20 Φεβ 2016

Θαμμένοι ζωντανοί για 69 μέρες: Η αληθινή ιστορία των 33 ανθρακωρύχων στο San Jose της Χιλής

Σχεδόν 700 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, 33 ανθρακωρύχοι από την Χιλή ελπίζουν στο θαύμα της σωτηρίας. Αυτή είναι η πραγματική τους ιστορία...

Η ράμπα, το κεντρικό τούνελ του ορυχείου ξεκινάει περίπου 1,5 χιλιόμετρο πάνω από την επιφάνεια του νερού κοντά στην κορυφή ενός βραχώδους βουνού στο Σαν Χοσέ της Χιλής. Από την είσοδο του ορυχείου η ράμπα ξεκινάει μια πορεία μέσα στα έγκατα του βουνού. Οι εργάτες μεταφέρονται στα διάφορα επίπεδα του ορυχείου με φορτηγά με σκοπό την εξόρυξη μετάλλων.

Το πρωί της 5ης Αυγούστου 2010, κάποιοι εργάτες εργάζονταν περίπου 2,5 χιλιάδες πόδια κάτω από την επιφάνεια φορτώνοντας τόνους εξορύξιμης ύλης. Μια άλλη ομάδα εργατών μερικές εκατοντάδες πόδια πάνω τους, οχύρωναν ένα πέρασμα, ενώ άλλοι περίμεναν στο καταφύγιο, ένα δωμάτιο στα 2,3 χιλ πόδια κάτω από τη γη. Το καταφύγιο με τους ανθεκτικούς τοίχους και την βαριά μεταλλική πόρτα, υποτίθεται ότι θα λειτουργούσε ως καταφύγιο σε μια περίπτωση έκτακτης ανάγκης αλλά ταυτόχρονα και ως χώρος ανάπαυσης. Μάλιστα φρέσκος αέρας διοχετευόταν στο δωμάτιο για να διατηρείται η θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα.

Λίγο μετά τη 1 το μεσημέρι, ο Franklin Lobos οδηγούσε ένα φορτηγάκι προς το καταφύγιο με σκοπό να παραλάβει μια ομάδα εργατών προς την επιφάνεια για να γευματίσουν. Ένας άλλος εργάτης, ο Jorge Gallegiollos, ήταν συνοδηγός του Lobow, όταν στα περίπου 2 χιλ πόδια κάτω λέει ξαφνικά, "To είδες αυτό; Μια πεταλούδα".

O Lobos απάντησε "Ποιο; Μια πεταλούδα; Όχι, ήταν μια λευκή πέτρα".

Ο Lobos δεν πίστευε ότι μια πεταλούδα θα φαινόταν τόσο βαθιά στο σκοτάδι αλλά δεν έφερε άλλη αντίρρηση. Ξαφνικά, οι 2 άντρες άκουσαν μια τεράστια έκρηξη. Ο διάδρομος γέμισε με σκόνη και η ράμπα άρχισε να καταρρέει πίσω τους, χτυπώντας τους άντρες με έναν εκκωφαντικό θόρυβο σαν να καταρρέει ένας ουρανοξύστης.



Από κάτω τους, το κύμα ανοίγει με δύναμη την πόρτα του καταφυγίου, και οι εργάτες που περίμεναν το φορτηγό τρέχουν αμέσως μέσα για να σωθούν. Σύντομα, περίπου 2 ντουζίνες εργάτες βρίσκονται παγιδευμένοι μέσα στο καταφύγιο καθώς το βουνό καταρρέει πάνω τους. Μετά από μερικά λεπτά και καθώς ο θόρυβος καταλαγιάζει, οι άντρες αποφασίζουν να τρέξουν προς τη ράμπα με στόχο να βγουν στην επιφάνεια.

Ο Luis Urzua, ο υπεύθυνος βάρδιας, και ο Mario Sepulveda, που εργάζεται ως φορτωτής, βρίσκονται κοντά στο καταφύγιο όταν ακούνε έναν δυνατό θόρυβο και αισθάνονται την πίεση του κύμματος καθώς αυτό διατρέχει το τούνελ. O Florencio Avalos, ο βοηθός του Urzua, ανεβαίνει το φορτηγό και τους λέει ότι το ορυχείο καταρρέει.

Οι 3 άντρες γρήγορα οδηγούν προς το καταφύγιο ώστε να παραλάβουν όποιον βρίσκεται εκεί αλλά το δωμάτιο είναι άδειο.Επειτα οδηγούν ακόμα πιο βαθιά στο ορυχείο αφού γνωρίζουν ότι υπάρχουν εργάτες που δουλεύουν εκεί. Είναι ευθύνη του Urzua να βγάλει τους εργάτες του στην επιφάνεια.

Περίπου 150 πόδια κάτω από το καταφύγιο, ο Gomez και ο Reygadas, 2 βετεράνοι, φορτώνουν μεταλλεύματα σε ένα φορτηγό. Και οι δύο αισθάνονται το κύμμα, αλλά ο Reygadas θεωρεί ότι απλά ο υπεύθυνος έχει διατάξει μια ελεγχόμενη έκρηξη. Όταν ολοκληρώνουν τη φόρτωση, ο Gomez ξεκινάει το φορτηγό με πορεία προς την επιφάνεια αλλά προχωράει μόνο μερικές εκατοντάδες πόδια όταν και τον χτυπάει ένα παχύ σύννεφο σκόνης. Σύντομα δεν μπορεί να δει μπροστά του. Οδηγάει το φορτηγό στα τυφλά όταν και ξαφνικά ο Urzua εμφανίζεται μπροστά του και τους λέει να σταματήσουν.

Ο Gomez και ο Reygadas πηδάνε στο φορτηγό και ο Avalos καταφέρνει να το οδηγήσει στο καταφύγιο. Ήδη στο καταφύγιο είχαν φτάσει και άλλοι εργάτες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την κατάρρευση. Μόλις βλέπουν το φορτηγό, πηδάνε στην καρότσα και αρχίζουν να φωνάζουν ότι πρέπει να βγουν στην επιφάνεια. Ο Avalow λοιπόν ξεκινάει για την επιφάνεια.

Το φορτηγό όμως λυγίζει κάτω από το βάρος των ανδρών. Όταν δε η σκόνη γίνεται τόσο πυκνή που δεν μπορούσαν να δούνε μπροστά τους, ο Mario βγαίνει μπροστά με έναν φακό και καθοδηγεί το φορτηγό. Σύντομα συναντούνε και άλλους εργάτες στην πορεία τους προς την επιφάνεια. Προχωρώντας όλο και πιο πάνω, συναντάνε το φορτηγό των Lobos και Galleguillos που ακολουθούν την αντίθετη πορεία προς το καταφύγιο.

Ο Sepulveda ρίχνει το φως του φακού στους 2 άντρες και βλέπει το έντρομο βλέμμα τους και τον πανικό. O Lobos τους περιγράφει την κατάρρευση από την οποία μόλις έχουν γλιτώσει και ο Urzua διατάζει να γυρίσουν πίσω, και όλοι κατευθύνονται ψηλότερα, όπου περισσότερα χαλάσματα εμφανίζονται στον δρόμο, σαν να πλησιάζουν όλο και περισσότερο στη σκηνή της μάχης.

Τελικά, μεγάλοι βράχοι μπλκάρουν το δρόμο τους, και οι άντρες βγαίνουν από το αυτοκίνητο και συνεχίζουν πεζοί. Η αδρεναλίνη και η προσμονή για την επιφάνεια τους οδηγεί σε μια πολύ κουραστική ανάβαση. Ακολουθούν το φως από τα κράνη τους και τους φακούς μέχρι που η δέσμη φωτός χτυπάζει την γκρίζα επιφάνεια ενός βράχου. Αφού η σκόνη καταλαγιάζει, το μέγεθος του εμποδίου γίνεται εμφανές. Η ράμπα είναι μπλοκαρισμένη, από την κορυφή μέχρι την βάση από ένα κομμάτι  βράχου ψηλό όσο ένα κτίριο 45 ορόφων.

Καμία διέξοδος

Ο Alex Vega είναι ο πιο μικρόσωμος από όλους τους εργάτες. Πέφτει με το στομάχι στο έδαφος και κοιτάζει από ένα μικρό άνοιγμα στο βράχο. Λέει ότι νομίζει ότι μπορεί να περάσει. Ο Urzua όμως θεωρεί ότι αυτό είναι τρελό αλλά ο Vega επιμένει και τελικά ο Urzua ενδίδει. Ο Vega στριμώχνεται στη ρωγμή και συνεχίζει για περίπου 10 πόδια μέχρι που τελικά δεν μπορεί να συνεχίζει άλλο και επιστρέφει ανακοινώνοντας ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Για κάποιους από τους παλαιότερους εργάτες, το θέαμα του βράχου αλλά και τα λόγια του Vega τους φέρνει μπροστά σε ένα αίσθημα απόγνωσης. Κάποιοι είχαν αποκλειστεί και άλλες φορές από χαλάσματα αλλά πρώτη φορά αντιμετωπίζουν κάτι τέτοιο. O Galleguillos πιστεύει ότι δεν θα ξαναδεί τον εγγονό του ξανά και αρχίζει να κλαίει. Ο Gomez, που έχασε 2 δάχτυλα σε ένα παλαιότερο ατύχημα, διαπιστώνει ότι η τύχη του τελειώνει και τώρα θα χάσει κάτι πολύ πιο σημαντικό, την ίδια του τη ζωή.

Οι παγιδευμένοι εργάτες γυρίζουν την πλάτη τους στον βράχο και χωρίζονται σε 2 ομάδες. 8 από αυτούς αναλαμβάνουν να αναζητήσουν άλλες διεξόδους μέσα από τον λαβύρινθο των τούνελ κυρίως μέσα από ανοίγματα που έχουν ως στόχο να επιτρέπουν τη ροή αέρα, νερού και ηλεκτρισμού στο ορυχείο. Υποτίθεται ότι υπάρχουν σκάλες διαφυγής αλλά η ιδιοκτήτρια εταιρία έκανε περικοπές αγνοώντας τους κανόνες ασφαλείας.

Οι υπόλοιποι κατευθύνονται στο καταφύγιο. Καθώς οι δύο ομάδες χωρίζονται, ο Avalos, λέει στους γηραιότερους να φυλάξουν τις προμήθειες και να μην αφήσουν τους άλλους εργάτες να φάνε ακόμα γιατί μπορεί να χρειαστεί να μείνουν για μέρες παγιδευμένοι. Μιλάει σιγά γιατί δεν θέλει να δημιουργηθεί πανικός.

Στο καταφύγιο, οι εργάτες διαπιστώνουν ότι η όποια σύνδεση με την επιφάνεια (ηλεκτρισμός, επικοινωνία, αέρας, νερό) έχει διακοπεί. Οι πρώτες ώρες περνάνε αργά με τις συνεχείς πτώσεις βράχων κάπου στο σκοτάδι πέρα από το αχνό φως των φακών.

Εντωμεταξύ, η ομάδα των 8 επιχειρεί να ανοίξει μία τρύπα στο ταβάνι. Στρέφοντας το κεφάλι του προς το άνοιγμα, ο Sepulveda διαπιστώνει ότι υπάρχει μια σκάλα καρφωμένη στον βράχο. Ξεκινάει να την ανεβαίνει με τον Bustos από πίσω του. Η σκόνη δυσκολεύει την αναπνοή και οι τοίχοι είναι ιδιαίτερα γλιστεροί από την υγρασία. Στα μισά, σπάει ένα από τα σκαλιά και χτυπάζει τον Sepulveda στα μπροστινά δόντια προκαλώντας τρομερό πόνο αλλά αυτός συνεχίζει.

Ο Sepulveda φτάνει στην κορυφή της καμινάδας και φωτίζει με τον φακό του το σκοτάδι. Σηκώνεται όρθιος και όταν φτάνει και ο Bustos στην κορυφή, περπατάνε στη ράμπα με την ελπίδα ότι στην επόμενη στροφή θα βρουν μια διέξοδο. Αλλά αντ' αυτού η δέσμη φωτός από τον φακό τους χτυπάει για μία ακόμα φορά στην πέτρινη επιφάνεια ενός τεράστιου βράχου που μπλοκάρει τον δρόμο. Ο Sepulveda αρχίζει να χάνει κάθε ελπίδα αλλά και με την τραγική διαπίστωση του τι τους περιμένει.

Οι 2 άντρες επιστρέφουν πίσω και στρίβουν από μία άλλη στροφή μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι και από εκεί είναι μπλοκαρισμένοι. Τότε ο Sepulveda λέει "Τι θα πούμε στα παιδιά;" Ο Bustos απαντάει ότι πρέπει να τους πούνε την αλήθεια.

Η αναζήτηση της ελπίδας

Στην βάση της καμινάδας, ο Sepulveda και ο Bustos μεταφέρουν τα άσχημα νέα στην ομάδα. Η ράμπα είναι μπλοκαρισμένη και σε άλλα επίπεδα του ορυχείου με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διέξοδος διαφυγής.

Οι άνδρες κοίταξαν τον Urzua, αλλά αυτός δεν είπε τίποτα. Έμοιαζε αποκαμωμένος και ηττημένος. Γνώριζε ότι κάποιες φορές οι εργάτες θάβονταν στα ορυχεία και τελικά πέθαιναν από την πείνα. Και γνώριζε, ότι αν οι διασώστες δεν τους βρουν τις πρώτες 6-7 ημέρες, συνήθως τα παρατάνε. Ήθελε να πει κάτι για να δώσει μια ελπίδα στους εργάτες αλλά αρνούταν να τους πει ψέμματα. Έτσι, δεν είπε τίποτα. Αργότερα, στο καταφύγιο, ο Urzua ανακοινώνει στους άνδρες ότι δεν είναι πλέον το αφεντικό τους αλλά θα πρέπει να είναι ενωμένοι και να πάρουν ομαδικές αποφάσεις.

Ο Sepulveda έχει διαφορετική άποψη. Η ζωή του ήταν μια διαρκής πάλη. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα, και μεγάλωσε όντας ένα από τα 10 παιδιά ενός αλκοολικού πατέρα. Πολεμούσε διαρκούσε για τη ζωή του οπότε σε τέτοιες καταστάσεις νοιώθει ο εαυτός του. Έτσι, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ιεραρχικά ψηλά, ο Sepulveda προσπαθεί να αναλάβει τον έλεγχο της μοίρας του και των ανδρών γύρω του με αισιοδοξία και εστίαση στην επιβίωση. Όταν ο Urzua, o Sepulveda και οι άλλοι άντρες της ομάδας διάσωσης φτάνουν στο καταφύγιο, βλέπουν ένα σκηνικό απόλυτου χάους. Κάποιοι πεινασμένοι εργάτες είχαν ορμήσει στις προμήθειες και άρπαζαν κουτιά με μπισκότα και γάλα. Κάθονταν στο σκοτάδι και μασουλούσαν μπισκότα.

"Τι κάνετε;" ρωτάει ο Sepulveda με αγριεμένη φωνή. "Δεν αντιλαμβάνεστε ότι μπορεί να μείνουμε εδώ για μέρες ή και εβδομάδες;"

Τότε αυτός και ο Bustos αποκαλύπτουν την αλήθεια για αυτό που συνάντησαν στα ανώτερα στρώματα. Ότι δηλαδή είναι παγιδευμένοι χωρίς εύκολη διέξοδο διαφυγής.

Ο Sepulveda κάνει μια καταμέτρηση των προμηθειών τους - κονσέρβες ροδάκινο, αρακάς, τούνα και 24 λίτρα γάλα και 93 κουτιά μπισκότων. Αλλά οι άνδρες ευτυχώς δεν κινδύνευαν από αφυδάτωση αφού δίπλα τους υπήρχαν αρκετά λίτρα νερού, που σκοπό είχαν να διατηρούν τη θερμοκρασία των μηχανών σταθερή. Το νερό περιείχε μικροποσότητες λαδιού αλλά ήταν πόσιμο.

Μερικοί άνδρες πήγαν πίσω στα ανοίγματα για να προσπαθήσουν να ειδοποιήσουν τους διασώστες για την παρουσία τους κάτω, πατώντας τις κόρνες ή χτυπώντας τα χέρια τους στις σωληνώσεις. Δεν ακούνε τίποτα  όμως...

Γύρω στις 10 το βράδυ οι άνδρες ψάχνουν μέρος για να ξαπλώσουν. Ο Reygadas, ένας χείρος, σκέφτεται τα παιδιά και τα εγγόνια του. Αρχίζει να κλαίει, οπότε αποχωρεί από το καταφύγιο. Βλέπει τους τόνους βράχου που έχουν πέσει αλλά δεν τραυμάτισαν κανέναν και θεωρεί ότι είναι θεικό σημάδι.

Εντωμεταξύ, ο Urzua παρότι έχει παραιτηθεί από την αρχηγεία δεν έχει παραδώσει πλήρως την ηγεσία. Μερικοί άνδρες είναι ανυπόμονοι και επιστρέφουν στη βάση της καμινάδας. Βάζουν φωτιά σε ένα φίλτρο και σε ένα μικρό λάστιχο, ελπίζοντας ότι ο καπνός θα φτάσει την επιφάνεια στέλνοντας σήμα ότι υπάρχουν ζωντανοί κάτω. Προσπαθούν να καθαρίσουν το μονοπάτι με την ελπίδα να βρουν ένα άνοιγμα αλλά δεν καταφέρνουν κάτι.

Το μεσημέρι της δεύτερης ημέρας, οι 33 άνδρες συγκεντρώνονται γύρω από τον Sepulveda ο οποίος μοιράζει τις ημερήσιες μερίδες φαγητού - ένα κουταλάκι του τσαγιού παστεριωμένου ψαριού, αναμεμειγμένο με νερό και 2 μπισκότα για τον κάθε άνδρα. Αυτό το μοναδικό γεύμα, περιείχε λιγότερες από 300 θερμίδες και έπρεπε να τους κρατήσει μέχρι την επόμενη ημέρα.

Επιβιώνοντας κάτω από το έδαφος

Την ημέρα που οι εργάτες παγιδεύτηκαν, οι άνδρες στην επιφάνεια άκουσαν την έκρηξη και είδαν τη σκόνη να βγαίνει από την είσοδο. Μία ομάδα διάσωσης κατεβαίνει με ένα φορτηγό μέχρι που 1500 πόδια κάτω από την επιφάνεια οι άνδρες έρχονται αντιμέτωποι με μια μεγάλη μάζα που μπλοκάρει τη ράμπα. Μία άλλη ομάδα επιχειρεί να κατέβει από τις καμινάδες με σκοινιά αλλά συναντά το ίδιο εμπόδιο.

Καλούνται να βοηθήσουν η πυροσβεστική, η Εθνική Γεωολογική Υπηρεσία και το γραφείο Καταστροφών του Υπουργείου Εσωτερικών. Η εταιρία ξεκινάει να επικοινωνεί με τις οικογένειες των ανδρών, οι οποίες σιγά σιγά άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το ορυχείο. Αρκετές φορές τις πρώτες ημέρες, το βουνό βρυχάται σαν να είναι έτοιμο να δώσει άλλη μία έκρηξη.

Κάτω από τη γη, οι εργάτες βρίσκονται στη σχετική ασφάλεια του καταφυγίου στριμωγμένοι κάτι που κάνει την αίσθηση της ζέστης και του ιδρώτα πολύ έντονη. Δεν γνωρίζουν πόσο καιρό θα χρειαστεί να μείνουν εκεί κάτω, οπότε αποφασίζουν να μην σπαταλήσουν καθόλου νερό για μπάνιο.

Για να μην χάσουν κάθε ελπίδα, κάνουν αστεία και λένε προσωπικές ιστορίες. Ένας εργάρτες, ο Victor Segovia, ξεκνάει να γράφει ημερολόγιο. "Υπάρχει μια ισχυρή αίσθηση αδυναμία. Δεν γνωρίζουμε αν προσπαθούνε να μας σώσουν αφού δεν ακούμε μηχανήματα".

Ένας άλλος εργάτης, ο Henriquez, πιστός Ευαγγελιστής, οδηγεί τους άνδρες στην προσευχή. "Δεν είμαστε οι καλύτεροι άνδρες αλλά Θεέ μου, λυπήσου μας¨. Γονατίζουν και προσεύχονται ο Θεός να οδηγήσει τους διασώστες τους στο μικρό δωμάτιο που είναι συγκεντρωμένοι.

Ο Henriquez επίσης έχει και ένα κινητό. Δεν υπάρχει σήμα αλλά οι άνδρες το χρησιμοποιούν για να καταγράψουν το γεγονός. Ο Sepilveda αφηγείται σε ένα σύντομο βίντεο τη διαδικασία ετοιμασίας του γεύματος. "Τούνα με αρακά! 8 λίτρα νερού, μία κονσέρβα τούνας και λίγος αρακάς. Ώστε να καταφέρουμε να επιβιώσουμε."

Μετά το γεύμα, μερικοί από τους άνδρες νομίζουν ότι μπορούν να ακούσουν τρυπάνια από ψηλά αλλά οι υπόλοιποι διαφωνούν.Η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι που ακόμα και αυτοί που τα άκουγαν στην αρχή παραδέχονται ότι η αδυναμία και η φαντασία πιθανώς να τους παίζει παιχνίδια.

Ο Segovia γράφει στο ημερολόγιό του ότι οι άνδρες αισθάνονται το τέρας της τρέλας να μεγαλώνει μέσα τους. 4 μέρες θαμμένοι πλέον. Γράφει τα ονόματα των 5 παιδιών του, της μητέρας και πατέρα του και του ίδιου, τραβάει ένα κύκλο και μια καρδιά και ανακοινώνει ότι δεν πρέπει να κλαίνε γι αυτόν.

Στις 7:30 το πρωί στις 8 Αυγούστου, περίπου 78 ώρες από τη στιγμή που παγιδεύτηκαν, ο Segovia καταγράφει έναν ήχο σαν μέταλο πάνω στο βράχο. Ένα τρυπάνι.

"Το ακούτε αυτό;" φωνάζει. "Τι όμορφος ήχος!"

"Αυτά τα τρυπάνια μπορούν να σκάβουν μέχρι και 100 μέτρα την ημέρα", λέει ένας άλλος. Με απλά μαθηματικά και αν όλα πάνε καλά υπολογίζουν ότι θα χρειαστούν 5 ή 6 μέρες για να φτάσουν σε αυτούς.

Το πλάνο διάσωσης

Από τη στιγμή που το πλάνο διάσωσης σχηματίστηκε, χρειάστηκε ένα 46 τόνων τρυπάνι και πάνω από ένας μήνας ώστε να ολοκληρωθεί  η διέξοδος διαφυγής μήκους περίπου μισό μίλι. Στις 12 Οκτωβρίου 2010, ο Florencio Avalos ήταν ο πρώτος εργάτης που βγήκε στην επιφάνεια με μία κάψουλα βαμμένη στα χρώματα της Χιλιανής σημαίας.




Απέλπιδες προσπάθειες

Η πρώτη πλατφόρμα με το τρυπάνι φτάνει στο San Jose, την Κυριακή 8 Αυγούστου. Οι διασώστες συμβουλεύονται τα σχέδια του ορυχείου και αρχίζουν να σκάβουν με σκοπό να φτάσουν στο καταφύγιο. Το σημείο στο οποίο σκάβουν αρχίζει να βγάζει σκόνη και νερό στο έδαφος. Παράλληλα, ακόμα μία ομάδα ξεκινάει το σκάψιμο λίγο πιο δίπλα. Τελικά, 9 τρυπάνια δουλεύουν παράλληλα στο έδαφος με την ελπίδα ότι ένα από αυτά θα φτάσει στο στόχο του. Μια στενή διέξοδος από το καταφύγιο στην επιφάνεια θα επιτρέψει στους διασώστες να προμηθεύουν με νερό και τρόφιμα τους παγιδευμένους εργάτες.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλη η Χιλή παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Ο πρόεδρος της χώρας ορίζει υπεύθυνο της διαδικασία τον υπουργό ορυχείων και ο ίδιος πραγματοποιεί επίσκεψη στο σημείο. Η διαδικασία συνεχίζεται για 4,5,6 ημέρες. Οι οικογένειες των εργατών χτίζουν βωμούς με κεριά στους βράχους γύρω από το ορυχείο και οι προσευχές είναι η μόνη τους άμυνα ενάντια στο δράμα που ζούνε.

Τη νύχτα της 15ης Αυγούστου, 11 μέρες από την αρχή του δράματος, ένα τρυπάνι φτάνει σε ένα ανοιχτό σημείο στα 1653 πόδια από το έδαφος αλλά 650 πόδια πάνω από το καταφύγιο. Όλα τα τρυπάνια σταματάνε και οι διασώστες προσπαθούν να ακούσουν κάποιον ήχο που θα δώσει σημάδια ζωής. Ακούνε ένα ρυθμικό ήχο και στέλνουν κάτω μία κάμερα. Δεν υπάρχει κάτι. Απλά ένα ανοιχτός χώρος ανάμεσα σε βράχους. Ο ήχος; Μάλλον η επιθυμία να ακούσουν κάτι τους έκανε να ακούνε ανύπαρκους ήχους.

Οι μέρες περνούν και η απαισιοδοξία μεγαλώνει. Μερικοί θεωρούν ότι οι εργάτες είναι νεκροί. Άλλοι αναφέρουν παράξενα γεγονότα όπως ότι το πνεύμα των 33 ανδρών περιφέρεται στις γειτονιές.

Στο καταφύγιο, οι άνδρες παίζουν αυτοσχέδιο τάβλι. Λένε ιστορίες, μιλάνε για φαγητό. Καταλήγουν ότι αν πεθάνουν, οι οικογένειές τους μπορεί να πάρουν ως αποζημίωση από 80 μέχρι 120 χιλ δολάρια.

Ο ήχος των τρυπανιών συχνά σταματάει για ώρες και αφήνει μια σκληρή σιωπή. Μερικοί άνδρες αποφασίζουν απλά να καθίσοτν και να περιμένουν το τρυπάνι να τους φτάσει. Οι διασώστες κάποια στιγμή θα τα παρατήσουν όταν δεν πάρουν κάποιο σημάδι ζωής. Έτσι ξεκινάνε πάλι τις προσπάθειες να στείλουν ένα σήμα στην επιφάνεια. Μαζεύουν δυναμίτη και προχωράνε όσο ψηλότερα μπορούν. Περιμένουν τα τρυπάνια να σταματήσουν αλλά είναι στα 2300 πόδια υπογείως. Πως θα τους ακούσουν στην επιφάνεια;

Στις 16 Αυγούστου, ο Segovia γράφει στο ημερολόγιό του ότι αρχίζουν να χάνουν την ελπίδα τους. "Σχεδόν κανείς δεν μιλάει πια. Το δέρμα κρέμεται πλέον από τα κόκκαλα του προσώπου και τα πλευρά ξεπετάγονται. Όταν περπατάμε πλέον τα πόδια μας τρέμουν."

Ο μεταβολισμός τους σιγά σιγά καταστρέφεται. Ακόμα και οι πιο ενεργητικοί κοιμούνται περισσότερες ώρες από το συνηθιμένο και χάνονται στις σκέψεις τους. Μερικοί άνδρες έχουν παρενέργειες από την πείνα όπως το γεγονός ότι τα όνειρα και οι εφιάλτες τους διαρκούν περισσότερο από το σύνηθες και είναι πολύ ζωντανοί.

Την 16η ημέρα, οι άνδρες μοιράζονται το τελευταίο ροδάκινο. Μερικοί άνδρες γράφουν αποχαιρετιστήρια γράμματα, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα ίσως τους βρούνε. Αρχίζουν να αισθάνονται αδύναμοι. Για μερικούς, φαίνεται ότι την επόμενη φορά που θα πέσουν για ύπνο, δεν θα ξυπνήσουν ποτέ.Μερικοί χρειάζονται βοήθεια για να σηκωθούν και να πάνε στην τουαλέτα. Οι γηραιότεροι, ειδικά, αρχίζουν να παραδίδονται στη μοίρα τους. Μόνο ο Reygadas επιμένει ότι έρχονται να τους σώσουν.

Μετά από 17 ημέρες υπογείως, οι άνδρες ακούνε το τρυπάνι να πλησιάζει. Ο ήχος γίνεται εντονότερος και τους δίνει ελπίδα για καλύτερες μέρες ή την μεγαλύτερη απόγνωση μιας ακόμα άκαρπης προσπάθειας. Ο Segovia δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να αναθαρρήσει πολύ. Αντίθετα, ρωτάει τον Sepulveda, πως πιστεύει ότι είναι ο θάνατος. Ο Sepulveda του απαντάει ότι είναι σαν να πέφτεις για ύπνο. Ειρηνικός. Κλείνεις τα μάτια σου, ξεκουράζεσαι και όλες οι έγνοιες σου φεύγουν.

Μια αχτίδα ελπίδας

Στις 6 το πρωί, στις 22 Αυγούστου, αρκετοί από τους άνδρες στην πλατφόρμα κοιμούνται. Αλλά ένας εργάτης παρατηρεί κάτι παράξενο. Ο μεταλικός σωλήνας αρχίζει να μπλοκάρει. Ξαφνικά, η σκόνη που βγαίνει από την καμινάδα παύει και η πίεση στο τρυπάνι πέφτει στο μηδέν. Σταματάει το τρυπάνι.

Αρκετά κάτω από το έδαφος, μια μικρή έκρηξη συμβαίνει ακριβώς πάνω από το καταφύγιο. Ο θόρυβος σταματάει και αρχίζει να μπαίνει καθαρός αέρας στο καταφύγιο. Δύο εργάτες πηδάνε στα πόδια τους και τρέχουν προς τον θόρυβο. Βλέπουν τότε τη μύτη ενός τρυπανιού να ξεχωρίζει μέσα από το βράχο. Ένα τρυπάνι ανεβοκατεβαίνει.

Ένας εργάτης αρχίζει να χτυπάει με ένα εργαλείο το τρυπάνι. Το χτυπάει συνέχεια με πάθος και φωνάζει "Εδώ είμαστε!!!".

Σύντομα και οι 33 εργάτες συγκεντρώνονται γύρω από το τρυπάνι, αγκαλιάζονται και κλαίνε. ο Henriquez, ο οποίος μετά από 17 ημέρες έχει μετατραπεί σε έναν πεινασμένο προφήτη χωρίς μπλούζα, κοιτάει το τρυπάνει και ανακοινώνει:

"Dios existe".  Υπάρχει Θεός.

Πάνω, ο χειριστής του τρυπανιού αισθάνεται τον παλμό και βάζει το αυτί του στο τρυπάνι. Ακούει το ανυπόμονο χτύπημα και φωνάζει σε όλους ότι βρήκε σημάδια ζωής.Τα υπόλοιπα τρυπάνια σταματάνε για ακόμα μία φορά και καλούνται οι υπεύθυνοι. Η ομάδα του τρυπανιού το σηκώνει από το έδαφος. Οι εργάτες είχαν χρωματίσει την άκρη του τρυπανιού και είχαν κρεμάσει ένα σημείωμα που έλεγε "Είμαστε καλά στο καταφύγιο. Και οι 33".

Μία κάμερα και ένα μικρόφωνο κατεβαίνουν από την τρύπα και σύντομα ακούνε τους εργάτες να φωνάζουν και να πανηγυρίζουν στο μικρόφωνο. Σύντομα οι διασώστες κατεβάζουν στους εργάτες μπουκάλια με νερό και ένα μίγμα γλυκόζης. Ένα σημείωμα προειδοποιεί τους εργάτες να μην το πιουν γρήγορα αλλά αρκετοί άνδρες το πίνουν σε μια γουλιά και σύντομα αρχίζουν να έχουν πόνους στο στομάχι.

Σύντομα κατεβάζουν και άλλη γλυκόζη μαζί με φάρμακα και τελικά φαγητό. Στη συνέχεια τους στέλνουν και τα πρώτα γράμματα από τις οικογένειές τους.

Στις 30 Αυγούστου, 25 ημέρες μετά το ατύχημα, οι ομάδες διάσωσης αρχίζουν να ανοίγουν μια τρύπα διάσωσης. Το πλάνο είναι να δημιουργηθεί μια τρύπα διαμέτρου 15 ιντσών, μετά να γίνει 28 ίντσες ώστε τελικά να χωρέσει η μικρή κάψουλα που θα ανεβάσει τους εργάτες στην επιφάνεια Λόγω όμως της τοποθεσίας των εργατών και του κινδύνουν να καταρρεύει το 100 ετών ορυχείο, η διάσωση μπορεί να πάρει μήνες. "Με τη θέληση του Θεού, θα σας έχουμε βγάλει πριν τα Χριστούγεννα", τους ανακοινώνει ο Πρόεδρος της Χιλής.

Το τέλος του εφιάλτη


69 ημέρες μετά το ατύχημα, τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου, ο διασώστης Manuel Gonzalez κατεβαίνει με την κάψουλα ώστε να ενορχηστρώσει τη διάσωση. Ο Florencio Avalos είναι ο πρώτος που θα βγει στην επιφάνεια. "Θα βρεθούμε στην επιφάνεια", λέει στους υπόλοιπους και μπαίνει στην κάψουλα. Ο Avalos σιγά σιγά ανεβαίνει. Θα πάρει 30 λεπτά για να ολοκληρωθεί η άνοδος.

Μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας, και οι 33 εργάτες φτάνουν στην επιφάνεια. Ο διασώστης Gonzales είναι ο τελεταίος που βγαινει. Κανείς από τους άνδρες δεν είχε σοβαρά τραύματα, αν και οι περισσότεροι υπέφεραν από ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα. Εφιάλτες, κατάθλιψη και κατάχρηση αλκοόλ.

Σήμερα, τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα έχουν λυθεί. Οι άνδρες λαμβάνουν σύνταξη από την Χιλιανή κυβέρνηση, ικανοποιητική ώστε οι μεγαλύτεροι να αποσυρθούν. Οι νεότεροι εργάτες επέστρεψαν στη δουλειά, αν και οι περισσότεροι σε πόστα που έχουν ως βάση την επιφάνεια, στην δημόσια επιχείρηση ορυχείων. Ένας έγινε οδηγός φορτηγού και ένας άλλος έχει μανάβικο.

Κανείς από τους εργάτες δεν έγινε πλούσιος λόγω της περιπέτειάς του και την δημοσιότητας που πήρε το θέμα. Αλλά όλοι είναι ακόμα ζωντανοί!!

Πηγή: Reader's Digest

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου