10 Ιουλ 2016

"Δύο σταγόνες ελπίδα" (4ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από τον Στέφανο Παρχαρίδη

            Εκείνη την ώρα της ημέρας, αν και ο ήλιος είχε ξεκινήσει περιχαρής από νωρίς το καθημερινό του ταξίδι στο στερέωμα του ουρανού, μερικά σκούρα γκρίζα σύννεφα εμφανίστηκαν θαρρείς από το πουθενά για να δώσουν μια μουντή αίγλη στο ήδη περίεργο κλίμα που για τους περισσότερους επικρατεί σε ένα νεκροταφείο. Για τη γυναίκα όμως που μόλις είχε διαβεί το κατώφλι του, εκείνο το σκηνικό ήταν τέλειο. Είχε χάσει πολλούς ανθρώπους μέχρι στιγμής από τη ζωή της, όμως αυτό που ετοιμαζόταν να βιώσει βαθιά μέσα της δεν το ήθελε. Η φωνή της καρδιάς της όμως της έλεγε πώς έπρεπε να το κάνει. Το χρωστούσε σε μια ψυχή.
            Με αργά βήματα και υποβασταζόμενη από το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της και μοναδικό της γιο, άρχισε να ψάχνει μία-μία τις ταφόπλακες για να βρει το όνομα που τους είχε υποδείξει ο ντεντέκτιβ. Σταμάτησε σε μία όταν διάβασε το όνομα “Ελένη”.  Μεμιάς γύρισε αμέσως σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω, σε μία από τις πιο ωραίες αναμνήσεις της ζωής της. Η αγαπημένη της γιαγιά, η Ελένη, πάντα με τα μαλλιά της πιασμένα σε δυο τεράστιες πλεξούδες,  να της διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο και τις κακουχίες που πέρασαν στον ξεριζωμό τους από της αλησμόνητες πατρίδες. Της τις διηγιόταν πάντα μέσα στο νεκροταφείο με περισσή όρεξη και αγάπη, για να της θυμίζει πόσο σημαντικό είναι να τιμάμε τους νεκρούς μας και όσους πέθαναν για να είμαστε εμείς ελεύθεροι και ζωντανοί. Αλλά και γιατί αυτή ήταν η γιαγιά της. Είχε αγάπη για κάθε έμβιο πλάσμα επάνω στον πλανήτη, αλλά και για κάθε πλάσμα που  όπως έλεγε χαρακτηριστικά είχε αφήσει αυτόν τον κόσμο και είχε πάει να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι, κάτι που τότε η μικρή δε μπορούσε να καταλάβει. Τη θαύμαζε όμως τη γιαγιά της, κι ας μη της το είχε πει ποτέ, από σεβασμό πάντα προς το πρόσωπό της.
            Τις τρυφερές ονειροπολήσεις της διέκοψε ο γιος της.
            «Είσαι καλά;» τη ρώτησε μόλις παρατήρησε το όνομα που βρισκόταν μπροστά τους, γνωρίζοντας την αγάπη που έτρεφε η μάνα του για τη γιαγιά της, κι ας είχε να τη δει ζωντανή πάνω από τριάντα χρόνια.
            «Ναι παιδί μου», απάντησε αυτή ελαφρώς ενοχλημένη από την επιστροφή στην πραγματικότητα. «Πάμε να συνεχίσουμε το ψάξιμο» είπε και έσφιξε το χέρι της στο μπράτσο του, καθώς μια παγωμένη ριπή αέρα διαπέρασε το μάλλινο κόκκινο κασκόλ της και της χάιδεψε πονηρά το λαιμό. 

            Συνέχισαν το περπάτημα με πιο γοργό βήμα γιατί ο αέρας έπαιρνε να δυναμώνει και ο Αλέξανδρος ήξερε πως η μάνα του δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Γνώριζε όμως κι αυτός καλά πως αυτή η ιστορία έπρεπε να λήξει απόψε. Για να μπορέσει επιτέλους ο πιο αγαπημένος άνθρωπος του επάνω στη Γη να κοιμηθεί μια νύχτα ήσυχα. Δεν τους πήρε πολύ ώρα να βρουν αυτό που έψαχναν. Σταμάτησε για να βεβαιωθεί.
            Ο Αλέξανδρος έβγαλε προσεχτικά από την τσέπη του παλτού του το χαρτάκι που του είχε δώσει ο ντεντέκτιβ και εξέτασε τα στοιχεία που είχε γραμμένα επάνω. Το δίχως άλλο, βρίσκονταν μπροστά σε αυτό που αναζητούσαν.
            Η Στέλλα δε χρειάστηκε επιβεβαιώσεις ούτε από χαρτιά ούτε από τίποτα άλλο. Άφησε το μπράτσο του γιου της, που τόση ώρα έσφιγγε από ανυπομονησία, χαμήλωσε και ακούμπησε το κορμί της στο κρύο μάρμαρο που έβγαινε περίπου πενήντα πόντους από τη Γη. Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Η στιγμή που περίμενε εδώ και – ούτε κι αυτή μπορούσε να υπολογίσει πόσα – τόσα χρόνια είχε επιτέλους φτάσει. Μόνο που δεν περίμενε να τα πουν έτσι με τον αγαπημένο της. Νόμιζε πως θα έπαιρνε τις απαντήσεις που γύρευε, αλλά καμιά φορά το να περιμένεις δεν είναι και η καλύτερη επιλογή. Λένε για εμάς τους παρορμητικούς ανθρώπους πως η τάση που έχουμε να ενεργούμε καμιά φορά χωρίς πολλή σκέψη μπορεί να αποβεί καταστροφική. Αυτό που δεν ξέρουν όμως είναι πως για αυτή τη μία στις τόσες φορά που ενεργούμε έτσι έχουν προηγηθεί άλλες που μας έχουν βοηθήσει ώστε να ξέρουμε τι μας περιμένει. Έτσι νόμιζε κι αυτή. Όμως αυτή η εξέλιξη, που βαθιά μέσα της ήλπιζε να είναι ένα απλό λάθος του ανθρώπου που τους είχε στείλει σε εκείνο το νεκροταφείο, μια τέτοια κρύα ανοιξιάτικη μέρα, την βρήκε εντελώς απροετοίμαστη.
            «Παιδί μου, μπορείς να με αφήσεις για λίγο μόνη μαζί του;» είπε στρέφοντας το κεφάλι της προς το γιο της, που την κοιτούσε με καρτερικότητα.
            «Φυσικά. Εδώ γύρω θα είμαι» της απάντησε αυτός και εξαφανίστηκε διακριτικά.
            Μόλις ο Αλέξανδρος είχε απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μην την ακούσει, η Στέλλα πήρε το βλέμμα από πάνω του και το έστρεψε στη φωτογραφία του ανθρώπου που την κοίταζε χαμογελώντας απλά και παγωμένα μέσα από τη φωτογραφία που στόλιζε λιτά το περιποιημένο μνήμα. Του χαμογέλασε γλυκά, ενώ προσπαθούσε να βρει τις λέξεις για να του πει όλα αυτά που κρατούσε βαθιά μέσα της όλα αυτά τα χρόνια και που μόλις πριν από μερικούς μήνες είχε βρει το θάρρος να τα αποκαλύψει στο μονάκριβο γιο της, μια νύχτα με μπόλικο ρακί.
            «Στράτο μου…» κατάφερε μόνο να ψελίσσει πριν αναλυθεί σε λυγμούς.
            Τα δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν από τα μάτια της γιατί της ήρθε στο μυαλό ένα τραγούδι του Πασχάλη Τερζή, που στο βιντεοκλίπ περιγράφει αυτό ακριβώς που βίωσε και η ίδια. Μόνο που εκεί η πρωταγωνίστρια – και συνομήλικη της  πια – είχε προλάβει, έστω και την τελευταία στιγμή, να πει τα λόγια που ήθελε στον άνθρωπο που κάποτε της σύστησε τον έρωτα. «Το σ’ αγαπώ που δεν είπες όταν έπρεπε… Το σ’ αγαπώ που δεν είπα από ντροπή και περηφάνια… Και πήραμε άλλους δρόμους… Φιλούσα τον άντρα που παντρεύτηκα, έκλεινα τα μάτια και ονειρευόμουν πως φιλούσα τα δικά σου χείλη… Εσύ; Με σκεφτόσουν;…. Μη μου πεις…. Δεν έχει πια καμιά σημασία... Νικηθήκαμε…». Πάντα τη συγκινούσαν αυτά τα λόγια σε αυτό το βιντεοκλίπ και ήξερε επακριβώς το λόγο. Αυτά τα λόγια ήθελε να πει και στον αγαπημένο της όταν θα τον συναντούσε, μα τελικά την είχε προλάβει ο θάνατος.
            Παρόλα αυτά, του τα είπε. Με λυγμούς, βέβαια, και με μια αθωότητα παιδική στο βλέμμα ανάμεικτη με τα συναισθήματα που ανάβλυζαν από το λαβωμένο από τον έρωτα κομμάτι της ψυχής της. Ήξερε πως αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε έτσι. Γιατί δεν ήθελε να τον θυμάται έτσι. Για αυτό και τον άφησε να τη δει έτσι κι αυτός. Βαθιά μέσα της πίστευε πως εκείνη τη στιγμή ήταν κάπου εκεί κοντά και την έβλεπε. Ίσως, αν ζούσε ακόμα, να της χάιδευε και το κεφάλι για να την παρηγορήσει. Αυτή η τελευταία σκέψη ήταν και αυτή που τελικά την ηρέμησε. Τότε ήταν που είδε με την άκρη του ματιού της τη γνώριμη ψιλόλιγνη σιλουέτα του Αλέξανδρου να την πλησιάζει.
Αν και είχε απομακρυνθεί αρκετά, άκουσε τα κλάματα της, καθώς δεν υπήρχε κανένας άλλος εκείνη την ώρα σε εκείνο το μέρος αλλά και εξαιτίας του αέρα, που εν τω μεταξύ είχε δυναμώσει και πάλευε μανιασμένα να ξεριζώσει τα πάντα. Πήγε ήσυχα κοντά της και την έπιασε από τους ώμους. Μόνο όταν τον κοίταξε στα μάτια κατάλαβε την κοσμοχαλασιά που προμηνυόταν ότι θα ξεσπούσε γύρω τους.
«Μάνα, πρέπει να φύγουμε. Θα ξεσπάσει μπόρα. Θα έρθουμε κάποια άλλη στιγμή».
«Δε θα χρειαστεί να έρθουμε ξανά, παιδί μου. Δώσε μου ένα λεπτό μόνο και φεύγουμε» είπε η Στέλλα και κατεβάζοντας του διακριτικά τα χέρια του από τους ώμους της, έστριψε το κορμί της και κατευθύνθηκε προς το ψηλότερο μέρος του τάφου, εκεί που δίπλα στην φωτογραφία του αιώνια αγαπημένου της έκαιγε ζωηρά ένα καντηλάκι, αψηφώντας την κάθε ρανίδα αέρα που, μπαίνοντας από τις χαραμάδες, πάλευε να το σβήσει. Άνοιξε διακριτικά το πορτάκι και ταυτόχρονα έβαλε το ελεύθερο χέρι στην τσέπη από το μπουφάν της. Έβγαλε από εκεί μέσα το φυλαχτό που της είχε δώσει κάποτε ο Στράτος για να τη φυλάει, ένα σταυρουδάκι που της είχε φέρει από το ταξίδι τους στους Αγίους Τόπους, και χωρίς δεύτερη σκέψη το έβαλε μέσα και έκλεισε το πορτάκι.
Έπιασε για ακόμα μια φορά σφιχτά το μπράτσο του Αλέξανδρου και με τα μάτια της βουρκωμένα ψιθύρισε προς τον τάφο τη λέξη αντίο. Αυτός, αφού της έπιασε παρηγορητικά το χέρι έστρεψε το σώμα του και μαζί και το δικό της και κατευθύνθηκαν με γοργά βήματα προς το ταξί που τους περίμενε υπομονετικά στην είσοδο του νεκροταφείου.
Μόνο όταν είχαν αρχίσει να απομακρύνονται και σίγουρη ότι ο γιος της δεν την έβλεπε, έστρεψε το κεφάλι της προς τα πίσω και είπε σχεδόν άηχα, χαμογελώντας για πρώτη φορά μετά από χρόνια πραγματικά ευτυχισμένη:
«Έρχομαι, αγαπημένε μου…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου