10 Ιουλ 2014

Οι βροχερές νότες (2ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

19η Συμμετοχή  από την Αναστασία Κ.



Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα. Καθισμένη μπροστά στο αναλόγιο, η Λυδία πρόβαρε για πολλοστή φορά τα κομμάτια της. Έπαιζε βιολί από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Στην αρχή το σιχαινόταν γιατί ακουγόταν σαν πεινασμένο στομάχι , αλλά με τον καιρό έγινε η προέκταση του χεριού της. ’Είναι φοβερό’ σκέφτηκε και σταμάτησε απηυδισμένη την πρόβα. ‘Είμαι 22 χρονών ,παίζω το καλύτερο βιολί σ ’όλη την Αθήνα κι όμως κανείς δεν ενδιαφέρεται. Ενώ θα έπρεπε τώρα να δίνω κονσέρτα στα μεγαλύτερα ωδεία της Ευρώπης, της Αμερικής, του κόσμου όλου, ετοιμάζομαι να παίξω με τα παιδάκια του ωδείου στα σκαλιά μιας εκκλησίας! Ας είναι καλά ο μπαμπάς που πιστεύει ότι αν είσαι καλός κι ευγενικός θα τα καταφέρεις ανεβαίνοντας σκαλί σκαλί …’ολοκλήρωσε την σκέψη της ειρωνευόμενη τον αγαθιάρη πατέρα της. Η καρδιά της Λυδίας ήταν πιο παγωμένη απ’ το χιόνι. Ήθελε να δοξαστεί, να λάμψει, δεν της έφταναν πια το χλιαρό χειροκρότημα των μαμάδων και των γιαγιάδων. Ο μπαμπάς της….πόσο αφελής και αθώος ήταν…Υποστήριζε με πάθος ότι με το να ασχολούνται τα παιδιά από μικρά με την μουσική, η επόμενη γενιά θα ήταν γεμάτη από σωστούς μετρημένους ανθρώπους κι άλλες τέτοιες αηδίες….Μα δεν καταλάβαινε λοιπόν ότι σ’ αυτόν τον κόσμο όπου ο ένας τρώει τον άλλον νικητής βγαίνει πάντα αυτός που έχει φάει τους πιο πολλούς;

«Αγαπούλα μου είσαι έτοιμη; Πρέπει να φύγουμε!»Η γλυκερή φωνή του μπαμπά της την επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Ναι έρχομαι.» μουρμούρισε και προχώρησε προς την πόρτα.

Η συναυλία ήταν όπως ακριβώς την περίμενε. Όσο έπαιζαν τα παιδιά, οι θεατές μιλούσαν μεταξύ τους και πότε πότε παρακολουθούσαν την καφεκόκκινη παλέτα από κιθάρες και μικροσκοπικά μουτράκια που ίδρωναν και ξεΐδρωναν για  μην χάσουν τη νότα. Όταν ήρθε όμως η σειρά της, ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Επίτηδες είχε διαλέξει ένα κομμάτι στο οποίο το βιολί αργούσε να μπει. Ήθελε να εντυπωσιάσει. Από την στιγμή που έβαλε το δοξάρι πάνω στις χορδές, ξέχασε τα πάντα. Όπως κάθε φορά που έπαιζε, ένιωσε ότι όλη της η ύπαρξη συγκεντρωνόταν στο τρεμούλιασμα των δαχτύλων της για να πετύχει μια μελωδία.
Έμενε μια παρτιτούρα ακόμη μέχρι το θεαματικό της κλείσιμο. Η Λυδία ήταν σίγουρη ότι θα έκανε όλα τα ανθρωπάκια που τώρα την παρακολουθούσαν μαγεμένα, να πάνε στα σπίτια τους παραμιλώντας από τη μουσική της. Λίγο πριν αρχίσει το σόλο ένιωσε μια σταγόνα να πέφτει στο κεφάλι της. Και ύστερα άλλες δύο. Και μετά άρχισε ένας κατακλυσμός από σταγόνες που κατέστρεψαν τη μαγεία της στιγμής με τον πιο άσπλαχνο τρόπο. Γρήγορα και αδιαφορώντας πλήρως για το κονσέρτο, γονείς, γιαγιάδες και παιδιά έτρεχαν άτακτα προς τα αυτοκίνητα φωνάζοντας. Οι μουσικοί του ωδείου άρχισαν κι εκείνοι φουριόζοι να μαζεύουν τις βιόλες και τα φλάουτα, ενώ ο πατέρας της Λυδίας μιλούσε χαζογελώντας με τον μαέστρο. Μόνο η Λυδία δεν κουνιόταν. Καθισμένη στα μουσκεμένα σκαλιά παρατηρούσε τις τυπωμένες παρτιτούρες να λιώνουν σταδιακά κάτω απ’ το ανελέητο χτύπημα τις βροχής και ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό της. Όπως κι εκείνη, έτσι κι αυτές είχαν πολλά να πουν σε κάποιον που ήξερε να τις διαβάσει. Μάλιστα μπορούσαν να χαρίσουν στιγμές ευφορίας και ευδαιμονίας και απίστευτες μελωδίες. Το συμπέρασμα όμως ήταν ότι στις δύσκολες στιγμές τόσο τις παρτιτούρες όσο και την ίδια τη Λυδία που ζούσε μέσα απ’ τη μουσική, τις παρατούσαν στο έλεος τους ψάχνοντας ένα πιο σίγουρο μέρος. Ένα πιο σίγουρο μέρος. Εκείνη τη θλιβερή στιγμή η Λυδία κατάλαβε ότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να φτάσει ψηλά. Παίζοντας, κατάφερνε να βρει την ευτυχία, να απομονωθεί έστω και προσωρινά από τους ανθρώπους που την κούραζαν και την έκαναν να νιώθει πιο μόνη και πιο ξένη απ’ όσο ήδη ήταν. Αν ήθελε όμως να γίνει γνωστή σε μια κοινωνία από ανθρώπους, έπρεπε να μετριάσει δύο πράγματα : την αγάπη της για τη μουσική που την έκανε πολλές φορές απροσπέλαστη και την απέχθειά της για τους ανθρώπους .Μόνο όταν είδε τις παρτιτούρες να παραδίνονται στο νερό κατάλαβε πως ήταν πολύ δειλή για να κάνει τέτοια θυσία. Θα παρηγορούταν πάντα με την σκέψη ότι θα μπορούσε να γίνει σπουδαία. Να τα καταφέρει. Δεν θα τα κατάφερνε όμως ποτέ.
Αναστασία Κ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου