο στο ματωμένο πουκάμισό μου για να κοιτάξει την πληγή. 

 «Στρατιώτη, λυπάμαι, μα δεν θα ζήσεις» λέει. Η φωνή του ακούγεται βραχνή, και μάλλον με ένα τόνο λύπης. Μάλλον το φαντάζομαι μονάχα. Γιατί να λυπηθεί  για μένα;  

  Η όρασή μου έχει αρχίσει να θολώνει, όπως και ο πόνος. Ίσως λίγα λεπτά ακόμη…

  «Πώς σε λένε, στρατιώτη;» ακούω κάπου μακριά την φωνή του.

 Παραδόξως, χαμογελάω. Για τελευταία φορά. «Έχει σημασία;». Δεν είμαι σίγουρος ότι με άκουσε.

 Λέει κάτι άλλο, μα δεν τον ακούω πια. Ούτε τον βλέπω, ούτε νιώθω πια την επιθυμία να πεθάνω για να λυτρωθώ από τον πόνο. 

  Ίσως να έχω πια πεθάνει. Μα δεν έχει σημασία. Δεν είμαι παρά ένας στρατιώτης που κανένας δεν θα θυμάται. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου