Από τον Αλέξανδρο Σαγρή
Η παλλακεία διάθεση του φθινοπώρου,
ζέσταινε κλονισμένα,
τ' απέραντα νερά των ωκεανών,
μολύνοντας κάθε ευκαιρία για επιστροφή.
Ο Ήλιος αναμμένος,
χάιδευε με τις ακτίνες του, το τρίχωμα των βοδιών του
και μπορούσε να γίνει φεγγαρόφωτο,
στη ψυχή κάθε συντρόφων.
Κάνοντας ταξίδια σε Ιθάκες πρωτάκουστες,
ψιθύριζες σ' έναν μούτσο "για άνθρωποι μοιάζουμε τελικά, για άνθρωποι..."
Το έλεγες και το ξανάλεγες μήπως και το πιστέψεις!
Να μάχεσαι για τις ταρίφες του καπετάνιου
και για μια υπερηφάνεια,
όταν ο κάθε μεγαλέμπορας σου΄λεγε,
ότι ήσουν το καλύτερο εμπόρευμα,
ψηλαφώντας σε στις περιφέρειες
και στο τέλος πουλώντας σε ως υπεύθυνο βοηθό ενός άρχοντα
Σ΄έναν άρχοντα γεμάτο εμπιστοσύνη στις δουλειές που έκανες!
Ξαφνικά μόνος,
με συντροφιά τις σκόνες,
που έφερνε ο αέρας απ' τ ' ανοιχτό παραθύρι
και με τ' αποφάγια των κοιλιόδουλων αφεντάδων,
στις σανίδες του πατώματος.
Τον Ήλιο όμως ποτέ δεν βαρέθηκες να κοιτάς,
τον χάζευες,
ακόμα και όταν καθάριζες, με νεύρα τα μωσαϊκά για να φύγει η λίγδα,
κι όταν έτριβες τα ρυτιδιασμένα βλέφαρά σου,
για να ανοίξουν γρήγορα στο λαμπύρισμα της μέρας,
κι όταν παραπονιούσουν ότι δε κράταγε για πολύ,
ήταν επειδή σου θύμιζε ελπίδα
κάτι που δεν σου χάρισε ποτέ!
Σε συμπαθούσε όμως...
αφού σε ζέσταινε πάντα λίγο περισσότερο σε κάθε βοσκή.
Η παλλακεία διάθεση του φθινοπώρου,
ζέσταινε κλονισμένα,
τ' απέραντα νερά των ωκεανών,
μολύνοντας κάθε ευκαιρία για επιστροφή.
Ο Ήλιος αναμμένος,
χάιδευε με τις ακτίνες του, το τρίχωμα των βοδιών του
και μπορούσε να γίνει φεγγαρόφωτο,
στη ψυχή κάθε συντρόφων.
Κάνοντας ταξίδια σε Ιθάκες πρωτάκουστες,
ψιθύριζες σ' έναν μούτσο "για άνθρωποι μοιάζουμε τελικά, για άνθρωποι..."
Το έλεγες και το ξανάλεγες μήπως και το πιστέψεις!
Να μάχεσαι για τις ταρίφες του καπετάνιου
και για μια υπερηφάνεια,
όταν ο κάθε μεγαλέμπορας σου΄λεγε,
ότι ήσουν το καλύτερο εμπόρευμα,
ψηλαφώντας σε στις περιφέρειες
και στο τέλος πουλώντας σε ως υπεύθυνο βοηθό ενός άρχοντα
Σ΄έναν άρχοντα γεμάτο εμπιστοσύνη στις δουλειές που έκανες!
Ξαφνικά μόνος,
με συντροφιά τις σκόνες,
που έφερνε ο αέρας απ' τ ' ανοιχτό παραθύρι
και με τ' αποφάγια των κοιλιόδουλων αφεντάδων,
στις σανίδες του πατώματος.
Τον Ήλιο όμως ποτέ δεν βαρέθηκες να κοιτάς,
τον χάζευες,
ακόμα και όταν καθάριζες, με νεύρα τα μωσαϊκά για να φύγει η λίγδα,
κι όταν έτριβες τα ρυτιδιασμένα βλέφαρά σου,
για να ανοίξουν γρήγορα στο λαμπύρισμα της μέρας,
κι όταν παραπονιούσουν ότι δε κράταγε για πολύ,
ήταν επειδή σου θύμιζε ελπίδα
κάτι που δεν σου χάρισε ποτέ!
Σε συμπαθούσε όμως...
αφού σε ζέσταινε πάντα λίγο περισσότερο σε κάθε βοσκή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου