13 Ιουλ 2014

"Δεκαετία του ‘90" (2ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

22η Συμμετοχή  από την Τσιτσικάου Μαρία - Ευαγγελία














Δεκαετία του ‘90. Το «πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι» λίγο πολύ ξεκαθαρισμένο ή αληθοφανώς ξεκαθαρισμένο. Η τεχνολογία αρχίζει σιγά σιγά να εμφανίζεται με ρυθμούς διαφορετικούς, να πλασάρει δειλά τα καινούρια επιτεύγματά της. Καινούρια για την πλειοψηφία των Ελλήνων μικρομεσαίων. Οι έφηβοι ζουν με την ψευδαίσθηση ότι απολαμβάνουν μια κοινωνική-σεξουαλική απελευθέρωση για την οποία δεν κάνουν καν τον κόπο να νιώσουν περήφανοι. Μα έτσι πρέπει, αυτό είναι το φυσιολογικό, σκέφτονται και διατυμπανίζουν θεωρώντας την κατ’ επίφαση ελευθερία τους σ’ όλους τους τομείς, ελευθερία αναμενόμενη και δεδομένη χωρίς να σκεφτούν πως κάποιοι άλλοι στο παρελθόν είχαν παλέψει γι’ αυτή και είχαν σαφώς μεγαλύτερη απελευθέρωση απ’ ό,τι νομίζουν οι ίδιοι πως έχουν σήμερα.
            Δε θα κάνω λόγο για αξίες, θα κάνω όμως λόγο για ιδανικά. Ποια ήταν αυτά κατά τη διάρκεια της άγονης και στείρας δεκαετίας του ‘90; Υπήρχαν; Κι αν υπήρχαν, ποιος πάλεψε για την κατάκτηση και την εδραίωσή τους; Κάποιοι θα χαρακτηρίσουν την τάση ν’ ανακαλύψω αυτά τα ιδανικά ως δείγμα ξεπεσμένου ρομαντισμού και ανώφελης λατρείας για το παρελθόν, αλλά δε μπορώ να πάψω να σκέφτομαι ότι η γενιά μου, η γενιά απ’ τα μισά της δεκαετίας του ’80 κι έπειτα, μεγάλωσε σε μια εποχή στείρα, άκαρπη, κενή. Κι αυτό δε μ’ αρέσει. Γιατί θα προτιμούσα να είχαμε ανδρωθεί μέσα σ’ ένα κλίμα δημιουργικότητας, προσπαθειών, αγώνων να υπερτερήσουν ιδεώδη και όνειρα κι όχι μουράτα κινητά και tablets.
      
      Δεν αποκηρύσσω την τεχνολογία ούτε τα επιτεύγματα του καιρού μας. Κατά βάθος ωστόσο, μάλλον θα συμφωνήσω έστω και σιωπηρά μ’ εκείνους που μου καταλογίζουν μια ροπή προς άλλες εποχές, πιο απλές, πιο αγνές, πιο ανθρώπινες. Δε θα πάω πολύ πίσω. Θα σηματοδοτήσω τη νοσταλγική μου διάθεση απ’ τη δεκαετία του ’60 και μετά. Κι όταν λέω νοσταλγική διάθεση σαφώς δεν εννοώ αναπόληση βιωμένων στιγμών, μα είναι ανάγκη να’ χεις ζήσει κάτι για να σου γεννά τη γλυκιά εκείνη μελαγχολία περασμένων και μακρινών; Πιστεύω πως όχι κι αυτό το καταδεικνύουν ολοκάθαρα οι αγαπημένοι στίχοι του μεγάλου Τάσου Λειβαδίτη:
«Ω, απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δε ζήσαμε
 κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…»
            Κάπως έτσι λοιπόν, χάνομαι ώρες ολόκληρες παρακολουθώντας παλιές ελληνικές ταινίες για να βυθιστώ σ’ έναν κόσμο ασπρόμαυρο μεν, αλλά με κατακόκκινο το πάθος για ζωή και για έρωτα, με ολόλευκα τα αγνά όνειρα και με πολύ ζήλο να τα κυνηγήσει κανείς, να τρέξει πίσω τους για να μπορέσει έστω και τελευταία στιγμή να γραπωθεί απ’ το κορδελάκι που κρέμεται στην άκρη τους και να πετάξει μαζί τους. Σ’ έναν κόσμο όπου δυο άνθρωποι κάθονται αντίκρυ μ’ ένα ποτήρι κρασί μπροστά τους και χάνεται ο ένας στο βλέμμα του άλλου ή μοιράζονται τη σιωπή με μια συμφωνημένη συνενοχή σκεπτόμενοι την ίδια ιδέα, τον ίδιο πόθο, το ίδιο ιδανικό κι όχι χαμένοι στην οθόνη ενός κινητού για να κάνουν check in.
            Κάπου διάβασα ότι οι άνθρωποι πάντα και σ’ όλες τις εποχές αγαπούν να γυρνούν πίσω, θεωρούν το παρελθόν καλύτερο απ’ τη σύγχρονή τους εποχή και το «κοιτούν» με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. Ίσως να ισχύει. Ίσως πάλι να’ ναι λίγοι εκείνοι που -όπως κι εγώ- αρέσκονται στην ονειροπόληση αυτού του είδους. Η αλήθεια βέβαια είναι πως είναι ίδιον όλων σχεδόν των ανθρώπων να γυρίζουν πίσω, στα περασμένα, να τ’ αναπολούν και μάλιστα με μια διάθεση χαρμολύπης. Πάντοτε όταν τα φέρναμε στο νου, μας φαίνονταν πιο όμορφα τα χρόνια του σχολείου, τα φοιτητικά και γενικώς τα νεανικά χρόνια, τα χρόνια που πέρασαν κι όπως καθετί που φεύγει άφησαν πίσω τους ως επί το πλείστον γλυκές αναμνήσεις αποδεσμευμένες απ’ τις όποιες πίκρες είχαν έρθει τότε μαζί τους και επιβαρυμένες μονάχα με το ελαφρύ πέπλο της σκόνης του χρόνου.
            Δεκαετίες ‘50-’60. Λιθόστρωτα δρομάκια, μικρά γραφικά καφενεία, ταβερνάκια όπου χέρια έμπλεκαν –όχι χωρίς κάποιο αίσθημα μυστικής ενοχής, αλλά ταυτόχρονα και πρωτόγνωρης διέγερσης για το «απαγορευμένο»- κάτω απ’ το απαλό και συνένοχο φως της ασετιλίνης.      
Δεκαετία ’70. Διάχυτος ο ερωτισμός, η νεανική ορμητικότητα, ο πόθος για ένα αύριο όπου ο άνεμος της ελευθερίας θα πνέει παντού, ο αγώνας να κατακτηθεί και να εδραιωθεί αυτό το αύριο.
Δεκαετία ’80. Ενθουσιασμός, parties, ανεμελιά, χρυσή εποχή των βιντεοταινιών και των κόμικς.                           
            Πώς φαίνονται όλα αυτά σήμερα; Οπωσδήποτε έχουν έναν αέρα καλτ και ρετρό, αλλά πόσο πιο όμορφη ήταν η εποχή που τα κοριτσάκια αντάλλασσαν χαρτιά αλληλογραφίας, τ’ αγοράκια έπαιζαν με μπίλιες, τα κινούμενα σχέδια δεν είχαν ρομπότ, αλλά τους ήρωες της Φρουτοπίας και το πρώτο μας φιλί ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία κι ας επρόκειτο στην ουσία μόνο για ένα βιαστικό, απαλό άγγιγμα των χειλιών… Ανακαλύπταμε σιγά σιγά την τεχνολογία μαγεμένοι κάθε φορά με κάτι καινούριο και δεν πιανόμασταν στα πλοκάμια της χάνοντας την πραγματική ζωή. Ναι, αυτή με τις χαρές, τις λύπες και τις απογοητεύσεις της. Δε μας ενδιέφερε να βγάλουμε μια καλή φωτογραφία για να την ανεβάσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά να ζήσουμε τη στιγμή για την οποία άξιζε να βγάλουμε αυτή τη φωτογραφία. Ίσως σε κάποιους φανεί κάπως άστοχη και με κάποια ελαφρότητα η προσπάθεια ανάδειξης των διαφορών ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα και ν’ αμφισβητήσουν τη γλυκανάλατη αυτή προσέγγιση. Το ζητούμενο όμως, είναι ότι ακόμα και η αμφισβήτηση έχει πλέον περάσει σε άλλη διάσταση. Κάποτε ήταν κάτι καίριο, το κριτικό πνεύμα των ανθρώπων αποτελούσε χτύπημα στα κακώς κείμενα, ενώ σήμερα εκδηλώνεται με μια απαθή στάση, η οποία ναι  μεν ενέχει το σπόρο της αμφιβολίας, αλλά περιορίζεται σε μια γενικευμένη απραξία κι εναντιολογία καταδικάζοντας τα πάντα στο τέλμα της αποσάθρωσης χωρίς συγχρόνως ν’ αναζητείται και μια κάποια λύση.
            Πολλές φορές θεώρησα τον εαυτό μου άτυχο που γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια κατά κύριο λόγο «άγονη» εποχή, αλλά έπειτα σκέφτηκα ότι έτσι έχω την ευτυχία να γυρίζω πίσω μέσα από τις ταινίες, τα βιβλία, τα περιοδικά, τη μουσική, τις φωτογραφίες και να ζω την ομορφιά, την αγνότητα και την έντονη δημιουργικότητα που χαρακτηρίζουν τον κόσμο των παλιών και περασμένων και μ’ αυτό τον τρόπο να εμπνέομαι και να συνεχίζω βάζοντας χρώμα στο δικό μας εκσυγχρονισμένο και λιγάκι μουντό κόσμο. Και βλέποντας ένα ασπρόμαυρο «ΤΕΛΟΣ» μετά από ένα ταξίδι στα παλιά κι αγαπημένα να καταπιάνομαι με μεράκι μ’ ένα καινούριο όνειρο.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου