Από την Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Ο φίλος που σ’ αγάπαγε σαν
ήτανε περφέκτο,
Το σώμα σου και η καρδιά,
όλο σου το πακέτο,
Πώς θα σ’ αντικρίσει μετά
από τόσα χρόνια
Που γέρασες κι’ ασχήμυνες
σε άσπρισαν τα χιόνια;
Ποτέ σου δεν λυπήθηκες,
καλά έχεις γεράσει
Ο Χρόνος σε σεβάστηκε δεν
σ’ έχει κουρελιάσει.
Eσύ το φίλο σκέπτεσαι που’ χε
ψιλολατρέψει
ΜΙΑ αγέρωχη καρδιά που ήθελε να παίξει
Με όσους την αγάπαγαν και τους γυρνούσε πίσω
Περήφανα τα αισθήματα που
είχε τιθασεύσει.
Σαν άκουγες στα πέλαγα να
σε καλούν σειρήνες
Τα όπλα αμέσως άρπαζες,
στον πόλεμο ριχνόσουνα
Τη μάχη πάντα κέρδιζες
και θαυμασμό χαιρόσουνα.
Καμάρωνες και γέλαγες μ’
αυτούς που σ’ αγαπούσαν
Μα δεν δινόσουν εύκολα γι’ αυτό και σε ρωτούσαν
Δεν ήταν τίποτα από τα δυο,
το έπαιζες αφέντρα,
Όλων που σε ποθούσανε και
σε ‘θελαν δικιά τους.
Μα εσύ μια μόνο γνώριζες
αφέντρα και κυρά σου
την ίδια την καρδιά σου. Και
τώρα, η καρδιά σου;
Κοτούλα φευ η άμοιρη. Και κάθεσαι
στ’ αυγά σου!!!
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου